Παρασκευή 26 Απριλίου 2024 | 4:59

Η ιστορία πίσω από τον τίτλο «Βολοκολάμσκ» των παντοδύναμων «Υπουργών εξωτερικών» του πατριάρχη Μόσχας Κυρίλλου

Όταν ο Διάβολος κρύβεται στα σημεία…

Ευάγγελος Κωστούλας
Ευάγγελος Κωστούλας
Ο κ. Ευάγγελος Κωστούλας είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου Σπουδών Βυζαντινής Ιστορίας  του Τμηματος Ιστοριας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ

Του ιδίου συγγραφέα:

Στην τελευταία συνεδρίασή της, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας αποφάσισε μια μάλλον απροσδόκητη αλλαγή. Απάλλαξε τον Ιλαρίωνα Αλφέγιεφ από τα καθήκοντά του ως μητροπολίτη Βολοκολάμσκ, βοηθού επισκόπου του πατριάρχη Μόσχας και πάσης Ρωσίας, και προέδρου του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων (ΤΕΕΣ) και όρισε την ανάληψη των δύο αυτών θέσεων από τον Αντώνιο Σεβριγιούκ, που τότε διατελούσε Πατριαρχικός Έξαρχος Δυτικής Ευρώπης της Εκκλησίας της Ρωσίας (2019-2022). Ο Ιλαρίων, θεωρούμενος μέχρι πρότινος ως το δεξί χέρι του πατριάρχη Κυρίλλου και ο εγκέφαλος της εξωτερικής πολιτικής της Εκκλησίας της Ρωσίας από το 2009 έως το 2022, επέστρεψε στην ρωσική Μητρόπολη Ουγγαρίας, την οποία διαποίμαινε στα 2003-2009, σε στενή συνεργασία με τον τότε πρόεδρο του ΤΕΕΣ, μητροπολίτη Σμολενσκ Κύριλλο, τον μετέπειτα πατριάρχη, τον οποίο διαδέχτηκε στην προεδρία του ΤΕΕΣ.

Πέρα από την αναζήτηση των αιτίων της αλλαγής αυτής στα ανώτατα κλιμάκια της Πατριαρχείου Ρωσίας, αξίζει να επισημάνουμε μια αδιόρατη θεσμική παράμετρο αυτής της αλλαγής, που μάλλον πέρασε απαρατήρητη. Ο νέος πρόεδρος του ΤΕΕΣ παρέλαβε από τον απελθόντα Ιλαρίωνα και τον τίτλο του μητροπολίτη Βολοκολάμσκ, γεγονός που δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία του ΤΕΕΣ. Από την ίδρυσή του το 1946 έως σήμερα, η προεδρία του ρωσικού ΤΕΕΣ αρχικά είχε δοθεί στον τιτουλάριο μητροπολίτη Κρουτίτσης και Κολόμνας Νικόλαο Γιαρούσεβιτς (1946-1960). Ο Νικόλαος, ως έξαρχος Κιέβου, ήταν μέλος της Τριανδρίας που συμφώνησε με τους όρους που έθεσε ο Στάλιν για την ανασύσταση του Πατριαρχείου Ρωσίας το 1943 και ο μόνος από τους τρεις που δεν εξελέγη πατριάρχης Μόσχας και πάσης Ρωσίας (οι άλλοι δύο ήταν οι μετέπειτα πατριάρχες Σέργιος και Αλέξιος Β’), παραμένοντας σε όλη την θητεία του, ως πρόεδρος του ΤΕΕΣ, ένας από τους αρχαιότερους βοηθούς επισκόπους του πατριάρχη Μόσχας. Όλοι οι επόμενοι πρόεδροι του ΤΕΕΣ ήταν επαρχιούχοι επίσκοποι, χωρίς να υπάρχει σύνδεση με κάποια συγκεκριμένη επισκοπή: ο περίφημος Νικόδημος Ρότωφ (πρόεδρος του ΤΕΕΣ στα 1960-1972), διέτελεσε διαδοχικά επίσκοπος Ποδόλσκ (1960), αρχιεπίσκοπος Γιαροσλάβου και Ροστόβου (1960-1963), μητροπολίτης Μινσκ (1963) και μητροπολίτης Λένινγκραντ και Λαδόγκας (1963-1972), ο διάδοχος του Γιουβενάλιος (πρ. 1972-1981) διετέλεσε μητροπολίτης Τούλας και Μπελιώβου (1972-1977), πριν ονομαστεί και αυτός τιτουλάριος μητροπολίτης Κρουτίτσης και Κολόμνας (1977-1981), και ακολούθησαν ο μητροπολίτης Μινσκ Φιλάρετος Βαχρομέγιεφ (1981-1989) και ο μητροπολίτης Σμόλενσκ και Καλλίνινγκραντ Κύριλλος (1989-2009). Το μόνο κοινό σε όλες αυτά τα πρόσωπα ήταν η υψηλή θέση τους στην ρωσική εκκλησιαστική ιεραρχία και μάλιστα η στενή τους σχέση με τον εκάστοτε πατριάρχη. Όταν ανέλαβε το ΤΕΕΣ ο Ιλαρίων, έλαβε αμέσως και τον τίτλο του επισκόπου Βολοκολάμκ, ενώ σε λιγότερο από χρόνο προήχθη σε αρχιεπίσκοπο και μητροπολίτη με την ίδια ονομασία (2009-2010). Τον  τίτλο αυτόν παρέδωσε πριν λίγες μέρες στον διάδοχο του[1]. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει κάποια πρόθεση στην ηγεσία της Ρωσικής Εκκλησίας να συνδεθεί ο εκκλησιαστικός τίτλος της μητρόπολης Βολοκολάμσκ με την ηγεσία της ρωσικής εξωτερικής εκκλησιαστικής πολιτικής. Κοντολογίς, ο εκάστοτε μητροπολίτης Βολοκολάμσκ να είναι και ο άτυπος «Υπουργός Εξωτερικών» της Εκκλησίας της Ρωσίας. Υπάρχει όμως κάποιος λόγος να συμβαίνει κάτι τέτοιο;

