Κυριακή ΙΖ΄ Λουκά
(Ασώτου) Λουκά ιε΄ 11 – 32
Η παραβολή του ασώτου υιού μας φέρνει στο νου το ταξίδι του πολυμήχανου Οδυσσέα που περιπλανήθηκε σε τόπους μακρινούς γευόμενος την πίκρα και τον πόνο της ξενιτειάς και της νοσταλγίας για την πατρίδα του, για την Ιθάκη του.
Ο ευαγγελιστής Λουκάς στο σημερινό κείμενό του κάνει λόγο για έναν πατέρα, έναν πλούσιο άρχοντα που αγαπάει υπερβολικά τους δύο γιους του. Ο μικρότερος υιός είναι ο επαναστάτης της οικογένειας. Ένας ζωηρός και ευέξαπτος νέος, ένας αντιδραστικός χαρακτήρας που ασφυκτιά μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, γι’αυτό καταφεύγει στο άγνωστο, στην περιπέτεια.
Ο επηρμένος μικρότερος υιός αμφισβητεί την εξουσία του πατέρα του, απαιτεί το μερίδιο που του αναλογεί από την πατρική περιουσία και φεύγει για να ζήσει κάπου μακριά, ανεξάρτητος και ανεξέλεγκτος, με την επιθυμία να δημιουργήσει ένα δικό του κόσμο.
Ο πατέρας προβληματίζεται για την επιλογή του παιδιού του. Γνωρίζει ότι η απομάκρυνση από το σπίτι θα οδηγήσει σε περιπέτειες το γιο του, όμως δε φέρνει αντίρρηση. Σέβεται απόλυτα την επιλογή του και του δίνει το μερίδιο που του αναλογεί από την περιουσία.
Ο μικρός υιός τυφλωμένος από εγωισμό φεύγει και ταξιδεύει, «εἰς χώραν μακράν». Σε τόπους άγνωστους, αταξίδευτους, αμαρτωλούς, αφού… «ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως».
Όμως, ο ατίθασος νεαρός ξοδεύει τα χρήματά του και σύντομα απογοητεύεται. Απρόσεκτος και σπάταλος καθώς είναι, οδηγείται στην απόλυτη φτώχεια και καταρρέει ψυχικά. Οι φίλοι και οι γνωστοί τον εγκαταλείπουν. Η μοναξιά, η απελπισία και η εξαθλίωση τον αναγκάζουν να εργαστεί σε ένα στάβλο με χοίρους τρώγοντας χαρούπια.
Η αξιοπρέπειά του εκμηδενίζεται και η εικόνα του είναι φρικτή. Όλοι τον περιφρονούν και η ζωή του κινδυνεύει από την απόλυτη και σκληρή ένδεια.
Μέσα στην απελπισία του αρχίζει να σκέφτεται τι είχε και τι έχασε … «Τη μακρινή πατρίδα μου πάντα ποθώ στα ξένα. Εκεί τα χρόνια της ζωής περνούν ευλογημένα», αναφέρει σε ένα από τα ωραία και διδακτικά ποιήματά του ο Γιώργος Δροσίνης.
Ο άσωτος μετανοεί για όλες τις πράξεις του. Καταλαβαίνει ότι η επιστροφή στο σπίτι του πατέρα του, ακόμη και σαν υπηρέτης, είναι η μοναδική λύση. Με αυτές τις σκέψεις παίρνει το δρόμο της επιστροφής και πέφτει στην πατρική αγκαλιά η οποία είναι η μόνη που παρέχει ασφάλεια και αγάπη αληθινή.
Ο πατέρας αποδέχεται το παιδί του με μεγάλη χαρά και του προσφέρει ξανά τα ανεκτίμητα δώρα της μετάνοιας και της συγχώρησης, της επιστροφής και της σωτηρίας. Τον ντύνει με καθαρά ρούχα, του φοράει νέα υποδήματα και του δίνει το οικόσημο της οικογένειας, δηλαδή ένα δαχτυλίδι.
Το δαχτυλίδι συμβολίζει την αποκατάσταση της τιμής και των προνομίων που είχε πριν εγκαταλείψει την πατρική οικία. Τα υποδήματα συμβολίζουν την ελευθερία που αποκτά ξανά, μόνο οι δούλοι περπατούν ανυπόδητοι. Τα καθαρά ενδύματα συμβολίζουν την πρώτη στολή, δηλαδή την καθαρότητα που είχε πριν την απομάκρυνση και την πτώση του. Έτσι, επήλθε η αλλαγή στη ζωή του ασώτου που έγινε συνετός, αφού συνέβη σε αυτόν το… «μετεβλήθη εντός μου και ο ρυθμός του κόσμου» (Γιώργος Βιζυηνός).
Έπειτα, ο πατέρας τον καλεί να εισέλθει στο σπίτι και προστάζει τους υπηρέτες να ετοιμάσουν ένα μεγάλο εορταστικό τραπέζι, σφάζοντας μάλιστα το πιο θρεμμένο μοσχάρι για να φάνε όλοι και να εορτάσουν την επιστροφή του υιού του.
