Ο 20ός αιώνας για την Ορθόδοξη θεολογία υπήρξε μία λαμπρή περίοδος ανανέωσης και εργώδους προσπάθειας να συναντήσει και να διαλεχθεί με τον κόσμο και τον πολιτισμό της νεωτερικότητας. Στην Ελλάδα η γόνιμη αυτή στροφή πραγματοποιήθηκε κατά τη δεκαετία του 1960-1970, οι απαρχές της, όμως, ξεκίνησαν ήδη από τη θεολογική γενιά του 1930.
Το Α΄ Συνέδριο Ορθόδοξης Θεολογίας στην Αθήνα το 1936, αλλά και η δημιουργική πρόσληψη των ανανεωτικών θεολογικών κινημάτων στην Ευρώπη, προώθησαν σταδιακά την επανασύνδεση της ελληνικής Ορθόδοξης Θεολογίας με τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας και τη συγκρότηση ενός νέου θεολογικού παραδείγματος. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 εμφανίζεται η παρακμή και συρρίκνωση του ρόλου των χριστιανικών οργανώσεων και αδελφοτήτων και από τα τέλη της ίδιας δεκαετίας ακολουθεί η άνθιση του μοναχισμού του Αγίου Όρους. Στις επόμενες δεκαετίες η ανανέωση του μοναχισμού θα εξακτινωθεί πλέον όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ορθοδοξία ανά τον κόσμο.
Οι δύο Θεολογικές Σχολές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης αναδεικνύουν μια σύγχρονη και ανανεωμένη θεολογία η οποία πρωταγωνιστεί σε ολόκληρο τον Ορθόδοξο κόσμο. Το 1976 πραγματοποιείται με μεγάλη επιτυχία το Β΄ Συνέδριο Ορθόδοξης Θεολογίας. Πάνω από 150 Έλληνες και πολλοί ξένοι Ορθόδοξοι θεολόγοι από όλες τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες και θεολογικές σχολές και από τη λεγόμενη διασπορά στην Ευρώπη και στην Αμερική εργάστηκαν σε ομάδες και σε γενικές συνεδρίες από τις 12 έως τις 29 Αυγούστου του 1976 με γενικό θέμα «Η Θεολογία της Εκκλησίας και η πραγμάτωσή της σήμερα».
H ανάδειξη των θεμελιωδών προϋποθέσεων της πατερικής θεολογίας, οι λειτουργικές εκδόσεις και σπουδές, η ευχαριστιακή και κοινοτική συγκρότηση της Εκκλησίας, η περί θεώσεως του ανθρώπου διδασκαλία, η θεολογία του προσώπου, το ευχαριστιακό και ασκητικό ήθος της Εκκλησίας, η θεολογία και η τέχνη της εικόνας, η ασκητική και μυστική θεολογία, η άνθιση του μοναχικού βίου, το ενδιαφέρον για την εκκλησιολογία και τον οικουμενικό διάλογο, αλλά και ο διάλογος με τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό, αποτελούν τους κύριους άξονες και τα βασικά θέματα της μεταπολεμικής θεολογίας. Μέσα στο κλίμα αυτό της ανανέωσης της σύγχρονης Ορθόδοξης Θεολογίας εγκαινιάζονται και οι Πανορθόδοξες προσυνοδικές διασκέψεις που ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1960 στη Ρόδο και συνεχίστηκαν κατόπιν στο Σαμπεζύ της Γενεύης.
Πρωτοποριακά θεολογικά περιοδικά και σημαντικές εκδόσεις εμφανίζονται στον εκκλησιαστικό αλλά και στον δημόσιο χώρο, επιχειρώντας να εκφράσουν την Ορθόδοξη θεολογική μαρτυρία της Εκκλησίας. Θεολόγοι, διανοούμενοι, λογοτέχνες συνομιλούν και καταθέτουν γόνιμες ερμηνευτικές προσεγγίσεις για την Ορθόδοξη Παράδοση της Εκκλησίας. Για πρώτη φορά δημοσιεύονται θεολογικά δοκίμια σε μία δόκιμη και ζωντανή δημοτική γλώσσα και εμφανίζονται ποικίλα και ενδιαφέροντα αφιερώματα. Για τα μέτρα της εποχής, επρόκειτο για μια εκπληκτική προσπάθεια διαλόγου της Ορθοδοξίας με τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό.
