Με αφορμή τη μήνυση της Εθνικής Πινακοθήκης κατά του βουλευτή Νικολάου Παπαδόπουλου
Η μήνυση της Εθνικής Πινακοθήκης κατά βουλευτή του Ελληνικού Κοινοβουλίου αφορά συγκεκριμένες πράξεις που φέρονται από δημοσιεύματα να τελέστηκαν εντός του μουσείου – και όχι δημόσιες δηλώσεις ή αξιολογήσεις περί τέχνης.
Το δημοσιευθέν περιστατικό προκαλεί όχι μόνο πολιτική ή πολιτισμική αντιπαράθεση, αλλά και σοβαρό συνταγματικό προβληματισμό: πώς συνυπάρχουν, σε ένα κράτος δικαίου, η ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης και η συνταγματική προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας- πίστης, ιδίως όταν το Κράτος, μέσω των πολιτιστικών του δομών, συνδέεται θεσμικά με την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία τυγχάνει επικρατούσα θρησκεία κατά το άρθρο 3 του Συντάγματος ;
1. Ο συνταγματικός πυρήνας: άρθρα 13 και 16
Το άρθρο 13 Σ εγγυάται την απαραβίαστη ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και την ανεμπόδιστη άσκηση κάθε γνωστής θρησκείας, ενώ το άρθρο 16 Σ κατοχυρώνει την ελευθερία της τέχνης και τη μέριμνα του Κράτους για την ανάπτυξή της. Καμμία από τις δύο ελευθερίες δεν είναι απόλυτη· υπόκεινται σε θεμιτούς περιορισμούς, ιδίως όταν η άσκηση της μίας αναιρεί ή απαξιώνει θεμελιώδεις πτυχές της άλλης.
Η θεωρία έχει διατυπώσει με σαφήνεια ότι η τέχνη δεν μπορεί να λειτουργεί ως προνομιακό πεδίο ασυδοσίας, ιδίως όταν εντάσσεται σε δημόσιους θεσμούς που εκπροσωπούν ή υποστηρίζονται από το Κράτος. Η αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της θρησκευτικής ταυτότητας αποτελεί συνταγματικό αντιστάθμισμα σε κάθε καλλιτεχνική πρόκληση.
2. Το δελτίο τύπου της Ιεράς Συνόδου: θεσμική αποδοκιμασία, χαρακτηρισμός πράξεων βίας ως «αντιχριστιανικών»
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, με το δελτίο τύπου της 2ας Μαΐου 2025, καταδίκασε με σαφήνεια την προσβολή του θρησκευτικού αισθήματος, δηλώνοντας: «Ως προς την έκθεση «Η σαγήνη του αλλόκοτου», η ΔΙΣ με επιστολή της προς τους αρμόδιους (19.3.2025) χαρακτήρισε αντιχριστιανικές τις πράξεις βίας εντός της Εθνικής Πινακοθήκης και διαμαρτυρήθηκε επειδή η έκθεση διακωμωδεί το θρησκευτικό αίσθημα των ορθοδόξων χριστιανών και κακοποιεί την βυζαντινή αγιογραφία, που είναι μέρος της πολιτισμικής κληρονομιάς του Ελληνικού Λαού.
Ο πυρήνας του προβλήματος δεν είναι η ελευθερία καλλιτεχνικής έκφρασης, που αφορά τον καλλιτέχνη, αλλά οι κανόνες δεοντολογίας που δεσμεύουν το εθνικό εικαστικό Μουσείο ως δημόσιο φορέα πολιτισμού. Η Διοίκηση της Πινακοθήκης ανακοίνωσε ότι δεν επανεξετάζει την επιλογή των εκθεμάτων (16.4.2025) και, κατόπιν της επανέκθεσής τους (5.5.2025), διεξήγαγε ημερίδα διαλόγου για το θέμα (6.5.2025).
