Τρ, 20/05/25 | 20:55

Ξαναπλάθοντάς μας σταυρικά με τον σαρκωμένο εαυτό Του

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΗΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΗΣ
Ο Σεβ. Μητροπολίτης Γουμενίσσης Δημήτριος (Μπεκιάρης) γεννήθηκε το 1948 στο Λουτράκι. Σπούδασε Θεολογία. Χειροτονήθηκε το 1975 Διάκονος και το 1976 Πρεσβύτερος. Χρημάτισε Ηγούμενος της Ι. Μονής Ασωμάτων-Πετράκη, ενώ υπήρξε και ο πρώτος διεθυντής του Ραδιοσταθμού της Εκκλησίας. Από το 1989 ως το 1991 διετέλεσε Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου. Το 1991 τοποθετήθηκε στην νεοσύστατη Μητρόπολη Γουμενίσσης.

Του ιδίου :

Ο ΤΟΤΕ ΚΟΣΜΟΣ (περιεκτική μικρογραφία τοῦ πανανθρώπινου ἀνά τούς αἰῶνες κόσμου) θέλησε νά ἀπαλλαγεῖ γιά δεύτερη φορά ἀπό τόν Θεό πού τόν ξαναέπλασε -ὄχι μέ “χοῦν ἀπό τῆς γῆς”- ἀλλά πάνω στόν σαρκωμένο ἑαυτό Του (Καινή Διαθήκη).

Τόν πρωτοαπέρριψε μέ τήν κτιστολατρεία τῆς πρώτης πτώσης (καί ὅλης τῆς διαιώνιας πολυμορφικῆς παρακοῆς), πού σήμαινε μιά βαθιά δομική ἀνατροπή τῆς θεόκτιστης ζωῆς καί νοερᾶς αἴσθησης.

Τόν ἀπέρριπτε τώρα πάλι ἐκ δευτέρου στήν πιό συγκλονιστική ἀποκάλυψη τῆς θείας ἀγαπήσεως: «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. Οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ᾿ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ» (Ἰω. 3:16-17). Εἶναι αὐτό πού διδάσκει ὡς ἤδη συντελεσμένο ὁ ὁραματικός Εὐαγγελιστής στήν Ἀποκάλυψη (κεφ 5:8-13).

Κι ὅμως! Ὁ κόσμος θέλησε νά Τόν διαγράψει ἀπό τήν ζωή του, κι ἄς ἦταν [καί εἶναι] ἡ Ζωή μας. Ὁ τότε κόσμος Τόν θανάτωσε γιά νά Τόν ἐξαλείψει, κι ἄς ἦταν [καί εἶναι] ἡ Ἀνάστασή μας.

Μή μεγαλαυχοῦμε κι ἐμεῖς πώς τάχα εἴμαστε ἀμέτοχοι! Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμεθα ἑκούσιο-ακούσια συμμέτοχοι καί συνεργοί. Τό ἔργο αὐτό ἀνά τούς αἰῶνες καί μέχρι σήμερα τό ἀνακυκλώνουμε συνεχῶς. Καί δέν τό καταλαβαίνουμε πώς, ἀντί νά μετρᾶμε ἐμεῖς τήν “ἀδυναμία” τῆς θείας παντοκρατορίας ἐπί τοῦ σταυροῦ τόσων ἀπορρίψεων, τουναντίον ἐμεῖς προσμετρώμεθα ὀντολογικά ἐπί τοῦ Σταυροῦ διά τοῦ Ἐσταυρωμένου. Οἱ πάντες καί τά πάντα.

