Ἡ Ἐκκλησία, μέ τήν ὀρθόδοξη θεολογία της, ἐνέταξε τό περιβαλλοντικό πρόβλημα μέσα στήν εὐρύτερη ἀνθρώπινη κακοδαιμονία, ἡ ὁποία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως ἀπό τήν αὐθεντικότητα τῆς ὑπάρξεως στήν παρά φύσιν υἱοθέτηση τοῦ κακοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο (Γεν. Γ΄, 6).
Ὁ Μ. Βασίλειος, αὐτός ὁ Οἰκουμενικός Διδάσκαλος καί μύστης τῆς Θεολογίας, συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν μεγαλυτέρων οἰκολόγων μελετητῶν καί ἐρευνητῶν τῆς δημιουργίας καί τῶν προβλημάτων τῆς ζωῆς, τοῦ περιβάλλοντος καί τοῦ κόσμου, αὐτός πού ἔδειξε πώς ἡ τάξη καί ἡ ἁρμονία στήν δημιουργία συντρίβεται καί διακυβεύεται ἀπό τή δύστροπη ἀνθρώπινη ἐλευθερία, καί πώς ἀληθινή οἰκολογία σημαίνει συνετή καί πειθαρχημένη τοποθέτηση τοῦ ἀνθρώπου στήν ἔμψυχη καί ἄψυχη γύρω του δημιουργία, ὅπως φανερώνουν τά συγγράμματά του καί δή «ἡ Ἑξαήμερος».
Κατά τόν Μ. Βασίλειο, οἱ πιστοί οἰκολόγοι μέ ὅλους τούς πιστούς τῆς γῆς θαυμάζουν καί χαίρονται μπροστά στά μεγαλεῖα τῆς Δημιουργίας, ἀλλά καί πονοῦν καί στενάζουν καί προσεύχονται μπροστά στό οἰκολογικό δράμα τοῦ κόσμου.
Ὅμως, πιστεύουν στήν πανσοφία καί παναγαθότητα τοῦ Δημιουργοῦ καί γνωρίζουν πώς τό σύμπαν καί ἡ πτωχή μας γῆ κατευθύνονται στήν πραγμάτωση τοῦ θεϊκοῦ σχεδίου, πού ὅμως ἀπαιτεῖ τήν ἐναρμόνιση καί συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος μέ τήν λογική καί τήν ἐλευθερία του ἐξουσιάζει μέρος τῆς δημιουργίας· ἀντ᾿ αὐτοῦ ὅμως ὁ ἄνθρωπος διακατέχεται ἀπό μία ἀσύνετη κυριαρχία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ βασική αἰτία τῆς οἰκολογικῆς ἀνωμαλίας ὄχι μόνο στή γῆ, ἀλλά καί στό διάστημα καί στόν ἥλιο καί σέ ὅλη τήν πλάση καί προοιωνίζει τίς φρικτές ἐξελίξεις στό σύμπαν πού θά βιώσουν στήν ἔσχατη μορφή τους οἱ ἑπόμενες ἀνθρώπινες γενεές.
Τά κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας (Ἰουστίνου, Εἰρηναίου, Ἱππολύτου, Τερτυλλιανοῦ) διακηρύττουν ὅτι ἡ πρώτη ἄρση τῆς ἀντιπαράθεσης ἀνθρώπου καί φυσικοῦ περιβάλλοντος ἔγινε μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Δυστυχῶς, ἔμελλε νά φθάσουμε στήν σημερινή εἰκόνα τῆς ἔντονης ἀντιπαράθεσης ἀνθρώπου καί φυσικοῦ περιβάλλοντος, δημιούργημα τοῦ νέου εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ.
Τά ἔντονα λοιπόν οἰκολογικά προβλήματα πού ἀναφύονται σωρηδόν καί πού βιώνει μέ μορφές ἀκραίων καταστρεπτικῶν φαινομένων ἤ ἀνωμάλων κλιματολογικῶν συνθηκῶν ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα, πρέπει νά ἀντιμετωπισθοῦν μέ λύση πραγματική καί ἐφικτή, πού βρίσκεται στήν ἀποκατάσταση τοῦ ἤθους τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ἡ ὁποία μόνον ὅταν καθολικά ἀνακαινισθεῖ ἐν Χριστῷ, θά ὁδηγηθεῖ στήν αὐθεντικότητα τῆς ὕπαρξής της.
Ἀπαραίτητο λοιπόν ἐφόδιο τῆς οἰκολογίας εἶναι ἡ γνώση τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καί ἡ ἐναρμόνισή της μέ τίς θέσεις τῆς Ἐκκλησίας, πού πρώτη ἀσχολήθηκε μέ τό θέμα καί πού δικαιοῦται νά ὁμιλεῖ ἀλλά καί μέ εὐγνωμοσύνη πρός τή φύση πού μέ τόση σοφία δημιούργησε ὁ Θεός.
Ἡ ἀπουσία τοῦ ἀνθρώπινου ἤθους ἔφτιαξε ἕναν «πολιτισμό» πού διέπεται ἀπό μία παρά φύση κατάσταση μέσα στό ἀγαθό καί «καλό λίαν» (Γεν. Α’ 31) φυσικό περιβάλλον, ἀντί νά γίνεται μνεία καί τρόπος ζωῆς τῆς χριστιανικῆς οἰκολογίας, πού βασικός θεμέλιος λίθος της εἶναι ἡ χριστιανική πίστη καί ζωή, ὁ καλύτερος φύλακας τοῦ οἰκολογικοῦ πλούτου καί τό ἰσχυρότερο ὅπλο γιά τή διατήρησή του.