Ἕνα ὄνομα μετέβαλλε τήν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Καί τό ὄνομα αὐτό εἶναι τῆς ΠΑΝΑΓΙΑΣ, τῆς ταπεινῆς κόρης τῆς Ναζαρέτ. Ἐπ’ αὐτῆς συγκεντρώθησαν ὅλα τά χαρίσματα σέ τέλειο βαθμό. Ἁγνότης, ταπείνωσις, σοφία, ὑπομονή, στοργή καί κάλλος. Ἔζησε ἀθορύβως μέ μίαν μετριόφρονα σιωπή, ἡ ὁποία ἐκάλυπτε τήν ἁγνή ζωή της. Ἡ γλυκεία μορφή της, ἐπιβλητική καί σοβαρά μέ βλέμμα ἀπεράντου στοργής καί μελαγχολίας εἶναι τόσο προσιτή εἰς ὅλους, ὥστε νά ἑλκύη τήν ἀγάπην μας. Δέν φοβούμεθα μήπως μᾶς περιφρονήσει διότι τό ἰδικόν της φίλτρο ἔχει τόση δύναμιν ὥστε καμμία ἀγάπη νά μήν ἠμπορεῖ νὰ συγκριθεῖ πρός αὐτήν καί καμμία καρδία νά μήν μένη ἀδιάφορος.
Ἡ ἰσχνή καί ἀσθενική φωνή μας, πάντοτε θά εὑρίσκει ἀπήχησιν εἰς τήν μητρική ἀκοή της. Ὁμιλοῦμε γιά τήν Παναγία καί αἰσθανόμεθα ἀγαλλίασιν. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον τήν θέλει καί ἡ ψυχή μας καί οὕτως τήν ἀπαθανάτισεν ἡ ἁγιογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας. Παρατηροῦμε τήν εἰκόνα Της καί αἰσθανόμεθα ἀνακούφισιν καί γαλήνην. Ὁ εὐσεβής λαός μας σεμνύνεται ἰδιαιτέρως τήν Παναγίαν τήν Μητέραν τοῦ Κυρίου μας. Δέν ὑπάρχει στόμα ὀρθόδοξον πού νά μήν ἔχει προφέρει τό ὄνομά της εἰς εὐχαρίστους ἤ δυσκόλους στιγμάς. Εἶναι ἡ κλίμαξ διά τῆς ὁποίας κατῆλθεν ὁ Θεός ὡς δεύτερος Ἀδάμ, ἵνα σώση τόν κόσμον.
«Δέν μπορεῖ κανείς νά προσεγγίσει τήν θεία οἰκονομία, τήν εἰρήνευση καί συνένωση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο χωρίς νά περάσει ἀπό τήν παρθενική ζωή τῆς Ὑπεραγνῆς Θεοτόκου καθώς μέ τήν ἀρετή της σημαδεύει τίς ἀνθρώπινες σχέσεις μέ τόν Χριστό ὑποδεικνύοντας σέ ὅσους ἀναζητοῦν τήν λύτρωση, τόν τρόπο νά ἀπαντοῦν στόν ἐρχομό τοῦ ἀεί ἐρχομένου Λυτρωτοῦ τοῦ κόσμου, τόν τρόπο νά ὑψώνονται καί νά ἀνεβαίνουν μέσῳ Αὐτοῦ. (Ἡρακλῆ Ρεράκη καθηγ. Χριστ. Παιδαγωγικῆς ΑΠΘ)».
Εἶναι ἡ γέφυρα ἡ ὁποία μεταφέρει τίς δεήσεις μας εἰς τὰ ὦτα τοῦ Υἱοῦ καί εἰσηγεῖται τὴν ἀμέριστη συμπαράσταση καί τήν λύτρωση παντός πόνου. Ἡ ἀπόστασις μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς γεφυροῦται μέ τήν Παναγία ἡ ὁποία συνδέει τούς δυό αὐτούς ἀνομοίους κόσμους. Εἶναι ἡ «ἀκαταίσχυντος» προστασία τῶν χριστιανῶν. Ἡ «ὑπέρμαχος Στρατηγός τοῦ ἔθνους». Ὅταν ὡς ἄτομα καί ὡς ἔθνος διηρχόμεθα ἀπό δάκρυα, ἀπό πόνους, ἀπό ἀγωνία εἰς ἐκείνην καταφεύγομε.
