Πολλές φορές όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε σοβαρά διεκκλησιαστικά ζητήματα, δίνουμε το βάρος και το ενδιαφέρον μας, στις μεγάλες υποθέσεις. Κι όχι άδικα. Άλλωστε όταν κάποιος θέλει να ασχοληθεί με θέματα που άπτονται στη λειτουργία δομών και οργανισμών σαν τα Πατριαρχεία και τις αυτοκέφαλες Εκκλησίες, με τις τόσες σύνθετες παραμέτρους που απαρτίζουν τους διοικητικούς μηχανισμούς τους, δεν έχει την «πολυτέλεια» να αφιερώσει χρόνο και ενέργεια στα λεγόμενα «μικρά». Πιστοί λοιπόν στην λογική της μικρής σημασίας στο «δέντρο» για να μην «χάσουμε το δάσος», ορισμένες φορές προσπερνάμε τον «διάβολο» που ως γνωστόν έχει ιδιαίτερη αδυναμία στις λεπτομέρειες.
Έτσι και στην περίπτωση της κηδείας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Κύπρου, προτιμήσαμε να δούμε την «μεγάλη εικόνα» πίσω από την απουσία των τεσσάρων Εκκλησιών (Ρωσίας, Σερβίας, Πολωνίας και Τσεχίας – Σλοβακίας) αποδίδοντας την επιλογή τους αυτή στην κρίση του ουκρανικού εκκλησιαστικού ζητήματος, για το οποίο ο μακαριστός είχε πάρει θέση αντίθετη με αυτή των παραπάνω Εκκλησιών η μία μάλιστα εκ των οποίων τον είχε διαγράψει, ως γνωστόν, από τα δίπτυχα της.
Όλοι λοιπόν τις μέρες εκείνες μίλησαν για την σκληρότητα της ρωσικής Εκκλησίας που αρνήθηκε να κάνει ανακωχή έστω για μια μέρα, αλλά και για την στάση των «δορυφόρων» της που επίσης φρόντισαν να απέχουν από τον πανορθόδοξο θρήνο για τον άλλοτε αδερφό και συλλειτουργό τους Χρυσόστομο, ακολουθώντας πιστά το μήνυμα που θέλησε να εκπέμψει η Μόσχα σε όλο τον κόσμο. Όμως, μεταξύ μας, ακόμη και οι πλέον ρομαντικοί δεν περίμεναν τέτοια αβροφροσύνη από την Μόσχα. Η στάση της δεν έκανε καμία εντύπωση ή τουλάχιστον καμία επιπλέον αρνητική εντύπωση. Η Μόσχα είναι αυτή που όλοι ξέρουμε κι ευτυχώς αρκετοί «γνώρισαν» τελευταία. Η Τσεχία και η Πολωνία επίσης είναι γνωστές για τις επιλογές τους. Ουδεμία έκπληξη κι από αυτές. Η Σερβία όμως είναι μια άλλη υπόθεση.
Την εποχή που αυτή η ταλαιπωρημένη χώρα της Βαλκανικής σήκωνε τον σταυρό της, πολλοί Ιεράρχες από την ελληνόφωνη Ορθοδοξία είχαν κάνει σκοπό της ζωής τους να στηρίξουν με κάθε τρόπο τον σερβικό λαό που είδε τη ζωή να χάνεται στις φλόγες του πολέμου. Τότε λοιπόν, ο Πάφου Χρυσόστομος, είχε φέρει τον «κόσμο ανάποδα» για να στηρίξει τους «Σέρβους αδελφούς». Έκανε εράνους, μάζευε τρόφιμα, αγόραζε ρούχα, φιλοξενούσε παιδιά κι οικογένειες. Ο Χρυσόστομος δεν ήταν από αυτούς που αρκέστηκαν σε λόγια συμπαράστασης και σε προσευχές ενδυνάμωσης. Άλλωστε έχοντας ο ίδιος νιώσει στο πετσί του την άγρια αίσθηση της φωτιάς του πολέμου που μερικές δεκαετίες πριν έκαιγε τον δικό του τόπο, ήξερε από πρώτο χέρι τι σημαίνει αυτή η κατάσταση.
