«Κάποιος νομοδιδάσκαλος παρουσιάστηκε στον Ιησού, και για να τον φέρει σε δύσκολη θέση του είπε: «Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κερδίσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς τον ρώτησε: «Ο νόμος τι γράφει;» Εκείνος απάντησε: Ν’ αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου και μ’ όλη την ψυχή σου, μ’ όλη τη δύναμή σου και μ’ όλο το νου σου· και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. «Πολύ σωστά απάντησες», του είπε ο Ιησούς· «αυτό κάνε και θα ζήσεις». Εκείνος όμως, θέλοντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του, είπε στον Ιησού: «Και ποιος είναι ο πλησίον μου;» Πήρε τότε αφορμή ο Ιησούς και είπε: «Κάποιος άνθρωπος, κατεβαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα για την Ιεριχώ, έπεσε πάνω σε ληστές. Αυτοί τον ξεγύμνωσαν, τον τραυμάτισαν και έφυγαν παρατώντας τον μισοπεθαμένο. Από ‘κείνο τον δρόμο έτυχε να κατεβαίνει και κάποιος ιερέας, ο οποίος τον είδε, αλλά τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. Το ίδιο και κάποιος λευίτης, που περνούσε από ‘κείνο το μέρος· παρ’ όλο που τον είδε κι αυτός, τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. Κάποιος όμως Σαμαρείτης που ταξίδευε, ήρθε προς το μέρος του, τον είδε και τον σπλαχνίστηκε. Πήγε κοντά του, άλειψε τις πληγές του με λάδι και κρασί και τις έδεσε καλά. Μάλιστα τον ανέβασε στο δικό του το ζώο, τον οδήγησε στο πανδοχείο και φρόντισε γι’ αυτόν. Την άλλη μέρα φεύγοντας έβγαλε κι έδωσε στον πανδοχέα δύο δηνάρια και του είπε: “φρόντισέ τον, κι ό,τι παραπάνω ξοδέψεις, εγώ όταν ξαναπεράσω θα σε πληρώσω”. Ποιος λοιπόν απ’ αυτούς τους τρεις κατά τη γνώμη σου αποδείχτηκε “πλησίον” εκείνου που έπεσε στους ληστές;» Ο νομοδιδάσκαλος απάντησε: «Εκείνος που τον σπλαχνίστηκε». Τότε ο Ιησούς του είπε: «Πήγαινε, και να κάνεις κι εσύ το ίδιο». (Λουκ. 10, 25-37)
Είναι σωστό και κατανοητό, ενώ βιάζεσαι να πας στη δουλειά σου, στο γραφείο σου, στις υποθέσεις σου, να σταματήσεις στον δρόμο για να βοηθήσεις κάποιον πάσχοντα με κίνδυνο να καθυστερήσεις, να ζημιωθείς και ίσως και να παρεξηγηθείς; Η οργάνωση και ο ρυθμός της ζωής, το πρόγραμμα και οι διάφορες ασχολίες αποδιώχνουν πολλές φορές τα αισθήματα αγάπης και κάνουν δύσκολη την εφαρμογή της. Μιλούμε για την αγάπη σαν το κεντρικότερο στοιχείο του χριστιανισμού, αλλά ξεχνούμε ότι αυτή είναι ή μάλλον πρέπει να είναι και το σπουδαιότερο χαρακτηριστικό της χριστιανικής ζωής μας. Έτσι, ενώ πολύ συχνά παραλείπουμε να δείξουμε την αγάπη μας σ’ αυτόν που τη χρειάζεται, έχουμε πάντα για τον εαυτό μας μια ευλογοφανή δικαιολογία.
Η παραβολή του εύσπλαχνου Σαμαρείτη έρχεται να μας θυμίσει μερικές οδυνηρές αλήθειες και να μας δώσει μια εικόνα της πραγματικής αγάπης. Αντίθετα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, ένας ιερεύς και ένας λευίτης περνώντας από τον δρόμο πού οδηγεί από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ «αντιπαρέρχονται» τον πληγωμένο και σχεδόν μισοπεθαμένο οδοιπόρο που έπεσε σε ληστές. Για ποιο τάχα λόγο δεν σταματούν; Μήπως φοβούνται ότι θα υποστούν και αυτοί την ίδια τύχη, αν καθυστερήσουν το ταξίδι τους; Είναι παρατηρημένο ότι ο φόβος της προσωπικής ζημίας και η ανάγκη αυτοπροστασίας συντελούν αναπόφευκτα στην παράλειψη του έργου της αγάπης. Μήπως βιάζονται για να μεταβούν έγκαιρα στην υπηρεσία τους, σε κάποιο ιερατικό καθήκον, σε κάποια αποστολή; Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές ευσεβείς και δικαιολογημένες κατά πάντα προφάσεις στέκονται εμπόδιο στο να συμπαρασταθούμε κάποιον που βρίσκεται σε άμεση ανάγκη. Μήπως τον μισοπεθαμένο άτυχο οδοιπόρο τον θεώρησαν νεκρό και θέλησαν να αποφύγουν την επαφή με νεκρό τηρώντας τη σχετική διάταξη του Μωσαϊκού Νόμου; Ο τύπος πολύ συχνά κυριαρχεί επάνω στην ουσία και συμπνίγει τις αυθόρμητες εκδηλώσεις. Μήπως απλώς και χωρίς ιδιαίτερο λόγο αδιαφορούν; Η εποχή μας έχει να δώσει πολλά απάνθρωπα παραδείγματα τέτοιας θανατηφόρου αδιαφορίας.
