Με αύξουσα συχνότητα διαπιστώνεται εν έτει 2025 το φαινόμενο περιγραφικού ορισμού της Εκκλησίας με τη χρήση ανορθόδοξων εκκλησιολογικώς όρων. Εάν αναμασούμε ακόμη ιεροκηρυκτικώς τις ανόητες και δυστοπικές, θεολογικά μιλώντας, απόπειρες ορισμού της Εκκλησίας του Γάλλου ρωμαιοκαθολικού ιεροκήρυκος του 17ου αιώνα Jacques-Bénigne Bossuet, τότε παραμένουμε εκουσίως αμέτοχοι της ιερότητας με την οποία προσέγγισαν οι άγιοι πατέρες μας το Μυστήριο της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού. Ο κακόδοξος αυτός -όπως θα αποδείξω- ορισμός της Εκκλησίας εκστομίζεται από χείλη κληρικών όλων των βαθμίδων ανεξάρτητα από το επίπεδο ατομικής καλλιέργειας, την εγκύκλιο επιμόρφωση ή το πόσο συντηρητικά ή προοδευτικά βιώνει κανείς την εκκλησιαστική του ζωή. Η οριζόντια κατεύθυνση αυτής της κηρυκτικής απολογητικής και η αντοχή της στο πέρασμα τεσσάρων αιώνων προξενεί ανησυχία και προβληματισμό.
Η Εκκλησία δεν ορίζεται κατ’ αρχήν. Η Εκκλησία πρώτα είναι και έπειτα ονομάζεται. Η Εκκλησία είναι η σεσαρκωμένη, σταυρωμένη και αναστημένη ανθρωπότητα του Χριστού. Αυτήν που προσέλαβε ασυγχύτως εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου. Αυτήν που αγίασε και δόξασε με τη Θυσία επί του σταυρού και με την Ανάστασή Του. Αυτήν που ανέλαβε και ενθρόνισε δεξιά του Πατρός κατά την ένδοξη Ανάληψή Του. Η Εκκλησία είναι ακόμη η ενθεωμένη σύναξη και σύνοδος των Αποστόλων στο υπερώο της Πεντηκοστής που ενδυναμώθηκαν γλωσσοπυρσεύτως από την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και τη διέδωσαν ιεραποστολικώς πορευθέντες εις πάντα τα έθνη. Η Εκκλησία είναι το σώμα του Θεανθρώπου, ο οποίος κατ’ ενέργειαν αποκαλύφθηκε στον Απόστολο Παύλο στον δρόμο προς τη Δαμασκό. Η εμπειρία της θεοπτίας είναι αυτή που εμπνέει και κατευθύνει τον Παύλο να ονομάσει εικονολογικά την Εκκλησία σώμα με κεφαλή τον Χριστό. Όχι η διανοητική προσπάθεια ορισμού ενός επιστητού. Μάλιστα, το κίνητρο της περιγραφής (διαφαίνεται ξεκάθαρα στις επιστολές του) είναι η οικοδομή του πληρώματος της Εκκλησίας και ο καταρτισμός των Αγίων και επ’ ουδενί λόγω η απόπειρα επιστημονικού ορισμού ενός οργανισμού. Ο Παύλος χρησιμοποιεί τη δυναμική της εικόνας για να περιγράψει εν ρήμασι τα άρρητα και πνευματικά της θείας αποκαλύψεως.