Εἰς Αὐτήν ἀπευθύνεται ὁ Μηνιάτης καί μετά δακρύων τήν ἐκλιπαρεῖ γιά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἔθνους εἰς τραγικές στιγμές θλίψεων καί εἰς ἀγωνιώδεις ὧρες γιά τήν ἑλληνικήν φυλήν. Eἰς Αὐτήν ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ἀπευθύνει εἰς τὸ ἐξωκκλήσιον τοῦ Χρυσοβιτσίου γιά νά ἀπελευθερώσει τό Γένος ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ. Τό ἑλληνικόν ἔθνος τήν εἶδε νά πορεύεται μετ᾿ αὐτοῦ, ὡς σημεῖον καί φῶς μεγάλων περιστάσεων, ὡς μητέρα στοργῆς. Τὴν ἠσθάνθη να σηκώνη μετ᾿ αὐτοῦ τὸν ἀνελέητον τραυματισμόν αἰώνων.
Οἱ Χαιρετισμοί τῆς Θεοτόκου εἶναι ἡ πλέον δημοφιλής Ἀκολουθία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς «ὁ ἀδάμας» τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ὑμνολογίας καί γιά τήν τέχνην, τήν πλοκήν, τήν ἔκφρασιν, τά σχήματα τοῦ λόγου καί τίς ὑψηλές ἔννοιες περιβεβλημένες μέ κάλλος λόγου ἀπαραμίλλου.
Ὁ ἄγνωστος ἱερός ποιητής ἐξυμνεῖ δι᾽ Αὐτοῦ τό μυστήριον τῆς ἔνανθρωπησεως τοῦ θείου Λόγου τῆς ὁποίας ὄργανον «καὶ κλίμαξ ἐπουράνιος δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεός» κατέστη ἡ ἀειπάρθενος Μαρία. Ἄρχεται ἀπό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί διηγεῖται τά γεγονότα τῆς κατά σάρκα Γεννήσεως τοῦ Κυρίου μέχρι τῆς Ὑπαπαντῆς ποιητικῶς, συνδυάζων αὐτά μέ δογματικές καί ἠθικές ἀλήθειες τῆς Ἐκκλησίας καί περατώνει τὸν ὕμνον διά λαμπρῶν ἐγκωμίων διθυραμβικοῦ ὕφους καί ὕψους πρός τήν Παρθένον Μαρία. Τό περιεχόμενόν του ἀπηχεῖ τίς δογματικές θέσεις τῆς Γ΄ Οἰκ. Συνόδου (431 μ.Χ.) πού τῆς ἀπέδωσε τόν τίτλο «Θεοτόκος».
Πιθανόν ὁ συγγραφεύς νά εἶναι ὁ Ρωμανός ὁ Μελωδός, καθόσον σέ κώδικα τοῦ 13ου μ.Χ. αἰῶνος ἀναφέρεται ὁ Ρωμανός ποιητής τοῦ ὕμνου ἀλλά ἀντικρούεται ἀπό πολλούς μελετητές οἱ ὁποίοι εὑρίσκουν εἰς τήν δομήν, περιεχόμενον καί ὕφος στοιχεῖα μετά τῆς ἐποχῆς Ρωμανοῦ. Συγγραφεῖς ἄλλοι ἀναφέρονται ὁ Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός, ὁ Βενετίας Χριστοφόρος, Κοσμᾶς ὁ Μελωδός, ὁ Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, ὁ ἱερός Φώτιος, ὁ Ἀπολλινάριος ὁ Ἀλεξανδρεύς, ὁ Νικομηδείας Γεώργιος Σικελιώτης, ὁ Γεώργιος Πισίδης. Οἱ δέ εἰρμοί τοῦ κανόνος τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου βεβαιώνουν ὅτι εἶναι ἔργο τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ (676-749 μ.Χ.) ἐνώ τά τροπάρια τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Ὑμνογράφου.
Ἀνεξαρτήτως τοῦ ποιητοῦ-συγγραφέως οἱ Χαιρετισμοί τῆς Θεοτόκου (ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος) ἀποτελεῖ ἱερόν θρησκευτικό μεγαλούργημα εὐγνωμοσύνης πρός τόν Θεόν καί ἀγάπης πρός τήν Παναγίαν. Χαρακτηρίζεται ὡς ἀριστούργημα τῆς βυζαντινῆς ὑμνολογίας, μέ θεολογικό βάθος, κομψότητα λόγου, μουσικό κάλλος, ἁγιοπνευματική ἔμπνευση» Ἰωάννου Φουντούλη (ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ). Εἶναι τό λαοφιλέστερο ὑμνολογικό κείμενο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τό ὁποῖο χρησιμοποιήθηκε καί χρησιμοποιείται εἰς τήν λατρεία περισσότερο ἀπό ὁποιοσδήποτε ἄλλο ὑμνολογικό κείμενο. Ἀποτελεῖ ὅμως καί ἐθνικόν μνημεῖο, ὑπενθυμίζον κλέη καί θριάμβους τοῦ ἔθνους, γιατί συνεδέθη μέ τό κοσμοϊστορικόν γεγονός τῆς ἀποκρούσεως τή βοηθεία τῆς Παναγίας, τῆς πολιορκίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπό τῶν Ἀβάρων ἐπί αὐτοκράτορος Ἡρακλείου τῷ 626.
