Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από όλα τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, εκείνο που έπαιξε και παίζει σημαντικότατο ρόλο στην πνευματική ζωή εκατομμυρίων χριστιανών σε ολόκληρο τον κόσμο είναι το βιβλίο των Ψαλμών. Και ασφαλώς ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει ότι αυτό οφείλεται στο περιεχόμενο του βιβλίου που καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα πνευματικών ενδιαφερόντων. Μέσα από τα 150 ποιήματα του Ψαλτηρίου υμνείται η δόξα, το μεγαλείο, η παντοδυναμία και η δικαιοσύνη του Θεού. Ακόμα, εκφράζεται η ευγνωμοσύνη των ανθρώπων προς αυτόν για το πολύπλευρο έλεός του και ο θαυμασμός τους για την ηθική διακυβέρνηση του κόσμου. Μέσα από τους ψαλμούς ο λαός δηλώνει τη μετάνοιά του για τις ανομίες του, εξομολογείται τις αμαρτίες τους, ικετεύει για βοήθεια, ευχαριστεί για τη σωτηρία από τα δεινά του και αλαλάζει από χαρά για τη θεία συμπαράσταση. Στον Ψαλτήρα επίσης διατυπώνονται οι υψηλές διδασκαλίες για τη ζωή και τον θάνατο, την αγιότητα και την αμαρτία, την κρίση και τη δικαιοσύνη, την ηθική και τη θρησκεία, την αγάπη του Θεού και την παρουσία του στην Ιστορία.
Όλα τα παραπάνω καθιστούν τον Ψαλτήρα και σήμερα ένα επίκαιρο ανάγνωσμα. Γιατί μέσα από τους Ψαλμούς δεν εκφράζονται μόνον τα συναισθήματα που πλημμυρίζουν τον ευσεβή άνθρωπό, αλλά και οι αμφιβολίες και ο σκεπτικισμός του ανθρώπου απέναντι στον Θεό. Όσα περιγράφονται σ᾽ αυτά τα ποιήματα αφορούν τον άνθρωπο σε όλο του το είναι μέσα στον κόσμο και αφορούν τις ενέργειες του Θεού μέσα σε ολόκληρη την ιστορία του κόσμου. Όταν, για παράδειγμα, ο Ψαλτήρας (ιδιαίτερα ο Ψαλμός 148) καλεί σε δοξολογία του Θεού όλα τα δημιουργήματα, τα βουνά, τα χωράφια, τα αστέρια και τα ζώα, διατυπώνει μια άποψη για τη φύση που αποκλείει τη θεώρηση του κόσμου ως υποκειμένου ανεξέλεγκτα στην ανθρώπινη εξουσία και κυρίως στην αυθαιρεσία. Κάθε δημιούργημα του Θεού έχει τη θέση του μέσα στον κόσμο που καθορίζεται από τον ίδιο το δημιουργό του. Ο άνθρωπος μπορεί να το χρησιμοποιήσει, αλλά δεν μπορεί να αλλάξει τον σκοπό του. Έτσι οι ικανότητες του ανθρώπου και όλες οι τεχνικές του δυνατότητες μπορούν να βρουν το μέτρο και τον σκοπό τους που δεν είναι άλλος από την αναγνώριση των ορίων τους μπροστά στον Δημιουργό.
Αυτός ο θεολογικός πλούτος του Ψαλτηρίου, αλλά και η ποικιλία των θεμάτων στα οποία αναφέρεται και προπάντων η δύναμη του ποιητικού του λόγου που αγγίζει τις πιο ευαίσθητες χορδές της ανθρώπινης ψυχής εξηγούν το γεγονός ότι το βιβλίο αυτό έγινε το πιο αγαπητό ανάγνωσμα Ιουδαίων και Χριστιανών και αποτέλεσε τη βάση του υμνολογίου τόσο της Συναγωγής όσο και της Εκκλησίας.
Έτσι, δεν θα πρέπει να θεωρείται τυχαίο ότι, σύμφωνα με τη λειτουργική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δεν υπάρχει εκκλησιαστική ακολουθία που να μην περιλαμβάνει τουλάχιστον τρεις ψαλμούς ενταγμένους οργανικά στο τυπικό της, και είναι το μοναδικό βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης που διαβάζεται ολόκληρο στο πλαίσιο της θείας λατρείας. Κι ακόμα, σύμφωνα με παλιά λαϊκή παράδοση των ορθοδόξων, όταν ο χριστιανός φύγει από τη ζωή, η ανάγνωση του Ψαλτηρίου παρηγορεί και συντροφεύει τους συγγενείς του στο ξενύχτι του αποχαιρετισμού. Αλλά και στην ατομική του προσευχή ο πιστός βρίσκει πάντα κάποιους ψαλμικούς στίχους για να εκφράσει καλύτερα τις σκέψεις που τον διακατέχουν, τα συναισθήματα που τον πλημμυρίζουν, τα αιτήματα στα οποία προσδοκά ανταπόκριση από τον Θεό.