Η Εκκλησία περιγράφεται από τους Πατέρες ως νύμφη Χριστού, άμπελος, οίκος και ναός του Θεού, λαός Θεού, νοητή ναυς, κιβωτός σωτηρίας κτλ. Ακόμη ονομάζεται κοινωνία θεώσεως (Άγ. Γρηγόριος Παλαμάς) και εικόνα των εσχάτων (Άγ. Μάξιμος ομολογητής). Οι άγιοι πατέρες περιγράφουν ονομαστικώς και ονομάζουν περιγραφικώς βασιζόμενοι στην εμπειρία του θεώσεως. Δεν ορίζουν με τεχνικούς όρους ούτε απολογούνται ρητορικώς. Η εμπειρική θεοπτία τους είναι ομοούσια με του Παύλου. Η μεθεκτή και άκτιστη Χάρις θείας υιοθεσίας που εγκολπώνουν με πλήρη ελευθερία οι Άγιοι μεταβάλλει τον τόπο της καρδιάς σε άφλεκτη βάτο, σε αγία τράπεζα της Θυσίας του Λόγου. Η εν ρήμασι περιγραφή της θεοπτίας αυτής αντιστοιχεί κατά τω μάλλον σε μία από τις παχύνσεις του Λόγου που περιέγραψε ο Άγιος Μάξιμος στα έργα του ως τρόπου μεθέξεως και οικονομίας που μεταχειρίζεται η Χάρις με σκοπό τη σωτηρία των ανθρώπων.
Το Μυστήριο της Εκκλησίας εφανερώθη εν τη σαρκί του Μονογενούς Υιού του Θεού, όμως, εφόσον ο Λόγος είναι ο προϋπάρχων Θεός, η γέννησή της είναι άχρονη και αΐδιος. Διαβάζουμε στον Ποιμένα του Ερμά: η Εκκλησία «πάντων πρώτη ἐκτίσθη· διὰ τοῦτο πρεσβυτέρα, καὶ διὰ ταύτην ὁ κόσμος κατηρτίσθη». Άραγε η γέννηση της Εκκλησίας βρίσκεται εκτός χρόνου, υπέρ χρόνων, επέκεινα των αιώνων επειδή είναι αΐδιος η προΰπαρξη του Χριστού δι᾿ οὗ καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν ο Πατήρ.
Ο χρόνος είναι κτιστό δημιούργημα της πανσοφίας του Τριαδικού Θεού. O κόσμος δημιουργήθηκε μαζί με τον χρόνο. «Ο Ιησούς Χριστός είναι Δημιουργός όχι μόνο των πραγμάτων, αλλά και του χρόνου και του αιώνα, κατά τον οποίο δημιουργήθηκαν τα πράγματα», γράφει ο Πέτρος Μογίλας, μητροπολίτης Κιέβου. Ο κόσμος και χρόνος δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα και ήρθαν από την ανυπαρξία στην ύπαρξη από τον πάνσοφο, παντοδύναμο και άχρονο Τριαδικό Θεό. Μάλιστα, ο Μέγας Βασίλειος σημειώνει πως πρώτα δημιουργήθηκε ο χρόνος και ακολούθησε η δημιουργία του κόσμου, ώστε να μη θεωρηθεί ο κόσμος ως άναρχος και αιώνιος.
Ο Θεός υπέρκειται του χρόνου ποιοτικά και οντολογικά, και αυτό διότι ο χρόνος είναι ποίημα της δημιουργικής ενέργειάς Του. Ο Θεός υπάρχει και ζει αιωνίως, στην αιωνιότητα ή μάλλον υπερ-αιωνίως στην υπερ-αιωνιότητα, επέκεινα της αιωνιότητας. Ο χρόνος και ο αιώνας δεν περιέχουν τον Θεό, αλλά περιέχονται από αυτόν. Η κατεύθυνση μέσα στην οποία κινείται ο χρόνος -το βέλος του χρόνου: παρελθόν, παρόν και μέλλον- είναι κτιστή κατηγορία της ακτίστου δημιουργικής ενέργειας του Θεού. Δεν υπήρχε χρόνος προ της δημιουργίας, διότι προ αυτής δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από τον Τριαδικό Θεό. Στον Τριαδικό Θεό δεν υπάρχει χρόνος, διότι σε Αυτόν δεν υπάρχει μεταβολή, αλλοίωση, αλλαγή, διαδοχή, παράταση ή επέκταση. Υπάρχει αδιάδοχη, αμετάβλητη και αναλλοίωτη στάσιμος αεικινησία (πρβλ. Άγιο Μάξιμο: «ἡ δὲ θέωσις ἐστί, καθ’ ὑπογραφῆς Λόγον πάντων τῶν χρόνων καὶ τῶν αἰώνων καὶ τῶν ἐν χρόνῳ καὶ αιἰῶνι, περιοχή καὶ πέρας»).
