Παρασκευή 26 Απριλίου 2024 | 14:19

Το ζήτημα της Αυτοκεφαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας μεταξύ κανονικών δικαιωμάτων και αντικανονικών αξιώσεων

Βλάσιος Ι. Φειδάς
Βλάσιος Ι. Φειδάς
Ο κ. Βλάσιος Ι. Φειδάς είναι Ομότιμος καθηγητής της θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Του ιδίου συγγραφέα:

2. Ἡ αὐτοκεφαλία τῆς Ἐκκλησίας Πολωνίας καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας
Συνεπῶς, ἡ ὑπό τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου διατήρησις τοῦ τίτλου τοῦ «Ἐξάρχου τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως» ἦτο ἀπολύτως ἀναγκαία, διό καί ὁ Ἑτμάνος τῶν Κοζάκων Σαμοΐλοβιτςδι’Ἐπιστολῆς αὐτοῦ (1685) προέτρεπε τούς Τσάρους τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας Ἰβάν καί Πέτρον νά μή ἐπιχειρήσουν νά ἀποσυνδέσουν τόν Μητροπολίτην Κιέβου ἀπό τόν σημαντικόν αὐτόν τίτλον, διότι μόνον διά τοῦ τίτλου αὐτοῦ ὁ Μητροπολίτης Κιέβου θά ἠδύνατο νά ἀσκῇ τήν δικαιοδοσίαν αὐτοῦ καί εἰς τάς ὑπό πολωνικήν κυριαρχίαν δυτικάς ἐπαρχίας τῆς Μητροπόλεως Κιέβου. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, παρά τήν διάλυσιν τῆς περιελθούσης εἰς τήν δυναστικήν ρωσσικήν κυριαρχίαν Πολωνίας τόσον διά τῶν δύο διαμελισμῶν αὐτῆς κατά τήν τελευταίαν δεκαετίαν τοῦ ΙΗ’ αἰῶνος (1793, 1795), ὅσον καί διά τῆς πλήρους προσαρτήσεως τῶν δυτικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Μητροπόλεως Κιέβου ὑπό τῆς Τσαρίνας Αἰκατερίνης Β’ (1762-96) εἰς τήν κυριαρχίαν τῆς Ρωσσίας, ἐν τούτοις αἱ ἐπαρχίαι αὐταί παρέμειναν ὑπό τήν κανονικήν δικαοδοσίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί εἰς τούς νεωτέρους χρόνους, καίτοι οἱ Μητροπολῖται Κιέβου δέν ἐμνημόνευον πλέον τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην.

Εἶναι λοιπόν πολύ χαρακτηριστικόν ὅτι καί αὐτή εἰσέτι ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας εἰς τήν ἀπαντητικήν Ἐπιστολήν αὐτῆς πρός τήν ἐπιστολιμαίαν πρόσκλησιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου ΣΤ’ (1868) διά τήν ἐκπροσώπησιν αὐτῆς εἰς τήν συγκληθησομένην ἐν Κων-πόλει Μεγάλην Σύνοδον (1872) ἐθεώρει τήν Μητρόπολιν Κιέβου ἐκκλησιαστικῶς «οὐδετέραν περιοχήν», διό καί, κατά τόν πανσλαβιστήν ρῶσσον πρεσβευτήν Ν. Ἰγνάτιεφ (1864-76), ἀντί τῆς συγκλήσεως τῆς Μεγάλης Συνόδου εἰς τήν Κων-πολιν, ἡ ρωσσική Σύνοδος «ὑπέδειξεν ὡς οὐδετερώτερον μέρος πρός τοῦτο τό ἀρχαῖον Κίεβον» ((Γ. Παπαμιχαήλ, Ἀποκαλύψεις περί τῆς ρωσσικῆς πολιτικῆς ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἑλληνικῇ Ἀνατολῆ, Ἀλεξάνδρεια 1909, σελ. 9-10). Οὕτως, ὁ λόγιος ρῶσσος Μητροπολίτης Κιέβου Ἀντώνιος Χραποβίτσκυ, μέλος τῆς Διοικούσης Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας, ἐζήτησεν ὀρθῶς δι’Ἐπιστολῆς αὐτοῦ ἀπό τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην Ἰωακείμ Γ’ (1878-84, 1901-12), ἀφ’ἑνός μέν τήν «ἄδειαν» νά φέρῃ τόν τίτλον τοῦ Ἐξάρχου τῆς Γαλικίας καί τῆς εὐτυτέρας περιοχῆς τῶν Καρπαθίων, ἀφ’ἑτέρου δέ τήν πατριαρχικήν εὐλογίαν διά τήν ποιμαντικήν ὑποστήριξιν τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν εἰς τάς περιοχάς αὐτάς. Οὕτως, ἔλαβε δι’Ἐπιστολῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ίωακείμ Γ’ τόν τίτλον τοῦ Ἐξάρχου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (1910), ὁ ὁποῖος ἐνεκρίθη καί ὑπό τοῦ διαδόχου αὐτοῦ Γερμανοῦ Ε’ (1913-18).