Χρειάζεται άνοιγμα και σταθερή προοπτική συνεργασίας με τις άλλες Ορθόδοξες θεολογικές σχολές ανά τον κόσμο, περαιτέρω επιστημονικές συνεργασίες και ανταλλαγή καλών πρακτικών με τις θεολογικές σχολές των άλλων χριστιανικών παραδόσεων.
Ωστόσο, η κίνηση επιστροφής στην Παράδοση και η εκλαΐκευση της πατερικής θεολογίας προκάλεσε ένα είδος αγκύλωσης στο γράμμα της πατερικής γραμματείας, εμφανίζοντας μια σειρά από παθογένειες της σύγχρονης ελληνικής Ορθόδοξης Θεολογίας. Ορισμένα ρεύματα της σύγχρονης Ορθοδοξίας εξωραΐζουν και ανακατασκευάζουν ιδεολογικά το ένδοξο παρελθόν του Βυζαντίου σε μια κλειστή, ανιστορική και απολύτως συντελεσμένη διάσταση και νοσταλγική αναπόληση της Παράδοσης. Ο εθνοκεντρικός χαρακτήρας κατανόησης της Ορθοδοξίας, ο φονταμενταλιστικός τρόπος πρόσληψης της πατερικής θεολογίας, η κατά καιρούς έξαρση ενός έντονου αντιδυτικισμού, η έλλειψη ενδοορθόδοξης ενότητας και συνεργασίας, η εν πολλοίς γραφειοκρατική και εκ των άνω εκκλησιολογία, η έλλειψη ουσιαστικού ενδιαφέροντος για την προώθηση του διαχριστιανικού διαλόγου, η αδράνεια και αδιαφορία για τα μεγάλα και συστημικά προβλήματα του σύγχρονου κόσμου, η έλλειψη αλληλεπίδρασης της θεολογίας με την ποιμαντική πράξη, η αδύναμη θέση των λαϊκών στην Εκκλησία είναι πλέον κοινά χαρακτηριστικά σε πολλές τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Ωστόσο, πέρα από τις συντηρητικές και φονταμενταλιστικές αυτές τάσεις στη σύγχρονη Ορθοδοξία, οι οποίες εμφανίστηκαν ιδιαίτερα έντονες κατά την περίοδο της πανδημίας, στην Ελλάδα υπάρχουν εν εξελίξει σημαντικά ανανεωτικά θεολογικά ρεύματα, τα οποία προωθούν και επεκτείνουν γόνιμα και δημιουργικά τη θεολογική αναγέννηση του 20ού στον 21ο αι. Εκτός από την ομολογιακή εσωστρέφεια, τον τοπικισμό και την ιστορική αδράνεια, ο 21ος αι. εμφανίζει νέα θεολογικά ρεύματα και τάσεις δημιουργικής εξόδου από μία παραδοσιαρχική και στατική αντίληψη της σύγχρονης Ορθοδοξίας. Η έμφαση εδώ βρίσκεται στην εμπνευσμένη επικαιροποίηση της Παράδοσης, στην εργώδη και κριτική θεολογική σπουδή, στην προφητική διάκριση της ιστορίας, στην ποιμαντική της καταλλαγής και της συμφιλίωσης, στη συνάντηση της θεολογίας με τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό, στην πρόσληψη και μεταμόρφωσή του.
Στις αρχές του 21ου αι. η Εκκλησία της Ελλάδος σε συνεργασία με τις Θεολογικές Σχολές ξεκίνησε έναν ευρύτατο θεολογικό διάλογο για τη λειτουργική αναγέννηση και ανανέωση της λατρείας με σημαντικά συνέδρια και εκδόσεις. Ατυχώς, ο διάλογος αυτός παρέμεινε σε επίπεδο ειδικών και δεν προχώρησε σε συγκεκριμένες προτάσεις. Ωστόσο, η δυναμική του υφίσταται ακόμη, οι επιδράσεις του είναι ορατές, χρειάζεται να διευθυνθεί και να προχωρήσει σε γόνιμες και επίκαιρες προτάσεις για την ανακαίνιση της λειτουργικής και κοινοτικής ζωής της Εκκλησίας.