Ἡ Ἁγία Γραφή ἀποτυπώνει συνεχῶς αὐτήν τήν “λειτουργία” τοῦ Σταυροῦ. Μέσα ἀπό τά βιώματα τῶν κορυφαίων “συνεργατῶν” τοῦ μυστηρίου τῆς Σταυρώσεως. Εἴτε εἶναι ὁ Πέτρος πού κλαίει πικρῶς γιά τήν τριπλή ἄρνηση, εἴτε εἶναι ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ καί ὁ νυκτερινός (φοβισμένος) Νικόδημος τοῦ ἔντιμου ἐνταφιασμοῦ, εἴτε εἶναι ὁ Θωμᾶς πού ἐπιμόνως ἐπιζητεῖ τά ἐντυπώματα τῆς σταυρώσεως γιά νά πιστέψει αὐτοψεί στήν ἀναστημένη παρουσία τοῦ Κυρίου, εἴτε εἶναι ὁ Στέφανος πού θεωρεῖ τόν δοξασμό (θεότητα) τοῦ Σταυρωμένου καί λιθοβολεῖται γι᾽ αὐτό, εἴτε εἶναι ὁ Σαούλ-Παῦλος πού διώκει μανιωδῶς καί ἀνέλπιστα κοινωνεῖ θεοπτικά τήν θεανδρικότητα τοῦ διωκομένου, εἴτε εἶναι ὁ δεσμοφύλακας τῶν Φιλίππων ἐκ συγκλονισμοῦ ἤ ὁ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης καί ἡ Δάμαρις πού χάρη στόν Κορυφαῖο πιστεύουν στόν κηρυττόμενο Χριστό, εἴτε εἶναι ὁ Ἰωάννης «ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν καὶ συγκοινωνὸς ἐν τῇ θλίψει καὶ βασιλείᾳ καὶ ὑπομονῇ ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ» (Ἀποκ. 1:9). Καί ὅσοι ἄλλοι κομίζουν τήν μαρτυρία τῆς σωτηρίας μαρτυρικά ἀνά τούς αἰῶνες.

Ὅλοι προσμετρῶνται ἐπί τοῦ Σταυροῦ διά τοῦ Ἐσταυρωμένου. Καί στίς σταυρικές συγκυρίες τοῦ ἐγχριστωμένου βίου “ὑπερνικοῦν διά τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς”, ὥστε τίποτε νά μήν εἶναι ἀντάξιο ἐπιλογῆς πρός τήν ἀγάπηση “τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς” (βλ. Ρωμ. 8:37)

***

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ πάντως βιώνει συνεχῶς ἐκείνη τήν ὁριακή καταφρονητική ἀναμέτρηση τοῦ κόσμου μέ τόν Θεό. Τήν θεωρεῖ [ὅπως καί εἶναι πράγματι] “δοξασμό” της. Μυσταγωγεῖ σταθερά στό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ. Διαλέγεται εὐαγγελικά μέ τήν ἐνιστορία, ἐξέρχεται λεξιλογικά καί διαλεκτικά στήν ἑκάστοτε ἐνιστορία, ἀλλά καί χωρίς νά ὑποκρίνεται. Γνωρίζει ὅτι δέν σώζεται ἀπό τήν ἐνιστορία, ἀλλά ὅτι ὑπάρχει γιά νά ἀνάγει τήν ἐθέλουσα ἐνιστορία στό Σωτήρα.

Δι᾽ ὅλης τῆς παραδόσεώς της ἐπιμένει ἀκριβῶς νά ταυτίζεται, νά ὑμνολογεῖ, νά καθορᾶ καί νά ἐνορᾶ, νά ἀνάγεται διαρκῶς στόν Ἐσταυρωμένο ὡς Κύριο τῆς δόξης: «ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν, ὃς ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας, ἐν δεξιᾷ τε τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ κεκάθικεν» (Ἑβρ. 12:2). Καί ἀνάγεται ἤ μᾶλλον βιώνει διαρκῶς αὐτήν τήν σχεσιακή ταυτοποίησή της, ἔχοντας σύμμαχο παρακλήσεως τό Ἅγιο Πνεῦμα τό ὁποῖο «ἐντυγχάνει ὑπέρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» (Ρωμ. 8:26). Ἔχοντας τήν βεβαιότητα τῆς Πατρικῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ «ὅς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται;» (Ρωμ. 8:32).

***

ΒΕΒΑΙΩΣ καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι κομμάτι αὐτοῦ “τοῦ κόσμου”, ὑφίσταται μέσα στόν ἴδιο θεόκτιστο “κόσμο”, δέν ταυτοποιεῖται οὔτε ἐπαγγέλλεται κάτι τό ὑπαρκτικά “μετέωρο” ἤ “ἐξωγήινο” στήν συμβατική φυσικότητα τοῦ “κόσμου”. Ἡ Ἐκκλησία τῶν Παύλων καί τῶν Φωτίων, τῶν Παϊσίων καί τῶν Πορφυρίων ἀνέκαθεν καταφάσκει τήν εὐφυΐα ἤ καί τήν ἀσθένεια τοῦ κόσμου, “ἵνα πάντως τινάς σώσῃ” (πρβλ. Α΄ Κορ. 9:22).

