“Ύψιστος στόχος της Πατριαρχείας μας ήταν η διακονία της ενότητας της Ορθοδόξου Εκκλησίας” τονίζει ο Οικουμενικός Πατριάρχης σε μήνυμά του προς την τηλεοπτική εκπομπή «Εμείς κι ο Κόσμος Μας», του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (ΡΙΚ), με την ευκαιρία της συμπληρώσεως 29 ετών από την ανάρρησή του στον Οικουμενικό Θρόνο.
“Αμετακίνητο θεμέλιο αυτής της ενότητας είναι και θα παραμείνει ο, κατοχειρωθείς υπό Οικουμενικών Συνόδων, είναι ο εκκλησιαστικώς και κανονικώς ουσιαστικότατος ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου διά την ευστάθεια και την ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας” σημειώνει στη συνέχεια ο κ. Βαρθολομαίος.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης ξεκαθαρίζει πως ο ρόλος αυτός δεν μπορεί να αμφισβητείται από κανένα, δηλώνει όμως δεκτικός στην κριτική, ακόμα και στην κατάκριση, την προσωπική του “συμβολή εις την άσκηση του ρόλου αυτού”.
“Στο πλαίσιο της ευθύνης μας για την ευστάθεια και την ενότητα της Ορθοδοξίας εντάσσεται και η χορήγηση αυτοκεφάλου καθεστώτος στην Εκκλησία της Ουκρανίας” τονίζει ακολούθως ο κ. Βαρθολομαίος, κάτι που έγινε “με τη βεβαιότητα ότι έτσι αποκαθίσταται η κανονική τάξη”.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης ξεκαθαρίζει πως “το Ουκρανικό αυτοκέφαλο αποτελεί τετελεσμένο εκκλησιαστικό γεγονός και η μόνη εκκλησιολογικώς συνεπής στάση είναι η αναγνώρισή του και εκ μέρους των λοιπών αδελφών Ορθοδόξων προκαθημένων όπως συνέβη με τα αυτοκέφαλα όλων των νεωτέρων αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών από εκείνου της Εκκλησίας της Ρωσίας και εφεξής”.
Ο κ. Βαρθολοαμαίος εκφράζει ευχαριστίες προς τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου για τη στήριξή του προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τη συμβολή του στην προσπάθεια για ενότητα της Ορθοδοξίας ενώ δεν αφήνει ασχολίαστο και το γεγονός της αμφισβήτησης της κίνησής του να αναγνωρίσει την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας από μητροπολίτες της Κύπρου.
Για αυτούς ο κ. Βαρθολομαίος σημειώνει πως έτσι αποκαλύπτουν “όχι την ευαισθησία τους για την εκκλησιολογία, την κανονική τάξη και την ενότητα της Ορθοδοξίας αλλά μάλλον την αδιαφορία τους για αυτά χάριν αλλοτρίων σκοπιμοτήτων”.
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥ
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά, προσφιλεῖς τηλεθεαταί,
Χάριτι Θεοῦ, συμπληρώνονται σήμερα 29 ἔτη ἀπό τῆς ἐνθρονίσεως τῆς ἡμῶν Μετριότητος εἰς τόν Ἀποστολικόν καί Πατριαρχικόν Οἰκουμενικόν Θρόνον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὅλα αὐτά τά χρόνια, ἀπό τήν εὐλογημένην αὐτήν θέσιν, ἀγωνισθήκαμε, ψυχῇ τε καί σώματι, διά τήν διακονίαν τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτός ἦτο ἐξ ἄλλου ὁ λόγος διά τόν ὁποῖον εἰσήλθαμε, τό ἔτος 1961, εἰς τόν ἱερόν κλῆρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὁμολογοῦμεν, ὅτι κατά τά σχεδόν ἑξῆντα αὐτά χρόνια τῆς ἱερωσύνης μας εἴχαμε τήν βεβαιότητα ὅτι τίποτε ἐξ ὅσων ἐπράξαμε δέν ἦτο ἰδικόν μας κατόρθωμα, ἀλλά ὅτι τά πάντα ἦσαν καί εἶναι δῶρον τῆς Θείας Χάριτος, ἡ ὁποία πάντοτε ἀναπληρώνει τά ἐλλείποντα. Δύο φράσεις ἐκφράζουν ὅλην τήν ὑπόστασίν μας: τό Παύλειον «τί δέ ἔχεις, ὅ οὐκ ἔλαβες» (Α’ Κορ. δ’, 7), καί τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».