Οι Θεολογικές Σχολές κινούνται σταθερά, αν και αργά, μεταξύ παράδοσης και ανανέωσης. Παρά τα συχνά θεσμικά προβλήματα, οι θεολογικές σπουδές στην Ελλάδα πραγματοποιούν πλέον ελπιδοφόρα και γόνιμα ανοίγματα. Άλλωστε, παρά τα ποικίλα προβλήματα, οι Θεολογικές Σχολές με τη θεσμική και διαχρονική λειτουργία τους, καθώς και με το επιστημονικό έργο τους, διαδραμάτισαν καίριο ρόλο στη διασφάλιση της συνοχής και συνέχειας της θεολογικής ανανέωσης. Το ίδιο θεωρούμε ότι θα συμβεί και κατά τον 21ο αι. Όταν οι προσωποπαγείς προσπάθειες για κάποιο λόγο τερματίζονται, οι Θεολογικές Σχολές είναι αυτές που εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη πρόοδο και τη συνοχή της θεολογικής ανανέωσης. Το μεγάλο διεθνές συνέδριο της Θεολογικής Σχολής των Αθηνών που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2024 επιχείρησε να αναδείξει, να διερευνήσει και να συμβάλει στα καίρια ζητήματα και προβλήματα που απασχολούν την Ορθόδοξη Θεολογία σε πανορθόδοξο επίπεδο κατά τον 21ο αιώνα.
Σήμερα, χρειάζεται να προχωρήσουμε στην άμβλυνση των αντιθέσεων μεταξύ θεσμικής και χαρισματικής εκκλησιολογίας που εντάθηκαν με το φαινόμενο του γεροντισμού από τη δεκαετία του 1980 και εξής μέσα από μία ριζοσπαστική θεολογική κριτική των ακροτήτων και απολυτοποιήσεων είτε του θεσμικού είτε του χαρισματικού στοιχείου.
Μια νέα θεολογική γενιά τα τελευταία 30 χρόνια επιχειρεί ρηξικέλευθα έναν πιο κριτικό και παρεμβατικό θεολογικό λόγο στην προσπάθειά της να συνθέσει τη μεταπολεμική θεολογία του 20ού αι. με τις νέες κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες του 21ου αι. Στο πλαίσιο αυτό η νέα θεολογική γενιά δεν εξέλαβε αξιωματικά τις θέσεις και τις προτεραιότητες της μεταπολεμικής θεολογίας ως αυτονόητες και περίκλειστες αλήθειες, αλλά επιχείρησε να τις καταστήσει εργαλεία επαφής, διαλόγου και μαρτυρίας με τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό. Η νέα αυτή γενιά των Ελλήνων Θεολόγων αναζητά τον βηματισμό της μεταξύ παράδοσης και ανανέωσης, συνέχειας και ασυνέχειας, εμφανίζοντας ενδιαφέρουσες και ρηξικέλευθες θεματικές.
Στις νέες συνθήκες του 21ου αιώνα και μάλιστα στην παρούσα αβέβαιη και μεταβατική παγκόσμια συγκυρία όπου όλα δείχνουν ότι ο σύγχρονος άνθρωπος επιχειρεί εκ νέου ένα είδος αποθέωσης του στην ιστορία και στον πολιτισμό του, αυτή τη φορά μέσω της προηγμένης ψηφιακής τεχνολογίας και της Τεχνητής Νοημοσύνης και μάλιστα σε έναν κόσμο ο οποίος διαιρείται μέσα από συνεχείς διαμάχες και συγκρούσεις, η Ορθόδοξη Θεολογία χρειάζεται να είναι δυναμικά και εμπνευσμένα παρούσα. Στον διαρκώς διαιρούμενο και ποικιλοτρόπως σπαρασσόμενο κόσμο μας, η Ορθόδοξη Θεολογία οφείλει να ερμηνεύσει εκ νέου το όραμα και το βίωμα της Εκκλησίας για το νόημα της εν Χριστώ ζωής, φωτίζοντας συνάμα και τα ανθρωπολογικά αδιέξοδα της συγκεχυμένης εποχής μας.
