Η πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών στην υπόθεση Mahmoud κατά Taylor αναδεικνύει με σαφήνεια το θεσμικό βάθος ενός ζητήματος που απασχολεί, με διαφορετικές μορφές, κάθε φιλελεύθερη έννομη τάξη: μέχρι ποιό σημείο το κράτος νομιμοποιείται να διαμορφώνει το περιεχόμενο της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και πού ακριβώς αρχίζει το δικαίωμα των γονέων να καθορίζουν την αγωγή των παιδιών τους σε ζητήματα ηθικής και πίστης;
Στην υπόθεση αυτή, η σχολική περιφέρεια επέλεξε να εισαγάγει διδακτικές ενότητες σχετικές με τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου στο πρόγραμμα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, χωρίς καμία πρόβλεψη δυνατότητας εξαίρεσης για λόγους συνείδησης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση αυτής της δυνατότητας προσκρούει στην κατοχυρωμένη ελευθερία της θρησκευτικής έκφρασης και στον θεσμικό ρόλο της οικογένειας ως πρώτου χώρου ηθικής αγωγής.
Το επίδικο δεν είναι το ίδιο το περιεχόμενο της διδασκαλίας, αλλά ο τρόπος με τον οποίο η Πολιτεία αντιμετωπίζει τη συνταγματική συνύπαρξη διαφορετικών αξιακών αφετηριών σε ένα δημοκρατικό περιβάλλον. Όταν η κρατική εκπαιδευτική πολιτική αγνοεί τη δυνατότητα εξαίρεσης σε ζητήματα συνείδησης, αλλοιώνεται η ουσία της φιλελεύθερης δημοκρατίας: το κράτος μετατοπίζεται από τη θέση του εγγυητή της πολυφωνίας στη θέση του ρυθμιστή της ενιαίας ιδεολογικής κατεύθυνσης.
Το ευρωπαϊκό πλαίσιο δεν διαφοροποιείται ως προς αυτή τη θεμελιώδη αρχή. Το άρθρο 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ ( Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) θεμελιώνει το δικαίωμα των γονέων να διασφαλίζουν την εκπαίδευση των παιδιών τους σύμφωνα με τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις. Η υποχρέωση του κράτους δεν είναι να εξαλείψει κάθε αξιακή αναφορά, αλλά να διασφαλίζει ότι η εκπαιδευτική του πολιτική σέβεται την ελευθερία στη διαφωνία.
Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με χαρακτηριστικές τις αποφάσεις στις υποθέσεις Folgerø κατά Νορβηγίας και Hasan και Eylem Zengin κατά Τουρκίας, επιβεβαιώνει ότι οι κρατικές επιλογές στον χώρο της παιδείας, ακόμη και όταν επιχειρούν να είναι πλουραλιστικές ή ουδέτερες, δεν νομιμοποιούνται να παρακάμπτουν τη συνείδηση του μαθητή και την ευθύνη του γονέα, όταν πρόκειται για πεδία θρησκευτικής ή ηθικής ευαισθησίας.
Η ελληνική έννομη τάξη έχει ήδη τοποθετηθεί ρητά ως προς τη συνταγματική θέση της θρησκευτικής αγωγής. Το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος θεμελιώνει την αποστολή της παιδείας στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών. Αυτή η αποστολή, υπό το φως της ιστορικής και πολιτισμικής ταυτότητας της χώρας, τελεί σε αρμονία με την Ορθόδοξη παράδοση. Η πλειονότητα των μαθητών των ελληνικών σχολείων είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί· η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών με αναφορά στην Ορθόδοξη πίστη αποτελεί όχι μόνο θεμιτή, αλλά και συνταγματικά προβλεπόμενη επιλογή.
Ωστόσο, η ίδια η συνταγματική τάξη επιβάλλει την κατοχύρωση του δικαιώματος στη διαφωνία. Η δυνατότητα απαλλαγής από τη διδασκαλία για λόγους συνείδησης δεν υπονομεύει τον χαρακτήρα της παιδείας, αλλά εγγυάται την ουσιαστική της νομιμοποίηση στο πλαίσιο ενός κράτους δικαίου. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, με τις αποφάσεις 660/2018 και 1749/2019, έχει διατυπώσει με σαφήνεια ότι η συνταγματικότητα της ομολογιακής διδασκαλίας προϋποθέτει την ελευθερία απαλλαγής.
Η παιδεία, επομένως, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως εργαλείο ομογενοποίησης. Το παιδί δεν είναι ουδέτερο υποκείμενο αποκομμένο από τις καταβολές του, αλλά πρόσωπο που εντάσσεται σε ένα οικογενειακό, πολιτισμικό και θρησκευτικό πλαίσιο. Η Πολιτεία, εφόσον θέλει να σέβεται τη δημοκρατική της υπόσταση, οφείλει να αναγνωρίζει και να προστατεύει αυτή τη θεμελιώδη πραγματικότητα. Η υποχρεωτικότητα στην εκπαίδευση δεν μπορεί να μετατραπεί σε μηχανισμό ιδεολογικής υπαγωγής· αντίθετα, πρέπει να λειτουργεί ως πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας με θεσμικούς όρους.
Η Mahmoud κατά Taylor δεν είναι μια απόφαση συντηρητικού χαρακτήρα· είναι απόφαση υπέρ της θεσμικής ισορροπίας. Δεν απορρίπτει την ανεκτικότητα· αντιθέτως, θέτει τις προϋποθέσεις για να είναι η ανεκτικότητα ουσιαστική: την αναγνώριση της διαφωνίας, τη δυνατότητα της εξαίρεσης και την αποτροπή της ιδεολογικής μονομέρειας. Το κράτος που σέβεται την ελευθερία της συνείδησης και την ευθύνη της οικογένειας δεν υποχωρεί από τη συνταγματική του αποστολή· την επιβεβαιώνει με τρόπο ανθεκτικό, δημοκρατικό και παιδαγωγικά δίκαιο.