Ο μικρός υιός ομολογεί τη μετάνοιά του με μία λέξη, «πατέρα». Δε λέει συγγνώμη. Εμπιστεύεται απόλυτα τον πατέρα του : «πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου». Έτσι, ο περιπλανώμενος «Οδυσσέας» επιστρέφει στην «Ιθάκη του», στο σπίτι όπου μεγάλωσε, στην απόλυτη ασφάλεια της οικογένειάς του.
Ο μεγαλύτερος υιός καθώς επιστρέφει από την εργασία του στους αγρούς ακούει φωνές και τραγούδια. Το γεγονός αυτό τον προβληματίζει, δε γνωρίζει τι συμβαίνει και καλεί έναν από τους υπηρέτες να τον ενημερώσει σχετικά.
Όταν πληροφορήθηκε την επιστροφή του χαμένου και ξεχασμένου αδελφού του ταράχτηκε. Ο φθόνος και η ζήλεια κυρίευσαν την ύπαρξή του. Ο εργατικός, συνεσταλμένος και υπάκουος έως εκείνη τη στιγμή υιός, μετεβλήθη σε θηρίο ανήμερο.
Ο πατέρας προσπαθεί να μαλακώσει την καρδιά του μεγαλύτερου γιού που αισθάνεται αδικημένος και τονίζει την αγάπη, την πιστότητα και τη συνέπεια που επέδειξε όλα αυτά τα χρόνια και τον παρακαλεί να γίνει μέτοχος αυτής της μεγάλης χαράς.
Όμως, ο πρεσβύτερος υιός δεν επιθυμεί να γίνει μέτοχος αυτής της οικογενειακής εορτής. Η στάση και η συμπεριφορά του φανερώνει τη σκληρότητα της καρδιάς του και αποδεικνύει την έλλειψη αγάπης προς τον αδελφό του. Δε χαίρεται για τη μετάνοια και την επιστροφή του μικρότερου αδελφού στην πατρική οικία και στρέφεται αδικαιολόγητα εναντίον του πατέρα κατηγορώντας χυδαία τον ίδιο του τον αδελφό.
Η συμπεριφορά του μεγαλύτερου αδελφού είναι ύποπτη!
Ο τρόπος που αντιμετωπίζει το γεγονός της επιστροφής του αδελφού του αποκαλύπτει τις μύχιες σκέψεις και τις κρυφές επιθυμίες του. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι έως εκείνη τη στιγμή είναι ο μοναδικός και αποκλειστικός κληρονόμος της πατρικής περιουσίας.
Αναπάντητο παραμένει το ερώτημα, ποιος άνθρωπος οδήγησε στη φυγή, στην έξοδο, τον μικρότερο υιό;
Ποιος είναι εκείνος που δεν περίμενε ποτέ και δεν επιθυμούσε την επιστροφή στο σπίτι και τη σωτηρία του μικρού αδελφού;
Φίλοι μου …
Ο φιλεύσπλαχνος πατέρας είναι ο Θεός!
Ο Πατέρας που αναμένει με αγωνία και λαχτάρα την επιστροφή των χαμένων και ταλαιπωρημένων παιδιών του.
Ο δίκαιος Πατέρας που αγαπάει όλα τα παιδιά του, ειλικρινά και υπερβολικά.
Ο πικραμένος από την απόρριψη Πατέρας, του οποίου η αγκαλιά παραμένει ανοικτή για τον υιό που εγκατέλειψε το πατρικό σπίτι… «ζῶν ἀσώτως».
Ο αγαθός και συγχωρητικός Πατέρας, του οποίου η αγκαλιά είναι ανοικτή και για τον έτερο σκληρόκαρδο μεγαλύτερο υιό.
Η άνευ όρων και ορίων αγάπη του πατέρα και η απόλυτη κατανόηση προς τα παιδιά του, φανερώνει την πραγματική αγάπη και το αμέτρητο έλεος του Θεού προς τον κάθε άνθρωπο.
Ας προβληματιστούμε αγαπητοί μου!
Άλλωστε, όλοι έχουμε μία μικρή εμπειρία προσωπικής εξόδου, πνευματικής επαναστάσεως και… κάποιας περιπέτειας.
Γι’αυτό… εάν επιθυμούμε την επιστροφή στην πατρίδα μας, στην «Ιθάκη μας», ας αντιμετωπίσουμε κάθε πρόκληση και πειρασμό με θάρρος και ειλικρίνεια, όπως ο ποιητής: «Φτάνει τη χώρα που μου λες, τη γνώρισα, την είδα, τη μακρινή πατρίδα σου έχω κι εγώ Πατρίδα» (Γ. Δροσίνης).
Έχουμε πατρίδα, αδελφοί.
Η επιστροφή μας σε αυτήν είναι εφικτή, αρκεί να ομολογήσουμε τη μετάνοιά μας… ώσπερ ο άσωτος.