Σε θεολογικό επίπεδο είναι ανάγκη να προχωρήσουμε σε μία δυναμική ερμηνεία και προφητική επέκταση της εσχατολογίας από τη λειτουργική και ασκητική ζωή στις σύγχρονες ιστορικές, κοινωνικές, πολιτικές, τεχνολογικές και πολιτισμικές συνθήκες και πραγματικότητες. Συνάμα, απαιτείται η σύνθεση μεταξύ βιβλικής θεολογίας και πατερικής ερμηνευτικής στον σύγχρονο θεολογικό λόγο και η ανάγκη τονισμού της πίστης ως ιστορικής εμπειρίας της Εκκλησίας. Χρειάζεται να διευρύνουμε την ευχαριστιακή εκκλησιολογία από μία στατική θεώρηση της λειτουργικής ζωής με την υπερέξαρση του θεσμικού στοιχείου, προσανατολίζοντας την στον κοινοτικό χαρακτήρα της ενορίας και της επισκοπής, αναδεικνύοντας τον ρόλο του πρεσβυτερίου σε άρρηκτο σύνδεσμο με τον επίσκοπο, την οργανική σχέση κλήρου και λαού και κυρίως την αναβάθμιση της θέσης και του ρόλου των λαϊκών, της ενορίας και της επισκοπής στην Εκκλησία.
Σήμερα, χρειάζεται να προχωρήσουμε στην άμβλυνση των αντιθέσεων μεταξύ θεσμικής και χαρισματικής εκκλησιολογίας που εντάθηκαν με το φαινόμενο του γεροντισμού από τη δεκαετία του 1980 και εξής μέσα από μία ριζοσπαστική θεολογική κριτική των ακροτήτων και απολυτοποιήσεων είτε του θεσμικού είτε του χαρισματικού στοιχείου. Παράλληλα, είναι ανάγκη να προσεγγίσουμε κριτικά και ποιμαντικά την άμβλυνση των διαφόρων φονταμενταλιστικών τάσεων, όπως ο εθνοκεντρισμός, ο αντιδυτικισμός, ο αντιοικουμενισμός, ο παραγοντισμός και παρεμβατισμός κυρίως ορισμένων ζηλωτικών κύκλων που επιμένουν να χειραγωγούν ιδεολογικά το πλήρωμα της Εκκλησίας. Να ανανεώσουμε υπεύθυνα το ενδιαφέρον της σύγχρονης Ορθοδοξίας για την ιεραποστολή και την ιεραποστολική θεολογία ως συστατικού πυρήνα της Ορθόδοξης περί Εκκλησίας συνείδησης και να συμβάλλουμε στη θεολογική και παιδαγωγική ανανέωση του μαθήματος των Θρησκευτικών στην εκπαίδευση. Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε χρειάζεται ένας γόνιμος διάλογος με τις σύγχρονες επιστήμες του ανθρώπου, καθώς και με τις τεχνολογικές τους εφαρμογές. Ο ανοικτός διεπιστημονικός διάλογος και η διάδραση με τις σύγχρονες μορφές τέχνης (λογοτεχνία, κινηματογράφος, θέατρο, μουσική, εικαστικές τέχνες κ.λπ.) και εν γένει ο διαρκής και κριτικός διάλογος με τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό είναι απαραίτητος.
Συζητώντας ακριβώς το έργο και τη συμβολή της Ορθόδοξης Θεολογίας στον σύγχρονο κόσμο, κατ’ αρχάς επισημαίνουμε ότι το έργο και η αποστολή της δεν είναι να επιβάλλει φραγμούς, φοβίες και απαγορεύσεις στην επιστήμη ή στον πολιτισμό. Η επιστήμη οφείλει να επιτελεί απρόσκοπτα το έργο της. Το κρίσιμο ζήτημα είναι πώς νοηματοδοτούμε τον πολιτισμό μας και ποιες αξίες διαμορφώνουμε στη ζωή μας, ώστε στη συνέχεια να είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε και να αξιολογήσουμε πώς πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τα επιτεύγματα της επιστήμης. Άρα, λοιπόν, η θεολογία χρειάζεται να τροφοδοτεί με αξίες και να εμπνέει το ήθος και ευρύτερα τον πολιτισμό.