Το Βολοκολάμσκ (Волокола́мск) είναι μια κωμόπολη της περιφέρειας Μόσχας, σε απόσταση 130 χιλιομέτρων από αυτήν. Ιδρυμένη το 12ο αιώνα ως εμπορικός σταθμός προς το Νόβγκοροντ, το Βολοκολάμσκ απέκτησε πολιτική σημασία στον 15ο αιώνα, ως αυτόνομη ηγεμονία μέχρι το 1564, έδρα των μικρότερων γιων ή αδερφών των Ρουρικιδών ηγεμόνων της Μόσχας, ενόσω οι τελευταίοι προσπαθούσαν να ενοποιήσουν την λεγόμενη «γη των Ρως». Ήταν η εποχή που οι Ρώσοι μεγάλοι ηγεμόνες της Μοσχοβίας Ιωάννης Γ’ ο Μέγας (1462-1505), Βασίλειος Γ’ (1505-1533) και Ιωάννης Δ΄ ο Τρομερός (1533-1584), αφού ανεξαρτητοποιήθηκαν από τους Μογγόλους (1480), έθεσαν ως πολιτικό στόχο την επανένωση του Ρωσικού κράτους με επίκεντρο την Μόσχα και την ανάδειξη του σε διάδοχο της κατακτηθείσας από τους Τούρκους Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας.  Ο Ιωάννης Γ΄ νυμφεύθηκε το 1472 την Σοφία Παλαιολογίνα, ανιψιά του τελευταίου Ρωμαίου αυτοκράτορα, Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου, με στόχο να κληρονομήσει τον πολιτικό και θρησκευτικό ρόλο του τελευταίου. Μαζί με την πολιτική εξουσία, και η ρωσική Εκκλησία με επίκεντρο την Μόσχα, αποκομμένη από το 1448 από την Κωνσταντινούπολη και τον λοιπό Ορθόδοξο κόσμο με πρόσχημα την Ένωση της Φλωρεντίας (1439), (σε αντίθεση με την μητρόπολη Κιέβου που παρέμεινε στην δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης), αναζητούσε την θέση και τον ρόλο της στην ανερχόμενη ρωσική αυτοκρατορία. Ήταν η ίδια εποχή που ο μοναχός Φιλόθεος του Πσκωφ και ο μητροπολίτης Μόσχας Ζωσιμάς διατύπωναν τις πρώτες εσχατολογικές ιδέες για την Τρίτη Ρώμη, την Μόσχα, και τον ρόλο του ηγεμόνα της ως προστάτη της Ορθοδοξίας[2].