«Ὁ λαός εὐγνωμονῶν ἐτέλεσε παννυχίδα εἰς τήν (Παναγία τῶν Βλαχερνῶν) ἔνθα «ὀρθοστάδην τοῦ ὕμνου τῇ τοῦ Λόγου Μητρί ἔμελψε» κατά τόν χρονογράφον καί ἥνωσε μετ᾿ αὐτοῦ τό τότε ποιηθέν Κοντάκιον Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…».
Πρός ἀνάμνησιν τοῦ μεγάλου γεγονότος τῆς σωτηρίας τῆς Πόλεως καθιερώθη ὑπό τοῦ αὐτοκράτορος καί τοῦ Πατριάρχου Σεργίου ἡ τέλεσις τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου ἑκάστη Παρασκευή τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς.
Ἡ Θεοτόκος καί εἰς τρεῖς ἄλλες πολιορκίες ὑπό τῶν Ἀράβων καί ἄλλων λαῶν ἔσωσε τήν Βασιλεύουσα πόλιν. Ὑπῆρξε συμπαραστάτης ὡς προείπομεν τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν ἔθνους καθ᾽ ὅλην τήν μακρά αὐτοῦ σταδιοδρομία, καί τό συνετήρησεν ἐν δουλείᾳ καί ἐλευθερίᾳ καί ἐδόξασε ὡς εἰς τήν Β. Ἤπειρο ἐν ἔτει 1940, ὅτε ἡγεῖτο τοῦ Ἑλληικοῦ Στρατοῦ ὁρατῶς ἐμφανιζομένη.
Αἰώνιον λοιπόν εὐγνωμοσύνη ὀφείλομεν εἰς τήν Ὑπέρμαχον Στρατηγόν καί Πνευματικήν Μητέρα τοῦ ἔθνους. Οἱ χαιρετισμοί τῆς Παναγίας μέ τὰ ὑψηλά καί θεῖα διδάγματα συντελοῦν στό «ἐν καινότητι, ζωῆς περιπατήσωμεν» (Ρωμ. στ΄ 4) πρός ἔκλειψιν τῆς ἀρᾶς καί λάμψεως τῆς χαρᾶς. Θεοτόκε σῶζε ἀεί τήν κληρονομίαν Σου. Σκέπαζε ὡς Σκέπη Ἁγία τό εὐσεβές Γένος καί ἔθνος, ὡς ὑπόδειγμα ἀγγέλων καί ἀνθρώπων, ὡς κλίμαξ σωτηρίας τῶν θελόντων σωθῆναι. Ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία πλησίον Σου μεταλάσσεται σέ ἀσφάλεια καί χαρά.
Οἱ ἡμέρες πού ἀκολουθοῦν ἔχουν περισσοτέραν ἀνάγκην μετανοίας διά νά καταστοῦμεν «μέτοχοι κλήσεως ἐπουρανίου» καί νὰ ἀπολαύσωμεν τά ἀγαθά τοῦ οὐρανοῦ. Ἄνευ μετανοίας οὐδόλως ἀνοίγει ὁ οὐρανός. Ὁ ληστής δι᾿ αὐτῆς ὡς κλεῖδος εἰσῆλθεν στήν πύλη τοῦ οὐρανοῦ. Ὁ Θεός πάντοτε δίδει εὐκαιρίες μετανοίας σέ ὅλους καί καλεῖ τόν καθένα ξεχωριστά νά ἐξετάσει τόν ἑαυτόν του, τήν βιοτήν του ἐάν ζεῖ ἐν μετανοίᾳ καί ἐάν παράγει καρπούς ἀξίους της μετανοίας. Μᾶς καλεῖ νὰ ἐνθυμηθοῦμεν τούς λόγους τοῦ Ἰω. Προδρόμου «ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ρίζαν τῶν δένδρων κεῖται· πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλόν, ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. γ΄, 10).