Οι πρώτες τρείς Κυριακές του Πεντηκοσταρίου, οι Κυριακές του Πάσχα, του Θωμά και των Μυροφόρων, αναφέρονται στις συνάξεις του Χριστού με τους Μαθητές Του και στις εμφανίσεις στα πρόσωπα που πίστεψαν στον Χριστό και τον διακόνησαν. Οι επόμενες Κυριακές αναφέρονται στο στοιχείο του ύδατος, όπως η Κυριακή του Παραλύτου1, η Κυριακή της Σαμαρείτιδος2 και η Κυριακή του Τυφλού3. Το στοιχείο του ύδατος προβάλλεται επιπλέον την Παρασκευή της Διακαινησίμου με την εορτή της Ζωοδόχου Πηγής και την Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής.
Από το παραπάνω σχήμα θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τις έξι Κυριακές του μεταναστάσιμου σαρανταημέρου σε δύο θεματικές ενότητες. Στην πρώτη που περιλαμβάνει τις τρεις πρώτες Κυριακές και στη δεύτερη που περιλαμβάνει τις υπόλοιπες τρεις Κυριακές. Έτσι, στην πρώτη θεματική ενότητα παρουσιάζονται οι συνάξεις του Χριστού με τους Μαθητές και τους πρώτους πιστούς και στην δεύτερη προβάλλεται η ερμηνεία του στοιχείου του ύδατος.
Με βάση το μεταναστάσιμο εορτολογικό σχήμα το οποίο αναφέραμε, αφού το πρώτο αναφέρεται σε συνάξεις και το δεύτερο στο ύδωρ, με μια πρώτη ματιά θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το πρώτο προβάλλει την σύναξη της Θείας Ευχαριστίας και το δεύτερο την τέλεση του Βαπτίσματος.
Οι ευαγγελικές διηγήσεις αναφέρονται σε σύναξη των Μαθητών. Οι Μαθητές πραγματοποίησαν σύναξη την οποία προετοίμασαν ακολουθώντας την επαγγελία του Χριστού. Οι πρώτες συνάξεις φαίνεται να είναι εβδομαδιαίες. Πραγματοποιούνται ανά οκτώ ημέρες, «μεθ’ ἡμέρας ὀκτώ»4, κάθε Κυριακή. Κυριακή ήταν που φανερώθηκε ο Χριστός και πρωτοσυναντήθηκε με τους Μαθητές Του και πάλι Κυριακή ήρθε ξανά στη σύναξη των Μαθητών5. Η δεύτερη εμφάνιση του Χριστού στους Μαθητές, μετά από οκτώ ημέρες, εγκαινιάζει την εβδομαδιαία επανάληψη της συνάξεως, γι’ αυτό ονομάζεται και ημέρα των Εγκαινίων6.
Η πρακτική της Εκκλησίας να τελεί τη Θεία Λειτουργία κάθε Κυριακή, εικονίζει και βιώνει εκείνες τις συνάξεις. Κάθε Κυριακή η Εκκλησία ομολογεί και κηρύττει την Ανάσταση του Κυρίου7. Η πρακτική της Κυριακάτικης συνάξεως μας επιτρέπει να υποψιαστούμε το τυπικό και τελετουργικό το οποίο προφανώς ακολουθήθηκε στις μεταναστάσιμες αυτές συνάξεις.
Ο Χριστός εισέρχεται στη σύναξη δίχως να ανοίξουν οι θύρες, «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων»8, μια πράξη που παραπέμπει στις εισοδεύσεις της Θείας Λειτουργίας9. Ο Χριστός «ἔστη εἰς τό μέσον»10 της συνάξεως. Ο συσχετισμός αυτής της κινήσεως ταιριάζει με την περιγραφή της Αποκαλύψεως σε μια ευχαριστιακού χαρακτήρα ερμηνεία για το θρόνο του Θεού11 και παραπέμπει στην ανάβαση του λειτουργού αρχιερέως στο δεσποτικό θρόνο που βρίσκεται στο μέσον του Ιερού Βήματος πίσω από την Αγία Τράπεζα12.