Κατά την διάρκεια της αυτόνομης πολιτικής παρουσίας του Βολοκολάμσκ, ο μοναχός Ιωσήφ, γόνος οικογένειας τοπικών φεουδαρχών γαιοκτημόνων που είχε ασπαστεί το μοναστικό βίο, ίδρυσε κοινοβιακό μοναστήρι έξω από την πόλη, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Ο Ιωσήφ προικοδότησε την μονή με τεράστια κτηματική περιουσία και επιδέξια πέτυχε την απαλλαγή της από την δικαιοδοσία του αρχιεπισκόπου Νοβογορώδου, στον οποίο υπαγόταν όλη η περιοχή, ζητώντας την βοήθεια του τσάρου Βασίλειου Γ’. Επωφελούμενη από την αγαστή σχέση του γαιοκτήμονα ηγουμένου της με τον ηγεμόνα της Μόσχας και την ατέλεια που αυτός της χάρισε, η Μονή Βολοκολάμσκ απέκτησε πολύ σύντομα τεράστιο πλούτο και έγινε έδρα πολιτικών και θεολογικών ρευμάτων. Από την μονή Βολοκολάμσκ ξεκίνησε το μοναστικό κίνημα των Ιωσηφιτών ή Ιωσηφιανών, οι οποίοι, ακολουθώντας τον ηγούμενο Ιωσήφ, διακήρυτταν την ανάγκη επιβολής αυστηροτάτων ποινών (ακόμα και δια πυρός θανάτου) στους οπαδούς μιας σημαντικής αίρεσης της εποχής με έδρα το Νοβγκοροντ, τους ιουδαΐζοντες, ενώ τάσσονταν υπέρ της μοναστηριακής κοινοβιακής περιουσίας, σε αντίθεση με τους αντιπάλους τους, τους μοναχούς Νείλο και Παΐσιο της μονής Αγίου Κυρίλλου Μπιελοζέρσκυ, ηγέτες του κινήματος των Ζαβόλγειων μοναχών, που απέρριπταν κατηγορηματικά την κατοχή περιουσίας από τα μοναστήρια, πέραν της απολύτου απαραίτητης για την επιβίωση των μοναχών, και πρέσβευαν την πνευματική άσκηση και εξύψωση των μοναχών και την συγχώρεση των μετανοούντων αιρετικών. Στην Σύνοδο του 1503, που ασχολήθηκε με την αντιμετώπιση των ιουδαΐζόντων, ο  Ιωσήφ υποστήριξε τον ρόλο του προστάτη της Εκκλησίας για τον τσάρο Βασίλειο, προκειμένου να εξασφαλίσει την περιουσία της Μονής στην διαμάχη με τους οπαδούς της ακτημοσύνης. Την πολιτική του συνέχισε ο διάδοχος του, ηγούμενος Δανιήλ, ο οποίος, χάρη στην βασιλική εύνοια, ανέλαβε το αξίωμα του μητροπολίτη Μόσχας (1522-1539)[3].