Είναι κατά συνέπεια αυτονόητο ότι σε περιόδους κρίσης, όταν ο άνθρωπος νιώθει μόνος, εγκαταλειμμένος και αβοήθητος να καταφεύγει στους στίχους του Ψαλτηρίου για να βρει παρηγοριά, για να πάρει δύναμη και κουράγιο να ξεπεράσει το πρόβλημα, για να ζητήσει συμπαράσταση από τον Θεό. Το Ψαλτήρι προσφέρει στην προκειμένη περίπτωση πλήθος παραδειγμάτων που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τον άνθρωπο σε κάθε περίσταση της ζωής του, και να αποτελέσουν οδοδείκτες και συνοδοιπόρους στην προσπάθεια εξόδου του από μια κατάσταση κρίσης. Δύσκολα θα εύρισκε κανείς, για παράδειγμα, ακριβέστερη περιγραφή της φυσικής και ψυχολογικής κατάστασης του άρρωστου ανθρώπου που κατανοεί την ασθένειά του σαν τιμωρία από τον Θεό για τις αμαρτίες του από τους στίχους του Ψαλμού 37 [Μ:38]:
Μπροστά σου είναι, Κύριε, κάθε επιθυμία μου,
και δεν σου στάθηκε κρυφός ο στεναγμός μου.
Ταράχτηκε η καρδιά μου, η δύναμή μου μ᾽ εγκατέλειψε,
ως και το φως ακόμα των ματιών μου το ᾽χασα κι αυτό (στχ 10-11).
Η απελπισία που γεννά η αίσθηση του επικείμενου θανάτου αποτυπώνεται με ιδιαίτερα τραγικό τρόπο στους στίχους 4 έως 6 του Ψαλμού 87 [Μ: 88]:
Είναι γεμάτη πόνους η ζωή μου,
στον άδη πλησιάζω.
Με λογαριάζουνε σαν να ᾽μια με το ένα πόδι μες στον τάφο·
είμαι σαν άνθρωπος δίχως στήριγμα,
παρατημένος μες στους νεκρούς,
όπως οι σκοτωμένοι που κείτονται στον τάφο,
εκείνους που δεν τους θυμάσαι πια,
αυτούς που από το χέρι σου τους τίναξες.
Ο Ψαλμός 40 [Μ:41] μακαρίζει τον άνθρωπο «που νοιάζεται για τον φτωχό και για τον στερημένο», γιατί:
Ο Κύριος θα τον βοηθήσει όταν βρεθεί στου πόνου το κρεβάτι.
Εσύ θα ανατρέψεις την πορεία της αρρώστιας του (στχ 2,4).
«Ἐκ βαθέων», τέλος, απευθύνεται ο ποιητής του Ψαλμού 129 [Μ:130] στον Θεό, ρωτώντας:
Αν, Κύριε, τις ανομίες λογάριαζες,
ποιος, Κύριε, θα μπορούσε να το αντέξει;
για να δώσει στο αμέσως επόμενο ημιστίχιο τη διαβεβαίωση:
Εσύ όμως πάντα συγχωρείς (στχ 3,4).
Αλλά και στους ευχαριστήριους ύμνους αποτυπώνεται η ευγνωμοσύνη του πιστού για την ανταπόκριση του Θεού στις εκκλήσεις του και την αποκατάσταση της υγείας του. Η ευχαριστία προς τον Θεό ενός ανθρώπου που αρρώστησε βαριά και κινδύνεψε να πεθάνει αποτελεί το θέμα του Ψαλμού 29 [Μ:30]. Όπως βεβαιώνει ο ψαλμωδός:
Κύριε, Θεέ μου, με δυνατή φωνή σ᾽ επικαλέστηκα,
και με γιάτρεψες.
Κύριε, απ᾽ τον άδη έφερες πίσω τη ζωή μου,
λίγο προτού με θάψουν μ᾽ έσωσες (στχ 3-4).