Η πρώτη φράση του Χριστού στους Μαθητές του είναι το: «εἰρήνη ὑμῖν», όπως διασώζεται στην πρακτική της Θείας Λειτουργίας να έχει την ειρήνη ως πρώτο αίτημα («ἐν εἰρήνη τοῦ Κυρίου δεηθώμεν»), αλλά και τελευταίο («ἐν εἰρήνη προέλθωμεν»). Στις πρωτοχριστιανικές Θείες Λειτουργίες η πρώτη φράση του επισκόπου ήταν το: «εἰρήνη πᾶσι» 13.
Ακολουθεί η διδασκαλία του Χριστού στους Μαθητές και η προτροπή να κηρύξουν το Ευαγγέλιο στον κόσμο. Στην πορεία προς Εμμαούς, ο Χριστός ερμήνευε τον Μωυσή και όλους τους προφήτες14. Έτσι και στη Θεία Λειτουργία, μετά την εισόδευση και την ανάβαση στο δεσποτικό θρόνο ακολουθεί η ανάγνωση των Γραφών και η διδασκαλία.
Η ομολογία του Θωμά με την φράση: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου» παραπέμπει σε μια αρχέγονη ομολογία πίστεως15, η οποία ομολογία είναι βασικό συστατικό της Θείας Λειτουργίας.
Ποιο γεγονός μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι οι μεταναστάσιμες συναντήσεις του Χριστού και των Μαθητών Του ήταν η τέλεση της Θείας Ευχαριστίας; Σε ποιο σημείο αναφέρεται ρητά η χρήση άρτου και οίνου; Δύο χαρακτηριστικά σημεία μας επιτρέπουν την εξαγωγή βάσιμου συμπεράσματος ότι πρόκειται για την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας.
Το πρώτο είναι η επαγγελία του Χριστού κατά τον Μυστικό Δείπνο, ότι το γέννημα της αμπέλου, τον οίνο της Θείας Ευχαριστίας, θα το πιεί ξανά καινούριο με τους Μαθητές του στην Βασιλεία του Θεού, «Οὐ μή πίω ἀπ’ ἄρτι ἐκ τούτου τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὅταν αὐτό πίνω μεθ’ ὑμῶν καινόν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρός μου»16.
Η Βασιλεία του Θεού εγκαθίσταται στον κόσμο με την Ανάσταση και βιώνεται στην τέλεση της Θείας Λειτουργίας17. Γι’ αυτό η Θεία Λειτουργία εκκινεί με τη φράση: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία». Το Ποτήριο της Θείας Ευχαριστίας είναι το καινούριο γέννημα της αμπέλου18. Η Θεία Λειτουργία αποτελεί την ιστορική πραγματικότητα της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο.
Το δεύτερο σημείο που μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι ο Χριστός με τους Μαθητές του τέλεσαν τη Θεία Ευχαριστία, είναι η αναφορά του Λουκά στην πορεία προς Εμμαούς19, όταν οι Μαθητές αναγνώρισαν τον Χριστό «ἐν τῇ κλάσῃ τοῦ ἄρτου», δηλαδή στην τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, η οποία πραγματοποιήθηκε την ίδια ημέρα της Αναστάσεως, την Κυριακή20.