Ὕψιστος στόχος τῆς Πατριαρχίας μας ἦτο ἡ διακονία τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως ἐξηγγείλαμεν εἰς τόν ἐνθρονιστήριον λόγον μας, ἀμετακίνητον θεμέλιον τῆς ὁποίας πανορθοδόξου ἑνότητος εἶναι, καί θά παραμείνῃ εἰς τόν αἰῶνα, ὁ κατοχυρωθείς ὑπό Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί καθοσιωθείς ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ πράξει, ἐκκλησιολογικῶς καί κανονικῶς οὐσιαστικώτατος, ρόλος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου διά τήν εὐστάθειαν, τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἱστορία δέν ἔχει ἁρμοδιότητα νά κρίνῃ ἤ καί νά ἀμφισβητήσῃ τόν ρόλον αὐτόν. Δύναται ὅμως καί ὀφείλει νά ἀξιολογήσῃ καί νά κρίνῃ, καί νά ἐπικρίνῃ καί νά κατακρίνῃ, τήν ἰδικήν μας προσωπικήν συμβολήν εἰς τήν ἄσκησιν τοῦ ρόλου αὐτοῦ κατά τήν ταπεινήν μας Πατριαρχίαν.
Εἰς τό πλαίσιον τῆς ἡμετέρας εὐθύνης διά τήν εὐστάθειαν καί τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας ἐντάσσεται καί ἡ χορήγησις αὐτοκεφάλου καθεστῶτος εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας. Τοῦτο συνέβη ἐν ἀπολύτῳ βεβαιότητι, ὅτι ἔτσι ἀποκαθίσταται ἡ κανονική τάξις, ὅτι ἐπηρεάζεται εὐεργετικῶς ἡ ἐκκλησιαστική ζωή εἰς τήν Οὐκρανίαν καί ὅτι διευκολύνεται ἡ κοινή ὀρθόδοξος μαρτυρία ἐν τῷ κόσμῳ. Ἡ ἀμφισβήτησις τῆς κανονικῆς παραδόσεως καί τῶν βασικῶν ἐκκλησιολογικῶν ἀρχῶν, ἐν ὀνόματι ἐξωεκκλησιαστικῶν συμφερόντων, κλονίζει τά θεμέλια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος καί μετατρέπει τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν εἰς ἐγκόσμιον καθίδρυμα, εἰς μίαν συνομοσπονδίαν, ὅπου πλέον κυριαρχεῖ τό ἐπιμέρους εἰς βάρος τοῦ «καθ᾿ ὅλου», εἰς βάρος τῆς λειτουργίας τοῦ ὅλου Σώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Ὑπό τήν ἔννοιαν αὐτήν, ἡ ἀναγνώρισις τοῦ Οὐκρανικοῦ αὐτοκεφάλου ὑπό τῶν Μακαριωτάτων, Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας κ. Θεοδώρου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου καί, προσφάτως, ὑπό τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Χρυσοστόμου ἀποτελεῖ οὐσιαστικήν συμβολήν εἰς τήν ὑπόθεσιν τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς ἔμπρακτος συνέπεια καί ἔκφρασις τῆς ἐκκλησιολογίας της. Τό Οὐκρανικόν αὐτοκέφαλον ἀποτελεῖ τετελεσμένον ἐκκλησιαστικόν γεγονός, καί ἡ μόνη ἐκκλησιολογικῶς συνεπής στάσις εἶναι ἡ ἀναγνώρισίς του ἐκ μέρους καί τῶν λοιπῶν ἀδελφῶν Ὀρθοδόξων Προκαθημένων, ὅπως συνέβη μέ τά αὐτοκέφαλα ὅλων τῶν νεωτέρων ἀδελφῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀπό ἐκείνου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας καί ἐφεξῆς.