Αυτή ήταν η εσωτερική κατάσταση στην Μόσχα όταν, έπειτα από πολλά χρόνια απομόνωσης, ο Βασίλειος Γ’ ζήτησε με πρεσβεία από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Θεόληπτο Α’ (1513-1522) την έγκριση της αναθεωρήσεως της ρωσικής μεταφράσεως των λειτουργικών βιβλίων επί τη βάσει των ελληνικών αντίστοιχων, καθώς και την αποστολή στην Μόσχα του περίφημου μεταφραστή Σάββα του Βατοπεδινού για τον σκοπό αυτό (1516). Η κίνηση αυτή ήταν απόρροια της επιθυμίας των ηγεμόνων της Μόσχας για επαναπροσέγγιση με την Ορθόδοξη Εκκλησία, προκειμένου να αναγνωριστούν ως διάδοχοι των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, και ως εκ τούτου έπρεπε το χάσμα μεταξύ Μόσχας και Κωνσταντινούπολης να γεφυρωθεί. Ο μοναχός Σάββας αρνήθηκε λόγω της μεγάλης του ηλικίας. Υπέδειξε αντ’ αυτού τον Μάξιμο τον Γραικό, με καταγωγή από την Άρτα και με λαμπρές ουμανιστικές σπουδές στην Ιταλία, χάρη στις οποίες είχε καταστεί μοναδικός στην γνώση των ελληνικών χειρογράφων, γνώση που είχε αξιοποιήσει ως Βατοπεδινός μοναχός, επιδιδόμενος στην μελέτη, αντιγραφή, συγγραφή και μετάφρασή χειρογράφων[4]. Ο Μάξιμος αναχώρησε το καλοκαίρι του 1516 από το Άγιο Όρος, και αφού διέτριψε επί ενάμιση χρόνο στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο πατριάρχης οργάνωσε τα της πρεσβείας και έδωσε την ευλογία του και τις απαραίτητες οδηγίες, έφτασε στην Μόσχα τον Μάρτιο του 1518, ακολουθούμενος από τον μητροπολίτη Ζιχνών Γρηγόριο, τον πατριαρχικό διάκονο Διονύσιο, τον ιερομόναχο Νεόφυτο και τον Βούλγαρο μοναχό Λαυρέντιο, ο οποίος του μάθαινε την ρωσική γλώσσα όλο αυτό το διάστημα. Έγιναν δεκτοί με τιμές από τον ηγεμόνα Βασίλειο και τον μητροπολίτη Βαρλαάμ, και με την βοήθεια και Ρώσων μοναχών, συνέστησαν μεταφραστική ομάδα που τα επόμενα χρόνια μετέφρασε το Ψαλτήριο και τους σχολιασμούς του από τους Έλληνες Πατέρες, τις Πράξεις των Αποστόλων, τους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων από το Σύνταγμα του Ματθαίου Βλάσταρη, τις ομιλίες του Χρυσοστόμου και άλλα πολλά έργα, ειδικά αφότου ο Βασίλειος Γ’ ζήτησε από τον Μάξιμο να παραμείνει στην Μοσχα το 1521, ενώ τα υπόλοιπα μέλη της πατριαρχικής πρεσβείας έλαβαν άδεια να γυρίσουν στην Κωνσταντινούπολη. Ο τσάρος Βασίλειος, εκτιμώντας την παιδεία και την σοφία του ουμανιστή λογίου, τον ήθελε ως προσωπικό του σύμβουλο[5].

Η εύνοια του τσάρου αποτέλεσε κακή αρχή για την σχέση του Μαξίμου με τον νέο μητροπολίτη Μόσχας Δανιήλ, τον προηγούμενο της Μονής Βολοκολάμσκ. Ο Δανιήλ είχε φτάσει στο μητροπολιτικό αξίωμα διεγείροντας το όραμα του Βασιλείου ως του χριστιανού αυτοκράτορα και την θέση της Ρωσίας, και ειδικά της Ρωσικής Εκκλησίας και του ρωσικού μοναχισμού, ως θεματοφυλάκων της Ορθοδοξίας. Ο Μάξιμος τήρησε μετριοπαθή θέση στο ζήτημα της μοναστικής περιουσίας, αρνούμενος τον άκρατο πλουτισμό, και υποστήριξε την ανάγκη της μητρόπολης Μόσχας να διατηρεί κανονική εκκλησιαστική σχέση με τον Οικουμενικό Θρόνο, τασσόμενος έτσι με τους Ζαβόλγειους μοναχούς. Η δύσκολη σχέση τελικά οδηγήθηκε σε ρήξη, αφού ο Δανιήλ συκοφάντησε για αρκετό καιρό τον Μάξιμο στον τσάρο, ότι διατηρεί επαφές με τους εχθρούς της Μόσχας, ότι υποσκάπτει την ανεξαρτησία της Εκκλησίας της Ρωσίας και ότι είχε σκοπίμως ή εξ αγνοίας εισάγει αιρετικές δοξασίες στις μεταφράσεις του. Το 1525, ο μητροπολίτης Δανιήλ, συνεννοημένος ήδη με τον τσάρο, δίκασε συνοδικά τον Μάξιμο, επιβάλλοντάς του ισόβια εγκάθειρξη στην μονή Βολοκολάμσκ, όπου οι πιστοί μοναχοί του μητροπολίτη φρόντισαν ώστε ο Μάξιμος να μην λαμβάνει ούτε αυτήν ακόμα την θεία κοινωνία[6].