Επιπλέον θα μπορούσαμε να υποψιαστούμε την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας και από τις άλλες μεταναστάσιμες ευαγγελικές διηγήσεις. Τι μπορεί να δηλώνει το γεγονός ότι ο Χριστός έφαγε ψάρι ψητό και κηρύθρα από μέλι;21 ή ότι ετοίμασε στους Μαθητές ψάρι επάνω σε αναμμένα κάρβουνα και ψωμί;22. Τα Ευαγγέλια γράφονται σε μια εποχή όπου ήδη η απόκρυψη της τέλεσης της Θείας Ευχαριστίας από τους αμύητους και ο συμβολισμός του Χριστού με το σύμβολο του Ιχθύος βρίσκονται στις απαρχές τους23. Μήπως ο ιχθύς και το μέλι είναι σύμβολα που θέλουν να δηλώσουν κάτι διαφορετικό; Μήπως το ψητό ψάρι το οποίο συναντάμε στο Ευαγγέλιο του Λουκά, δηλώνει τον ψημένο άρτο, το Σώμα του Ιχθύος, του Χριστού;24
Κάτι ανάλογο μήπως υποδηλώνει η φράση στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, «ὀψάριον ἐπικείμενον καὶ ἄρτον»25, ψάρι και άρτος; Μήπως τελικά αυτό το «καὶ» ανάμεσα στις λέξεις ψάρι και άρτος, θα μπορούσε να εκληφθεί περισσότερο ως επεξηγηματικό και λιγότερο ως συνδετικό; Μήπως, δηλαδή, ονομάζεται ψάρι, Ιχθύς, ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας; Μήπως η λέξη Ιχθύς είναι ένας κωδικός μεταξύ των μυημένων για τον άρτο της Θείας Ευχαριστίας; Επιπλέον, μήπως η γλυκιά κηρύθρα υπαινίσσεται τον γλυκό οίνο; Και η ανθρακιά με τα κάρβουνα μήπως υπαινίσσεται το θυσιαστήριο; την Αγία Τράπεζα επάνω στην οποία βρίσκεται ο Ιχθύς, ο άρτος της ζωής; Ακόμη και η συκοφαντία ότι οι Απόστολοι την ημέρα της Πεντηκοστής ήταν μεθυσμένοι με κρασί, «γλεύκους μεμεστωμένοι»26, μήπως είναι παρεξήγηση από πληροφορία ότι είχε χρησιμοποιηθεί οίνος στη σύναξη των Αποστόλων για την Θεία Ευχαριστία;
Από τις ευαγγελικές διηγήσεις που περιγράφουν τις μεταναστάσιμες συναντήσεις του Χριστού με τους Μαθητές Του, τις πρώτες λειτουργικές συνάξεις, ίσως να ανιχνεύσουμε ψήγματα τα οποία μας επιτρέπουν να υποθέσουμε τον πρώτο κορμό δομής και τυπικής διατάξεως τελέσεως των πρώτων Θείων Λειτουργιών. Μια προσεκτική ανάγνωση των γεγονότων θα μπορούσε να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η σειρά αυτή αποτελεί το βασικό κορμό επάνω στον οποίο δομούνται οι Θείες Λειτουργίες οι οποίες είναι σε χρήση στην Εκκλησία μας αιώνες τώρα.
Προϋπόθεση της συμμετοχής στη Θεία Λειτουργία είναι το Βάπτισμα. Η προϋπόθεση αυτή στηρίζεται στις ευαγγελικές ρήσεις ότι, «Ἐάν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»27 και «Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται»28. Εάν λάβουμε υπ’ όψιν την υπόθεση, ότι η Βασιλεία του Θεού είναι η Θεία Λειτουργία, τότε συνεπάγεται ότι η είσοδος στη Θεία Λειτουργία προϋποθέτει την αναγέννηση εξ ύδατος και Πνεύματος, δηλαδή το Βάπτισμα.