Τις εμπειρίες του από τη θεία ευεργεσία περιγράφει και ο ποιητής του Ψαλμού 39 [Μ:40] στο πρώτο του μέρος (στχ 2-12):
μ᾽ ανέσυρε από της εξαθλίωσης τον λάκκο
κι απ᾽ τον βούρκο·
σε βράχο πάνω στήριξε τα πόδια μου,
οδήγησε σωστά τα βήματά μου
κι έβαλε μες στο στόμα μου πρωτόγνωρο τραγούδι,
ύμνο για τον δικό μας τον Θεό (στχ 3-4).
Σ᾽ αυτό το τραγούδι καλεί ο ψαλμωδός να συμμετάσχουν όλοι οι λαοί της γης:
Τον Κύριο δοξολογήστε όλα τα έθνη,
να τον εγκωμιάζετε όλοι οι λαοί,
γιατί η αγάπη του για μας είναι πανίσχυρη,
η αξιοπιστία του Κυρίου αιώνια διαρκεί (στχ 1-2).
Ο παραπάνω κατάλογος των παραθεμάτων θα μπορούσε να επεκταθεί ώσπου να καλύψει ολόκληρη τη συλλογή των Ψαλμών. Όμως το πιο τυπικό ίσως δείγμα μιας συνομιλίας με τον Θεό που θα μπορούσε να παραλληλιστεί με μια συνομιλία ανάμεσα στον ασθενή και στον γιατρό του αποτελεί ο Ψαλμός 12 [Μ: 13], που, σύμφωνα με τη λειτουργική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, διαβάζεται κατά την Ακολουθία του Μεγάλου Αποδείπνου. Μια καλή σχέση ανάμεσα στον ασθενή και στον γιατρό του προϋποθέτει εμπιστοσύνη. Η αίσθηση ότι βρίσκεται κανείς σε “καλά” χέρια, η βεβαιότητα ότι μπορεί κανείς να μιλήσει “ανοιχτά” στον γιατρό του και να του εκφράσει όλους τους φόβους και τις ανησυχίες του, είναι στοιχεία που επηρεάζουν αποφασιστικά το αποτέλεσμα της όποιας θεραπευτικής αγωγής. Στον συγκεκριμένο ψαλμό, όπως και σε πλήθος ικετήριων Ψαλμών, ο ποιητής απευθύνεται στον Θεό όπως ένας ασθενής στον γιατρό του παρουσιάζοντάς του όχι μόνον τα συμπτώματα της ασθένειάς του αλλά και όλα τα συναισθήματα που συνδέονται μ᾽ αυτήν, την αγωνία για την έκβαση, τις αμφιβολίες για τα αποτελέσματα της θεραπείας, την απελπισία ακόμα που γεννά ο φόβος του θανάτου, ταυτόχρονα όμως και τη βεβαιότητα ότι ο γιατρός του θα επιλέξει την καλύτερη αγωγή και την ελπίδα ότι τελικά θα σωθεί.
Ο ψαλμός συγκροτείται από τέσσερα παράπονα που απευθύνονται προς τον Θεό με τη μορφή ερωτημάτων, τρία αιτήματα με τις αντίστοιχες αιτιολογήσεις και τέσσερεις εκδηλώσεις εμπιστοσύνης στη θεία βοήθεια αλλά και χαράς για τη βέβαιη σωτηρία.
Ο ποιητής δεν αναφέρει τίποτε συγκεκριμένο ούτε για το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο ικέτης ούτε για την ταυτότητα των εχθρών του· έτσι, ο ψαλμός καθίσταται μια θαυμάσια προσευχή για κάθε περίπτωση.
Η απόγνωση του ψαλμωδού σκιαγραφείται με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο μέσα από μια σειρά τεσσάρων ερωτήσεων που όλες αρχίζουν με τη φράση «Ως πότε» και εκφράζουν τους φόβους και τις αγωνίες κάθε ανθρώπου, κάθε φορά που οι καταστάσεις της ζωής τον πιέζουν και του προκαλούν άγχος.
