Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024 | 16:46

Το Μέλλον των Θεολογικών Σπουδών

Ιωάννης Παναγιωτόπουλος
Ιωάννης Παναγιωτόπουλος
Ο Ιωάννης Αντ. Παναγιωτόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας στη Θεολογική Σχολή του ΕΚΠΑ

Του ιδίου συγγραφέα:

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η στάση της Εκκλησίας της, απέδειξαν το μέγεθος της ποιμαντικής ευθύνης του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τη σύνεση που αντιμετώπισε το Ουκρανικό Εκκλησιαστικό ζήτημα. Η μέχρι σήμερα προσκείμενη στη Μόσχα φιλορωσική ιεραρχία και ο κλήρος (γνωστή ως UOC-MP) που δεν ενώθηκαν με την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας, δυσανασχετούν και αποστασιοποιούνται, καθώς προσλαμβάνουν με ακρίβεια το περιεχόμενο του μη φιλάνθρωπου κηρύγματος του προκαθημένου της Μόσχας, και καταλαβαίνουν στο «πετσί» τους τη σημασία της «προστασίας των ορθόδοξων αξιών», που διακήρυξε η Μόσχα κατά την έναρξη της εισβολής. Οι βομβαρδισμοί αμάχων, νοσοκομείων και εκκλησιών δεν συνάδουν με την προστασία των ορθοδόξων αξιών, μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Τώρα αποκαλύπτεται ακόμη και στα μάτια των πιο «ανυποψίαστων», ότι η Εκκλησία της Ρωσίας είναι υπηρέτης του Ρωσικού Κράτους και των επιδιώξεών του. Η συμπεριφορά των εκπροσώπων της στις Πανορθόδοξες συναντήσεις, η αποχή της από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Κρήτη (2016) και η στάση της μετά την ανακήρυξη του Ουκρανικού Αυτοκεφάλου αποκαλύπτουν την στοχοθεσία τους, που περιεβλήθηκε από θεολογικό βερμπαλισμό και αφάνταστη κενολογία, αλλά υιοθετήθηκε ακρίτως από διάφορες ομάδες στην Χώρα μας.

Η θεωρία του «Ρωσικού κόσμου» και άλλες αντιστοίχου περιεχομένου αθεολόγητες, αβάσιμες και αφελής θεωρίες, που σήμερα έχουν κυριαρχήσει στο δημόσιο λόγο της Εκκλησίας της Ρωσίας, θεμελιώνουν μια πρωτοφανή πνευματική σύγχυση και υποδηλώνουν τη θεολογική πενία. Η Εκκλησία της Ρωσίας μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, δεν είχε την οξύνοια να επενδύσει στην αναγέννηση των θεολογικών γραμμάτων στη ζωή της, αντιθέτως επέλεξε την εμμονή στον τύπο, μετασχηματίζοντας το εκκλησιαστικό βίωμα σε τυπολατρία. Είναι προφανές ότι το έλλειμα θρησκευτικής ελευθερίας για περισσότερα από εβδομήντα (70) χρόνια, υποβάθμισε τὰ θεολογικά γράμματα και μετά βεβαιότητας θα χρειαστούν πολλές γενιές για να επανέλθουν εκεί που ήταν πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση (1917). Αλλά είναι θλιβερό μια Εκκλησία μαρτύρων και σπουδαίων πνευματικών αναστημάτων, να περιέρχεται σε τέτοια κατάσταση. Σταθερή ελπίδα η υπερχιλιόχρονη αγάπη του Οικουμενικού του Πατριαρχείου προς τον φιλόχριστο ρωσικό λαό.

Απέναντι σε αυτήν την θλιβερή πραγματικότητα, καθίσταται τεράστια η ευθύνη και η σημασία της Ελληνόφωνης Ορθόδοξης Θεολογίας, και κυρίως των δύο Θεολογικών Σχολών Αθήνας και Θεσσαλονίκης, που σχεδόν εδώ και δύο αιώνες συνέβαλαν στην αναγέννηση των θεολογικών γραμμάτων στην Ανατολή, επανέφεραν στο προσκήνιο την Ορθόδοξη Παράδοση και συνέδεσαν τον παραδοσιακό θεολογικό λόγο της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους σύγχρονος λεκτικούς τύπους, συμβάλλοντας ουσιαστικά στη διαποίμανση του ορθοδόξου πληρώματος, αντιμετωπίζοντας τεράστιες προκλήσεις όπως ο Εθνοφυλετισμός που υπηρέτησε το πανσλαβικό κίνημα και η αθεΐα του ιστορικού υλισμού τον 20ο αιώνα. Σήμερα η Ελληνική Πολιτεία οφείλει να υποστηρίξει και να συνδράμει εμπράκτως το έργο των Θεολογικών Σχολών, καθώς αποτελούν την πρώτη γραμμή άμυνας απέναντι σε κινήματα μισαλλοδοξίας και απανθρωπιάς.