Tο Βάπτισμα ήταν και είναι η θύρα από την οποία εισοδεύει ο άνθρωπος στη Θεία Ευχαριστία. Και όπως κάθε θύρα είναι ενσωματωμένη και μέρος του οικοδομήματος και της οικίας, έτσι και το Βάπτισμα δεν είναι κάτι ξεχωριστό, αλλά μέρος της Θείας Ευχαριστίας. Εάν, μέσα από αυτή την προοπτική ερμηνευθεί η φράση: «Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται», τότε γίνεται κατανοητό ότι σώζεται, όχι απλά εκείνος που θα βαπτισθεί (άλλωστε τι νόημα θα είχε να βρεθεί πρόσκαιρα και προσωρινά κάποιος στη θύρα) αλλά να εισέλθει στην οικία, δηλαδή εκείνος που διά της θύρας εισέρχεται στο χώρο. Κατά τον ίδιο τρόπο και εκείνος που βαπτίζεται, εισέρχεται στη Θεία Ευχαριστία. Ίσως η καλύτερη ερμηνεία του «βαπτισθείς», να αποδιδόταν με το: «ο λειτουργηθείς», εκείνος που συμμετέχει στη Θεία Ευχαριστία, εκείνος που έχει περάσει πλέον τη θύρα της βαπτίσεως. Η χρήση του 22ου ψαλμού κατά την εισόδευση των νεοφωτίστων στη Θεία Ευχαριστία δηλώνει την διασύνδεση του Βαπτίσματος και του Χρίσματος με την Θεία Ευχαριστία29.
Επειδή η Βάπτιση είναι η νέκρωση του παλαιού ανθρώπου και ανάσταση, συμμετοχή στο θάνατο και στην ανάσταση του Χριστού, γι’ αυτό συνδέθηκε άμεσα με την εορτή της Αναστάσεως, με τον εορτασμό του Πάσχα, σε τέτοιο βαθμό που καθιερώθηκε η τέλεση του Βαπτίσματος στην εορτή του Πάσχα. Καθιερώθηκαν έτσι οι ομαδικές βαπτίσεις την ημέρα του Πάσχα. Συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν η προπασχάλιος χρονική διάρκεια, η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή, να λάβει κατηχητικό και προβαπτισματικό περιεχόμενο, με σκοπό να οδηγήσει τους κατηχουμένους, τους προς το «φώτισμα ευτρεπιζομένους», στη βάπτισή τους κατά την τέλεση των ομαδικών βαπτίσεων το Πάσχα. Έτσι η τέλεση βαπτίσματος ενισχύεται στην ημέρα του Πάσχα.
Έχει υποστηριχθεί ότι, η πασχάλια εορτή ήταν αρχικά η βαπτισματική χαρά και πανήγυρις εξ αιτίας του γεγονότος τελέσεως των βαπτισμάτων. Η σύνδεση του βαπτίσματος με τον εορτασμό του Πάσχα είναι ήδη αποκρυσταλλωμένη τον Γ΄ αιώνα30.
Η πρώτη μαρτυρία περί εορτασμού του χριστιανικού Πάσχα μαζί με ψήγματα του τελετουργικού είναι η απόκρυφη «Επιστολή των Αποστόλων» του Β΄ αιώνος, η οποία αναφέρει περί της αγρυπνίας που ετελείτο με αποκορύφωμα την Θεία Ευχαριστία. Στα τέλη του Β΄ αιώνος έχουμε μια μαρτυρία από ένα ποίημα με τίτλο «περί Πάσχα» του Μελίτωνος Σάρδεων, το οποίο αναφέρει την ύπαρξη πασχαλίου ακολουθίας31. Παρόλο που από τον αρχέγονο χριστιανισμό δεν έχουν διασωθεί μαρτυρίες για ύπαρξη πασχαλίου ακολουθίας, στα τέλη του Β΄ αιώνος υπάρχουν μαρτυρίες για ύπαρξη ξεχωριστής ακολουθίας του Πάσχα. Η απουσία λεπτομερών πληροφοριών περί του πασχαλίου τελετουργικού στον προγενέστερο του Β΄ αιώνος χρόνο, δεν σημαίνει έλλειψη υπαινιγμών, πολύ περισσότερο δεν δηλώνει απουσία εορτασμού. Στα τέλη του Α΄ αιώνος ο Κλήμης Ρώμης με την παράθεση του ΛΑ΄ ψαλμού: «Μακάριοι, ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι», ενδεχομένως να υπονοεί μια μορφή βαπτισματικού τελετουργικού, στο οποίο εντασσόταν ο εν λόγω ψαλμός32.
