Σάββατο τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου.
Μιά ἀγρυπνία παλλαϊκή μέ ὀρθοστασία, ἐπί Πατριάρχου Σεργίου, ἀρχές τοῦ 7ου αἰώνα. Ὄχι μόνο τά στόματα, ἀλλά καί οἱ καρδιές καί τά σώματα εἶχαν γίνει “νοῦς αἰτῶν τήν Θεοτόκο”, “νοῦς ὑμνῶν τήν Θεοτόκο”. Ὁ ἔσχατος κίνδυνος εἶχε μεταβάλει τούς Ρωμιούς τῆς Πόλης σέ “νοῦν” πού ὑμνολογοῦσε τήν Κοσμοσώτειρά του, τήν Μάνα του, τήν Μητέρα τῆς αἰώνιας σωτηρίας καί τῆς ἱστορικῆς διασώσεως.
Λοιπόν! Ἐκεῖνος ὁ ἱστορικός ᾽Ακάθιστος Ὕμνος (πού σήμερα κρατοῦμε μόνο τό “μεδούλι” του) μᾶς παραπέμπει σέ κρίσιμα ἱστορικά γεγονότα τῆς πολιτικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς διαχρονίας, ἐκεῖ, στήν Κωνσταντινούπολη, μέ τήν Παναγία μας Ὑπέρμαχο Στρατηγό.
***
Μιά ὁρατή Πόλη, τό κέντρο μιᾶς περιάκουστης αὐτοκρατορίας, εὕρισκε νόημα ἱστορικῆς ὕπαρξης στή διάσωσή της ἀπό τήν Παντάνασσα-Δέσποινα-Βασίλισσα τῶν ὑπάρξεών μας, τήν Παναγία μας.
Ἡ Παναγία μας δέσποζε στή βασιλεύουσα, στήν καρδιά τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (ὅπως καί σέ κάθε ἐπιγενόμενο ἐθνικό χωροθέτημα, δάνειο κι αὐτό θεολογικό καί λατρειακό τῆς πρώτης-πρώτης δοχῆς Της).
Μέσα σέ τόσες ὁριακές δυσκολίες, οἱ τότε Ρωμαῖοι πολίτες μιᾶς οἰκουμενικῆς αὐτοκρατορίας καί μιᾶς οἰκουμενικῆς πρωτεύουσας, εὕρισκαν τήν καρδιά τους στήν Παναγία μας.
Πῶς νά τό πῶ ἀλλιῶς;
Ἦταν ἡ καρδιά τους. “Καρδιοχτυποῦσαν” Παναγία. Ξανάβρισκαν διαρκῶς “τήν καρδιά τους”, ἀναγόμενοι στήν Παναγία. Τά πιό τέλεια βυζαντινά “καρδιογραφήματα” ἦταν οἱ ναοί Της, οἱ εἰκόνες Της, ἡ ἁγία Ζώνη Της, τό ἅγιο μαφόριό Της, τό κοντάκιο τοῦ Ρωμανοῦ, ἡ θεολογία τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς, οἱ ἀμέτρητες θεολογίες καί τά συνεπαρμένα ρητορεύματα τῶν θεοφόρων γιά τήν Θεοτόκο, οἱ Παρακλητικοί κανόνες καί τά Θεοτοκάρια καί οἱ Θεομητορικές ἑορτές, οἱ θεομητορικές προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς καί τό πρῶτο-πρῶτο καί τό δεύτερο κεφάλαιο τοῦ κατά Λουκάν εὐαγγελίου, κοντάκια καί κανόνες καί μελωδήματα. Δέν μετριοῦνται, τόσο πολλά εἶναι.
Ὅπως στήν “καρδιά” τῆς θείας Λειτουργίας μετέχεται ἡ Πεντηκοστή τοῦ Καθαγιασμοῦ καί ἐμπνέει τό “Ἄξιόν Ἐστι”…· ἔτσι στήν καρδιά τῆς ἱστορικῆς μεταλειτουργίας τῶν Ὀρθοδόξων μετεχόταν πάντοτε ἡ Πεντηκοστή τῆς ἁγιαστικῆς μετανοίας κι ἀπό κοντά ἡ Κεχαριτωμένη τῆς σωτηρίας μας.
Ἀπό τή μιά ἡ προαιώνια Σοφία τοῦ Θεοῦ, κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἱστορική Μητρική διακονία τῆς θείας σαρκώσεως.