Στην μονή αυτή ο Μάξιμος παρέμεινε φυλακισμένος μέχρι το 1531, οπότε μετά από δευτεροβάθμια κρίση από την σύνοδο της Ρωσικής Εκκλησίας, μεταφέρθηκε στην μονή Οτρότσκυ στο Τβερ. Στην δίκη του 1531 το κατηγορητήριο επικεντρώθηκε στην άρνηση από μέρους του Μαξίμου να αναγνωρίσει ως κανονική την μονομερή χειραφέτηση της μητρόπολης Μόσχας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο Μάξιμος υποστήριξε σθεναρά την υποχρέωση της Εκκλησίας της Ρωσίας να λαμβάνει χειροτονίες από τον Οικουμενικό Θρόνο και να οφείλει σε αυτόν τον οφειλόμενο σεβασμό, σύμφωνα με  την Τάξη της Εκκλησίας. Για την άκαμπτη ορθόδοξη στάση του, ο Έλληνας μοναχός εισέπραξε για δεύτερη φορά καταδίκη από τον μητροπολίτη Δανιήλ, παρά την προσφυγή του στον Οικουμενικό Πατριάρχη Διονύσιο Β΄ και την προσπάθεια του τελευταίου, καθώς και των Αλεξανδρείας Ιωακείμ του Πάνυ, του Ιεροσολύμων Γερμανού, της Μονής Βατοπεδίου και της Ιεράς Κοινότητας του Αγίου Όρους να πετύχουν την απελευθέρωση του μοναχού και την επιστροφή του στον Άθω, ώστε να διάγει τα τελευταία χρόνια του βίου του. Μόλις το 1543, δηλαδή μετά από δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια (!) επιτράπηκε στον φυλακισμένο αγιορείτη η παραχώρηση θείας κοινωνίας από τον Μητροπολίτη Μακάριο, δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του τσάρου Βασίλειου και τέσσερα από την εκθρόνιση του Μόσχας Δανιήλ. Τότε ο Μάξιμος, αν και δεν του επιτράπηκε να επιστρέψει στον Άθω, μεταφέρθηκε στην Λαύρα του Αγίου Σεργίου, όπου έζησε σε τιμητική ομηρεία μέχρι τον θάνατό του το 1556. Ήδη από την αλλαγή στον θρόνο της Μόσχας είχε αρχίσει να αναγνωρίζεται η αγιότητά του, ειδικά από τους ηγουμένους των μονών όπου φυλακίστηκε, και αμέσως μετά τον θάνατο του διαδόθηκε στην Ρωσία η λατρεία του ομολογητή αγίου[7]. Η δε διόρθωση των ρωσικών λειτουργικών κειμένων και οι νέες μεταφράσεις του Μαξίμου συναποτέλεσαν ένα corpus λειτουργικών βιβλίων για την Εκκλησία της Ρωσίας, το οποίο εγκρίθηκε συνοδικά στην περίφημη Σύνοδο των Εκατό Κεφαλαίων της Μόσχας του 1551. Έμεινε γνωστός ως ο φωτιστής των Ρώσων και αγιοκατατάχθηκε το 1988 από την ρωσική σύνοδο[8]. H άδικη τιμωρία και οι απάνθρωπες κακουχίες στις οποίες υπέβαλε τον Μάξιμο η σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας, με πρωτοστάτη τον μητροπολίτη Δανιήλ, είναι ενδεικτικά της αντικανονικής χειραφέτησης και του αντιεκκλησιαστικού φρονήματος της Εκκλησίας της Ρωσίας στο ξεκίνημα της ανεξάρτητης πορείας της. Η μαρτυρική φυλάκιση του Μαξίμου στα χέρια των Ιωσηφιτών μοναχών σπίλωσε ανεπανόρθωτα το όνομα της Μονής Βολοκολάμσκ, η οποία παραμένει μέχρι και σήμερα ένα οικονομικά εύρωστο και σημαίνον μοναστήρι για την Ρωσική Εκκλησία.