Ὅμως, βιώνει ἐπικεντρωμένη, δοκιμάζεται καί ἐναθλεῖται στό μυστήριο τῆς τέλειας αὐτοαποκάλυψης τοῦ ἀγαπῶντος Κυρίου μέ τήν σταύρωσή Του. Ζεῖ διαρκῶς τήν μυστηριώδη βιβλική ὁμολογία “εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς”, (ὅπου δέν ἐννοεῖται ὁ χρόνος, ἀλλά ἡ πληρότητα, ἡ ἐκπλήρωση τοῦ προαιώνιου σκοποῦ). Ὅλη της ἡ συνειδησιακή πορεία καί ἡ μυστηριακή της ταύτιση μέ τόν Σωτήρα Χριστό βαδίζει ἐνιστορικά πάνω σ᾽ ἐκείνην τήν οὐσιαστική διαφορότητα: «εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει· ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ᾿ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος» (Ἰω. 15:19).

Καί γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς δέν ταράσσεται μέ τήν ἀπορριπτική στάση τοῦ κόσμου, εἴτε τήν βίαιη εἴτε τήν ὑποκριτική. Ἡ Ἐκκλησία ἀνατρέφεται, τρέφεται καί ἀναστρέφεται μέσα στήν ἀποκαλυπτική “ἁγία ἀναφορά” τῆς Γεθσημανῆ, τότε πού ὁ Κύριος ὁδεύοντας πρός τήν σταύρωσή Του, ἀγωνιοῦσε γιά τήν πανανθρώπινη σωτηρία πού θά ἱερουργοῦσε σταυρούμενος: «ἐγὼ δέδωκα αὐτοῖς τὸν λόγον σου, καὶ ὁ κόσμος ἐμίσησεν αὐτούς, ὅτι οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσμου, καθὼς ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου. οὐκ ἐρωτῶ ἵνα ἄρῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλ᾿ ἵνα τηρήσῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ πονηροῦ. ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰσί, καθὼς ἐγὼ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰμί» (Ἰω. 17:14-16).

***

ΕΔΩ ΑΚΡΙΒΩΣ ἀνευρίσκουμε τόν τρόπο τῆς ἐκκλησιαστικῆς βίωσης τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ. Θά τό ἀκούσουμε διαρκῶς νά μελωδεῖται ὅλην αὐτήν τήν Μεγ. Ἑβδομάδα. Εἶναι τό “κλειδί” τῆς ἁγίας νηπτικῆς μας παραδόσεως μέ τό ὁποῖο ἀνοίγουμε τήν θύρα τῆς κατανύξεως καί τῆς νήψεως, ξεπερνώντας τήν ρηχή συναισθηματική ψυχολογική βίωση τῶν σωτηρίων Παθῶν.

Ἡ ψυχολογική βίωση τῶν σωτηρίων Παθῶν δέν διαφέρει καί πολύ ἀπό τήν στάση τῶν γυναικῶν πού “ἔκλαιον καί ἐκόπτοντο ἑαυτάς”, καθώς ὁ Κύριος ἀνέβαινε πρός τόν Γολγοθᾶ. Δέν διαφέρει καί πολύ ἀπό τούς ἴδιους τούς αὐτόπτες Ἑβραίους πού “ἔτυπτον αὐτῶν τά στήθη” ὑποστρέφοντες στήν Ἱερουσαλήμ, μετά τήν ἐκπνοή τοῦ Κυρίου ἐπί τοῦ Σταυροῦ. Μέ ἐκεῖνον τόν ψυχολογισμό τους, πού δέν ἦταν μετάνοια πίστης, ἀλλά μεταγνωμισμός, δέν ἄλλαζε τίποτε στή σχέση τους μέ τόν Κύριο.