Ο Τριαδικός Θεός, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα κινείται μέσα στον κόσμο, τον χώρο και τον χρόνο και ασκεί την προνοητική, συντηρητική και αγιαστική Του ενέργεια. Ο Θεός μετά το αποτέλεσμα τής δημιουργικής Του ενέργειας δεν παραμένει αδρανής. Ο Θεός προνοεί για τον κόσμο, συντηρεί και κυβερνά τον κόσμο.
Οι άγιοι πατέρες απέδωσαν στην Εκκλησία τη δύναμη του εξεικονισμού της θείας παρουσίας και όχι έναν ορισμό επιστημονικού τύπου ή έναν τεχνικό όρο. Έτσι, η Εκκλησία είναι το σώμα του αναστημένου και ζώντος Χριστού. Η κεφαλή του σώματος είναι ο Χριστός και εμείς τα αγιασμένα μέλη του σώματος κατά χάριν υιοθεσίας. Η Εκκλησία κατά αγ. Μάξιμο είναι εικόνα της Βασιλείας, εικόνα του σύμπαντος κόσμου, εικόνα της ψυχής κ.τ.λ., αλλά αυτό δεν αποτελεί ορθολογική περιγραφή μιας κατάστασης, αλλά αναζωγράφιση της θεοπτικής εμπειρίας του εκκλησιοποιημένου ανθρώπου. Ο άνθρωπος κοινωνεί της θεώσεως κατά χάριν. «Αυτό που βιώνει κάποιος δεν το ορίζει, το ζει», γράφει ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι.
Ο μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας αναφέρει τα εξής κατατοπιστικά επί του θέματος: «Χαρακτηριστική θέση των ρωμαιοκαθολικών ήταν πάντοτε ότι η Εκκλησία είναι ένα είδος προεκτάσεως της Ενσαρκώσεως. Και πολλοί ορθόδοξοι το λένε αυτό, ότι δηλαδή είναι ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνες. Αυτό είναι μια θέση που διατύπωσε ο Bossuet στα περίφημα κηρύγματά του και την επαναλαμβάνουν και πολλοί ιεροκήρυκες ορθόδοξοι. Βέβαια, από μια άποψη είναι σωστό ότι η Εκκλησία είναι το σώμα του ζώντος Χριστού που παρατείνεται εις τους αιώνες, αλλά δεν είναι μόνο αυτό για μας τους ορθοδόξους. Η βάση δηλαδή δεν είναι η ιστορική συνέχεια της Ενσαρκώσεως. Κάτι τέτοιο θα ήταν θέση των ρωμαιοκαθολικών κυρίως. Οι προτεστάντες σε αντίδραση προς αυτή τη θέση υποστήριξαν ότι δεν υπάρχει στην Ιστορία συνέχεια του γεγονότος του Χριστού. Ο προτεσταντισμός υποστηρίζει την ασυνέχεια της Ιστορίας και αυτό που κάνει την Εκκλησία να είναι γνήσια Εκκλησία είναι η πιστότητα μιας κοινότητας προς τον λόγο του Θεού, κυρίως όπως εκφράζεται στην Αγία Γραφή. Αυτή, λοιπόν, η πιστότητα, είναι η ουσία της Εκκλησίας. Για τους ρωμαιοκαθολικούς, επαναλαμβάνω, η ουσία της Εκκλησίας δεν είναι η πιστότητα μιας δεδομένης κοινότητας σε μια ορισμένη στιγμή της Ιστορίας, αλλά είναι αυτή η αδιάκοπη ιστορική συνέχεια. Για μας ούτε το ένα, ούτε το άλλο είναι σωστό και επαρκές ως βάση της Εκκλησιολογίας.
