Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024 | 11:07

Το ζήτημα της Αυτοκεφαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας μεταξύ κανονικών δικαιωμάτων και αντικανονικών αξιώσεων

Βλάσιος Ι. Φειδάς
Βλάσιος Ι. Φειδάς
Ο κ. Βλάσιος Ι. Φειδάς είναι Ομότιμος καθηγητής της θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Του ιδίου συγγραφέα:

4. Κανονική προσέγγισις τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας
Αἱ προσπάθειαι τῶν δύο ρώσσων θεολόγων ἐπεκεντρώθησαν ( Μ. Ζετλώφ καί ἀρχιμ. Θ. Πούσκωφ) σκοπίμως, διά προφανῶς εὐνοήτους λόγους, τόσον εἰς τήν αὐθαίρετον ἀπόρριψιν τοῦ καθιερωμένου κανονικοῦ δικαιώματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὡς ἀδιαμφισβητήτου Μητρός Ἐκκλησίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, νά ἀποφασίσῃ τήν κίνησιν τῆς διαδικασίας διά τήν ἀνακήρυξιν τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας Οὐκρανίας, ὅσον καί εἰς τήν πλασματικήν ὑποστήριξιν τῆς προδήλως ἀντικανονικῆς ἀξιώσεως τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας νά ἐντάξῃ αὐθαιρέτως καί ἀντικανονικῶς ὑπό τήν ἄμεσον καί πλήρη δικαιοδοσίαν αὐτοῦ τήν ἤδη αὐτόνομον Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας. Ἡ προτεινομένη ὅμως ἄκριτος ἀποσύνδεσις τῆς αὐτοκεφαλίας ἀπό τῆς ἀφελοῦς καί προκλητικῆς ἐξισώσεως ὑπό τῶν δύο ρώσσων θεολόγων τόσον τοῦ καθιερωμένου κανονικοῦ δικαιώματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅσον καί τῶν αὐθαιρέτων ἀντικανονικῶν ἀξιώσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὡς ἐάν ἐπ’αὐτῷ ἔκειντο τά τῆς Ἐκκλησίας, ἀπεσκόπει σαφῶς εἰς τό καίριον ζήτημα τῆς διά παντός θεμιτοῦ ἤ καί ἀθεμίτου μέσου παρεμποδίσεως τῆς ἀνακηρύξεως τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς μεγάλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς ἀνεξάρτητης Δημοκρατίας Οὐκρανίας τῶν 40 περίπου ἑκατομμυρίων ὀρθοδόξων πιστῶν.

Βεβαίως, ἡ ἀντικανονική, ἀθέμιτος καί ἰδιοτελής αὐτή σκοπιμότης εἶναι ὄχι μόνον ἐκκλησιολογικῶς προκλητική, ἀλλά καί ἐκκλησιαστικῶς ἀπαράδεκτος, διό καί οὐδεμία αὐτοκέφαλος Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἄν εἶναι συνεπἠς εἰς τήν ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογίαν καί κανονικήν παράδοσιν, δύναται νά ἀντιταχθῇ ἀκρίτως εἰς τήν ἀνακήρυξιν τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς ἀνεξαρτήτου Δημοκρατίας Οὐκρανίας. Συνεπῶς, ἡ αὐθαίρετος αὐτή καί σαφῶς προκλητική ἀποσύνδεσις τῆς αὐτοκεφαλίας ἐκ τῶν καθιερωμένων κανονικῶν κριτηρίων ἀνακηρύξεως αὐτῆς εἶναι προφανῶς ἀπαράδεκτος, διότι ὁ κανονικός θεσμός τῆς αὐτοκεφαλίας ἀφ’ἑνός μέν κατοχυρώνει τήν πλήρη ἀνεξαρτησίαν αὐτῆς ἔναντι πάσης ἄλλης αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τήν ὁποίαν ὅμως δέν ἐπιθυμεῖ τό Πατριαρχεῖον Μόσχας, διά προφανῶς εὐνοήτους λόγους, διό καί κινεῖ γῆν καί οὐρανόν διά τήν ἀκύρωσιν αὐτῆς, ἀφ’ἑτέρου δέ βεβαιώνει πάντοτε καί ὁπωσδήποτε δέν ἐπιτρέπει τήν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῶν κατά τόπους αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τάς σχέσεις αὐτῶν πρός ἀλλήλας καί πρός τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον τόσον εἰς τήν κοινωνίαν τῆς παραδεδομένης πίστεως, ὅσον καί εἰς τόν σύνδεσμον τῆς ἀγάπης, διό καί ἀποκλείει πᾶσαν ἐσωτερικήν διάσπασιν.