Το πρώτο πράγμα για το οποίο ανησυχεί ο ασθενής είναι να μην αδιαφορήσει ο γιατρός για το πρόβλημά του και την ίδια ανησυχία εκφράζει και ο ποιητής προς τον Θεό:
Ώς πότε, Κύριε, ολότελα θα με ξεχνάς;
Το ενδεχόμενο να αδιαφορήσει ο Θεός γι’ αυτόν του φέρνει θλίψη, αλλά σύντομα η θλίψη γίνεται απελπισία όταν σκέφτεται πως η αδιαφορία του Θεού μπορεί να τον οδηγήσει στον θάνατο. Έτσι, η δεύτερη παράκληση είναι να πάψει ο Θεός «να στρέφει αλλού το πρόσωπό του»:
Ώς πότε αλλού το πρόσωπό σου θα το στρέφεις;
Η έκφραση αυτή «στρέφω αλλού το πρόσωπό μου» αντιστοιχεί στη σύγχρονη νεοελληνική έκφραση «γυρίζω σε κάποιον την πλάτη». Όταν όμως υποκείμενο του «στρέφει» είναι ο Θεός, τότε η φράση αποκτά εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο και σημαίνει ότι αυτός προς τον οποίο ο Θεός γυρίζει την πλάτη του απειλείται με θάνατο. Αυτός είναι ο λόγος που στον πολύ γνωστό Ψαλμό 142 (στχ 7) ο πιστός παρακαλεί τον Θεό:
μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπʼ ἐμοῦ,
καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον.
Αυτή η απόγνωση που γεννά η συνειδητοποίηση του κινδύνου αναγκάζει τον άνθρωπο να σκεφτεί, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βρει οδό διαφυγής, να γλυτώσει από τον κίνδυνο που τον απειλεί. Αυτό το άγχος, αυτή η αγωνιώδης αναζήτηση τον γεμίζει με έγνοιες και δεν τον αφήνει να κοιμηθεί:
Ώς πότε σχέδια θα καταστρώνω μέσα μου,
έγνοιες θα ’χω στο μυαλό μου ολημερίς κι ολονυχτίς;
Ταυτόχρονα όμως αναγνωρίζει πως όσο και να φροντίσει, όσους τρόπους διαφυγής και να αναζητήσει, χωρίς τη θεία βοήθεια είναι εντελώς αδύναμος και στο έλεος των εχθρών του. Έτσι με το τελευταίο του «ως πότε» παρακαλεί τον Θεό να μην επιτρέψει να υποστεί τέτοια ήττα:
Ώς πότε ο εχθρός μου εναντίον μου θα θριαμβεύει;
Παρά τον ρητορικό τρόπο διατύπωσης του παραπόνου τού ποιητή, και ενώ δίνεται η εντύπωση ότι ο ψαλμωδός αμφισβητεί την παρουσία του Θεού στη ζωή του ή ότι διαμαρτύρεται για την απουσία του, στην πραγματικότητα διακηρύσσει την μεγάλη του πίστη στις βαθιές θεολογικές αλήθειες, ότι ο Θεός είναι πηγή της χαράς και της ευτυχίας, ότι ο Θεός είναι η πηγή της σοφίας και της σύνεσης, ότι ο Θεός είναι η πηγή της δύναμης και ότι τελικά ο Θεός είναι η πηγή της ίδιας της ζωής. Γι’ αυτό διαμαρτύρεται ο ποιητής· γιατί, όταν νιώθει ότι ο Θεός τον ξέχασε, καταλαμβάνεται από απελπισία, γιατί, όταν φοβάται πως ο Θεός αδιαφορεί γι’ αυτόν, νιώθει να τον αγγίζει το κρύο χέρι του θανάτου, γιατί, όταν δεν ξέρει σε ποιον να απευθυνθεί, ποιον δρόμο να ακολουθήσει, νιώθει τελείως χαμένος και αποπροσανατολισμένος, γιατί, όταν βρίσκεται μακριά από τον Θεό, νιώθει αδύναμος και απειλημένος.
Έτσι, στη δεύτερη στροφή του ποιήματός του απευθύνεται ο ψαλμωδός, παρακλητικά πλέον, προς τον Θεό, για να διατυπώσει καταφατικά, με τη μορφή αιτημάτων, όσα στην προηγούμενη στροφή είχε διατυπώσει αρνητικά με τη μορφή ερωτημάτων και διαμαρτυριών:
Ρίξε το βλέμμα σου σ᾽ εμένα και άκου με προσεκτικά, Κύριε, Θεέ μου.
Κράτα τα μάτια μου ανοιχτά στο φως, για να μη μ’ εύρει ο ύπνος
του θανάτου,
για να μην πει ποτέ ο εχθρός μου: «Τον νίκησα»,
κι αναγαλλιάσουν αυτοί που με καταπιέζουν αν τυχόν και κλονιστώ.