Ἐνῶ ὁ ἑκατόνταρχος (ὁ μετέπειτα μάρτυς Λογγίνος), ἔκπληκτος ἀπό τήν αὐτοεκπνοή τοῦ Κυρίου καί τήν αὐτοπαράδοση τῆς ψυχῆς Του, ἑρμηνεύοντας μέ κατανυκτική αἴσθηση τοῦτο τό μυστήριο, προχώρησε στήν νήψη τῆς νοερᾶς παραδοχῆς καί τῆς ὁμολογίας: “ἀληθῶς Θεοῦ Υἱός ἦν οὗτος”.

Ἐκεῖ θέλει νά μᾶς ὁδηγήσει ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα, τουλάχιστον ἐκεῖ, σ᾽ αὐτό τό πρῶτο βῆμα. Διότι ὑπάρχουν οἱ ὑψηλότεροι Πνευματικοί ἀναβαθμοί, ἡ ἀγαπῶσα ὁλοκαρδιακή συσταυρική ἀναφορά τῆς Παναγίας μας, τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, τῶν Μυροφόρων, τῶν Κηδευτῶν.

***

ΘΑ ΚΛΕΙΣΟΥΜΕ τούτη τήν ἑνότητα μέ δύο χαρακτηριστικά τροπάρια (ἄν καί ὅλα τά τροπάρια εἶναι κατανυκτικά, μετανοητικά, νηπτικά, καθαρτικά· ὅλα εἶναι “προφητικά” κελεύσματα κοινωνίας στά σωτηριώδη Πάθη καί στήν Ἀνάσταση).

«῾Ρῦπον πάντα ἐμπαθῆ ἀπωσάμενοι,

ἐπάξιον τῆς θείας βασιλείας γνώμην ἀναλάβετε ἔμφρονα,

τοῖς σοῖς Ἀποστόλοις προέφης ἡ πάντων Σοφία,

ἐν ᾗ δοξασθήσεσθε, λάμποντες ἡλίου τηλαυγέστερον»

(θ΄ ᾠδή Ὄρθρου Μεγ. Δευτέρας).

«Ἀπομακρύνετε ἀπό τό νοερό τῆς ψυχῆς σας κάθε βρομιά πάθους. Νά κυριαρχεῖ στό γνωμικό σας θέλημα ἡ φρόνηση ἡ ἀντάξια μέ τή θεϊκή μου βασιλεία [παρουσία]. Αὐτό ἄφησες σάν ὁδηγία ζωῆς στούς Ἀποστόλους σου, Χριστέ μας, πού εἶσαι ἡ ἐνυπόστατη θεϊκή Σοφία, λέγοντάς τους: [μέ μιά τέτοια βίωση τῆς καθαρτικῆς νήψεως καί φωτιστικῆς βιώσεως τῆς θείας βασιλείας,] θά φθάσετε κι ἐσεῖς στή θέωση, στήν μέθεξη τῆς θεϊκῆς δόξης, καί θά λάμψετε λαμπρότερα κι ἀπό τόν αἰσθητό ἥλιο».

Θεολογεῖται ὁ Κύριος ὡς προαιώνια ἐνυπόστατη Σοφία πού ἐξυπνᾶ τούς Μαθητές στή συνεχή νηπτική μέθεξη τῆς σωτηρίας, τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ, τῆς θέωσης, ὅπου βλέπουμε τήν ἐν ἀνθρώποις θεία εὐδοκία, τήν ὑπέρβαση καί ἐν ταὐτῷ ἀνακεφαλαίωση ἀκόμη καί τῆς ἄλογης φύσης (ἡλίου τηλαυγέστερον), τήν “λογοποίηση” τοῦ ἀνθρώπου διά τοῦ σαρκωμένου Λόγου καί τήν ἀναγωγή ὅλης τῆς κτίσης σ᾽ αὐτήν τήν ἀναγνώριση τοῦ Κτίστου διά τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι τήν ἀντίστροφη ὑπορροή τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν κτίση.

***

«ΤΑΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ἡμῶν καθαράς τῷ Χριστῷ παραστήσωμεν

καί ὡς φίλοι Αὐτοῦ τάς ψυχάς ἡμῶν θύσωμεν δι᾽ Αὐτόν

καί μή ταῖς μερίμναις τοῦ βίου συμπνιγῶμεν ὡς ὁ Ἰούδας,

ἀλλ᾽ ἐν τοῖς ταμείοις ἡμῶν κράξωμεν·

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀπό τοῦ πονηροῦ ῥῦσαι ἡμᾶς»

(Ἀκολουθία τῶν Ἁγίων Παθῶν, ἀντίφωνον Α΄).