Ἡ αὐθαίρετος λοιπόν χρησιμοποίησις τοῦ κανονικοῦ θεσμοῦ τῆς αὐτοκεφαλίας διά ξένας πρός τήν ἀποστολήν τῆς Ἐκκλησίας πολιτικάς, ἐθνοφυλετικάς, ἰδεοληπτικάς ἤ ἄλλας ἀθεμίτους σκοπιμότητας ἀπειλεῖ ὄχι μόνον τήν εὔρυθμον λειτουργίαν τῶν διορθοδόξων σχέσεων, ἀλλά καί αὐτήν εἰσέτι τήν αὐθεντικήν κανονικήν τάξιν εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Οὕτως, ἡ κανονική πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου διά τήν ἀνακήρυξιν τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας ἦτο προφανῶς ὀφειλετική καί ὁπωσδήποτε ἀνιδιοτελής, διότι ἀπεσκόπει κυρίως εἰς μόνην τήν ἄμεσον κανονικήν ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τοῦ ἤδη διεσπασμένου μεγάλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος αὐτῆς.

Βεβαίως, ἡ συγκεκριμένη πρωτοβουλία ἦτο ἀπολύτως ἀναγκαία καί κανονικῶς ἀπαραίτητος τόσον δι’αὐτήν ταύτην τήν δεινῶς δοκιμαζομένην Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας, «ἵνα μή τό κακόν χεῖρον γένηται», ὅσον καί διά τήν κατά κανόνα ἐκκλησιαστικόν ἄρσιν τῶν ἤδη εἰς βάρος αὐτῆς ὑφισταμένων ἔξωθεν ἐπαχθῶν ἤ καί ἐπικινδύνων ἐκκλησιαστικῶν προλήψεων, συγχύσεων ἤ ἀξιώσεων.

Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἡ Α. Θ. Π. ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ὥς διαχρονικός φύλαξ καί ἐγγυητής τῆς κανονικῆς τάξεως εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, εἶχεν ἤδη ἀναλάβει ὀφειλετικῶς, ἀμέσως μετά τήν ἀνάρρησιν αὐτοῦ εἰς τόν Οἰκουμενικόν θρόνον (1991), τήν γενναίαν πρωτοβουλίαν νά ἀνασυγκροτήσῃ τήν πρό τεσσαρακονταετίας περίπου βιαίως καταργηθεῖσαν ὑπό τοῦ ἀθεϊστικοῦ καθεστῶτος ἐκκλησιαστικήν Ἱεραρχίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας (1953), ἤτοι τήν Ἱεραρχίαν τῆς πρό πολλοῦ διαλελυμένης αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας (1992), παρά τάς συνήθεις καί γνωστάς ἐξ ίδιοτελείας ἤ καί ἐξ ἐπαγγέλματος ἔσωθεν καί ἔξωθεν ἀκρίτους ἐνστάσεις ἤ θορυβώδεις ἀντιδράσεις ἐναντίον τῆς πρωτοβουλίας αὐτῆς, ἤτοι γιά τήν ἄκριτον ἀμφισβήτησιν τοῦ καθιερωμένου κανονικοῦ δικαιώματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου νά μεριμνᾶ διά πάσας τάς ἐμπεριστάτους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας. Βεβαίως, ἡ πρωτοβουλία αὐτή ἀνελήφθη ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ὀφειλετικῶς, ἐπί τῇ βεβαίᾳ πάντοτε ἐλπίδι, ὅτι μόνον οὕτω θά ἠδύνατο νά ἀναγεννηθῇ ἀμέσως ἐκ τῆς τέφρας μία νέα, ζῶσα καί ἀκμαία αὐτοκέφαλος Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας, ἡ ὁποία σήμερον λειτουργεῖ ὡς ἕν ἐξαίρετον ὑπόδειγμα μιᾶς ἐπιζήλου, λαμπρᾶς καί πολυδιαστάτου ἐκκλησιαστικῆς διακονίας ὄχι μόνον πρός τούς ἐγγύς, ἀλλά καί πρός τούς μακράν (Β. Ί. Φειδᾶ, Ἐκκλ. Ἱστορία, ΙΙΙ, 639-644).