Θα περίμενε κανείς ότι η μελανή αυτή σελίδα στην εκκλησιαστική ιστορία της Ρωσίας θα προκαλούσε συστολή στους σύγχρονους ποιμένες της. Δυστυχώς όμως, παρά την ελπιδοφόρα πράξη της αγιοκατάταξης του Μαξίμου επί πατριάρχη Μόσχας Ποιμένα, φαίνεται πως ο σημερινός πατριάρχης Κύριλλος τηρεί άλλη στάση κατά την ανάγνωση των γεγονότων αυτών. Καθώς είναι γνωστό ότι εμπνέεται από την βυζαντινή κληρονομιά και την πολιτιστική παρακαταθήκη της Τρίτης Ρώμης, δεν είναι δυνατόν να πιστέψουμε ότι η σύνδεση του τίτλου «μητροπολίτη Βολοκολάμσκ», ενός χαμηλής θέσης επισκοπικού τίτλου στην κατάταξη της ρωσικής ιεραρχίας, με ένα από τα ισχυρότερα αξιώματα στην δομή του Πατριαρχείου Μόσχας, συχνά το δεύτερο μετά από αυτό του πατριάρχη, είναι τυχαία. Ο Μόσχας Κύριλλος γνωρίζει καλά την σημασία των τίτλων και της ιεραρχίας των αξιωμάτων, τόσο στην βυζαντινή, όσο και στην τσαρική και την σημερινή εποχή. Η επιλογή του συγκεκριμένου τίτλου για τον «υπουργό εξωτερικών» του, θέση από την οποία έχει περάσει ο ίδιος, είναι συνειδητή. Δείχνει ακριβώς πώς αντιλαμβάνεται την κανονική σχέση με τα Ρωμέικα Παλαίφατα Πατριαρχεία,  κυρίως με το Οικουμενικό, και υποδηλώνει συμβολικά τις προθέσεις και τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής του.

Η ρωσική εκκλησιαστική πολιτική απέναντι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την προσπάθεια του τελευταίου να αποκαταστήσει την κανονική Τάξη στην Εκκλησία, έπειτα από έναν αιώνα εθνοφυλετισμών και συγκρούσεων εντός της, επιβεβαιώνει το ως άνω συμπέρασμα. Η αποχή από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, η διακοπή κοινωνίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις ελληνόφωνες τοπικές Εκκλησίες και οι πολλαπλές εισπηδήσεις στα εδάφη τους, όπως και η (τεχνητή) διάκριση που θέτει συχνά η Εκκλησία της Ρωσίας, ανάμεσα στην ελληνόφωνη Ορθοδοξία και την ρωσόφωνη (ενίοτε σλαβόφωνη) Ορθοδοξία, δεν είναι ενστικτώδεις αντιδράσεις μιας Εκκλησίας που βρίσκεται υπό διωγμό ή υπό εθνοφυλετική ελληνική επίθεση, όπως διατρανώνει στις δηλώσεις της. Είναι εδώ και πολλά χρόνια σχεδιασμένες και προετοιμασμένες κινήσεις μιας τοπικής Εκκλησίας, που αρνείται να ακολουθήσει την κανονική Τάξη της Εκκλησίας, τουλάχιστον την τελευταία δωδεκαετία, και προσπαθεί απεγνωσμένα να σφετεριστεί από τα Παλαίφατα Πατριαρχεία, και ιδίως το Οικουμενικό, την ηγεσία της Ορθοδοξίας (με τον εξουσιαστικό τρόπο που την αντιλαμβάνεται ο Κύριλλος). Για αυτό και το μαρτύριο του Έλληνα μοναχού, Μαξίμου του Γραικού, αποτελεί ιδανικό σύμβολο αυτής της πολιτικής. Ο τίτλος του Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ αποτελεί υπενθύμιση, ίσως μια κεκαλυμμένη απειλή, του τι μπορεί να πάθουν οι Έλληνες αν συγκρουστούν με τους Ρώσους, αν αμφισβητήσουν την ρωσική πρωτοκαθεδρία στην Ορθοδοξία. Όσα έχουμε ζήσει οι Ορθόδοξοι τα τελευταία χρόνια επιβεβαιώνουν την υπόθεση αυτή.