Κατά την ορθόδοξη θεώρηση υπάρχει, βέβαια, ιστορική συνέχεια στην Εκκλησία και, επομένως, δε συμφωνούμε με τους προτεστάντες που ισχυρίζονται ότι δεν έχει σημασία η αποστολική διαδοχή και όλα αυτά τα πράγματα που υποστηρίζουμε και οι ορθόδοξοι. Παρόλα αυτά, υποστηρίζουμε περισσότερο την εσχατολογική πλευρά της Εκκλησίας, ότι δηλαδή η ουσία της Εκκλησίας είναι η απεικόνιση των εσχάτων. Κι αυτή την απεικόνιση των εσχάτων τη βλέπουμε κυρίως στη θεία Ευχαριστία. Για τους ορθοδόξους η Χριστολογία, δηλαδή αυτή η ιστορική συνέχεια, ή έστω και η ιστορική ασυνέχεια των δυτικών, δεν αποτελεί τη βάση της Εκκλησιολογίας. Η βάση της Εκκλησιολογίας για μας είναι ο σωστός συνδυασμός της ιστορικής συνέχειας με την απεικόνιση των εσχάτων».
Εάν λέμε πως η Εκκλησία είναι «ο Χριστός παρατεινόμενος στους αιώνες», επεισάγουμε κτιστούς όρους στην άκτιστη Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι άκτιστη, επειδή έχει προαιώνια και υπεραιώνια αρχή, αγιασμένο και τεθεωμένο σώμα, του Χριστού, αλλά και εσχατολογικό προσανατολισμό, τη Βασιλεία των ουρανών. Βέβαια, υπάρχει και η κτιστή συνιστώσα της Εκκλησίας: η ανθρωπότητα του Χριστού που προσέλαβε από την αγνή μήτρα και τα αμόλυντα αίματα της Θεοτόκου και εξαγιάσθηκε αυτοστιγμεί με την πρόσληψή της από τη θεότητα κατά την ενανθρώπηση Του ασυγχύτως, ατρέπτως και αναλλοιώτως. Επιπρόσθετα, κτιστή συνιστώσα αποτελεί και η ανθρώπινη φύση των πιστών μελών της, των κυττάρων του θεανθρώπινου αυτού οργανισμού.
Δεν υπάρχει ουράνια και επίγεια εκκλησία, όπως δογματίζουν οι ρωμαιοκαθολικοί στην προσπάθειά τους να υπερτονίσουν την καθιδρυματική διάσταση της, ώστε να τεκμηριώσουν τις αιρετικές δοξασίες του πρωτείου, του αλάθητου κ.ά. Η Εκκλησία είναι μία, άκτιστη, θεωμένη και αγία ως σώμα του ενός και Ακτίστου Λόγου. Υπάρχει η άκτιστη χάρη του Θεού που εμφορεί και διαπνέει εν Αγίω Πνεύματι την Εκκλησία. Υπάρχει η αλληλοπεριχώρηση, αλλά και η ταύτιση κανονικών και χαρισματικών ορίων της Εκκλησίας. Υπάρχει ο λόγος περί του Χριστού- η Χριστολογία και ο λόγος περί του Αγίου Πνεύματος- η Πνευματολογία και αυτά συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Ο Χριστός είναι αεί παρών στην Εκκλησία, είναι «ᾧδε ἡμῖν ἀοράτως συνῶν», αλλά την παροντοποίηση και τη νοερά αίσθηση της παρουσίας Του πραγματοποιεί η ενέργεια του Παρακλήτου σε κάθε χρόνο, σε κάθε τόπο και «ὅπου εισί δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ὄνομά Του». Η ενέργεια του Παρακλήτου μεταβάλλει τον χρόνο σε υπέρχρονη αιωνιότητα και παροντοποιεί τον Χριστό, Τον κάνει απτό, βρώσιμο και πόσιμο, ορατό και ακουστό από τη σύναξη των κατά χάριν θεών στο Μυστήριο της Ευχαριστίας, που συγκεφαλαιώνει περιεκτικώς την Ενσάρκωσή του Κυρίου.