Ὑπό τήν προοπτικήν λοιπόν τοῦ ὁράματος αὐτοῦ, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἠγνόησε τάς σαφῶς ἀνιστορήτους καί ὁπωσδήποτε ἀντικανονικάς ἀξιώσεις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καί ἀπεφάσισεν ὀρθῶς, ἔστω καί καθυστερημένως, τήν κανονικῶς ὀφειλετικήν καί πάντοτε ἀνιδιοτελῆ ἀνακήρυξιν τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς δεινῶς δοκιμαζομένης μεγάλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας τῶν 40 περίπου ἑκατομμυρίων εὐλαβῶν ὀρθοδόξων πιστῶν (2019). Βεβαίως, ἡ γενναία καί ἀνιδιοτελής αὐτή πρωτοβουλία προεκάλεσε τάς ἄλλωστε ἀναμενομένας ὀξυτάτας, σπασμωδικάς καί ἀπαραδέκτους, ἀλλά πάντοτε ἰδιοτελεῖς, ἀντιδράσεις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καί τῶν ἀφελῶν συμβούλων αὐτοῦ, περί δῆθεν παραβιάσεως ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τῶν δῆθεν καθιερωμένων ἱστορικῶν δικαιωμάτων αὐτοῦ ἐπί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας. Ἐν τούτοις, αἱ θορυβώδεις αὐταί αὐθαίρετοι καί ἀθέμιτοι ἀντιδράσεις ἐπεβεβαίωσαν πλήρως ὄχι μόνον τάς ἀντικανονικάς ἐθνοφυλετικάς ἀξιώσεις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας περί τῶν δῆθεν κανονικῶν δικαιωμάτων αὐτοῦ εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας, ἀλλά καί τήν ὀρθότητα τῆς ἀποφάσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.

Αἱ ἐθνοφυλετικαί λοιπόν ἀξιώσεις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας διά τήν ἔνταξιν τῆς Ἐκκλησίας Οὐκρανίας εἰς τήν ἄμεσον καί πλήρη δικαιοδοσίαν αὐτοῦ ἐξηγοῦν καί τήν ὑπ’αὐτοῦ προφανῶς αὐθαίρετον ἀμφισβήτησιν τῶν καθιερωμένων κανονικῶν δικαιωμάτων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας. Οὕτως, ἀποφεύγει οἱανδήποτε ἀναφοράν εἰς τήν κανονικῶς ἀδιαμφισβήτητον ὀρθότητα τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀποφάσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου περί τῆς ὀφειλετικῆς ἀμέσου ἀνακηρύξεως τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας. Ἄλλωστε, ἦτο κοινή ἡ διαπίστωσις ὅτι μόνον οὕτω θά ἠδύνατο νά ἀπελευθερωθῇ ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ἀπό τάς ἐπαχθεῖς καί ἰδιοτελεῖς ἀξιώσεις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὥστε νά δυνηθῇ νά ἀξιοποιήσῃ τάς νέας ἀναγκαίας προοπτικάς αὐτῆς, ὡς πᾶσαι αἱ κατά τόπους αὐτοκέφαλοι Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι. Ἡ κανονική λοιπόν ἀνακήρυξις τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας Οὐκρανίας ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἦτο ἀπολύτως ἀναγκαία ὄχι μόνον διά τήν ἄμεσον ἀποκατάστασιν τῆς ἐσωτερικῆς ἑνότητος τοῦ διεσπασμένου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος αὐτῆς, ἀλλά καί διά τήν ἐφεξῆς σημαντικήν καί ἐποικοδομητικήν συμβολήν αὐτῆς εἰς τήν ἁρμονικήν λειτουργίαν τῶν διορθοδόξων σχέσεων.