[1] Τα στοιχεία για τους προέδρους του ΤΕΕΣ προέρχονται από την επίσημη ιστοσελίδα του Πατριαρχείου Ρωσίας (http://www.patriarchia.ru/db/text/52719.html) καθώς και από την καταγραφή των διπτύχων και τα βιογραφικά των επισκόπων της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ιστοσελίδα http://users.sch.gr/markmarkou/.

[2] Για τα γεγονότα της μονομερούς αυτονόμησης της Μητροπόλεως Μόσχας και της αποκοπής της από την Μητρόπολη Κιέβου και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με την πεποίθηση της μοναδικής ελεύθερης ορθόδοξης χώρας μετά την Ένωση της Φλωρεντίας, βλ. ΑΡ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ-J. MEYENDORFF, Η Χριστιανική Ανατολή και η Άνοδος του Παπισμού, Η Εκκλησία από το 1071 έως το 1453, Αθήνα 2003 (α’ εκδ. αγγλ. 1994), 521-531. Για τις απαρχές της θεωρίας της Τρίτης Ρώμης και την πρόταξη της ως βασικού άξονα της ρωσικής πολιτικής και εκκλησιαστικής ιδεολογίας, ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ρωσσίας (988-1988), Αθήνα 1988 (στο εξής, ΦΕΙΔΑ, Ιστορία), 185-190 και Μ. POE, “Moscow, the Third Rome: The Origins and Transformations of a ‘Pivotal Moment’“, Jahrbücher für Geschichte Osteuropas 49-3 (2001), 413-419 και NANCY SHIELDS KOLLMANN, The Russian Empire, 1450-1801, Oxford 2017 (στο εξής KOLLMANN, Russian Empire), 48-53, 146-149 και 244-248.

[3] ΦΕΙΔΑ, Ιστορία, 236-240 και KOLLMANN, Russian Empire, 248-254.

[4] Για τις σπουδές του Μαξίμου στην Ιταλία και το έργο του στην Μονή Βατοπεδίου, ΦΕΙΔΑ, Ιστορία, 199-210, και NEZA ZAJC, “Some Notes on the Life and Works of Maxim the Greek”, SCRINIUM 11 (2015) (στο εξής, ZAJC, “Maxim the Greek”), 316-322.

[5] ΦΕΙΔΑ, Ιστορία, 210-216.

[6] ΦΕΙΔΑ, Ιστορία, 216-222 και ZAJC, “Maxim the Greek”, 322-324.

[7] ΦΕΙΔΑ, Ιστορία, 222-227 και ZAJC, “Maxim the Greek”, 425-325. Η ZAJC διατυπώνει την θέση ότι ο Μάξιμος κρατήθηκε όμηρος από τους Ρώσους ως όπλο στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Μόσχας και Κωνσταντινούπολης, για να εκβιάσουν την αποκατάσταση της κανονικής σχέσης τους και την αναγνώριση από μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου του αυτοκρατορικού αξιώματος των ηγεμόνων της Μοσχοβίας.

[8] ΦΕΙΔΑ, Ιστορία, 229-235 και KOLLMANN, Russian Empire, 254-255. Η KOLLMANN αποδίδει την φυλάκιση του Αγίου Μαξίμου στην ανάδειξη από μέρους του βασικών προβλημάτων στην ποιμαντική και στην λατρευτική πράξη της Εκκλησίας της Ρωσίας: την ελλιπή κατανόηση της λατρείας και της πίστης από την μεγάλη μάζα των Ρώσων πιστών, την προσήλωση της Εκκλησίας στους τύπους, συχνά λανθασμένους, και στην υπερβολικά αυστηρή δίωξη των αιρετικών και των σχισματικών και την δυσανάλογα μεγάλη περιουσία του κλήρου. Παρά την δίωξη που υπέστη, ο Μάξιμος ήταν ο πρόδρομος της εκκλησιαστικής μεταρρύθμισης του Πατριάρχη Νίκωνα.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