Ο ορισμός της Εκκλησίας ως «του Χριστού παρατεινόμενου εις τους αιώνες» είναι άλλη μία απόδειξη της σύγχυσης θεολογίας και οικονομίας, που πηγάζει αιτιολογικώς απ’ ευθείας από την κακοδοξία του actus purus των ρωμαιοκαθολικών. Δηλαδή από την ταύτιση ουσίας και ενέργειας του Θεού. Η ορθόδοξη δογματική είναι σαφής: Ο Θεός ως προς την ουσία Του είναι απροσπέλαστος, ως προς τις θείες ενέργειες όμως είναι προσβάσιμος κατά χάριν, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Μ. Βασίλειος: «ἡμεῖς… ἐκ μὲν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τὸν Θεὸν ἡμῶν, τῇ δὲ οὐσίᾳ αὐτῇ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μὲν γὰρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δὲ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος». Εάν, λοιπόν, ισχυριζόμαστε ότι ο Χριστός μπορεί να παραταθεί εις τους αιώνες, ολισθαίνουμε σε διπλή δογματική δυστοπία. Γιατί, εάν παρατείνεται κατ’ ουσίαν, βλασφημούμε την απρόσιτη ουσία του επεισάγοντας αναγκαιότητα στη θεία φύση. Εάν δε εννοούμε πως ο Χριστός παρατείνεται κατ’ ενέργειαν χωρίς καμία αναφορά στην Ενσάρκωση, αλλά και στη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας, περιπίπτουμε σε πνευματομαχία και χριστομονισμό. Εάν εννοούμε ότι η άκτιστη χάρη του Θεού παρατείνεται εις τους αιώνας λέμε -στην καλύτερη περίπτωση- μισές αλήθειες. Παρατείνεται κάτι μετρήσιμο στον χρόνο. Η παράταση είναι κατηγορία του χρόνου. Παρατείνεται κάτι που έχει συγκεκριμένη διάρκεια και επιδέχεται παρατάσεως. Η Ενσάρκωση του Χριστού όμως είναι άπαξ τελεσθείσα και δεν επιδέχεται καμίας παράτασης εν χρόνω ή επέκτασης εν τόπω ή μεταβολής εν τρόπω. Αλλιώς, δε θα χρειαζόταν ο Χριστός να καταπέμψει τον άλλον Παράκλητον, το Άγιο Πνεύμα τη μέρα της Πεντηκοστής. Απλώς, θα παρέτεινε τη δική του παρουσία εν ετέρα μορφή, όπως έπραττε συχνά μεταξύ Ανάστασης και Ανάληψης.
Εκείνο που παρατείνεται στους αιώνες είναι το έλεος του Θεού. «Παράτεινον τὸ ἔλεός σου τοῖς γινώσκουσί σε», ψάλλουμε στη μεγάλη Δοξολογία. Κι αυτό για έναν και μόνον λόγο: επειδή είναι άκτιστο το έλεος, η αγάπη και η ενέργεια του Θεού, άρα υπερβαίνουν κάθε χρονικό περιορισμό και γενικά κάθε αναγκαιότητα της κτιστής φύσεως. Η μόνη αναγκαιότητα για εμάς είναι η παράταση του ελέους Του για να ζήσει ο κόσμος. Ο Χριστός δεν παρατείνεται ούτε επεκτείνεται ούτε μειώνεται ούτε αυξάνεται ούτε τρέπεται ούτε μεταβάλλεται. Ο Χριστός είναι «η κεφαλὴ ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶν τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσιν πληρουμένου». Ο Χριστός είναι «το πλήρωμα του νόμου και των προφητών», είναι «το πλήρωμα των αιώνων». Ολοκληρώνει, εκπληρώνει και εμπεριέχει τον χρόνο και τους αιώνες, αλλά και τον σκοπό της δημιουργίας τους, που είναι ο αγιασμός τους.
