Η ἑορτή τῶν Χριστουγέννων κατέχει μιά ἰδιαίτερη ἑορτολογική θέση μέσα στό ἐκκλησιαστικό ἔτος καί ἀποτελεῖ ἡ σαρανταήμερη προεόρτια ἑτοιμασία της, ἀλλά καί ἡ μεθεόρτια πνευματική ἀπόλαυση τῶν δωρεῶν καί χαρισμάτων ἀληθινό θησαύρισμα πνευματικῆς προαγωγῆς. Ἄλλωστε ἡ ἐορτή τῆς θείας Ἐπιφανείας “κρηπίς ἡμῖν ἀρραγής καί θεμέλιος ἀστεμφής καί ἀρχής σωτήριος καί κορυφή πανσεβάσμιος (τῶν νοητῶν καί ἀρρήτων μυστηρίων)” (Ἀμφ. Ἰκονίου, Λόγος 1ος εἰς τά Γενέθλια τοῦ Μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, P.G. 39, 36α).
Ἡ Θεοτόκος μᾶς ἐκκλησιάζει, μᾶς συγκεντρώνει καί οὐσιαστικά σέ αὐτό τό πνευματικό πανηγύρι μᾶς ξεναγεῖ στήν ἀτμόσφαιρα τῶν Χριστουγέννων, στήν χάρη τοῦ Ἐρχομένου.
Καί ὅλα αὐτά αἰσθητοποιοῦν τό γεγονός ὅτι ἑνοποιεῖται κι ἀνακιρνᾶται μέ τό παρόν καί τό μέλλον. Αὐτό ἐξάλλου θέλουν νά ἐκφράσουν οἱ Ὕμνοι πού ἔχουν προηγηθεῖ γιά τά Χριστούγεννα μέ τή χρήση τοῦ ἑνεστῶτα, ὅτι ἡ ἀκτινοβολία τῆς καινῆς ζωῆς πού μᾶς χάρισε ἐφ᾽ ἅπαξ ἡ ἐξ ὕψους Ἀνατολή πρίν ἀπό δύο χιλιάδες καί πλέον χρόνια εἶναι ἡ ἐν Πνεύματι παροῦσα ὡς σημερινό γεγονός καί ὡς ἐσχατολογικό παρόν, ὡς “ἡμέρα” πού ἀνέτειλε μέ τή Γέννηση γιά νά μήν δύσει ποτέ πλέον “εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων”.
***
Γιά ἄλλη μιά χρονιά ξαναζοῦμε γιά ἕνα περίπου μῆνα στήν ἐκκλησιαστική ἀτμόσφαιρα τῶν Χριστουγέννων. Μέ λαχτάρα προετοιμασίας, γιά τήν θεία μετάληψη τῆς ἑορτῆς. Μέ νηστεία προετοιμασίας, γιά τό τραπέζι τῆς ἑορτῆς. Μέ φιλοτιμία μετάνοιας καί ἐξομολόγησης, γιά τήν κοινή ἐκκλησιαστική συνάντηση μέ τόν Σωτήρα μας Θεό, μέ τόν ἑορτασμό τῆς ἐνανθρώπησής Του.
Ψέλνουμε σέ μιά γλώσσα πού σήμερα δέν τήν καταλαβαίνουν τά παιδιά, ἀλλά δυστυχῶς τήν λησμόνησαν καί οἱ μεγάλοι: “Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ, καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία”! Δοξολογία εὐχαριστίας στό Θεό, ἑνότητα εἰρήνης στούς ἀνθρώπους, ἀμεσότητα τῆς σωτηρίας! Ὅταν ―γιά χάρη μας― ὁ Θεός ἐνανθρώπησε στή γῆ, Τόν δοξολογοῦσαν οἱ ἄγγελοι. Ἐπιτέλους Τόν ἔβλεπαν στήν ἐνανθρώπησή Του καί μάθαιναν τήν ἄμετρη ταπείνωση τῆς ἀγάπης Του. Ἐκεῖνα τά χρόνια ὑπῆρχε ἡ pax romana (πάξ ρομάνα), ἕνα καθεστώς πολιτειακῆς εἰρήνης σέ μεγάλο μέρος τοῦ κόσμου. Ὁπότε ἡ σωτηρία (ἀπό τή μιά) καί ἡ εἰρήνη (ἀπό τήν ἄλλη), ἡ σωτηρία (ὡς νόημα ὕπαρξης) καί ἡ εἰρήνη (ὡς νόημα κοινῆς ζωῆς) μποροῦσαν νά γίνουν βιώματα τῶν ἀνθρώπων. Μποροῦσαν νά γίνουν “κοινή βάση” γιά ὅλους, “κοινή χαρά” γιά ὅλους, “κοινή πορεία” γιά ὅλους.