Ένα ζήτημα της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας ήταν η αποκοπή από τον εορτασμό του ιουδαϊκού Πάσχα33, ώστε να εορτάζεται, όχι ένα παλαιό γεγονός, δηλαδή η διάβαση της Ερυθράς Θαλάσσης, αλλά το νέο γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου. Αυτό σήμαινε ότι, η διαφοροποίηση του χριστιανικού Πάσχα και η πρώιμη απεξάρτησή του και αποκοπή από το ιουδαϊκό, προέβαλε επιτακτική την ανάγκη για ύπαρξη ξεχωριστής τελετής, τελείως διαφορετικής και ανεξάρτητης34. Το μόνο που θα διατηρούσε από το παρελθόν θα ήταν το εορταζόμενο γεγονός ως προτύπωση. Ο εορτασμός της Αναστάσεως του Κυρίου υπήρχε ήδη στη ζωή των πρώτων χριστιανών με την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας και με το γεγονός του Βαπτίσματος των νέων αδελφών. Συνεπώς, ο εορτασμός του χριστιανικού Πάσχα νοηματοδοτείται από την τέλεση Θείας Ευχαριστίας και του Βαπτίσματος μαζί.
Το Πάσχα για να αποκοπεί τελείως από τον ιουδαϊκό εορτασμό, αλλά και για να αντανακλά το χριστιανικό του περιεχόμενο, την Ανάσταση του Κυρίου, όφειλε να εορτάζεται σε ημέρα που θα συνδέεται με το γεγονός. Έτσι, εορτασμός του Πάσχα και Βάπτισμα διαμορφώθηκαν σε μια νέα δομή με καινούριο περιεχόμενο. Η διαφοροποίηση του χριστιανικού Πάσχα από το ιουδαϊκό αποσαφηνίζεται ήδη από την προετοιμασία του Μυστικού Δείπνου. Η ρήση του Χριστού: «ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα τοῦτο τό πάσχα φαγεῖν μεθ’ ὑμῶν»35, δηλώνει την αποδέσμευση του χριστιανικού Πάσχα από το ιουδαϊκό36, αφού ο Χριστός επισημαίνει στους μαθητές ότι αυτό το Πάσχα δεν θα φάει με τους Ιουδαίους, αλλά με τους Μαθητές Του, θα τελέσει διαφοροποιημένο Πάσχα.
Οι αναφορές των Αποστόλων σε διηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης τις οποίες αντιλαμβάνονται ως προτυπώσεις, ενδεχομένως να αναδεικνύουν τις εορτολογικές αντιλήψεις τους για το Πάσχα. Η ερμηνεία του Παύλου για τη διάβαση της Ερυθράς Θαλάσσης ταυτίζεται με εκείνη του Ιωάννη. Ο Ιωάννης αναφέρει τη διάβαση της Ερυθράς Θαλάσσης37 και ο Παύλος στο ίδιο γεγονός διαβλέπει το Βάπτισμα38. Ο Πέτρος χρησιμοποιεί για το Πάσχα διαφορετική θεματολογία, την κιβωτό του Νώε και το γεγονός της καταστροφής. Η διήγηση του Νώε συνδέει την Βάπτιση του Χριστού, δηλαδή την εορτή των Θεοφανείων με την Ανάσταση, με τον εορτασμό του Πάσχα: «… ἐν ἡμέραις Νῶε, κατασκευαζομένης κιβωτοῦ… διεσώθησαν δι’ ὕδατος. ὅ καί ἡμᾶς ἀντίτυπον νῦν σώζει βάπτισμα». Η τυπολογία τις κιβωτού του Νώε που συνδέεται με το βάπτισμα, προεκτείνεται συγχρόνως και στο γεγονός της Αναστάσεως: «… δι’ ἀναστάσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ»39. Έτσι, ο Πέτρος αναφέρει την κιβωτό του Νώε ως προτύπωση του Βαπτίσματος και συγχρόνως συνδέει το Βάπτισμα με την Ανάσταση. Έχει υποστηριχθεί ότι οι αναφερόμενες φράσεις του Πέτρου ανήκουν σε ένα εκτενέστερο κείμενο το οποίο χαρακτηρίζεται ως βαπτισματικός ύμνος ο οποίος παραπέμπει σε λειτουργική χρήση40. Η τυπολογική σύνδεση του βαπτίσματος με την κιβωτό του Νώε χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τον Ιππόλυτο Ρώμης41, ο οποίος εστιάζει το ερμηνευτικό του ενδιαφέρον στη παρουσία περιστεράς όπως και στα Θεοφάνεια.