Περιγράφει ο άγιος Μάξιμος τα εξής για τον χρόνο και την αιωνιότητα: «αἰών… ἐστίν χρόνος, ὅταν στῇ τῆς κινήσεως, καὶ χρόνος ἐστίν ὁ αἰών, ὅταν μετρῆται κινήσει φερόμενος, ὡς εἶναι μὲν τὸν αἰῶνα χρόνον ἐστερημένον κινήσεως, τὸν δὲ χρόνον αἰῶνα κινήσει μετρούμενον». Έτσι, για παράδειγμα, το προ των αιώνων συλληφθέν Μυστήριο της Ενσαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Πατρός, αποκαλύπτεται εν χρόνω, αφού ο Θεός κινείται ευσπλαχνικά και σαρκώνεται «ίνα σώση το ανθρώπινον».
Αν πούμε ότι «η Εκκλησία είναι ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνες», άθελά μας ονομάζουμε κτιστή τη Χάρη του, αφού έχει ανάγκη επέκτασης, παράτασης ή βελτίωσης. Έτσι, η Ενσάρκωση του Χριστού παρουσιάζεται ελλιπής, ώστε να σώσει ολοκληρωτικά τον άνθρωπο. Την μέρα της Πεντηκοστής δεν πήρε παράταση η παρουσία του Κυρίου εις τους αιώνας! Εκείνη τη μέρα πραγματοποιήθηκε η υπόσχεση του Χριστού στους μαθητές πως δε θα μείνουν ορφανοί, αλλά θα καταπέμψει την ενέργεια του Παρακλήτου, που θα τους υιοθετήσει κατά χάριν, θα αισθητοποιεί την παρουσία του Χριστού εις τους αιώνες και θα τους οδηγεί εις πάσαν την αλήθειαν.
Ακόμη και στην περίπτωση που οι αιώνες συμβολίζουν θεολογικά την αιωνιότητα, ο Χριστός δεν παρατείνεται σε αυτήν, αλλά τη γεννά, τη δημιουργεί, τη συντηρεί, προνοεί και φροντίζει γι’ αυτήν ως πρωταρχική παράμετρο της Δημιουργίας. Είναι σαν να λέμε ότι ένας πίνακας ζωγραφικής είναι ο ζωγράφος παρατεινόμενος εις τους αιώνας! Άλλο πράγμα η διαχρονία της αξίας ενός δημιουργήματος και άλλο η ζωντανή ύπαρξη, η ουσία, η φύση του ζωγράφου. Άλλο το να γνωρίσω κάτι από την καλλιτεχνική ενέργεια του ζωγράφου, όπως αποτυπώνεται στο έργο του, και άλλο να αυταπατώμαι πως κοινωνώ κατ’ ουσίαν μαζί του! Πλήρης σύγχυση και ταύτιση ουσίας και ενέργειας (actus purus).
Η όποια παράταση, καλύτερα, παροντοποίηση της αίσθησης της του Χριστού παρουσίας γίνεται εν Αγίω Πνεύματι και μόνον εν τοις Μυστηρίοις της Εκκλησίας με την άκτιστη Χάρη του Θεού. Εν χρόνω και τόπω, αλλά ταυτόχρονα υπερχρονικά, εσχατολογικά και αγιοπνευματικά. Αλλιώς δεν έχει νόημα η Ανάληψη του Σωτήρος, η εκ δεξιών καθέδρα, η Πεντηκοστή, αλλά και ένδοξη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.
Ας μην σπεύσει κάποιος να προβάλει τα συγγράμματα του Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς ως αυτά που μεταλαμπαδεύουν στη σύγχρονη θεολογική γλώσσα αυτόν τον άφρονα ορισμό της Εκκλησίας. Μια προσεκτική μελέτη των κειμένων του στη συνάφειά τους αποκαλύπτει ότι η διάθεση του αγίου συγγραφέως είναι απολογητική έναντι των συγχρόνων του αιρέσεων και κακοδοξιών. Επιπρόσθετα είναι κάτι παραπάνω από εμφανής η προσήλωση του Αγίου Ιουστίνου σε όλα του τα συγγράμματα στην παύλεια εικόνα της Εκκλησίας ως σώματος με κεφαλή τον Χριστό.