Ἀπό τή μιά τό “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…”, κι ἀπό τήν ἄλλη τό “Ὑπεραγία Θεοτόκε…”.
Τό “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…” δονοῦσε πρός τήν αἰώνια ἐλευθερία τό νοῦ τῶν Ὀρθοδόξων.
Τό “Ὑπεραγία Θεοτόκε…” δονοῦσε πρός τήν ἱστορική ἐλευθερία καί τήν αἰώνια ἐλπίδα τήν καρδιά τῶν Ρωμιῶν.
Ὅπως τήν καρδιά μας τήν νιώθουμε στό “τίκ-τάκ”, στό φυσικό της ρυθμό, πού ἄλλοτε πραΰνεται καί ἄλλοτε ἐπιταχύνεται… Ἔτσι καί οἱ Βυζαντινοί (κι ἀπό αὐτούς ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι μέχρι σήμερα)… τή μιά καρδιοχτυποῦσαν ἐκεῖνο “Τό προσταχθέν…” (τό Χριστολογικό) κι ἀμέσως γύριζαν καί καρδιοχτυποῦσαν τό “Τῇ ὑπερμάχῳ…”.
***
Ζοῦσαν τήν ἱστορία τῆς σωτηρίας, μέσα ἀπό τή σωτηρία τῆς ἱστορίας τους.
Ναί. Ἐπιποθοῦσαν τά οὐράνια, νά μήν ξεφύγουν τό σκοπό τους. Ὅμως, λαχταροῦσαν καί τά ἐπίγεια, μέ καθαρμένο τό βλέμμα τους στήν τόσο συναρπαστική ὀμορφιά τους, ἀφοῦ ἔγινε “κατάλυμα τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ”.
Καί οἱ Ρωμιοί ἦταν ἀνθρώπινα ἀνθρώπινοι. Εἶχαν τούς ὁριακούς ἀνθρώπινους καημούς, τόσους και τόσους κινδύνους (ἀπό τούς ὁποίους τελικά δέν γλίτωσαν). Καί ὅμως· ξεπέρασαν τήν μανία τοῦ κακίστου, τήν μανία τοῦ ἀδυσσώπητου ἱστορικοῦ τέλους (τοῦ προσωρινοῦ τέλους), μέ τήν ὁμολογιακή καί μαρτυρική ὑπομονή τῆς ἀνθρώπινης ἱστορικῆς παρουσίας.
Ἡ Παναγία τοῦ Ἀκαθίστου ἁπλώθηκε σέ ὅλη τήν οἰκουμένη διά μέσου τῶν ἀνθρώπινων καρδιῶν. Ἔγινε “ἴνδαλμα ἐλπίδος”, καταφυγή καί σκέπη καί ἀγαλλίαμα.
Γι᾽ αὐτό καί μέχρι σήμερα κάθε Ρωμιός, κάθε Ὀρθόδοξος ―στόν κάθε ὁριακό κίνδυνο, πού ἐπιταχύνει τό ρυθμό τῆς καρδιᾶς― μέ τήν καρδιά μας ὅλη ὡσάν στόμα φωνάζουμε “τήν καρδιά μας”: Παναγία μου! Παναγία μου!
***
Ὅπως τόσο ὄμορφα θεολογεῖ ὁ Ἀκάθιστος καί ὅλοι οἱ Πατέρες μέχρι τούς ὑστεροβυζαντινούς τοῦ θεολογικοῦ ἀνθρωπισμοῦ καί τούς μεταβυζαντινούς, ἡ Παναγία μας διέσωσε καί ἀνέσωσε τήν ἀνθρωπινή μας ταυτότητα. Αὐτό πού εἴμαστε καί αὐτό πού κληθήκαμε νά γινόμαστε.
Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μιά στατικότητα, μιά λιμνάζουσα στατικότητα. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μιά κινούμενη κοινωνικότητα, ἕνα διαρκές ἄνοιγμα. Εἴτε τό καταλαβαίνει εἴτε ὄχι. Ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τόν ἑαυτό του στήν κίνηση τῆς κοινωνίας. Καί αὐτό, διότι ἡ ὕπαρξή μας εὑρίσκεται στό “κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ”. Αὐτή εἶναι ἡ πληρότητα τῆς κοινωνικοποίησης. Αὐτή εἶναι ἡ “ἀτέλεστη τελειότητα” τοῦ “εἶναί” μας.
