Mια συζήτηση που ξεκίνησε πριν λίγους μήνες για τον γάμο μεταξύ ανθρώπων του ίδιου φύλου έχει καταλήξει σε debate περί των σχέσεων του κράτους με την Εκκλησία. Κι από εκεί που μιλούσαμε για γάμους φτάσαμε να συζητάμε για διαζύγιο. Το οξύμωρο σε όλη αυτή την υπόθεση είναι, πως για τους θιασώτες του «διαζυγίου» της Εκκλησίας με το κράτος, το κύριο επιχείρημα είναι το ίδιο με αυτό της Εκκλησίας σε σχέση με τον γάμο των ατόμων του ίδιου φύλου. Τι λένε δηλαδή και οι δύο πλευρές; «Αυτός ο γάμος είναι αφύσικος».
Για τον γάμο που συζητάμε όλοι τελευταία νομίζω πως έχει χυθεί αρκετό μελάνι. Δεν έχω να εισφέρω κάτι περισσότερο. Για τον άλλο τον «γάμο» όμως, αυτόν που αρχίσαμε να συζητάμε για το αν και πως πρέπει να «τελειώσει» υπάρχουν πολλά που πρέπει να συζητηθούν. Και πάνω απ’ όλα η ερώτηση του «ενός εκατομμυρίου»: Τι σημαίνει χωρισμός Εκκλησίας – Κράτους;
Εάν ρωτήσουμε εκεί έξω, οι περισσότεροι θα μας πουν μια λέξη: μισθοδοσία. Πιστεύουν δηλαδή οτι χωρισμός Εκκλησίας – Κράτους είναι η διακοπή της μισθοδοσίας των κληρικών της Ελλάδας από το Ελληνικό Δημόσιο. Επίσης, για έναν ακατανόητο λόγο, θεωρούν (σ.σ. κατά βάση οι ίδιοι) πως εάν αύριο συντελεστεί αυτός ο χωρισμός οι κληρικοί δεν θα έχουν το δικαίωμα να εκφράζονται και να συμμετέχουν στον δημόσιο διάλογο. Σε μια Ελλάδα όπου η Εκκλησία θα έχει χωρίσει από το Κράτος, η Ι. Σύνοδος δεν θα μπορούσε σύμφωνα με τη συγκεκριμένη άποψη να εκδώσει την ανακοίνωση που εξέδωσε για το θέμα του γάμου μεταξύ ανθρώπων του ίδιου φύλου.
Είναι προφανές πως η επικρατούσα στις τάξεις των υποστηρικτών του χωρισμού άποψη, ειδικά ως προς το δεύτερο σκέλος είναι, ας το πω ευγενικά, εκτός πραγματικότητας. Το δικαίωμα δια να ομιλεί δεν το έχει λάβει η Εκκλησία από την σχέση της με το Κράτος αλλά από το Πολίτευμα κάτω από το οποίο λειτουργεί αυτό το Κράτος. Άρα όσοι έχουν τον «ευσεβή πόθο» για ένα «σιωπητήριο» από πλευράς Εκκλησίας, Κλήρου για να είμαστε πιο ακριβείς, μετά το «διαζύγιο», πολύ φοβάμαι πως θα μείνουν με τον πόθο.
Ως προς την μισθοδοσία τώρα. Αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο, εκτός αυτών τα οποία θα ανοίξουν όταν έρθει η ώρα να συζητήσουν τα δύο μέρη για το μέλλον της σχέσης τους. Σαφώς μπορεί να ανοίξει, «σίγουρα κάποια στιγμή θα ανοίξει» υποστηρίζουν αρκετοί, αλλά όχι στο πλαίσιο ενός διαλόγου για τον χωρισμό.
Αφού δεν είναι τα παραπάνω δυο που μονοπωλούν τις συζητήσεις κάθε φορά που αυτή η «φωτοβολίδα» σκάει πάνω από τα κεφάλια μας, τι είναι τελικά ο χωρισμός Εκκλησίας – Κράτους;
Αναφέρομαι σε αυτούς που θεωρούν επιτυχία και πρόοδο το να κατεβάσουν τις εικόνες από τα δικαστήρια και τα σχολεία και στους άλλους που θεωρούν πως η επίκληση της Αγίας τριάδας στο προοίμιο του Συντάγματος μας κάνει «πιστοποιημένη» ορθόδοξη χώρα. Χαμένοι στα απόνερα της γαλλικής επανάστασης οι μεν, κολλημένοι στην Α΄ Εθνοσυνέλευση οι δε.
Δεν βγάζει όμως πουθενά όλο αυτό. Είναι αντιπαραγωγικό. Κι επειδή η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος ανοίγει όλο και περισσότερο, με αρκετούς να θεωρούν πως στις πρώτες σελίδες και για τις πρώτες αράδες του εθνικού μας καταστατικού χάρτη θα συγκρουστούν σύντομα οι «γνωστοί – άγνωστοι» που σας περιέγραψα παραπάνω, κάποια στιγμή θα πρέπει να κάνουμε αυτήν την συζήτηση στα σοβαρά και πάνω απ’ όλα με όρους σύγχρονης πραγματικότητας.
Κοντολογίς, πρέπει να ξεκολλήσουμε.
Να αφήσουμε στην άκρη την συνθηματικού επιπέδου συζήτηση περί χωρισμού Εκκλησίας – Κράτους, να προσπαθήσουμε να κρατήσουμε έξω από το δωμάτιο που θα κουβεντιάσουμε μεταξύ μας ως λαός για το νέο μας Σύνταγμα τις ιδεοληψίες και τις εμμονές μας, να κατεβάσουμε το δάχτυλο και να σηκώσουμε τα κεφάλια μας για να αφουγκραστούμε την πραγματικότητα.
Η πνευματικότητα ενός λαού και η σχέση με την πίστη δεν δημιουργείται σε κείμενα όπως το Σύνταγμα, αλλά αποτυπώνεται σε αυτά. Ένας λαός δεν γίνεται ένθεος επειδή του το επιβάλει το Σύνταγμα του, ούτε άθρησκος, άθεος, κοσμικός ή ότι άλλο θέλετε, επειδή το γράφει ή δεν το γράφει το ίδιο κείμενο.
Πείτε πως στο Σύνταγμα γράψουμε πως «Ο ελληνικός λαός είναι ο πιο χριστιανικός λαός που πέρασε από τον πλανήτη» και οι εκκλησίες είναι άδειες, ή τ’ ανάποδο πως «Ο ελληνικός λαός δεν έχει πίστη και δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη κανενός Θεού» κι οι Εκκλησίες κάθε μέρα είναι γεμάτες μέχρι τα καμπαναριά, τί θα έχει αξία, το εκτός πραγματικότητας Σύνταγμα ή αυτό που θα βιώνουμε ως λαός;
Αν λοιπόν πρέπει να χωρίσουμε κάτι από κάτι άλλο αυτό είναι, τις εθνικές εμμονές μας από τις εθνικές ανάγκες μας, μήπως κάποτε ξαναγίνουμε τόπος του μέτρου γιατί μέχρι στιγμής… «Αλλού βαρούν τα όργανα και αλλού χορεύει η νύφη».