Τι χρειάζεται, λοιπόν, να γίνει, τι πρέπει να κάνουμε για όλα αυτά στο επίπεδο της αναδιοργάνωσης των θεολογικών σπουδών μας; Πρώτα από όλα χρειάζεται να συνεργαστούμε ουσιαστικά Εκκλησία και Θεολογία για να δούμε πώς θα πορευθούμε από εδώ και εμπρός. Η υπάρχουσα συνεργασία χρειάζεται να βαθύνει και να εντατικοποιηθεί σε όλα τα επίπεδα. Η Θεολογία ως επιστήμη δεν είναι υπόθεση ενός ιστορικού αρχείου, αλλά ζωντανή πραγματικότητα που προκύπτει από τη σχέση της με την Εκκλησία. Χρειάζεται να δούμε από κοινού και να σχεδιάσουμε ένα νέο πρόγραμμα θεολογικής κατήχησης και σύγχρονων ποιμαντικών, κοινωνικών, πολιτιστικών και οικολογικών δράσεων, το οποίο θα εξακτινώνεται σε όλες τις Μητροπόλεις και σε όλες τις ενορίες και το οποίο θα συμπεριλαμβάνει και λαϊκούς θεολόγους που θα εργάζονται σε κάθε Μητρόπολη. Νεανικά ενοριακά κέντρα, πλήρες πρόγραμμα κατήχησης με σύγχρονους τρόπους για όλες τις ηλικίες, ποιμαντικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και οικο-θεολογικές δράσεις χρειάζεται να σχεδιάζονται και να πραγματοποιούνται ύστερα από σωστή προετοιμασία.
Σαφώς οι Θεολογικές Σχολές μπορούν να ενσωματώσουν στα προγράμματά τους σύγχρονα εργαστηριακά μαθήματα με πρακτική άσκηση των φοιτητών στο ποιμαντικό, πολιτιστικό και κοινωνικό πεδίο. Συνάμα, οφείλουν να συνεχίσουν και να αναπτύξουν περαιτέρω τον επιστημονικό χαρακτήρα της Θεολογίας πάντοτε σε διάλογο με τις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου και πολιτισμού. Η θεολογία η οποία απλώς διερευνά το αρχείο του ιστορικού παρελθόντος της και δεν συνδέεται άμεσα με τις ανάγκες της Εκκλησίας και του σύγχρονου κόσμου, πιθανόν να ανήκει σε άλλες εποχές, όταν η επιστήμη υπήρχε απλώς για την επιστήμη. Σήμερα, εκτός από τη μελέτη του αρχείου της, η επιστήμη της Θεολογίας χρειάζεται να συνδεθεί πρώτιστα με τη μαρτυρία της Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο και με τη διευρυμένη ποιμαντική και κοινωνική πράξη της.
Ο ανοικτός διεπιστημονικός διάλογος και η διάδραση με τις σύγχρονες μορφές τέχνης (λογοτεχνία, κινηματογράφος, θέατρο, μουσική, εικαστικές τέχνες κ.λπ.) και εν γένει ο διαρκής και κριτικός διάλογος με τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό είναι απαραίτητος.