Εἰς τό σημεῖον αὐτό, ἐπιθυμοῦμεν νά ἀναφερθῶμεν συντόμως εἰς τόν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Κύπρου κ. Χρυσόστομον, μέ τόν ὁποῖον ἔχομεν κοινά ὁράματα καί συμπλέομεν εἰς τάς προσπαθείας νά ἀναδειχθῇ ἡ οὐσιαστική συμβολή τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τήν ἀντιμετώπισιν τῶν μεγάλων συγχρόνων προβλημάτων. Ἀγωνιζόμεθα διά τήν προστασίαν τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, διά τόν σεβασμόν τῆς ἱερότητος τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί τήν ἀνάπτυξιν τοῦ πολιτισμοῦ τῆς ἀλληλεγγύης, διά τήν νεότητα καί τήν κατά Χριστόν οἰκοδομήν της, διά τήν πρόοδον τοῦ διαχριστιανικοῦ διαλόγου, διά τήν διαθρησκειακήν προσέγγισιν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ὄχημα διά τήν ἑδραίωσιν τῆς εἰρήνης. Ἡ ἄρνησις τοῦ διαλόγου καί ἡ ἄγονος ἐσωστρέφεια, δῆθεν πρός διάσωσιν τῆς καθαρότητος τῆς Παραδόσεως, εὐνοοῦν τήν ἀνάπτυξιν φονταμενταλιστικῶν τάσεων εἰς τό σῶμα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Αὐτό ὑπῆρξε καί τό μήνυμα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὡς γνωστόν συνῆλθεν εἰς τήν Κρήτην πρό τεσσάρων καί ἡμίσεως ἐτῶν, εἰς τήν προετοιμασίαν καί τάς ἐργασίας τῆς ὁποίας συνέβαλε γενναίως ὁ ἅγιος ἀδελφός, ὁ Μακαριώτατος Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου. Ἀλησμόνητος εἶναι ἡ στήριξις, τήν ὁποίαν προσέφερε κατά τάς Συνάξεις τῶν Ὀρθοδόξων Προκαθημένων πρός ἡμᾶς, τόν Πρόεδρον αὐτῶν, καί εἰς τήν ὑπόθεσιν τῆς πανορθοδόξου ἑνότητος. Εἰς τάς ἐργασίας τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης, συμμετεῖχε μέ ἱερόν ἐνθουσιασμόν, μέ συνέπειαν καί παρρησίαν, συμβαλών τά μέγιστα εἰς τήν πορείαν καί τήν αἰσίαν ὁλοκλήρωσιν τοῦ συνοδικοῦ ἔργου καί δι᾿ ὅλα αὐτά τόν εὐγνωμονοῦμεν καί τόν εὐχαριστοῦμεν ὁλοκαρδίως διά μίαν ἀκόμην φοράν.
Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, πιστεύομεν ὅτι αἱ ἀμφισβητήσεις τῆς ἀποφάσεώς Του νά ἀναγνωρίσῃ ἐπισήμως τήν Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας, ὑπό ἀδελφῶν Ἀρχιερέων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου, ἀποκαλύπτουν ὄχι τήν εὐαισθησίαν των διά τήν ἐκκλησιολογίαν, τήν κανονικήν τάξιν καί τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά μᾶλλον τήν ἀδιαφορίαν των δι᾿ αὐτάς, χάριν ἀλλοτρίων σκοπιμοτήτων. Ὑπενθυμίζομεν εἰς αὐτούς ἀδελφικῶς τόν καθοριστικόν ρόλον τόν ὁποῖον διεδραμάτισε τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον τά ἔτη 2005/2006, μετά ἀπό πρόσκλησιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, διά τήν διευθέτησιν, συμφώνως πρός τά κανονικά θέσμια, τοῦ ζητήματος τῆς διαδοχῆς τοῦ ἀσθενοῦντος Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου Α’, ὅπως καί τόν ρόλον τοῦ Πατριαρχείου μας εἰς ἄλλας ἀναλόγους περιπτώσεις διά τήν διευθέτησιν ἐσωτερικῶν προβλημάτων τῶν Ἐκκλησιῶν Βουλγαρίας, Ἱεροσολύμων καί ὄχι μόνον. Ὁ πρωτεύθυνος συντονιστικός καί διαμεσολαβητικός ρόλος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι ἀναντικατάστατος καί ἀπολύτως ἀπαραίτητος.
Κατά τά ἄλλα, ὅλα αὐτά τά 30 περίπου χρόνια προσεπαθήσαμε νά ἐφαρμόσωμεν καί νά ἐκτελέσωμεν ὅσα ὑπεσχέθημεν μέ τόν ἐνθρονιστήριον λόγον μας. Ἀσφαλῶς, δέν ἐπετύχαμεν να τα πραγματοποιήσουμε όλα. Ὅπως ἐλέχθη προηγουμένως, θά μᾶς κρίνῃ ἡ ἱστορία.
Κατακλείοντες, εὐχαριστοῦμεν τούς ὀργανωτάς καί τούς συντελεστάς τῆς παρούσης ἐκπομπῆς τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Ἱδρύματος Κύπρου, καταστέφομεν τούς συμμετέχοντας καί παρακολουθοῦντας αὐτήν διά τῆς ἐγκαρδίου Πατριαρχικῆς ἡμῶν εὐλογίας καί ἐπικαλούμεθα ἐπί πάντας τήν χάριν καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης, ἀπευθύνοντες ἀπό τό Ἱερόν Κέντρον τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπό τό Οἰκουμενικόν μας Πατριαρχεῖον, εὐχήν, ἀγάπην, στοργήν καί εὐλογίαν.