Ἡ ἀνακήρυξις ὅμως τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Πολωνίας ἦτο ἀπολύτως ἀναγκαία, ἰδίᾳ δέ μετά τήν δολοφονίαν τοῦ ὀρθοδόξου Μητροπολίτου Βαρσοβίας Γεωργίου (1923), διότι εἶχον ἤδη παραχωρηθῆ εἰς τήν Πολωνίαν, διά τῶν Συνθηκῶν τῶν Βερσαλιῶν (1919) καί τῆς Ρίγας (1921), πᾶσαι σχεδόν αἱ κατεχόμεναι δυτικαί περιοχαί τῆς Μητροπόλεως Κιέβου τόσον ὑπό τῆς Αὐστρίας (Ἀνατολική καί Δυτική Γαλικία), ὅσον καί ὑπό τῆς Ρωσσίας (Κεντρική Λιθουανία, Ἐρυθρά Ρουθηνία, Δυτική Βολυνία, Δυτική Λευκορωσσία, Δυτική Οὐκρανία κ.ἄ.). Βεβαίως, αἱ περιοχαί αὐταί ἀνῆκον σαφῶς εἰς τήν Μητρόπολιν Κιέβου καί εἶχον ἤδη ὠργανωμένας ὀρθοδόξους κοινότητας εἰς πέντε Ἐπισκοπάς (Βαρσοβίας, Βολυνίας, Βίλνας, Γκρόντνο, Πολεσίας), 1300 Ἐνορίας καί 14 ἀκμαίας ἱ. Μονάς, ἤτοι ὄχι μόνον Ὀρθοδόξων, ἀλλά καί Οὐνιτῶν, διό καί ἀπεκλείετο ἐφεξῆς, δι’εὐνοήτους προφανεῖς λόγους, οἱαδήποτε ἄμεσος ἤ ἔμμεσος σχέσις ἐξαρτήσεως ἐκ τοῦ ὑπό τό σοβιετικόν καθεστώς ἐμπεριστάτου πλέον Πατριαρχείου Μόσχας.

Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἀμέσως μετά τήν ἐπίσημον ἵδρυσιν τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως (1918), τό μέν Ὑπουργικόν Συμβούλιον τῆς Οὐκρανίας ἀνεκήρυξε τήν αὐτοκεφαλίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διά σχετικοῦ Νομοθετικοῦ Διατάγματος (1919), τό ὁποῖον ἀπηγόρευεν αὐστηρῶς οἱανδήποτε ἐξάρτησιν ἤ καί σχέσιν ἀναφορᾶς εἰς τό Πατριαρχεῖον Μόσχας. Οὕτως, αἱ μετά τόν Α’ παγκόσμιον πόλεμον (1914-18) περιελθοῦσαι ὑπό τήν ἄμεσον πολωνικήν κυριαρχίαν ὀρθόδοξοι ἐπισκοπαί καί κοινότητες τῆς Δυτικῆς Οὐκρανίας, τῆς Δυτικῆς Λευκορρωσίας κ.ἄ. ἐζήτησαν ἀπό τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, τῇ ἐπιμόνῳ προτροπῇ καί τῆς πολωνικῆς κυβερνήσεως, τήν ἄμεσον ἀνακήρυξιν τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς ἐν Πολωνίᾳ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐγένετο ἀποδεκτή διά τῆς ἐκδόσεως ὑπό τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ καθιερωμένου Πατριαρχικοῦ καί Συνοδικοῦ Τόμου (13 Νοεμ. 1924).
Ἄλλωστε, ὁ Πατριάρχης Μόσχας Τύχων (1917-25) εἶχεν ἤδη παραχωρήσει εἰς πάσας τάς ἐκκλησιαστικάς ἐπαρχίας τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως πλήρη ἐσωτερικήν αὐτονομίαν (1920), διό καί ὁ διάδοχος τοῦ δολοφονηθέντος Γεωργίου Μητροπολίτης Βαρσοβίας Διονύσιος (1923-60), ὑπέρμαχος τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας Πολωνίας, ἠγνόησε πλήρως τάς καθυστερημένας προσχηματικάς ἐνστάσεις τοῦ Μητροπολίτου Νίζνι-Νόβγκοροντ Σεργίου, φύλακος τοῦ Πατριαρχείου καί μετέπειτα Πατριάρχου Μόσχας (1943-44), ὡς πρός τήν ἀναγκαιότητα ἤ καί διά τήν κανονικότητα τῆς ἀνακηρύξεως τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας Πολωνίας. Ἡ ἀπάντησις λοιπόν εἰς τάς προσχηματικάς αὐτάς ἐνστάσεις τοῦ Μητροπολίτου Σεργίου ἐδόθη διά τοῦ Πατριαρχικοῦ καί Συνοδικοῦ Τόμου (1924), ὁ ὁποῖος ἐξεδόθη ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί ἠτιολόγει πλήρως τούς σοβαρούς ἐκκλησιαστικούς λόγους διά τήν ἄμεσον ἀνακήρυξιν τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας Πολωνίας.

Οἱ λόγοι αὐτοί ἦσαν σοβαροί, διότι ἐξέφραζον τήν μακραίωνα κανονικήν παράδοσιν καί τήν διαχρονικήν ἐκκλησιαστικήν πρᾶξιν διά τήν καθιερωμένην κανονικήν διαδικασίαν ἀνακηρύξεως τῆς αὐτοκεφαλίας μιᾶς τοπικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οὕτως, ἐκάλυπτον πλήρως καί τήν πολλῷ μᾶλλον ἀναγκαίαν καί ὀφειλετικήν ἀνακήρυξιν ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ἐάν ὅμως αὐτή εἶχε ζητηθῆ ἐπισήμως καί ἐγκαίρως, ἀφ’ἑνός μέν διότι εἶχε συμπαγές καί ἀκμαῖον ὀρθόδοξον ἐκκλησιαστικόν σῶμα, ἀφ’ἑτέρου δέ διότι εἶχε μίαν σαφῶς περιγεγραμμένην ἐδαφικήν περιφέρειαν, διό καί παρατίθεται τό ἀκόλουθον σχετικόν ἀπόσπασμα τοῦ Πατριαρχικοῦ καί Συνοδικοῦ Τόμου:

«Ἡ ἐν τῷ θεοφρουρήτῳ κράτει τῆς Πολωνίας Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡ δι’αὐτονόμου ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως καί ὀργανώσεως προικισθεῖσα,… ἐξῃτήσατο παρά τοῦ καθ’ἡμᾶς ἁγιωτάτου ἀποστολικοῦ Πατριαρχικοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου τήν εὐλογίαν καί κύρωσιν τῆς αὐτοκεφάλου αὔτης συγκροτήσεως, ὡς μόνης ταύτης δυναμένης, ὑπό τάς νέας τῶν κατ’αὐτήν πολιτικῶν πραγμάτων συνθήκας, ἱκανοποιῆσαι καί φρουρῆσαι τάς ἀνάγκας αὐτῆς. Τῇ οὖν αἰτήσει ταύτῃ φιλοστόργως διατεθέντες, καί πρώτιστα μέν τήν τῶν ἱερῶν κανόνων διακέλευσιν,… εἶτα δέ καί τοῦ τῷ καθ’ἡμᾶς ἁγιωτάτῳ Οἰκουμενικῷ θρόνῳ ἐπιβεβλημένου κανονικοῦ καθήκοντος τοῦ προνοεῖν περί τῶν ἐν ἀνάγκαις εὑρισκομένων ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τήν ἰσχυράν φωνήν ἐνωτισάμενοι, ἔτι δέ καί τήν ἱστορίαν ἐν τούτῳ καθορῶντες, γέγραπται γάρ ὅτι ἡ ὑπό τοῦ καθ’ἡμᾶς Θρόνου ἀρχική ἀπόσπασις τῆς Μητροπόλεως Κιέβου καί τῶν ἐξ αὐτῆς ἐξαρτωμένων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Λιθουανίας καί Πολωνίας καί ἡ προσάρτησις αὐτῶν τῇ ἁγίᾳ Ἐκκλησίᾳ τῆς Μόσχας οὐδαμῶς συνετελέσθη συμφώνως ταῖς νενομισμέναις κανονικαῖς διατάξεσιν, οὐδ’ἐτηρήθησαν τά συνομολογηθέντα περί πλήρους ἐκκλησιαστικῆς αὐτοτελείας τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου, φέροντος τόν τίτλον τοῦ Ἐξάρχου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἡ Μετριότης ἡμῶν, μετά τῶν περί ἡμᾶς Μητροπολιτῶν καί ὑπερτίμων,… ἔγνωμεν προφρόνως ἀποδέξασθαι τό πρός ἡμᾶς αἴτημα τῆς ἐν Πολωνίᾳ ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τήν παρ’ἡμῶν χορηγῆσαι εὐλογίαν καί κύρωσιν πρός τήν αὐτοκέφαλον καί ἀνεξάρτητον ὀργάνωσιν αὐτῆς…».
Ἡ αὐτοκεφαλία ὅμως τῆς Ἐκκλησίας Πολωνίας, ἡ ὁποία εἶχε κατοχυρωθῆ διά τοῦ ἐπικυρωθέντος ὑπό τῆς πολωνικῆς κυβερνήσεως «Ἐσωτερικοῦ Καταστατικοῦ» (Statum Wewnetrzny, 1938), ἀπεδυναμώθη μετά τήν διπλῆν στρατιωτικήν εἰσβολήν εἰς μέν τήν δυτικήν Πολωνίαν τῆς ναζιστικῆς Γερμανίας (1 Σεπτ. 1939), εἰς δέ τήν ἀνατολικήν Πολωνίαν (Δυτικήν Λευκορωσσίαν, Δυτικήν Οὐκρανίαν) τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως (17 Σεπτ. 1939), κατά τήν ἐφαρμογήν μάλιστα τοῦ «μυστικοῦ Πρωτοκόλλου» μεταξύ τοῦ Χίλτερ καί τοῦ Στάλιν διά τήν μελλοντικήν διανομήν τῶν ἐδαφῶν τῆς Πολωνίας, τό ὁποῖον εἶχε συναφθῆ εἰς τό «Σύμφωνον μή Ἐπιθέσεως» (Μολότωφ-Ρίμπετροπ, 23 Αὐγ. 1939). Οὕτως, ἡ διπλῆ αὐτή στρατιωτική εἰσβολή εἰς τήν Πολωνίαν συνεδέθη μετ’ἀπεριγράπτων βιαιοτήτων τόσον τῆς γερμανικῆς, ὅσον καί τῆς σοβιετικῆς στρατιωτικῆς ἡγεσίας, αἱ ὁποῖαι ἦσαν βιαιότεραι διά τήν ὀρθόδοξον Ἱεραρχίαν, τόν ἐνοριακόν κλῆρον καί τό λαόν (Β. Ι. Φειδᾶ, Ἐκκλ. Ἱστορία, ΙΙΙ, 614-624).