Όταν ο άνθρωπος φτάνει στο αποκορύφωμα της απελπισίας και του άγχους, τότε ο μόνος δρόμος εξόδου από την κατάσταση αυτή είναι να πέσει στα γόνατα και να στραφεί προς τον Θεό. Κάποιοι θεολόγοι και πνευματικοί πατέρες υποστηρίζουν πως μερικές φορές ο ίδιος ο Θεός οδηγεί τον άνθρωπο σε τέτοιες ακραίες καταστάσεις, για να τον βοηθήσει να συνειδητοποιήσει την αδυναμία του και να απεμπλακεί από την απόλυτη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του που τον οδηγεί στην καταστροφή. Ανεξάρτητα από το αν δέχεται κανείς την άποψη αυτή ή όχι, είναι βέβαιο ότι η προσευχή δεν είναι απλώς μια αντίδραση σε δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο πιστός, αλλά είναι και το πλέον κατάλληλο φάρμακο για την αντιμετώπιση του άγχους και της κατάθλιψης που προκαλείται από αυτό. Και είναι αυτό ακριβώς που απουσιάζει κραυγαλέα από τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουν καθημερινά την κατάθλιψη που προκαλείται από το άγχος πως δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ζωής και αυτό το άγχος δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την αντιμετώπιση των δυσκολιών που με τη σειρά της οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη κατάθλιψη και νέο άγχος. Πάρα πολλοί είναι εκείνοι που καταφεύγουν σε διάφορα σκευάσματα που θα τους δώσουν υποτίθεται δύναμη, ενέργεια, ξεκάθαρο μυαλό και δυστυχώς εξίσου πολλοί εκείνοι που προσπαθούν να βγουν από τον φαύλο κύκλο στον οποίο έχουν εγκλωβιστεί με διάφορα ψυχοφάρμακα. Στις περισσότερες περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι ακόμη χειρότερος εγκλωβισμός, ακόμη μεγαλύτερο άγχος, ακόμη περισσότερη κατάθλιψη. Η λύση που προτείνει ο ψαλμωδός είναι πολύ πιο απλή και, σύμφωνα με τις μαρτυρίες πολλών που τη δοκίμασαν, πολύ πιο αποτελεσματική· αντί να κυνηγάει κανείς τον χρόνο και να ψάχνει λύσεις στα καθημερινά προβλήματα να δώσει χρόνο στον εαυτό του και να αναφέρει τα προβλήματά του στον Θεό. Φαίνεται αντίθετο προς τον τρόπο που ο σύγχρονος άνθρωπος έχει μάθει να σκέφτεται και αναμφίβολα το ακούει κανείς με μεγάλη δυσπιστία. Δυστυχώς όμως ο μόνος τρόπος για να διαπιστώσει κανείς την αποτελεσματικότητά του είναι να εμπιστευτεί τον εαυτό του στον Θεό. Μοιάζει με βουτιά στο κενό και γι’ αυτό προϋποθέτει πίστη στον Θεό και χρειάζεται σταθερό βηματισμό.
Αυτό ακριβώς ζητάει και ο ψαλμωδός από τον Θεό με τη δεύτερη στροφή του ποιήματός του. Μετά την παράκληση, ώστε ο Θεός να τον ακούσει προσεκτικά, ζητάει να τον βοηθήσει ο Θεός να δει τα πράγματα καθαρά:
Κράτα τα μάτια μου ανοιχτά στο φως,
για να μη μ’ εύρει ο ύπνος του θανάτου.
Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο ποιητής αντιμετωπίζει κάποια θανάσιμη αρρώστια και παρακαλεί τον Θεό να μην επιτρέψει να κλείσουν τα μάτια του και να πεθάνει. Μέσα στο ποίημα όμως δεν υπάρχουν σαφείς αναφορές για το ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο ποιητής και η παραπάνω διατύπωση είναι πολύ γενικόλογη για να καταλήξει κανείς σε ασφαλή συμπεράσματα. Άλλωστε, κάθε φορά που ο άνθρωπος τυφλώνεται από τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει, κάθε φορά που αδυνατεί να αντιμετωπίσει με καθαρό μυαλό τα πράγματα και χάνει τον προσανατολισμό του, τότε κάνει λάθη, και το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να κάνει στην προκειμένη περίπτωση είναι να βγάλει τον Θεό από τη ζωή του και να προσπαθήσει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα μόνος του. Μια τέτοια επιλογή ισοδυναμεί για τον ποιητή του 12ου Ψαλμού με θάνατο, και δεν χρειάζεται, ασφαλώς, ιδιαίτερη επιχειρηματολογία για να καταλάβει κανείς ότι ο πνευματικός θάνατος είναι χειρότερος από τον βιολογικό θάνατο.