Το Βάπτισμα ως αιτία προσδιορισμού εορτολογικής δομής και τελετουργικής πρακτικής φαίνεται στην πρακτική διπλής τελέσεως της πασχαλινής Θείας Ευχαριστίας. Η Θεία Ευχαριστία κατά τον πασχαλινό εορτασμό τελείται δύο φορές. Μία του Μεγάλου Βασιλείου το Μέγα Σάββατο το πρωί μαζί με τον Εσπερινό της Αναστάσεως, η οποία ήταν αρχικά η νυκτερινή και ετελείτο τη νύκτα του Πάσχα για να συνοδεύσει την τέλεσή των βαπτίσεων οι οποίες ετελούντο κατά τη διάρκεια της νυκτός42. Η δεύτερη Θεία Ευχαριστία είναι του Ιωάννου του Χρυσοστόμου η οποία τελείται στη σημερινή πρακτική κατά τη διάρκεια της νύκτας43. Ενδεχομένως ο κύριος λόγος διπλής τελέσεως της Θείας Ευχαριστίας σε μία εορτή, να ήταν η πληθώρα των βαπτισμάτων, όπου η μία τέλεση να συνδεόταν με τα βαπτίσματα και η άλλη να ήταν καθαρά το αποκορύφωμα του εορτασμού. Αυτήν την πασχάλια βαπτιστική τελετουργική πρακτική με την τέλεση των δύο Θείων Ευχαριστιών τη συναντάμε και στις δύο άλλες βαπτιστικές εορτές, στα Χριστούγεννα και στα Θεοφάνεια.
Όλα τα παραπάνω μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε τη σύνδεση Βαπτίσματος και Θείας Ευχαριστίας. Η προϋπόθεση του Βαπτίσματος για την είσοδο στην Θεία Ευχαριστία, ήταν αποκρυσταλλωμένη πρακτική ήδη στην αρχέγονη Εκκλησία και σύμφωνα με την αποστολική πρακτική. Αυτό είχε και ως συνέπεια, οι χριστιανικές εορτές, το νοηματικό περιεχόμενο και το τελετουργικό τους να συνδέουν γεγονότα της ζωής του Χριστού με την τυπική διάταξη η οποία εξέφραζε συγκεκριμένο βίωμα. Έτσι, εορταζόμενο γεγονός, τελετουργικό και επίδραση στο βίωμα, συνιστούσαν ένα τρίγωνο του οποίου τα σημεία αλληλοεπιδρούσαν μεταξύ τους. Για τους πρώτους χριστιανούς, δεν υπήρχε εορτασμός Αναστάσεως, Πάσχα, δίχως την συμμετοχή στη Θεία Λειτουργία και οι πιστοί δεν συμμετείχαν στην Θεία Λειτουργία εάν η ζωή τους δεν ήταν αγαπητική κοινωνία και συγχωρητική μεταξύ τους, αφού έτσι δεν θα αντανακλούσε το εορταζόμενο γεγονός της Αναστάσεως στη ζωή τους.