Βεβαίως, αἱ ὑπηρετοῦσαι προφανεῖς ἰδιοτελεῖς, ἰδεοληπτικάς ἤ καί ἐθνοφυλετικάς σκοπιμότητας θορυβώδεις ἤ καί προκλητικαί ἀντιδράσεις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἀναφέρονται σκοπίμως ὄχι βεβαίως εἰς τήν μή ἐπιθυμητήν ἀνακήρυξιν τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας Οὐκρανίας, ἀλλ’εἰς μόνην τήν δῆθεν ἀντικανονικήν ἀποδοχήν ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰς ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν τῶν ἀκρίτως ἀφορισθέντων ὡς μή ἀποδεχομένων τούς ὑπό τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἐπιβληθέντας εἰς τήν Οὐκρανίαν ρωσσοφίλους ἀρχιερεῖς. Ἡ συνήθως λοιπόν προβαλλομένη δῆθεν ἀντικανονικότης τῆς ἀποδοχῆς εἰς ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ ἀσκήσαντος τό κανονικόν δικαίωμα τοῦ Ἐκκλήτου, ἤτοι τοῦ ἡγέτου τῶν ἀποσχισθέντων καί ἀκρίτως καθαιρεθέντος ὑπό τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας πρώην Μητροπολίτου Κιέβου Φιλαρέτου (1992), διά τούς εἰς πάντας μάλιστα γνωστούς λόγους, εἶναι ὄχι μόνον κανονικῶς ἀβάσιμος, ἀλλά καί προφανῶς ἐσφαλμένη. Πράγματι, χρησιμοποιεῖ ἀκρίτως ἀσχέτους πρός τό συγκεκριμένον θέμα ἱ. κανόνας (5 τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς συνόδου, 2 καί 4 τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας) διά νά ὑποστηριχθῇ ἐσφαλμένως, ὅτι δῆθεν ὁ ὑπό τοῦ Πατριάρχου Μόσχας καταδικασθείς Φιλάρετος ἦτο δῆθεν κανονικῶς δυνατόν μόνον ὑπ’αὐτοῦ νά γίνῃ δεκτός εἰς ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν, ἤτοι ὄχι προφανῶς ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου.

Ἡ αὐθαίρετος ὅμως χρηστική ἐφαρμογή τῶν κανόνων 2 καί 4 τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας (341) εἰς τήν περίπτωσιν τῆς κρίσεως τοῦ φωτιστοῦ τῶν Ρώσσων ἁγίου Μαξίμου τοῦ Γραικοῦ (1470-1551), ὁ ὁποῖος κατεδικάσθη ἀδίκως ὑπό τοῦ ἰωσηφίτου μητροπολίτου Μόσχας Δανιήλ (1521-39) εἰς ἰσόβιον κάθειρξιν καί ἀκοινωνησίαν (1525), ὑπό τήν πίεσιν μάλιστα τῶν πλουτομανῶν Ἰωσηφιτῶν μοναχῶν τῆς πλουσίας Μονῆς Βολοκολάμσκ, τόσον διά τήν εἰσαγωγήν νέων ἰδεῶν εἰς τήν ἀσκητικήν πνευματικότητα, ὅσον καί διά τήν ὑποστήριξιν τῶν διωκομένων ὑπό τῶν Ἰωσηφιτῶν ἀκτημόνων Ζαβολγείων ἀναχωρητῶν καί ἐρημιτῶν. Οὕτως, ἐξέτισε τήν βαρυτάτην ἄδικον ἀντικανονικήν ποινήν εἰς τήν Μονήν Βολοκολάμσκ (1525-31) καί εἰς τήν Μονήν Ὄτροτσυ τοῦ Τβέρ (1531-51), διότι οἱ διάδοχοι τοῦ ἐκθρονισθέντος Δανιήλ μητροπολῖται Ἰωάσαφ (1529-42) καί Μακάριος (1442-63), καίτοι ἦσαν θαυμασταί τοῦ φωτιστοῦ τῶν Ρώσσων, δέν ᾖραν τήν ἄδικον ποινήν, παρά τάς ἐπανειλημμένας ἐκκλήσεις τῶν Πατριαρχῶν Κων-πόλεως Διονυσίου Β’ (1546-55),. Ἀλεξανδρείας Ἲωακείμ τοῦ Πάνυ (1485-1565) καί Ἱεροσολύμων Γερμανοῦ (1537-79), λόγῳ τῆς προφανῶς ἐσφαλμένης ἑρμηνείας τῶν κανόνων 2 καί 4 τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας, καθ’ἥν ἡ ποινή καταδικασθέντος δύναται νἀ ἀρθῇ μόνον ὑπό τοῦ ἐπιβαλόντος αὐτήν, ἔστω καί ἄν ὁ ἐπιβαλών αὐτήν εἶχεν ἤδη ἀποθάνει (Β. Ι. Φειδᾶ, Ἐκκλ. Ἱστορία τῆς Ρωσσίας, Ἀθῆναι 20055 , 252-260).