Όπως ακριβώς η αναφορά στη θανάσιμη απειλή που αντιμετωπίζει ο ποιητής δεν θα πρέπει να εκληφθεί κυριολεκτικά, αλλά ως μια παράκληση προς τον Θεό, ώστε να μην επιτρέψει να χάσει ο πιστός τον προσανατολισμό του, κατά τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να κατανοηθεί και η επόμενη αναφορά σε εχθρούς του ποιητή. Ο ψαλμωδός ζητάει την επέμβαση του Θεού:
για να μην πει ποτέ ο εχθρός μου: «Τον νίκησα»,
κι αναγαλλιάσουν αυτοί που με καταπιέζουν αν τυχόν και κλονιστώ.
Οι εχθροί που έχει να αντιμετωπίσει ο σύγχρονος άνθρωπος είναι αναρίθμητοι και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι οι άλλοι άνθρωποι ούτε βρίσκονται απέναντί του αλλά μέσα του. Είναι οι δυσκολίες της ζωής, τα οικονομικά προβλήματα, τα προβλήματα στη δουλειά, τα αδιέξοδα σε οικογενειακές καταστάσεις, αλλά και ο ίδιος του ο εαυτός πολλές φορές με τις κακές συνήθειες, με τους εγωισμούς, με τις δυστοκίες, με τις αμφιβολίες, με τις αναστολές, με όλα αυτά που στην αργκό αποκαλούνται «κολλήματα». Ο άνθρωπος παλεύει με νύχια και με δόντια να απαλλαγεί από όλα αυτά, να μην τον καταβάλλουν, να μην τον ρίξουν κάτω. Ο ποιητής γνωρίζει ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη απογοήτευση για τον άνθρωπο από το να βιώσει μια τέτοια ήττα. Γι’ αυτό παρακαλεί τον Θεό να μην επιτρέψει, ώστε να:
πει ποτέ ο εχθρός μου: «Τον νίκησα»
Γνωρίζει ο ποιητής ότι μια στιγμή αμφιβολίας, μια στιγμή κλονισμού της πίστης στη δύναμη του Θεού είναι αρκετή, για να ανακτήσουν οι δυνάμεις που κρατούν τον άνθρωπο καταπιεσμένο το χαμένο έδαφος και να ορμήσουν με ακόμη μεγαλύτερη αποφασιστικότητα εναντίον του. Γι’ αυτό παρακαλεί τον Θεό, ώστε να μην επιτρέψει να:
αναγαλλιάσουν αυτοί που με καταπιέζουν αν τυχόν και κλονιστώ.
Κι αφού ο ψαλμωδός εξέφρασε στην πρώτη στροφή του ποιήματός του το παράπονό του προς τον Θεό εκθέτοντας τα προβλήματα και τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει, κι αφού σπρωγμένος απ’ το άγχος και την αγωνία έπεσε στα γόνατα παρακαλώντας στη δεύτερη στροφή τον Θεό να επέμβει, εμφανίζεται στην τρίτη πλέον στροφή ήρεμος και βέβαιος ότι η προσευχή του έχει εισακουστεί. Έτσι, επιβεβαιώνει κατά κάποιον τρόπο τη βασική του θέση ότι η προσευχή δεν είναι απλώς μια αντίδραση σε δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο πιστός, αλλά είναι και το πλέον κατάλληλο φάρμακο για την αντιμετώπιση του άγχους και της κατάθλιψης που προκαλείται από αυτό. Είναι σε τελευταία ανάλυση ένας τρόπος ζωής, που ίσως δεν συμβιβάζεται με τον δυναμικό τρόπο που ο σύγχρονος πολιτισμός έχει μάθε να αντιμετωπίζει τα προβλήματα, στον βαθμό όμως που κάποιος θα αποφασίσει να τον δοκιμάσει, θα του προσφέρει μια ηρεμία και αγαλλίαση πρωτόγνωρη:
Αλλά εγώ στην αγάπη σου ελπίζω,
μέσα μου αγαλλίαση θα νιώθω για τη σωτηρία που μου χαρίζεις.