Η παραβολή δεν μας δίνει καμία εξήγηση για τη στάση των δύο ιερωμένων. Θέλει να τονίσει περισσότερο τη στάση του τρίτου προσώπου της διηγήσεως, του Σαμαρείτη, ενός ανθρώπου που για τον Ιουδαίο σημαίνει ακάθαρτος, αιρετικός, απόβλητος. Μη νομίσουμε ότι ο Χριστός θέλει να δείξει τη διαφορά ανάμεσα στους άσπλαχνους ιερωμένους της εποχής και τον συμπονετικό λαϊκό. Άλλος είναι ο στόχος του. Θέλει να δείξει ότι οι Ιουδαίοι που καθημερινά στην προσευχή τους επαναλάμβαναν τις δύο θεμελιώδεις εντολές της Π. Διαθήκης: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου» καί «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν», στην πράξη δεν είχαν καμιά διάθεση να τις εφαρμόσουν, ενώ ο αλλογενής έδωσε ένα δείγμα αληθινής θρησκευτικότητας με κέντρο την πράξη της αγάπης. Αξίζει τον κόπο να δούμε μερικές χτυπητές πλευρές αυτής της αγάπης.
Η αγάπη είναι μια προσωπική συνάντηση με τον πάσχοντα, με τον πτωχό, με τον δυστυχισμένο. Η προσωπική αυτή συνάντηση σημαίνει ίσως απώλεια πολύτιμου χρόνου, χασομέρι από τις ιδιωτικές υποθέσεις, αναβολή κάποιου ταξιδιού μας, παραίτηση από πράγματα που δικαιωματικά μας ανήκουν. Ο εύσπλαχνος Σαμαρείτης της παραβολής παραιτείται του μεταφορικού μέσου του για να ανεβάσει σ’ αυτό τον πληγωμένο, προσφέρει τα πιο χρήσιμα εφόδια του, λάδι και κρασί, πληρώνει τον πανδοχέα και υπόσχεται κατά την επάνοδο του να συνεχίσει την εκδήλωση του ενδιαφέροντος του.
Η αγάπη δεν προέρχεται από έναν οίκτο της στιγμής, από μια συμπάθεια για τον δυστυχισμένο (με κρυφή φοβία μήπως βρεθούμε κι εμείς κάποτε στη θέση του ή με υποσυνείδητη ικανοποίηση που δεν είμαστε εμείς τώρα στην ίδια κατάσταση), αλλά είναι ανιδιοτελής και ολοκληρωτική προσφορά , κατά το πρότυπο του Χριστού που πάνω στον Σταυρό έδειξε τι είναι η ολοκληρωτική αγάπη. Εμείς αγαπούμε, διότι «Αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς» (Α’ Ίωάν. 4, 19), κατά τη φράση του μαθητή της αγάπης.
Αλλά και ένα ακόμη χαρακτηριστικό της αγάπης βγαίνει από τη στάση του Σαμαρείτη. Η αγάπη δεν γνωρίζει όρια και περιορισμούς. Ίσως σ’ αυτό κυρίως αποβλέπει ό Χριστός λέγοντας την παραβολή που προκλήθηκε από το ερώτημα ενός Ιουδαίου νομοδιδασκάλου: Ποιος είναι ο πλησίον μου; Εκείνος ερωτά, μέσα στο χάος των διαφόρων αντιλήψεων της εποχής περί της εννοίας και των ορίων του πλησίον, ποιό είναι το αντικείμενο της αγάπης και μέχρι πού πρέπει αυτή να εκτείνεται. Κι ο Χριστός, λέγοντας αυτήν την παραβολή, αντιστρέφει τα πράγματα, δείχνοντας ποιο είναι το υποκείμενο της αγάπης. Εάν ο κάθε άνθρωπος είναι υποκείμενο της αγάπης, τα όρια του πλησίον είναι απεριόριστα· δεν υπάρχουν φραγμοί κοινωνικοί, θρησκευτικοί, φυλετικοί κλπ. Όποιος αγαπά μόνο τους φίλους του, τους ομοθρήσκους του, τους δικούς του, φέρεται ανθρώπινα. Όποιος δεν γνωρίζει αυτούς τους φραγμούς, φέρεται θεϊκά, κατά το πρότυπο του Θεού της αγάπης.