Ἡ ἑρμηνεία ὅμως αὐτή εἶναι κανονικῶς ἀβάσιμος καί προφανῶς ἐσφαλμένη, διότι οἱ συγκεκριμένοι ἱ. κανόνες οὐδόλως ἀποκλείουν τήν προσφυγήν τῶν καταδικασθέντων ἐπισκόπων εἰς μίαν Μείζονα Σύνοδον, ὡς ὁρίζεται ρητῶς ὑπό τῶν κανόνων 12 καί 14 τῆς αὐτῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας, καί 3, 4 καί 5 τῆς Συνόδου τῆς Σαρδικῆς κ.ἄ.). Ἄλλωστε, θεμελιώδης ἀρχή τοῦ Ρωμαϊκοῦ Δικαίου ἦτο ὅτι «μία κρίσις οὐδεμία κρίσις» διά πάντα ἐγκαλούμενον ρωμαῖον πολίτην, διό καί ἡ ἀρχή αὐτή ἴσχυε καί εἰς τήν ἀπονομήν τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοσύνης.Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, καθιερώθη κανονικῶς τό δικαίωμα ἀσκήσεως Ἐκκλήτου ὑπό τῶν καταδικασθέντων ὑπό ἐπισκόπου ἤ συνοδικῶς εἰς τήν Ἐπαρχιακήν ἤ καί εἰς τήν Μείζονα Σύνοδον ἑκάστης Διοικήσεως ἤ εἰς τόν Θρόνον τῆς Κων-πόλεως(καν. 6 τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, 9 καί 17 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου κ.ἄ). Συνεπῶς, ἡ ὁποιαδήποτε ἀμφισβήτησις τοῦ καθιερωμένου κανονικοῦ δικαιώματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου νά ἀποδεχθῇ μόνον αὐτός τό κανονικῶς ἀσκηθέν ὑπό τοῦ Φιλαρέτου Ἔκκλητον εἶναι προφανῶς ἐσφαλμένη, ὄχι μόνον διότι δέν εἶναι κανονικῶς ὀρθόν τό πλασματικόν ἐπιχείρημα, ἤτοι ὅτι δῆθεν μόνον ὁ καταδικάσας δύναται νά ἀποδεχθῇ εἰς κοινωνίαν τόν ὑπ’αὐτοῦ καταδικασθέντα, διό καί οὐδέποτε ἐφηρμόσθη, ἀλλά καί διότι, διά τῆς εἰσαγωγῆς εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν δικαιοσύνην ἑνός δευτεροβαθμίου συνοδικοῦ ὀργάνου κρίσεως ὅλων τῶν πρωτοβαθμίως καταδικασθέντων, ἦτο πλέον κανονικῶς ἀδύνατον νά ἐφαρμοσθῇ τό ἐπιχείρημα αὐτό εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν πρᾶξιν.

Ἡ συνήθης λοιπόν ἐπίκλησις ὑπό τῶν ἐκπροσώπων ὁρισμένων αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τοῦ πλασματικοῦ αὐτοῦ ἐπιχειρήματος ὑπηρετεῖ πάντοτε σαφῶς ξένας πρός τήν ἀποστολήν τῆς Ἐκκλησίας σκοπιμότητας ἤ ἐπιδιώξεις, ἀλλ’ὅμως ὄχι καί τήν καθιερωμένην κανονικήν τάξιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Βεβαίως, οἱ ἔχοντες συγκεκριμένους ἰδιοτελεῖς λόγους ἐμμένουν εἰς τό πλασματικόν αὐτό πρόσχημα, ἀλλ’ὅμως χωρίς νά ἀναφέρουν, ὡς θά ἔδει, καί τούς γνωστούς ἄλλωστε εἰς πάντας ἀληθεῖς λόγους τῆς ἀποσχίσεως αὐτῆς, διό καί προβάλλουν σκοπίμως εἰς τήν ἀποκατάστασιν εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν μόνον τῶν ἀποσχισθέντων ἀρχιερέων, ἀλλ’ὄχι καί τῶν ἀποσχισθέντων ἐκ τῶν ρωσσοφίλων ἀρχιερέων δεκάδων ἑκατομμυρίων ὀρθοδόξων οὐκρανῶν. Πράγματι, τηροῦν περιέργως αἰδήμονα σιγήν τόσον διά τήν συντριπτικήν πλειοψηφίαν τῶν ἀπορριπτόντων τήν οἱανδήποτε σχέσιν πρός τό Πατριαρχεῖον Μόσχας ὀρθοδόξων οὐκρανῶν, ὅσον καί διά τήν μεθοδευμένην ἤ καί συστηματικήν πλέον προσπάθειαν αὐτοῦ, ἰδίᾳ κατά τάς δύο τελευταίας δεκαετίας, διά τήν ἐπιβολήν εἰς τήν Οὐκρανίαν μόνον ρωσσοφίλων ἐπισκόπων καί τήν ἐκ τῶν ἔσω ὑποταγήν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας εἰς τήν δικαιοδοσίαν αὐτοῦ.