Στον Κύριο που μ’ ευεργέτησε θα ψέλνω,
με το ψαλτήρι θα υμνώ την παρουσία τού Κυρίου του Υψίστου.
Όπως συμβαίνει και στον παραπάνω ψαλμό, σε πλήθος άλλων ψαλμών επίσης, η περιγραφή των προβλημάτων του ποιητή είναι συνήθως γενικόλογη χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένες λεπτομέρειες, κάτι που καθιστά τους ψαλμούς αυτούς ιδανική προσευχή για όλες τις αντίξοες περιστάσεις που μπορεί να αντιμετωπίζει κανείς. Ίσως είναι και αυτός ένας λόγος της ευρύτατης χρήσης του Ψαλτηρίου ως βιβλίου προσευχών και πηγής έμπνευσης και δύναμης για πάρα πολλούς ανθρώπους. Όμως στο σημείο αυτό υπεισέρχεται ένα “αλλά”, που δύσκολα μπορεί να το παραβλέψει κανείς. Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται ο Ψαλτήρας σήμερα στις ορθόδοξες ακολουθίες μοιάζει περισσότερο με ανάγνωση για διαλογισμό ή αυτοσυγκέντρωση παρά με προσευχή. Οι περισσότεροι επαναλαμβάνουν τα λόγια κάποιου ψαλμού, που συνήθως τα ξέρουν απ᾽ έξω, μηχανικά χωρίς να προσέχουν το περιεχόμενο των λεγομένων. Ο λόγος είναι ότι οι φιλακόλουθοι χριστιανοί έχουν συνηθίσει τόσο πολύ την αρχαιοπρεπή γλώσσα των ψαλμών που δύσκολα μπορούν να αποδεχτούν την ανάγνωσή τους σε άλλη γλώσσα. Αυτό όμως δυσχεραίνει σε μεγάλο βαθμό την κατανόησή τους. Το πρόβλημα δεν είναι καινούργιο. Ήδη από τον δ´ μ.Χ. αιώνα ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας τον επιλύχνιο Ψαλμό 140 [Μ: 141], το περιεχόμενο του οποίου, μάλιστα, χαρακτηρίζει «παντὸς ζόφου ζοφωδέστερον», παρατηρεί εισαγωγικά: «Τούτου τοῦ ψαλμοῦ τὰ μὲν ῥήματα ἅπαντες, ὡς εἰπεῖν, ἴσασι, καὶ διὰ πάσης ἡλικίας διατελοῦσι ψάλλοντες τὴν δὲ διάνοιαν [ἐνίων] τῶν εἰρημένων ἀγνοοῦσιν. Ὅπερ οὐ μικρὸν εἰς κατηγορίας λόγον, τὸ καθ᾽ ἑκάστην ἡμέραν ψάλλοντας, καὶ διὰ στόματος τὰ ῥήματα προφέροντας, μὴ ζητῆσαι τῶν νοημάτων τὴν δύναμιν τῶν ἐναποκειμένων τοῖς ῥήμασιν» (PG 55:426-427). Στη δυσκολία κατανόησης του ψαλμού συντελεί αναμφίβολα ο μεγάλος αριθμός εβραϊσμών, παρ᾽ όλα αυτά διαμαρτύρεται ο ιερός πατέρας για την αδιαφορία πολλών να εντρυφήσουν στο περιεχόμενό του: «Ἀλλ᾽ ὅμως τοσοῦτον ὅντων ἀσαφῶν, ὥσπερ τινὰ ᾠδὴν ἁπλῶς παρατρέχουσιν οι πολλοί» (PG 55:427).
Η Ελληνική Βιβλική Εταιρία, αφουγκραζόμενη την ανάγκη των σύγχρονων Ελλήνων για πιο άνετη και κατά το δυνατόν πληρέστερη κατανόηση του μηνύματος της Βίβλου, και προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ποιμαντικές ανάγκες της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε επιστημονικά και θεολογικά αξιόπιστες μεταφράσεις του βιβλικού κειμένου, προχώρησε σε συνεργασία με την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην έκδοση τριών βιβλίων που παραθέτουν το πρωτότυπο κείμενο των λειτουργικών αναγνωσμάτων από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη όλων των ακολουθιών του έτους με παράλληλη μετάφρασή του στα νέα ελληνικά. Το τρίτο από τα βιβλία αυτά είναι το “Ψαλτήριον” που περιέχει τους Ψαλμούς και κυκλοφορεί με πρόλογο του Μακαριότατου Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου.