Όταν οι Θεολογικές Σχολές προσφέρουν και πάλι σοβαρή και υπεύθυνη επαγγελματική διέξοδο, τότε θα γεμίσουν τα αμφιθέατρα και τα εργαστήριά τους με νέους και με νέες που θα έχουν ζωτικούς στόχους και θα αντιλαμβάνονται τη σημασία και διέξοδο των σπουδών τους για τους ίδιους αλλά και για την Εκκλησία και την ευρύτερη κοινωνία. Αυτή η προοπτική απαιτεί γενναίες αλλαγές στα προγράμματα σπουδών, αλλά και στον τρόπο διδασκαλίας. Το εγχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει αυτόματα, αλλά χρειάζεται να προωθηθεί σταδιακά με μια διαδικασία μετάβασης σε ένα νέο και ευέλικτο πρόγραμμα προπτυχιακών και μεταπτυχιακών μαθημάτων, το οποίο θα διακρίνεται σε μαθήματα κορμού και σε μαθήματα εξειδίκευσης. Οι δε εξειδικευμένες μεταπτυχιακές σπουδές, συμπεριλαμβάνοντας νέα αντικείμενα, θα διασυνδέουν τις θεολογικές σπουδές με τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό, παρέχοντας υψηλή επιστημονική αλλά και εξειδικευμένη θεωρητική και επαγγελματική εκπαίδευση. Το εγχείρημα αυτό απαιτεί σοβαρό και υπεύθυνο διεπιστημονικό σχεδιασμό, δημιουργική συναντίληψη αλλά και ποικίλες θεσμικές συνέργειες. Θα ήταν στρατηγικό λάθος να απονευρώσουμε το περιεχόμενο των θεολογικών σπουδών και οι Θεολογικές Σχολές να εξελιχθούν σε ευκαιριακά και ευέλικτα κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης, τα οποία θα διαμορφώνονται ανάλογα με τις επιταγές και τάσεις της αγοράς και της ζήτησης. Είναι άλλο πράγμα η Θεολογία και άλλο τα ποικίλα επιστημονικά και εκπαιδευτικά εργαλεία που μπορεί να χρησιμοποιεί και μάλιστα στην παρούσα συγκυρία. Εξ ίσου, όμως, θα ήταν λάθος να ορθώσουμε τείχη εσωστρέφειας στις κοσμογονικές αλλαγές που πραγματοποιούνται στις σύγχρονες κοινωνίες, στις νέες ψηφιακές τεχνολογίες και σε έναν κόσμο που αγωνιά για το παρόν και το μέλλον του.
Είναι πολλά αυτά που απαιτούνται. Χρειάζεται άνοιγμα και σταθερή προοπτική συνεργασίας με τις άλλες Ορθόδοξες θεολογικές σχολές ανά τον κόσμο, περαιτέρω επιστημονικές συνεργασίες και ανταλλαγή καλών πρακτικών με τις θεολογικές σχολές των άλλων χριστιανικών παραδόσεων.
Εδώ και χρόνια υποστηρίζουμε τη δημιουργία ενός «Ινστιτούτου Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας» υπό την αιγίδα της Εκκλησίας της Ελλάδος με τη συνεργασία των Θεολογικών μας Σχολών και της Ελληνικής Πολιτείας. Το Ινστιτούτο αυτό θα δέχεται σε μεταπτυχιακό επίπεδο φοιτητές και φοιτήτριες από όλες τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες, ακόμη και από άλλες χριστιανικές Εκκλησίες και παραδόσεις. Σκοπός του θα είναι η προαγωγή της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας, η Ελληνομάθεια και η καλλιέργεια και σύσφιξη των σχέσεων των κατά τόπους ανά τον κόσμο Ορθοδόξων Εκκλησιών (ελληνοφώνων, σλαυοφώνων, αραβόφωνων, αγγλόφωνων, γαλλόφωνων κ.ά.) αλλά και η συντονισμένη αντιμετώπιση των κοινών προβλημάτων που απασχολούν σήμερα την Ορθοδοξία στον σύγχρονο και ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο. Μετά την Πανορθόδοξη Σύνοδο στην Κρήτη και μετά τις πρόσφατες εξελίξεις στην Ουκρανία, το Ινστιτούτο αυτό είναι μια ζωτική ανάγκη για τη διορθόδοξη συνεργασία.
Για δε τη Θεολογία στην Ελλάδα είναι μια πρόκληση να ανοιχθεί και να αλληλεπιδράσει με τον υπόλοιπο Ορθόδοξο κόσμο (σλαβικό, ρουμανικό, μεσανατολικό αλλά και των νέων Ορθόδοξων κέντρων στη Δύση και στον αναπτυσσόμενο κόσμο) καθώς και με τα σύγχρονα θεολογικά ρεύματα. Η Ορθόδοξη Θεολογία στην Ελλάδα σήμερα δεν έχει άλλα ιστορικά περιθώρια να παραμείνει απλώς τοπική και εσωστρεφής έκφραση, αλλά οφείλει να ανοιχθεί και να διαλεχθεί με τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό, καθιστώντας επίκαιρη και οικουμενική τη μαρτυρία της Εκκλησίας.