Βεβαίως, τότε οἱ ποιμένες ἀξιώθηκαν νά ἀκούσουν τήν Ἀγγελική δοξολογία, ἐπειδή ὁ Θεός πού ἐνανθρώπησε ἔδειξε τήν ἀληθινή ἐσχατολογική ἑνότητα ἀνθρώπων καί ἀγγέλων, σέ κοινωνία μαζί Του. Ἡ “εἰρήνη ἐπί γῆς” πού ψέλνουμε δέν ἦταν ἁπλῶς ἐκείνη ἡ εἰρηνική ἐπικαιρότητα τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ εἰρήνη ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ μόνος πού μᾶς εἰρηνοποιεῖ μεταξύ μας καί μέ τό Θεό Πατέρα, μέ τή δική Του συγκατάβαση καί ἐνανθρώπηση. Ὁπότε ―χάρη στό Χριστό καί μόνο μέ τό Χριστό― μποροῦμε νά ζήσουμε τήν ἐκπλήρωση τοῦ σκοποῦ τῆς ὕπαρξής μας, τήν ἐκπλήρωση τοῦ σκοποῦ ὅλης τῆς δημιουργίας. Κι αὐτός ὁ σκοπός δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τή συμμετοχή μας στήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, στή ζωογόνο καί ζωοποιό παρουσία τοῦ Θεοῦ, στήν ἁγιαστική κοινωνία μέ τό Δημιουργό μας, μέ τόν Τριαδικό Θεό. Γι᾽ αὐτήν τήν εἰρήνη καί γι᾽ αὐτήν τήν εὐδοκία μιλοῦν τά τροπάρια. Ἐξηγοῦν θεολογικά τό ἑνωμένο αἰώνιο νόημα τῆς ὕπαρξης ὅλης τῆς κτίσης, ὅλου τοῦ κόσμου, ὅπως μᾶς θέλησε καί μᾶς ἔφτιαξε ὁ Θεός, ὅπως μᾶς προσκαλεῖ νά γίνουμε, μετέχοντας στό Χριστό, ὡς ἑνότητα μαζί Του, ὡς σῶμα, ὡς ἐκκλησία.
Ἡ ἐκκλησιακή ἑνότητα μέ τό Σωτήρα μας Θεό, εἶναι “ὁ πυρήνας” καί τό ζωντάνεμα τοῦ “καρποῦ”, πού λέγεται κόσμος, ἀνθρωπότητα, κτίση. Χωρίς “πυρήνα” ὁ καρπός εἶναι κούφιος, (μιά ἐπιφάνεια). Ἡ ἐκκλησιακή μας χριστοποίηση εἶναι ὁ πυρήνας πού καρπογονεῖ τήν ἱστορία μέ λυτρωμένο ἱστορικό νόημα καί διάρκεια ἐσχατολογικῆς ζωτικότητας.
Αὐτό μᾶς τό χάρισε ὁ Κύριος σάν Δημιουργός καί σάν Σωτήρας. Σάν Δημιουργός δέν στάθηκε “μακριά μας”, ἀλλά μᾶς δημιούργησε μέ τό θέλημά Του καί μᾶς διατηρεῖ μέ τίς ἐνέργειές Του. Σάν Σωτήρας ἦρθε καί μᾶς ἔδειξε ἀμεσότερα τήν ἀγάπη Του, ἀφοῦ ἔγινε (καί) ἄνθρωπος σάν ἐμᾶς καί ἔζησε ἐπί γῆς καί μᾶς προσκαλεῖ σέ μιά ἑνότητα ἄμεσης κοινωνίας, πού λέγεται “ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος”. Αὐτό τό γεγονός κι αὐτό τό θεϊκό μυστήριο δοξολογοῦσαν οἱ Ἄγγελοι. Αὐτή εἶναι ἡ εἰρήνη κι αὐτή εἶναι ἡ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ, γιά μᾶς. Ἕνα κάλεσμα συμμετοχῆς πρός τήν ἐλευθερία τῆς γνώμης μας. Ἕνα ἄθλημα γιά τήν ἀνθρωπότητα, στό ὁποῖο ὅλοι προσκαλούμεθα νά μετέχουμε ἐκκλησιακά καί νά πάρουμε ὅλοι τό “πρωτάθλημα τῆς συμμετοχῆς”, τόν Χριστό μας.
Ὅμως, αὐτή ἡ θεολογία δέν ἀγγίζει τίς ἀνθρώπινες μάζες. Ἀκόμη κι ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, οἱ Ρωμιοί τόσων αἰώνων, ἀπό χρόνια ἀρχίσαμε νά χάνουμε τήν ἀναπνοή τῆς πίστης, τήν ἀπόγευση τῆς θεϊκῆς εἰρήνης, τή λαχτάρα τῆς σωτηρίας. Οἱ παλιότεροι τά ἀπολησμονοῦμε, ἐθιζόμενοι στόν πολιτισμό τῆς στενόχωρης ἐπικαιρότητας καί τῶν καταιγιστικῶν κρίσεων (οἰκονομικῶν καί κοινωνικῶν). Νέοι καί παιδιά (ὄχι μόνο δέν χαίρονται, ἀλλά) οὔτε κἄν νιώθουν τήν πίστη, τήν εἰρήνη καί τή σωτηρία, ἀφοῦ δέν τίς βλέπουν βιωμένες στό στενότερο καί τό εὐρύτερο περιβάλλον, στό σημερινό μας κόσμο.
