Μέσα στήν πνευματική διαύγεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς πού εἶναι περίοδος ὀδύνης καί πένθους γιά τήν ἀπώλεια τοῦ Παραδείσου ἀλλά καί ἐλπίδος ὅτι ὁ τραγικός ἐξόριστος Ἀδάμ θά λάβει παρά τοῦ Κυρίου τήν ὁδό τῆς ἐπιστροφῆς διά τοῦ Σταυροῦ τῆς θυσίας Του, λουσμένος στό φῶς τῆς Ἀναστάσεώς Του, ψάλλεται ἕνας ὕμνος γιά νά τονίσει τήν συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος τοῦ ἀνθρώπου καί νά τήν ὁδηγήσει σέ ἀνάνηψη καί σωτηρία. Εἶναι ὁ Μέγας Κανών πού παρουσιάζει τό τραγικό γεγονός τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους πού κατέστρεψε τήν δυνατότητα τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό.
Ἡ ὁμολογία αὐτῆς τῆς ἐνσυναισθήτου ἁμαρτωλότητος, σφραγίζει ὁλόκληρο τόν κανόνα. Ὁ γοερός αὐτός θρῆνος πού διακατέχει τόν ὕμνο, ἐπ’ οὐδενί δέν ταράσσει τήν ἀνθρώπινη καρδιά, ἀντιθέτως δι’ αὐτῆς τῆς θρηνωδίας, πληροῦται ὁ ἔσω ἄνθρωπος, ἀνοίγει ἡ πύλη τῆς μετανοίας, αὐτή ἡ πύλη πού ἀποτελεῖ τήν διδασκαλία τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ συνόλου τῶν Πατέρων τῆς ἐκκλησίας διότι ἄνευ αὐτῆς οὐδόλως ἀνοίγει ὁ οὐρανός γιά κάθαρση, σωτηρία καί ἄρρητη εὐφροσύνη καί χαρά. «Ὁ Μέγας Κανών ἔχων ἑννέα ὠδάς, ἔνδεκα εἰρμούς καί διακόσια πενήντα τροπάρια, γλῶσσα ὑψηλή κοινή τῆς ἐποχῆς, μεθ’ ἁπλῆς συντάξεως, ἐνίοτε κατά παράθεσιν ἄλλοτε δέ ἀσυνδέτως, ἑμμελής ὡς καί αὐτήν τήν σκληροτέραν ψυχήν ἱκανός μαλάξαι» (Κάλλιστος).
Ἔμπνευση τοῦ συγγραφέως Ἀνδρέου Κρήτης πού διακρίνεται γιά τούς λόγους του πού ἔχουν ἔντεχνη ρητορική ἐπεξεργασία καί ὑψηλά θεολογικά μηνύματα, ἡ Ἁγία Γραφή. Ὕμνος ὑπερφυής πού συγκλονίζει ὡς ἐγερτήριο σάλπισμα, ὡς θρηνητικός μονόλογος, ἀποζητᾶ τήν καταφυγή στό θεῖο ἔλεος. Στόχος ἡ εὔρεσις τοῦ Παραδείσου διά τῶν παραδειγμάτων πού ἐπηρεάζουν τόν θεῖο συγγραφέα ὅπως τοῦ προφητάνακτος, τοῦ Τελώνου, τῆς πόρνης καί τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ, τοῦ ὁποίου τό δάκρυ ἐνστάλαξε στήν πανσθενουργό καρδιά τοῦ Ἰησοῦ, ἀνοίγοντας τήν θύρα τῆς Βασιλείας Του.
Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή προσφέρεται γιά ἀγῶνα ἐμπειρίας θεώσεως καί ὁ Μέγας Κανών ἐπέχει θέσιν πνευματικοῦ ἐγερτηρίου. Τό τεῖχος τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας κατακρημνίζεται μέσα ἀπό τήν προσμονή τοῦ Κανόνος, διότι στό βάθος φεγγοβολεῖ τό φῶς τοῦ θεανδρικοῦ σταυρικοῦ θανάτου ἐκ τοῦ ὁποίου ἐξυμνεῖται ἡ Δόξα τῆς Ἀναστάσεως.
Σ’ αὐτόν τόν Ἐσταυρωμένο βασιλέα τῆς δόξης, ἀπορρέει τό μήνυμα τοῦ Κανόνος διότι ἡ κλεῖς τοῦ οὐρανοῦ ἡ μετάνοια, ἐγκαθιδρύει τήν νέα Βασιλεία καί ἐπανατοποθετεῖ τό κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ ἁμαρτωλοῦ στήν Ἁγία Τριάδα. Μέσα ἀπό τούς στίχους τοῦ Κανόνος βλέπουμε τή ζωή μας θλιμμένη στό λυκόφως, ἀλλά χαιρετοῦμε τη χριστοφωταυγή πού ἔρχεται. Ἐντός τῆς ψυχῆς μας ἡ προσδοκία τῆς νίκης, ἀγών ἐναντίον τῶν δυσχερειῶν τοῦ βίου μέ κορυφαία τήν ἁμαρτία, δραματική προσπάθεια ὑπερβάσεων ὅλων τῶν δυσκολιῶν καί ἀδιεξόδων, ἀνάβασις μετά τοῦ ἰδικοῦ μας Σταυροῦ στόν Γολγοθᾶ.
Καί ὅμως οἱ λόγοι τοῦ Κανόνος μᾶς ἐνισχύουν διότι ἐνῶ θά ἔχουμε ἀποκάμει καί θά ἔχουμε προφέρει τήν ἀπεγνωσμένη κραυγή «Τετέλεσται» ὁ Ἀναστάς Κύριος θά μᾶς ἔχει συναντήσει γιά νά ψάλλωμε τόν ἐπινίκιον τῆς Ἀναστάσεώς Του ὕμνον «λαμπρᾶ τῇ φωνῇ». Καί ὅπως τονίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος θά ἀποβάλωμε τό δηλητήριο τοῦ μίσους καί ἀντί τῆς θηριωδίας δαιμόνων θά λάβωμε ἡμερότητα ἀγγέλων.
Ὁ Μέγας Κανών ἐκχέει μία θεῖα ἀκτινοβολία, εἶναι προσευχητικός, θέλει νά ὑψώσει τόν ἁμαρτωλό στόν «ἄδυτο γνόφον καί τά ἀπόρρητα μυστήρια τοῦ Θεοῦ, νά ἐννοήσει τήν «καταλλαγή» (Ρωμ. 5,11) καί νά πορευθεῖ στή θεῖα κλίμακα τῆς Ἀναστάσεως ὅπου στήν κορυφή Της εὑρίσκεται «ἡ ἀληθής ζωή».
*Ο Αρχιμανδρίτης Κωνσταντίνος Χαραλαμπόπουλος είναι πρωτοσύγκελλος της ιεράς μητροπόλεως Κηφισίας, Αμαρουσίου, Ωρωπού και Μαραθώνος.