Τα χρόνια πέρασαν. Οι φλόγες του πολέμου έσβησαν. Η Σερβία στάθηκε ξανά στα πόδια της. Η ζωή προχώρησε. Ο Χρυσόστομος δεν ήταν πια ο Πάφου αλλά ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας Κύπρου, διατηρώντας τα ίδια αισθήματα που είχε για την «αδελφή» σερβική Εκκλησία και τον λαό της. Βέβαια ορισμένες από τις αποφάσεις του, ειδικά για το ουκρανικό, ήταν διαφορετικές από αυτές της σερβικής Εκκλησίας. Αλλά οι Εκκλησίες δυστυχώς φαίνεται πως το έχουν στο DNA τους να διαφωνούν, ειδικά όταν η συζήτηση έρχεται σε θέματα διοίκησης, επικράτειας και επιρροής.
Αυτό όμως που δεν έχουν στο DNA τους, ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να έχουν, είναι η αχαριστία, η αγνωμοσύνη. Κι αυτό όχι επειδή δεν είναι πολιτικά ορθό ούτε επειδή το επιβάλλουν οι κανόνες καλής συμπεριφοράς, αλλά για τον πολύ απλό λόγο πως στην χριστιανική διδασκαλία αυτού του είδους οι συμπεριφορές θεωρούνται θανάσιμα αμαρτήματα. Κι εντάξει, οι άνθρωποι είμαστε ατελείς. Κάνουμε σφάλματα, κάνουμε αμαρτίες, ξεφεύγουμε. Οι Εκκλησίες όμως;
Όταν ο μακαριστός Μαυροβουνίου έφυγε από τη ζωή χτυπημένος από τον κορονοϊό κανείς, από τον, ας τον χαρακτηρίσουμε για τις ανάγκες της σκέψης «ελληνικό κόσμο», δεν θυμήθηκε τις κολοσσιαίες διαφωνίες που είχαν προκύψει μαζί του τα τελευταία χρόνια. «Βροχή» έπεσαν οι ανακοινώσεις, τα συλλυπητήρια και οι δηλώσεις πένθους απ’ όλους. Γιατί όλοι ένιωσαν πως έχασαν έναν φίλο, κι ας είχε ασπαστεί μια διαφορετική προσέγγιση στα πράγματα.
Κι όταν η Σερβία έχασε τον Προκαθήμενο της, επί των ημερών του οποίου η Εκκλησία της Σερβίας ανέβηκε στο «άρμα» του ρωσικού εκκλησιαστικού μεγαλοϊδεατισμού κανείς από την «άλλη πλευρά» τήρησε ασεβή στάση προς το μυστήριο του θανάτου του. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, εν μέσω πανδημίας ταξίδεψε στο Βελιγράδι για να τιμήσει τον νεκρό. Θα μπορούσε να μείνει σπίτι του σαν να μην συμβαίνει τίποτα, όπως έκανε η σερβική ιεραρχία στην περίπτωση του Κύπρου.
Για να σας προλάβω, με αυτές τις αναφορές δεν προσπαθώ να πω πως οι Έλληνες Προκαθήμενοι είναι υπεράνω αλλά πως έχουν την πρόνοια να θέτουν υπεράνω των όποιων διαφωνιών ακόμη και συγκρούσεων, κάτι πολύ μεγαλύτερο και σπουδαιότερο απ’ αυτούς. Την ενότητα της πίστης.
Πολύ φοβάμαι λοιπόν πως η Εκκλησία της Σερβίας δεν είναι απλά ο ευεργετηθείς αχάριστος της ρήσης αλλά ακόμη χειρότερα μετατρέπεται μέρα με τη μέρα, στον ασφαλέστερο εχθρό. Όχι του Οικουμενικού Πατριαρχείου ή της ελληνόφωνης ορθοδοξίας, στο πλαίσιο μιας διαμάχης ισχύος μεταξύ ελληνικού και σλαβικού κόσμου αλλά της ίδιας της πίστης. Μιας πίστης που όπως όλα δείχνουν δεν έχει πια καμία δύναμη απέναντι στα συμφέροντα.
Όταν λοιπόν μια Εκκλησία αρνείται να πει ένα απλό «Θεός σχωρέστον» για έναν άνθρωπο που την ευεργέτησε μόνο και μόνο επειδή τα συμφέροντα που υπηρετεί πλέον δεν της το επιτρέπουν, τότε πολύ φοβάμαι πως το ουκρανικό μπροστά σε όσα θα έρθουν είναι ένα απλό κρυολόγημα.