Ἡ ἐποχή μας πιστοποιεῖ τήν “γήρανση” τῆς θεόδοτης ἀνθρωπιᾶς, ἐξαιτίας τῆς ἀλλοτρίωσης ὅλων μας, μακριά ἀπό “τήν εὐδοκία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ”. Ὑποσυνείδητα ὅλοι σήμερα τό νιώθουν πώς κάτι δέν πάει καλά. Ἡ ἀνθρωπότητα τῶν πολέμων, τῆς ἅγριας βίας, τῆς συνειδητῆς ἀλλοτρίωσης καί τῆς ἀσυνείδητης κακίας, τῆς παραφυσικῆς ἐκποίησης, τῆς ὑπερτροφίας τῶν παθῶν, τοῦ ἀπατηλοῦ δικαιωματισμοῦ τόν ἐξωραϊσμό, τῆς μιζέριας, τῆς ἀπελπισίας, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἡ σωστή ἀνθρωπότητα. Πνιγόμαστε στήν ἀσφυκτική προσωρινότητα, στό λήθαργο τῆς ἀσυνειδησίας, ἐλλειμματικοί στίς πιό στενές μας σχέσεις, ἀνίκανοι νά ἀποζητήσουμε τό σαρκωμένο Θεό μας! Μιά ὑπαρκτική ἄνοια. Μεταβολίζουμε ἀκόμη καί τά παιδιά σέ ἐργαλεῖα τῆς στεγνῆς δικῆς μας αὐταρέ-σκειας. Ἐπιτέλους!!! Οἱ ψευδαισθήσεις ζωντάνιας καί ζωτικοῦ χώρου, πρέπει νά μεταμορφωθοῦν σέ μιά βαθιά ἐκζήτηση χριστιανικοῦ φιλότιμου καί λεβεντιᾶς, πίστης καί καθαρότητας, προκοπῆς καί προσφορᾶς. Στό ὄνομα τοῦ σαρκωμένου Θεοῦ, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μόνον τότε οἱ δυνατότητες τοῦ σύγχρονου μεταπολιτισμοῦ θά γίνουν ἐργαλεῖα διακοινωνίας καί ἀνθρωπιᾶς, ἀναλογικά περισσότερης (καί ὄχι ἀπελπιστικά ἐλάχιστης, ὅπως συμβαίνει στήν ναρκισσική ἐποχή μας)…
Συνέδρια ἐπί συνεδρίων –στίς μέρες μας– πασχίζουν νά μᾶς καθοδηγήσουν στή θέαση τοῦ κοινοῦ οὐρανοῦ, στή συντήρηση τῆς κοινῆς γῆς, στή διασφάλιση τῶν κοινῶν πόρων. Κάτι σάν “ἀνάταξη” τῆς κοινῆς λογικῆς, τῶν κοινῶν ἀνθρώπινων δεδομένων. Πάρα πολύ σωστά. Χρειάζεται κι αὐτή ἡ μεταμόσχευση στοιχειώδους λογικῆς, σάν θεραπεία στόν παγκόσμιο παραλογισμό.
Ὅμως, ἐμεῖς ἔχουμε ἤδη στήν παράδοσή μας, στά ἔθιμά μας, στή ζωντάνια τῶν αἰώνων μας κάτι μονιμότερο (μηδέποτε παλαιούμενο). Τήν ὁλοζώντανη ἐκκλησιακή λατρευτική πίστη καί τήν ἀνοιχτόκαρδη κοινωνική διάρκεια τῆς ἐκκλησιακῆς Χριστιανοσύνης μας, μέ ἔργα ὄχι ἐπιδεκτικῆς ἐπιφανείας, ἀλλά πού ἐμπνέουν εὐωδία Χριστοῦ. Ὁ Θεός ἐνανθρώπησε, γιά νά γίνει τόσο δικός μας, ὅσο δέν τό χωρεῖ ὁ νοῦς μας. Τό χωράει ἡ λογική τῆς καρδιᾶς μας, ὥστε νά “καρδιοχτυπᾶ” γιά τόν Χριστό. Καί ἡ ζωή μας ὀξυγονώνεται ἀπό τήν δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σᾶς τό εὔχομαι ὁλόψυχα, διαρκῶς νά τό ζεῖτε, νά τό χαίρεστε καί νά τό μεταδίδετε.