Προφανῶς, ἡ παραδοσιακή ἐπιλογή τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας εἰς παλαιοτέρας σχετικάς περιπτώσεις ἐφηρμόσθη προκλητικῶς διά τῆς αὐθαιρέτου ἐπιβολῆς πολλῶν ρωσσοφίλων ἀρχιερέων εἰς τήν Ἱεραρχίαν τῆς Ἐκκλησίας Οὐκρανίας, ἡ ὁποία ἐθεωρεῖτο πλέον ἀπολύτως ἀναγκαία, μετά τήν ἐπίσημον διάλυσιν τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως (25 Δεκ. 1991), ὄχι μόνον διά τόν ἄμεσον ἔλεγχον ὑπό τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καί τῆς Δημοκρατίας τῆς Ρωσσίας τῶν ἀντιρρωσικῶν ἀποφάσεων τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς ἤδη αὐτονόμου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ἀλλά καί διά τήν ἐξουδετέρωσιν τῆς εὐλόγου ἀξιώσεως τῆς εὐαισθήτου ἐθνικῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ οὐκρανικοῦ λαοῦ διά τήν ἄμεσον ἀπόρριψιν πάσης ἐξαρτήσεως τῆς Δημοκρατίας τῆς Οὐκρανίας ἐκ τῆς πολιτικῆς ἤ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας τῆς Ρωσσίας. Εἶναι λοιπόν εὐνόητον, ὅτι αἱ προφανῶς ἰδοτελεῖς καί σαφῶς ἀντικανοκαί ἐθνοφυλετικαί ἀξιώσεις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας οὐδέ ποτε ἠδύναντο ποτε καί δέν δύνανται πολλῷ μᾶλλον σήμερον νά ἀγνοήσουν τήν μακραίωνα καί σαφῶς ἐκπεφρασμένην ἀδιάλλακτον ἀξίωσιν τοῦ εὐλαβοῦς οὐκρανικοῦ λαοῦ διά τήν πλήρη πολιτικήν καί ἐκκλησιαστικήν ἀνεξαρτησίαν αὐτοῦ, διό καί αἱ θορυβώδεις ἀντιδράσεις τῶν ἐκπροσώπων αὐτοῦ οὐδεμίαν εὑρίσκουν πλέον ἀπήχησιν εἰς τήν πολιτικήν, τήν ἐκκλησιαστικήν καί τήν πνευματικήν ἡγεσίαν τοῦ οὐκρανικοῦ λαοῦ.

Βεβαίως, αἱ ἰδιοτελεῖς ἀξιώσεις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἦσαν πάντοτε κανονικῶς ἀνέρειστοι καί ἐκκλησιαστικῶς ἀπαράδεκτοι, διό καί οὐδέποτε προεβλήθησαν ἐπισήμως ὑπ’αὐτοῦ, διότι πάντες ἐγνώριζον ἐκ τῶν προτέρων τήν ὀφειλετικήν εὔλογον καί ἀναπόφευκτον ἀντίθεσιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰς πᾶσαν αὐθαίρετον ἤ ἀντικανονικήν παραβίασιν τῆς ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ καθιερωμένης κανονικῆς τάξεως, ὡς ἠκυρώθησαν, de facto πᾶσαι αἱ κατά τήν σταλινικήν περίοδον (1943-53) ἀντικανονικαί πράξεις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (Β. Ι. Φειδᾶ, Ἐκκλ. Ἱστορία ΙΙΙ, 464-479). Ἐν τούτοις, αἱ αὐθαίρετοι αὐταί ἀξιώσεις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἐξηγοῦν καί τήν προκλητικήν ὀξύτητα τῶν ἀθεμίτων καί σπασμωδικῶν ἀντιδράσεων αὐτοῦ ἐναντίον τῆς δικαίας, κανονικῆς καί ὁπωσδήποτε ὀφειλετικῆς ἀποφάσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου διά τήν ἀνακήρυξιν τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς μεγάλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς ἀνεξαρτήτου Δημοκρατίας τῆς Οὐκρανίας, τῶν 45 περίπου ἑκατομμυρίων πιστῶν, τήν ὁποίαν δέν ἐπιθυμεῖ βεβαίως, διά προφανῶς εὐνοήτους λόγους τό Πατριαρχεῖον Μόσχας, καίτοι ἐπί μίαν πεντακονταετίαν περίπου, ἐκίνει γῆν καί οὐρανόν διά τήν ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου κανονικήν ἀνακήρυξιν τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς αὐτονόμου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Τσεχοσλοβακίας, τῶν ὀλίγων δεκάδων χιλιάδων ὀρθοδόξων πιστῶν.