Αξιοσημείωτο στην έκδοση αυτή είναι ότι υιοθετήθηκε, παράλληλα προς τη συνήθη διαίρεση του Ψαλτηρίου σε 5 βιβλία, και η λειτουργική διαίρεση σε ‘‘Καθίσματα’’. Στα εισαγωγικά, μάλιστα του βιβλίου παρατίθεται ένα κείμενο του λειτουργιολόγου καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών κ. Φίλια με σκοπό να βοηθήσει τον ορθόδοξο πιστό και να τον ενθαρρύνει στην ανάγνωση του Ψαλτηρίου σύμφωνα με τη λειτουργική τάξη της Εκκλησίας.
Η έκδοση του βιβλίου των Ψαλμών από την Ελληνική Βιβλική Εταιρία αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος που στοχεύει στη μετάφραση σύνολου του αρχαίου ελληνικού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης στα νέα ελληνικά. Στο πρόγραμμα αυτό συνεργάστηκαν οι περισσότεροι ειδικοί σε βιβλικά θέματα καθηγητές των Θεολογικών Σχολών Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Ως βάση των εκδόσεων αυτών χρησιμοποιήθηκε το κείμενο που είχε επιμεληθεί ο αείμνηστος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Παναγιώτης Μπρατσιώτης και κυκλοφορεί ως σήμερα με έγκριση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Κατά την επανέκδοση του κειμένου αυτού από την Ελληνική Βιβλική Εταιρία έγιναν σ’ αυτό ορισμένες βελτιώσεις, τεχνικής κυρίως φύσεως. Συγκεκριμένα, για τη διευκόλυνση του αναγνώστη και την πιο άνετη παρακολούθηση της μετάφρασης που οδεύει παράλληλα προς το κείμενο, εφαρμόστηκε σ’ αυτό η διαίρεση σε παραγράφους, στροφές, στίχους και ημιστίχια. Διορθώθηκαν επίσης τυπογραφικά ή άλλα αβλεπτήματα παλαιότερων εκδόσεων, και σε ορισμένες περιπτώσεις που κρίθηκε αναγκαίο έγινε εξορθολογισμός της στίξης. Σε ό,τι αφορά στη μετάφραση ακολουθήθηκαν οι αρχές των Ηνωμένων Βιβλικών Εταιριών, σύμφωνα με τις οποίες η μετάφραση δεν πρέπει να προδίδει το ελληνικό γλωσσικό αίσθημα αλλά ούτε και να απομακρύνεται από το πρωτότυπο κείμενο. Έτσι καταβλήθηκε ιδιαίτερη προσπάθεια ώστε να αποδοθούν νοηματικά οι ποικίλοι εβραϊσμοί και άλλες δυσνόητες εκφράσεις, χωρίς όμως να χάνονται οι εικόνες που, όπως είναι γνωστό, χρησιμοποιεί συχνά η βιβλική γλώσσα. Όπου, παρά τη νοηματική απόδοση, το νόημα παραμένει δυσνόητο προτιμάται η λύση της υποσημείωσης κάποιων ερμηνευτικών σχολίων, ώστε να μην προδοθεί το πρωτότυπο με κάποια αναλυτική παράφραση που θα κατέστρεφε και τη δομή του κειμένου.
Η Ελληνική Βιβλική Εταιρία, με τη μακροχρόνια πείρα της σε θέματα μεταφράσεων της Αγίας Γραφής, με τον σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό της και προπάντων με τη συνδρομή των βιβλικών επιστημόνων των Θεολογικών Σχολών Αθηνών και Θεσσαλονίκης αλλά και σε αγαστή συνεργασία με την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, συνεχίζει να εργάζεται με υψηλό αίσθημα ευθύνης, προκειμένου στην αυγή της γ΄ μ.Χ. χιλιετίας να προσφέρει, τόσο στο ορθόδοξο πλήρωμα της Εκκλησίας στην Ελλάδα και στη διασπορά όσο και σε κάθε άνθρωπο καλής θέλησης, την πρόσβαση στο περιεχόμενο και στο νόημα του μηνύματος της Αγίας Γραφής, του μοναδικού έργου της παγκόσμιας λογοτεχνικής κληρονομιάς που διατηρεί επί δύο συνεχείς χιλιετίες την επικαιρότητά του, και που δίκαια διεκδικεί τον τίτλο «λόγος του Θεού».