Βεβαίως, αἱ πιέσεις ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων ἦσαν βιαιότεραι, ἀφ’ἑνός μέν διότι ὁ Μητροπολίτης Βαρσοβίας καί πάσης Πολωνίας Διονύσιος (1923-60) παρέμεινεν ἔγκλειστος εἰς τήν φυλακήν ἐπί 18 μῆνας, ἡ δέ διαποίμανσις τῶν ὀρθοδόξων τῆς Μητροπόλεως Βαρσοβίας ἀνετέθη ὑπό τῆς ναζιστικῆς στρατιωτικῆς ἡγεσίας εἰς τόν ρῶσσον Μητροπολίτην τῶν ἐν Γερμανίᾳ ρώσσων ὀρθοδόξων Σεραφείμ, ἀφ’ἑτέρου δέ διότι οἱ ὀρθόδοξοι ἀρχιερεῖς, ὁ ἐνοριακός κλῆρος καί ὁ λαός τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Δυτικῆς Οὐκρανίας (Βίλνας, Βολυνίας, Γκρόντνο, Πολεσίας) διεσπάσθησαν, ὑπό τήν ἀφόρητον πίεσιν τῆς σοβιετικῆς στρατιωτικῆς ἡγεσίας, εἰς δύο ἀντιπάλους ἐκκλησιαστικάς Ἱεραρχίας, ἤτοι τῆς μέν ρωσσοφίλου «Αὐτονόμου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ὑπό τόν ἀρχιεπίσκοπον Παντελεήμονα, τῆς δέ ἀντιρωσσικῆς «Αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας», ὑπό τόν ἀρχιεπίσκοπον Πολύκαρπον, τόν ὁποῖον μάλιστα ὑπέδειξεν εἰς τήν γερμανικήν ἡγεσίαν ὁ ἴδιος ὁ ἐμπερίστατος Μητροπολίτης Βαρσοβίας καί πάσης Πολωνίας Διονύσιος.

Ἐν τούτοις, μετά τήν κατάρρευσιν τῆς ναζιστικῆς Γερμανίας καί τήν βιαίαν ἐπιβολήν τοῦ σοβιετικοῦ καθεστῶτος εἰς τήν Λαϊκήν Δημοκρατίαν τῆς Πολωνίας (1945), ὁ μέν Μητροπολίτης Διονύσιος ἐξεβιάσθη ὑπό τοῦ Πατριάρχου Μόσχας Ἀλεξίου (1945-71) καί ὑπεχρεώθη διά τῆς βίας νά ὑποβάλῃ τήν παραίτησιν αὐτοῦ (1948), ἐπειδή ἔλαβε τήν αὐτοκεφαλίαν ἀπό τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον. Οὕτως, ἡ διοίκησις τῆς Μητροπόλεως Βαρσοβίας ἀνετέθη εἰς τόν ρῶσσον ἀρχιεπίσκοπον Μπιελοστόκ Τιμόθεον, ὁ ὁποῖος ὑπεχρεώθη ἀπό τόν Πατριάρχην Μόσχας νά ζητήσῃ τήν ἀπόδοσιν, ἀντί τοῦ δῆθεν ἀντικανονικῶς δοθέντος ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «αὐτοκεφάλου», ἑνός δῆθεν «κανονικοῦ αὐτοκεφάλου» διά τῆς «εὐλογίας» αὐτοῦ ὑπό τῆς δῆθεν «Μητρός Ἐκκλησίας» αὐτῆς, ἤτοι ὑπό τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (22 Ἰουν. 1948).

Εἶναι λοιπόν εὐνόητον, ὅτι ἡ δι’Ἐπιστολῆς τοῦ Πατριάρχου Μόσχας Ἀλεξίου πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν (1948-72) ἀνακοίνωσις τῆς προδήλως ἀντικανονικῆς αὐτῆς πράξεως προεκάλεσεν εὐλόγως τήν ὀξυτάτην ἀντίδρασιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Οὕτως, εἰς τήν ἀπαντητικήν Ἐπιστολήν αὐτοῦ (1950), ἀπεδοκίμασε μέν αὐστηρῶς τάς σαφῶς ἀντικανονικάς πράξεις τοῦ Πατριάρχου Μόσχας ὡς ἀντιθέτους πρός τήν καθιερωμένην μακραίωνα κανονικήν παράδοσιν καί ἐκκλησιαστικήν πρᾶξιν, διό καί ὑπέμνησε τόσον τήν ἀδιαμφισβήτητον «μητρικήν σχέσιν» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «πρός τήν ἐκκλησιαστικήν ἐκείνην περιοχήν», ὅσον καί τήν ἀποκλειστικήν «κανονικήν εὐθύνην» αὐτοῦ «ἐν τῷ συστήματι τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν».