Καί στήν Παναγία βρίσκουμε αὐτήν τήν “ἀτέλεστη τελειότητα”.
Δέν ἔγινε μόνο κάποτε ἡ Μητέρα τοῦ σαρκωμένου Θεοῦ μας. Παραμένει διαρκῶς ἡ Μητέρα τοῦ σαρκωμένου Θεοῦ μας, ὡς Μητέρα τῆς ἐνανθρωπήσεως καί δούλη τῆς θεότητός Του. Ἡ αἰώνια ἄφθαρτη ὕπαρξή Της αὐτό μᾶς λέει διαρκῶς.
Μᾶς λέει δηλαδή:
1. Γεννήθηκα ἀπό τούς σωφρονεστάτους γονεῖς μου Ἰωακείμ καί Ἄννα, γιά νά ὑπηρετήσω τό μυστήριο τῆς σωτηρίας ὅλου τοῦ κόσμου. Ὑπῆρξα ὡς ἁπλός ἄνθρωπος σάν κι ἐσᾶς, στήν Ἰουδαία, πρίν 2000 χρόνια, γιά νά ὑπάρξει ὁ Προαιώνιος ὡς ἄνθρωπος ἐπί γῆς». Καί παραμένω ἡ χώρα τοῦ ἀχωρήτου.
2. Δέν ἐκμηδενίστηκα μέσα στήν σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ μου. Ὁ Υἱός καί Θεός μου ἀνέδειξε τή δική μου Μητρική ἀνθρωπινότητα σέ τέλεια ἀνθρωπινότητα, μιᾶς τέλειας διαρκοῦς κοινωνίας μαζί Του. Ἔζησα ἐν Πνεύματι ὅλους τούς ἀναβαθμούς τῆς σωτηρίας. “Οὐκ ἦλθον ἵνα ποιῶ τό θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό θέλημα τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ μου”. “Χριστοποιήθηκα ὅλη καί ἐκκλησιοποιήθηκα ὅλη”. Μέ τή σάρκωσή Του, μέ τή Μητρική διακονία τῆς Θεανδρικῆς ἀνθρωπινότητός Του, μέ τή βίωση τῶν θαυμασίων Του, μέ τό Σταυρό καί τήν Ἀνάστασή Του, μέ τήν Ἀνάληψη καί τήν Πεντηκοστή τῆς Ἐκκλησίας Του.
3. Ὑπάρχω σέ μιά τέλεια διαρκή κοινωνία λατρείας τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ μου.
4. Καί συνάμα σέ μιά τέλεια διαρκή κοινωνικότητα γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος, γιά τό ὁποῖο διαρκῶς “πονῶ” καί “τά σπλάγχνα τιτρώσκομαι” καί δέομαι.
5. Εἶμαι “ἡ Χώρα τοῦ Ἀχωρήτου”, “ἡ Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν”, πού διακόνησα τήν ἐκπλήρωση τῆς προαιώνιας βουλῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος, τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
6. Καί γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς τό ἐνεργούμενο μυστήριο τῆς σωτηρίας, παραμένω μιά ἀνοιχτή μητρική καρδιά γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος, βρεφοκρατοῦσα καί ἐλεοῦσα καί δεομένη.
***
ΑΥΤΟ κι ἄν δέν εἶναι “ἄκουσμα καί λάλημα φρικτό”, δηλαδή μοναδικό, εἰ καί κοινωνούμενο, θεομητορικό μυστήριο καί (διά τοῦτο) ἐκκλησιασμένο, χαρισμένο σέ μᾶς τούς χθεσινούς καί σημερινούς (ἄγνωστο μέχρι πότε), ἀλλά πάντως θεοκέλευστα αἰωνικούς.
Και εμείς, ὅσο ἀνταποκρινόμαστε στό διακοινωνούμενο αὐτό μυστήριο τῆς Θεοτόκου, ἄλλο τόσο ξαναβρίσκουμε τό ρυθμό μας, τήν τέλεια κοινωνικότητά μας, τήν ἀληθινή μας ταυτότητα.
Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε δέν ἀκοῦμε καί ξανακοῦμε ἐκεῖνο τό «τῆς παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου δεσποίνης ἡμῶν, θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας…»;
Ὁ Ἀκάθιστος σέ λειτουργική διάρκεια. Χαρά σέ μᾶς, χαρά καί σέ ὅλη τήν κτίση.