Εντούτοις, οι Θεολογικές Σχολές Αθήνας και Θεσσαλονίκης υπέστησαν τα πειράματα και τα δεινά του Ελληνικού Πανεπιστημίου. Διαιρέθηκαν σε δύο Τμήματα (Θεολογίας και Ποιμαντικό) με την εφαρμογή του Νόμου πλαίσιο του 1982, προκειμένου να διατηρήσουν την αυτοτέλειά τους! Η διαίρεση είχε ως συνέπεια την κατά καιρούς αλλαγή του ονόματος των Τμημάτων και σειρά δυσλειτουργιών, όπως η κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των φοιτητών, η μη απορρόφηση των πτυχιούχων τους σε θέσεις αντίστοιχες προς το πτυχίο τους, και πολλά άλλα. Ταυτόχρονα, όμως, τα 40 αυτά χρόνια παρήγαγαν σπουδαίους θεολόγους, καθηγητές σήμερα στις σημαντικότερες Ορθόδοξες και μη Θεολογικές Σχολές ανά τον κόσμο, υπηρέτησαν την επιστημονική εξειδίκευση, και προσέφεραν και προσφέρουν αξιολογότατα στελέχη στην κοινωνία και την εκκλησία χωρίς καμία αμφισβήτηση. Αυτό είχε ως συνέπεια ο κοινωνικός τους αντίκτυπος να είναι πολλαπλάσιος του μεγέθους τους.

Η πρόσφατη ετήσια έκθεση της  Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘ.Α.Α.Ε.), η οποία προχώρησε σε διάφορες διαπιστώσεις για τη λειτουργία των υπαρχόντων Σχολών, έθεσε το ζήτημα της συνένωσης των Τμημάτων τους. Η συζήτηση ενισχύθηκε από τον αριθμό των εισακτέων. Αλλά ο αριθμός των εισακτέων σύμφωνα με το νέο σύστημα εξετάσεων, επέφερε γενικά στις Θεολογικές Σχολές τον αναλογικό εξορθολογισμό του αριθμού των φοιτητών σε σχέση με τη πληθυσμιακή σύνθεση των γεωγραφικών περιοχών που εδρεύουν. Και περισσότερο ενισχύει τη λειτουργία τους, παρά την υπονομεύει. Άλλωστε είναι γνωστό, ότι εξ αιτίας της πληθυσμιακής κρίσης, ο αριθμός των υποψηφίων φοιτητών από χρονιά σε χρονιά θα φθίνει. Επομένως, θα αναμένουμε αναλογική μείωση των εισακτέων σε όλα τα πανεπιστήμια. Η προσφορά, όμως, των Θεολογικών Τμημάτων δεν είναι θέμα στατιστικής, αλλά ζήτημα ουσίας.  

Και παρότι η δυνατότητα που προσφέρει η κείμενη νομοθεσία στην ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, μεταξύ των άλλων Τμημάτων να συνενώσει και τα Τμήματα των δύο ιστορικών Θεολογικών Σχολών, καθιστώντας αυτές στην πράξη μονοτμηματικές, αν και δείχνει να είναι ορθή με επιστημονικά ή στατιστικά κριτήρια, δεν έχει αντίστοιχα δομικά και λειτουργικά οφέλη. Η συνένωση θα αυξήσει τις εντάσεις και θα δυναμιτίσει το κλίμα ισορροπίας εντός των ίδιων των ιστορικών και μεγαλύτερων Πανεπιστημίων της Χώρας. Θα αποδιοργανώσει τόσο τα Προγράμματα Προπτυχιακών όσο και Μεταπτυχιακών Σπουδών  των δύο Θεολογικών Σχολών. Ο χρόνος που θα απαιτηθεί για να εξισορροπηθούν νέοι όροι λειτουργίας δεν είναι προβλέψιμος, και θα παρεμποδίσει για πολύ καιρό το έργο των Σχολών σε μια κρίσιμη για την Εκκλησία και την Πολιτεία περίοδο. Και το κυριότερο, δεν είναι λίγοι αυτοί που θα διαγνώσουν από τη συνένωση των Τμημάτων την ύπαρξη κακόβουλων σχεδίων εναντίον της Ορθοδοξίας.

Οφείλει η Πολιτεία να απαιτήσει από τις Θεολογικές Σχολές να ενισχύσουν τα υπάρχοντα Προγράμματα Σπουδών, να προχωρήσουν ακόμη και στην ίδρυση νέων Τμημάτων, και να υπηρετήσουν μέσω αυτών την υψηλή τους αποστολή. Η ενίσχυση των θεολογικών γραμμάτων είναι υπόθεση χρέους και υπηρεσίας προς τις επόμενες γενιές, καθώς η σημασία της επιρροής τους είναι πολλαπλάσια των ανθρώπων τους. Άλλωστε οι Θεολογικές Σχολές δεν φοβήθηκαν ποτέ και με παρρησία αντιμετώπισαν και τα προβλήματα του τόπου μας και πρότειναν λύσεις. Αυτό καθιστά τους πτυχιούχους τους υπερήφανους για τους σπουδές τους και καταξιωμένα στελέχη της Εκκλησίας και της Κοινωνίας μας.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