Άλλωστε, την εμπεδωμένη δογματική συνείδηση των θεουμένων ανθρώπων δε δύναται να αμφισβητήσει κανείς. Αντίθετα, η δογματική επάρκεια και ιδιαίτερα η εμπειρική “χώνευση” των όρων της πίστεως απ’ όσους χρησιμοποιούν τον παραπάνω ορισμό της Εκκλησίας ως τεχνικό όρο του θεολογικού συρμού για να την ορίσουν, μάλλον στα ζητούμενα ανήκουν και όχι στα δεδομένα. Εξάλλου η Εκκλησία απέβαλε εμφρόνως και εγκαίρως την πλάνη τής κατά γράμμα ερμηνείας των κειμένων των Αγίων, αρνούμενη τη θεοπνευστία των γραφών τους, εάν αυτά δε συνάδουν και δε συντονίζονται με το consensus patrum των αγίων οικουμενικών συνόδων και τον λόγο της Αγίας Γραφής.
Περαίνοντας τον λόγο: Η Εκκλησία έχει προαιώνια καταβολή, επίγεια και σωτηριώδη για τους ανθρώπους δομή και λειτουργία, αλλά και ουράνιο προορισμό ως εικόνα των εσχάτων. Απέδρα πας ορισμός αυτής. «Ό,τι εμπίπτει στους φυσικούς νόμους αξίζει να ερευνάται, ό,τι όμως τους ξεπερνά πρέπει να περιβάλλεται με τιμητική σιωπή, όχι βέβαια επειδή τού πρέπει απομόνωση, αλλ’ επειδή αξίζει να μένει μυστήριο και να τιμάται χωρίς πολυλογίες», κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Ο Πάρης του ορθολογισμού και της εκκοσμίκευσης καιροφυλαχτεί. Οι Αχιλλείς του θείου κηρύγματος οφείλουν να αγρυπνούν. Γιατί το βέλος του χρόνου, με τις ανυπόστατες παρατάσεις και επεκτάσεις του Χριστού στον χρόνο και τους αιώνες, μπορεί να τρώσει όντως την αχίλλειο πτέρνα της δογματικής συνείδησης του κηρύσσοντος, με ολέθρια αποτελέσματα για τους αποδέκτες του κηρύγματός του. Το βιωματικό/προφητικό κήρυγμα εξάλλου είναι προϊόν θεοπτίας ή τουλάχιστον φωτισμού που υπέρκειται κάθε προσπάθειας διανοητικής περιγραφής του Μυστηρίου της Εκκλησίας.
Όταν απομονώνουμε τους θεολογικούς όρους του δόγματος από την εμπειρία της θεώσεως και στοχαζόμαστε πάνω σε αυτούς, τότε απλώς φιλοσοφούμε. Αυτήν την πρακτική ο Μέγας Βασίλειος τη χαρακτηρίζει με τη φράση πως κάποιοι «τεχνολογοῦσι καὶ οὐ θεολογοῦσι». Αντίθετα, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει ότι οι Απόστολοι εργάζονται αλιευτικώς και όχι αριστοτελικώς. Επομένως, εάν θέλουμε να επικοινωνήσουμε μέσω του κηρύγματος με τους ανθρώπους για το Μυστήριο της Εκκλησίας, ας εγκαταλείψουμε την όποια αγωνία για τον ορισμό της. Ας τους μιλήσουμε με απλά και περιγραφικά λόγια για την Εκκλησία ως το σώμα του ζώντος Χριστού. Κυρίως, όμως, εμπειρικά και βιωματικά ως αλλήλων μέλη του σώματος του Χριστού, που είναι «χθές καί σήμερον ὁ αυτός εἰς τούς αἰῶνας».