 «Ἡ νοερή μας αἴσθηση [ἐπικυριαρχώντας ὡσάν τιμονιέρης στίς αἰσθήσεις μας μέ σταθερή ἐνατένιση τοῦ Χριστοῦ], ἄς προσφέρει στόν Χριστό τίς αἰσθήσεις μας καθαρές [ἀπό κάθε ἐφάμαρτη ὑπόπτωση]. Ὡς φίλοι τοῦ Χριστοῦ νά θυσιάσουμε γιά τήν ἀγάπησή Του τίς ψυχές μας [τό νοερό, τό λογικό, τήν φαντασία, τήν γνώμη, τίς αἰσθήσεις].

Νά μή μᾶς καταπνίξουν οἱ ἔγνοιες τοῦ βίου [καί δέν ζήσουμε μέ ὅλη μας τήν ψυχή τά Ἄχραντα Πάθη, ἀλλά ἡ καρδιά μας αἰχμαλωτίζεται στήν ἐγκοσμιότητα,] ὅπως [τό ἔπαθε προδοτικά κι ἀμετανόητα] ὁ Ἰούδας. Ἐμεῖς ἀπό μέσα ἀπό τήν καρδιά μας μέ ὅλη μας τήν ψυχή καί τήν προσοχή νά κραυγάζουμε νοερά· Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς [πού ἀξιωθήκαμε ἔτσι νά σέ γνωρίσουμε καί νά κοινωνοῦμε μαζί σου χάρη στόν Υἱό σου], ἐλευθέρωσέ μας ἀπό τόν πονηρό [πού γυρεύει νά μᾶς παγιδεύσει καί νά μᾶς ἀποπλανήσει μακριά σου]».

Ἔχουμε μιάν ἐπικαιροποίηση βίωσης τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ στό δικό μας λατρευτικό “σήμερα”.

Μᾶς συγκαλεῖ ὁ ὑμνωδός νά ζήσουμε τά σωτήρια Ἅγια Πάθη τοῦ Κυρίου.

Ὄχι ἁπλῶς νά μεταφέρουμε στίς ἐκκλησιές τόν καθημερινό ἐθισμό μας σέ πάθη, κακίες καί σκοτοῦρες ἐπιβίωσης, παραμελώντας τήν ἀληθινή σχέση μας μέ τόν Σωτήρα.

Ἀποβάλλοντας τά φορτία τῶν πταισμάτων καί τῶν ἁμαρτημάτων μέ μιάν εὐγνώμονα ὁλολατρευτική ἀναγωγή σ᾽ Ἐκεῖνον. Μέ ζῶσα τήν ἐνθύμηση τῆς σωτήριας οἰκειότητας πού μᾶς χάρισε μέ τήν σταυρωμένη Του σάρκωση, μέ τήν ἐθελόθυτη θυματοποίηση τῆς ἐνανθρώπησής Του ὡς δωρεᾶς θείας ἀθανασίας σέ μᾶς.

Νά Τοῦ προσφέρουμε κάτι οὐσιωδέστερο ἀπό τόν ἀνούσιο ψυχολογισμό μιᾶς φευγαλέας ψυχολογικῆς συγκίνησης ἤ συναισθηματικῆς λατρείας πού δεν στοιχίζει τίποτε οὔτε καί ἀλλάζει τήν καθημερινότητά μας.

Νά κραυγάσουμε “ἐν τοῖς ταμείοις ἡμῶν”, δηλαδή στά ἐσώτερα τῆς νοερῆς μας συνειδητότητητας, μέ ὅλη μας τήν νοερή αἴσθηση, καί νά “ἐκχύσουμε” ὅλη μας τήν ὑπαρκτική ἔνταση στήν ὁλοτελή λατρεία Του, στήν ἀποδοχή τῆς διά τοῦ Χριστοῦ καί ἐν Χριστῷ υἱοθεσίας μας ἀπό τόν Πατέρα.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