Με προαποφασισμένη την επανέκθεση, η ημερίδα αυτή λειτουργεί ως επικοινωνιακή διαχείριση μιας αδιαλλαξίας. Η ΔΙΣ απέφυγε δηλώσεις που θα μπορούσαν να οξύνουν τον φανατισμό από κάθε πλευρά. Παράλληλα, προτρέπει τους αρμοδίους να σεβαστούν την ευαισθησία του θρησκευτικού αισθήματος του Ελληνικού Λαού.»
Η δήλωση αυτή προφανέστατα δεν συνιστά επιδοκιμασία ενδεχόμενης παράνομης ενέργειας, αλλά έκφραση θεσμικής ανησυχίας για το γεγονός ότι δημόσιο πολιτιστικό ίδρυμα εκθέτει περιεχόμενο βαθύτατα προσβλητικό για τη θρησκευτική ταυτότητα της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Η παρέμβαση αυτή, θεσμικής εκκλησιαστικής προέλευσης, έχει ιδιαίτερη νομική βαρύτητα, διότι θεωρήθηκε ότι επισημαίνει τυχόν ανεπάρκεια προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας από δημόσιες προσβολές, ιδίως όταν αυτές προέρχονται από θεσμικά κατοχυρωμένους φορείς πολιτισμού.
3. Νομολογία: όρια καλλιτεχνικής ελευθερίας και προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας- πίστης
Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει θέσει τις παραμέτρους: η καλλιτεχνική ελευθερία δεν είναι υπεράνω της ανάγκης προστασίας της θρησκευτικής ειρήνης. Ενδεικτικά στην υπόθεση Otto-Preminger-Institut κατά Αυστρίας (1994), κρίθηκε πως κράτος μέλος μπορούσε να απαγορεύσει προβολή σατιρικού φιλμ που πρόσβαλε τον Χριστιανισμό. Ανάλογα αποφάσισε και στην υπόθεση Wingrove κατά Ηνωμένου Βασιλείου (1996).
Στην ελληνική έννομη τάξη, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει επανειλημμένα τονίσει ότι το Σύνταγμα αναγνωρίζει ιδιαίτερη σχέση μεταξύ Κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας, όχι υπό την έννοια προνομιακής μεταχείρισης, αλλά ως ιστορική και πολιτισμική πραγματικότητα. Επομένως, τα δημόσια όργανα του Κράτους έχουν υποχρέωση να μην εμπλέκονται σε πράξεις που ευθέως προσβάλλουν την πίστη ή τα σύμβολα και της επικρατούσας θρησκείας.
4. Συμπεράσματα
Η περίπτωση της Εθνικής Πινακοθήκης αποτελεί αφορμή νομικού διαλόγου, καθότι αναδεικνύει τον προβληματισμό για τη στάση του Κράτους όταν μέσω των οργάνων του εκθέτει περιεχόμενο που προκαλεί προσβολή της θρησκευτικής πίστης της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Η προστασία της τέχνης είναι απαράγραπτο στοιχείο μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας. Δεν μπορεί, όμως, να λειτουργεί ως μέσο πρόκλησης ή απαξίωσης της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης μέσα από δημόσια θεσμική οδό. Η αναζήτηση ισορροπίας εντός του Κράτους Δικαίου μεταξύ καλλιτεχνικής ελευθερίας και σεβασμού της θρησκευτικής ταυτότητας του λαού αποτελεί δοκιμασία της συνταγματικής ωριμότητας κάθε κράτους δικαίου.
Σε τελική ανάλυση, η Δημοκρατία δεν απειλείται από την τέχνη, ούτε και από τη θρησκεία. Απειλείται όταν ο διάλογος μεταξύ των δύο μετατρέπεται σε αντιπαλότητα χωρίς θεσμικούς κανόνες και όταν τα δημόσια ιδρύματα εμπλέκονται επιθετικά αντί να λειτουργούν ως γέφυρες κατανόησης και παιδείας.