Αυτή η σύνδεση και αμοιβαιότητα Θείας Λειτουργίας και Βαπτίσεως είχε ως αποτέλεσμα την νοηματοδότηση της μεταναστάσιμης περιόδου, για τον εορτασμό και την κατανόηση τόσο των λατρευτικών συνάξεων (με την αναφορά στις μεταναστάσιμες συνάξεις του Χριστού με τους Μαθητές Του) όσο και του βαπτισματικού ύδατος (με την προβολή των διηγήσεων που αφορούν το ύδωρ). Γι’ αυτό και η περίοδος του Πεντηκοσταρίου λαμβάνει ερμηνευτικό νόημα από τις λατρευτικές συνάξεις και από την διδασκαλία περί βαπτισματικού ύδατος και διακρίνεται στις δύο θεματικές ενότητες οι οποίες αναφέρθηκαν, την πρώτη που ερμηνεύει τις λατρευτικές συνάξεις σε σχέση με την Θεία Λειτουργία και την δεύτερη η οποία αναφέρεται στο ύδωρ και ερμηνεύει το μυστήριο της Βαπτίσεως.
1. Ιωάν. 5, 1-15. |
2. Ιωάν. 4, 5-42. |
3. Ιωάν. 9, 1-38. |
4. Ιωάν. 20, 26. |
5. Βλ. Γρηγόριος Παλαμάς, PG 151, 232. |
6. Βλ. Γρηγόριος Θεολόγος, PG 36, 612. |
7. Βλ. Γεώργιος Φίλιας, Λειτουργική, τομ. Α’, σ. 43. – Γρηγόριος Ιερομόναχος, Ο Εκκλησιασμός, σ. 103 κ. εξ. – Αλέξανδρος Σμέμαν, Η Εκκλησία Προσευχομένη, σ. 90-92. |
8. Ιωάν. 20, 19 κ 26. |
9. Βλ. Ιωάννης Χρυσόστομος, PG 59, 683. |
10. Ιωάν 20, 19. |
11. Αποκ. 4, 2. – Βλ. Γεώργιος Φίλιας, Η Έννοια της Όγδοης Ημέρας, σ. 56. |
12. Βλ. ενδεικτικά: Κωνσταντίνος Καλλίνικος, Ο Χριστιανικός Ναός.., σ. 128. – Γεώργιος Αντουράκης, Χριστιανική Αρχαιολογία.., σ. 204. |
13. Κλήμης Ρώμης, PG 2, 6045. – Διονύσιος Αρεοπαγίτης, PG 3, 1123. – Βλ. Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία Α’, σ. 268. |
14. Λουκ. 24, 27. |
15. Για την ερμηνεία της λέξεως «Κύριος» ως ομολογία πίστεως, βλ. ενδεικτικά: Oscar Cullmann, Οι Αρχέγονες Ομολογίες Πίστεως, σ. 42 κ. εξ. |
16. Ματθ. 26, 29. Βλ. Λουκ. 22, 16 «Λέγω γάρ ὑμῖν, ὅτι οὐ μή φάγω ἐξ αὐτοῦ ἕως ὅτου πληρωθῇ ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ». |
17. Ευτύχιος Κωνσταντινουπόλεως, PG 86, 2396. – Βλ. Γεώργιος Φίλιας, Λειτουργική, τομ. Α΄, σ. 136. |
18. Γρηγόριος Θεολόγος, PG 36, 656. (Μόνο ο Ιούδας δεν κοινώνησε από το καινούριο γέννημα της αμπέλου, αφού στον Μυστικό Δείπνο, μόλις έλαβε τον άρτο, δεν έμεινε έως το τέλος, αλλά έφυγε αμέσως. Βλ. Ευσέβιος Αλεξανδρείας, PG 86, 413). |
19. Λουκ. 24, 13-35. |
20. Βλ. Γεώργιος Φίλιας, Η Έννοια της Ογδόης Ημέρας, σ. 52-54. |
21. ΣΤ΄ Εωθινό Ευαγγέλιο. |
22. Ι΄ Εωθινό Ευαγγέλιο. |