Βεβαίως, αἱ προκλητικαί ἰδιοτελεῖς, ἐθνοφυλετικαί καί ἀντικανονκαί ἀξιώσεις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας ἦσαν πλέον ἰδιαζόντως ἐπικίνδυνοι, διότι ἠπείλουν ὄχι μόνον τήν ἐθνικήν αὐτοσυνειδησίαν τοῦ οὐκρανικοῦ λαοῦ, ἀλλά καί αὐτήν εἰσέτι τήν ἀκεραιότητα τῆς χώρας αὐτοῦ, ὡς τοῦτο συνέβη κατά τούς νεώτερους χρόνους εἰς πάσας σχεδόν τάς ὑπό ρωσσικήν κυριαρχίαν χώρας (Γεωργίαν, Πολωνίαν, Οὐκρανίαν, Λευκορρωσίαν, Μολδαβίαν, Λιθουανίαν κ.ἄ.). Βεβαίως, αἱ ἀθέμιτοι αὐταί καί προφανῶς παράλογοι ἀντικανονικαί ἀξιώσεις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἀπεδοκιμάσθησαν πάντοτε ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διότι οὐδείς δύναται νά ἀγνοήσῃ ἀκρίτως τό κανονικῶς αὐτονόητον πλέον δικαίωμα τῆς μεγάλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς ἀνεξαρτήτου Δημοκρατίας τῆς Οὐκρανίας διά τῆς ἐπικλήσεως σχολαίων, πλασματικῶν καί ἀβασίμων προσχημάτων πρός συγκάλυψιν ἀθεμίτων, ἀντικανονικῶν καί ἀπαραδέκτων ἀξιώσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, διό καί θά ἀποδοκιμασθοῦν τελικῶς, θᾶττον ἤ βράδιον, καί διά τήν ἄκριτον ἀμφισβήτησιν τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας.

Συνεπῶς, αἱ ἰδιοτελεῖς αὐταί ἀξιώσεις προσέκρουον πάντοτε ὄχι μόνον εἰς τήν καθιερωμένην κανονικήν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά καί εἰς τήν θεμελιώδη κανονικήν ἀρχήν τοῦ ἀπαραβιάστου τῶν ἤδη καθιερωμένων, ἤτοι διά Πατριαρχικῶν Τόμων ἤ Συνοδικῶν Πράξεων, ἐδαφικῶν ὁρίων τῶν πατριαρχικῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν. Οὕτως, ἡ καλλιτέρα δυνατή ἐπιλογή τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας θά ἦτο ἡ πρόθυμος ἀναγνώρισις τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας,.ἡ ὁποία θά ἦτο πολύ ἐπωφελής καί εἰς τάς διμερεῖς σχέσεις αὐτῶν. Οἱαδήποτε λοιπόν ἄλλη κανονικῶς δυνατή μεταβολή εἰς τήν ἐδαφικήν περιγραφήν τῆς δικαιοδοσίας ἑνός Πατριαρχείου ἤ μιᾶς αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀποφασίζεται πάντοτε, κατά τά κανονικῶς καθιερωμένα εἰς τήν διαχρονικήν ἐκκλησιαστικήν πρᾶξιν, ἤτοι δι’ἀναλόγων «Πατριαρχικῶν Τόμων» ἤ «Συνοδικῶν Πράξεων», ὡς συνέβαινε πάντοτε διά τήν ἵδρυσιν ἤ τήν κατάργησιν πατριαρχικῶν ἤ αὐτοκεφάλων ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν.

Το άρθρο είναι διαθέσιμο και σε μορφή PDF την οποία βρίσκετε εδω

*ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