Βεβαίως, ἡ μετά τόν Β’ παγκόσμιον πόλεμον (1939-1945) βιαία ἐνταξις εἰς τήν Σοβιετικήν Ἕνωσιν τῶν περιοχῶν τῆς Δυτικῆς Οὐκρανίας, τῆς Δυτικῆς Λευκορρωσίας, τῆς Μολδαβίας, τῆς Ἀνατολικῆς Γαλικίας, τῆς Βολυνίας, τῆς Πολεσίας, τῆς Γεωργίας, τῆς Λιθουανίας, τῶν Βαλτικῶν χωρῶν Ἐσθονίας καί Λεττονίας κ.ἄ. συνεδέθη μετά πολλῶν, αὐθαιρέτων καί ἀντικανονικῶν πράξεων διά τήν ὑπαγωγήν τῶν ὀρθοδόξων τῶν περιοχῶν αὐτῶν εἰς τήν ἄμεσον ἤ ἔμμεσον δικαιοδοσίαν τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, διά τῆς προθύμου μάλιστα ἤ καί πιεστικῆς συνδρομῆς τῆς σοβιετικῆς κυβερνήσεως. Ἑπομένως, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, μετά τήν ἐπίσημον προσάρτησιν τῆς Λαϊκῆς Δημοκρατίας τῆς Οὐκρανίας εἰς τήν Σοβιετικήν Ἕνωσιν (1945), περιωρίσθη αὐθαιρέτως εἰς τό καθεστώς μιᾶς «Αὐτονόμου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας», ὑπό τήν ἀντικανονικήν μάλιστα καί δυναστικήν ἐποπτείαν τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας.

Συνεπῶς, ἦτο πλέον ἀδύνατος, μέχρι τήν ἐπίσημον κατάρρευσιν τοῦ σοβιετικοῦ καθεστῶτος (1991), πᾶσα ἔσωθεν ἤ ἔξωθεν πρωτοβουλία διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς κανονικῆς τάξεως εἰς πάσας σχεδόν τάς ὑπό κομμουνιστικά καθεστῶτα αὐτοκεφάλους ἤ αὐτονόμους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας. Ἑπομένως, πᾶσαι αἱ ἀντικανονικαί αὐταί πράξεις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, αἱ ὁποῖαι ἐγένοντο κατά τήν σταλινικήν κυρίως περίοδον (1943-1953), ἠκυρώθησαν ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου de facto καί ἀδιαμαρτυρήτως εἰς τήν σύγκλησιν, τήν συγκρότησιν καί τήν λειτουργίαν τόσον τῆς Α’ Πανορθοδόξου Διασκέψεως (Ρόδος, 1961), ὅσον καί ὅλων τῶν Διορθοδόξων ἤ Πανορθοδόξων ὀργάνων διά τήν προετοιμασίαν τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Κρήτη, 1968-2016). Οὕτω, πᾶσαι αἱ αὐθαιρέτως καί ἀντικανονικῶς τιμηθεῖσαι ἤ ὑποτιμηθεῖσαι ὑπό τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας αὐτοκέφαλοι ἤ αὐτόνομοι Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι (Γεωργίας, Βουλγαρίας, Τσεχοσλοβακίας, Ἐσθονίας, Λεττονίας κ.ἄ.) ὑπεχρεώθησαν de facto νά ἐπιστρέψουν εἰς τό πρό τῆς λήψεως τῶν ἀντικανονικῶν αὐτῶν ἀποφάσεων κανονικόν ἐκκλησιαστικόν καθεστώς αὐτῶν.

ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΟ 3 ΑΠΟ ΚΑΤΩ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