23. Είναι η διδασκαλία της απόκρυψης, disciplina arcana. Βλ. περισσότερα στο βιβλίο μου· «Χριστόν ἐνεδύσασθε» Βάπτισμα και Θεία Ευχαριστία, εκδ. Ostracon Publishing, Θεσσαλονίκη 2019, σ. 14 κ΄ 32-33. – Ο ιχθύς ως σύμβολο δήλωνε τον Χριστό και τα γράμματα ΙΧΘΥΣ χρησιμοποιήθηκαν ως αρχιγράμματα των λέξεων Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ. |
24. Λουκ. 24, 42. Βλ. την άποψη του Αυγουστίνου· «Ὁ ἰχθὺς ὁ ἐψημένος εἶναι ὁ Χριστὸς πάσχων· καὶ αὐτὸς ὡσαύτως εἶναι ὁ ἄρτος, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς». Στο Π. Τρεμπέλας, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, εκδ. Αδελφότητος Θεολόγων «Η Ζωή», Αθήνα 1954, σ. 725. |
25. Ιωάν. 21, 9. |
26. Πράξ. 2, 13. |
27. Ιωάν. 3, 5. |
28. Μάρκ. 16, 16. |
29. Κύριλλος Ιεροσολύμων, PG 33, 1101-1104. – Δίδυμος Αλεξανδεύς, PG 39, 708. – Γρηγόριος Νύσσης, PG 46, 692. – Βλ. Γεώργιος Φίλιας, Λειτουργική, τομ. Α΄, σ. 453-454. |
30. Βλ. Κωνσταντίνος Χαραλαμπίδης, Οι Απαρχές της Χριστιανικής Τέχνης (περ. Θεολογία, 85, 3ο, Ιουλ – Σεπτ 2014), σ. 81. – Alexander Schmemann, Εξ Ύδατος και Πνεύματος, σ. 15-16. |
31. “Το Χριστιανικόν Εορτολόγιον”: Παναγιώτης Σκαλτσής, Η Εορτή του Πάσχα, σ. 103. |
32. Κλήμης Ρώμης, PG 1, 313. |
33. Ιγνάτιος Θεοφόρος, PG 5, 672 κ 701. – Βλ. Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, σ. 284. |
34. Το ιουδαϊκό βάπτισμα δεν ήταν ενιαίο, αλλά εκφραζόταν με διάφορους βαπτισματικούς καθαρμούς τους οποίους ακολουθούσαν οι διάφορες ιουδαϊκές παρατάξεις. Βλ. Γ. Φίλιας, Λειτουργική, σ. 107 κ. εξ. Για τους ιουδαϊκούς καθαρμούς βλ. Β. Βέλλας, Εβραϊκή Αρχαιολογία, σ. 188, 243 κ 252. – Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, σ. 53. |
35. Λουκ. 22, 15). |
36. Ευσέβιος Καισαρείας, PG 24, 704. |
37. Χρήστος Βούλγαρης, Ιστορία της Αρχεγόνου Αποστολικής Εκκλησίας, σ. 96-97. |
38. Πρόκλος Κωνσταντινουπόλεως, PG 65, 797b. |
39. Α΄ Πέτρ. 3, 20-22. |
40. Γεώργιος Φίλιας, Λειτουργική, τομ. Α΄, σ. 205. |
41. Ιππόλυτος Ρώμης, PG 10, 856. |
42. Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, σ. 259. |
43. Παρόλο που στη σημερινή πρακτική δεν επιτρέπεται η τέλεση δεύτερης Θείας Λειτουργίας. Όμως η πασχάλια πρακτική της διπλής τελέσεως της Θείας Λειτουργίας αναιρεί την αντίληψη περί απαγορεύσεως δεύτερης τελέσεως Θείας Λειτουργίας εντός του ιδίου εικοσιτετραώρου ή νυχθημέρου. |