Θεολογικές, ἀνθρωπολογικές καί κοσμολογικές διαστάσεις ἐμπεριέχονται εἰς τήν θεία ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου πού πραγματοποιήθηκε εἰς τό ὄρος Θαβώρ τῆς Γαλιλαίας. Ἕως τόν 2ο αἰῶνα τό γεγονός αὐτό ἑορτάζετο σαράντα ἡμέρες πρό τοῦ θείου Πάθους, ἀλλά ἀπό τά ἐγκαίνια καί μετά τοῦ ὁμωνύμου Ἱεροῦ Ναοῦ πού ἔκτισε ἡ Ἁγία Ἑλένη ἐπί τοῦ ὄρους Θαβώρ, ἐπεκράτησε ὁ ἑορτασμός νά τελεῖται τήν 6η τοῦ μηνός Αὐγούστου.
«Τί ἐστι μετεμορφώθη» ἀνερωτᾶται ὁ Χρυσόστομος καί ἀπαντᾷ «Παρήνοιξεν ὀλίγον τῆς Θεότητος καί ἔδειξεν αὐτοῖς τόν ἐνοικοῦντα Θεόν». Τό λαμπροφόρο γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ δέν ἀφορᾷ οὔτε καί ἀνάγεται εἰς τόν πρόσωπό Του. Καί τοῦτο, διότι ὡς Θεάνθρωπος δέν ἀλλάζει, δέν μεταποιεῖται, ἀλλά παραμένει «ἀναλλοίωτος». Ὡς Πάνσοφος καί Πανάγαθος παραμένει ἀπαθής καί δέν ὑπόκειται εἰς μεταμορφωτικές ἀλλαγές καί παρουσιαστικές μεταβολές.
Ἡ πνευματική ἀναγέννησις καί μεταμορφωτική ἐνέργεια κατά συνέπεια ἀφορᾷ ἀποκλειστικῶς καί μόνο τούς Μαθητάς. Αὐτοί ὡς ἄνθρωποι ἀτελεῖς καί ἀδύναμοι κατά φύσιν «διολισθαίνοντες» ἔχουν ἀνάγκη πνευματικῆς ὑποστηρίξεως. Αὐτό τό θεῖον γεγονός τῆς ἐλλάμψεως τοῦ «θείου φωτός», τήν πρόγευση δηλαδή τῆς εἰκόνος πού θά νιώσει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν λυτρούμενος τῶν γηίνων μεριμνῶν φθάσει εἰς τήν κορυφή τῆς Θείας Σοφίας. Θά τούς βοηθοῦσε ἀργότερα εἰς τό νά πιστεύσουν καί νά παραδεχθοῦν ὅτι ὁ Ἰησοῦς «τήν δόξαν τῆς ἀοράτου θεότητος πεπλούτηκε» ὁδηγεῖται θεληματικῶς εἰς τό φρικτό Πάθος, ὅπου τοῦ τέλους ἀναμένει ὁ θρίαμβος τῆς Ἀναστάσεως.
Μετεμορφώθη ἔμπροσθεν τῶν Μαθητῶν «ὁ ἀεί ὡσαύτως δεδοξασμένος καί λάμπων τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος (Ἰω. Δαμασκ. ΡΕ 99, 564 Β), γιά νά ἀποκαλύψει τό φῶς καί τήν ἀπαστράπτουσα δόξα τῆς θεότητός Του. Διά τῆς «οὐρανίου φωνῆς» «οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ὧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» ὁμοίας εἰς τό θεῖον Βάπτισμά Του προβάλλεται τό δόγμα τοῦ Θεανθρώπου καί ἑνώνει τόν οὐράνιο καί τόν ἐπίγειο κόσμο καθόσον «οὐδεμία διαίρεσις σαρκός καί θεότητος» (Χρυσοστόμου PG 64, 36). Ὁ οἰκοδεσπότης τῆς Οὐρανίου Βασιλείας Κύριος ἐπικοινωνεῖ μέ τρεῖς τάξεις ἀνθρωπίνων προσωπικοτήτων διαλεγόμενος: τόν Προφήτη Ἠλία, ἐκπρόσωπο τῆς τάξεως τῶν Οὐρανῶν, τόν θεόπτη Μωϋσή, ἐκπρόσωπο τῶν τεθνεώτων καί τούς τρεῖς Μαθητές Πέτρο, Ἰάκωβο καί Ἰωάννη, ἐκπροσώπους τῶν ζώντων τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, οἱ ὁποῖοι καί παρίστανται σωματικῶς κατά τήν εὔσημον στιγμήν.
Ὁ ἀριθμός τρία (3) ὑπονοεῖ τό τρισυπόστατον: θνητός καί ἀθάνατος – αἰσθητός κατά τό σῶμα – νοητός κατά τήν ψυχή. Οἱ Μαθηταί θεόπται ἔζησαν μιά μεγάλη ἀνθρώπινη μεταβολή πού τούς κατέστησε «συμμόρφους» τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό θά ἀποτελοῦσε τό στήριγμά τους τίς στιγμές τοῦ θείου Πάθους «ἵνα θεωρήσαντες τά θαυμάσιά σου μή δειλιάσωσι τά παθήματά σου (Ὑμνογράφος Κοσμᾶς). Ὅ,τι δηλαδή ἦταν ὁ Χριστός κατά φύσιν, αὐτοί τό ἀπέκτησαν κατά χάριν.
Συνάντησις θεία τῶν ἐκπροσώπων τῆς ἐπί γῆς καί τῆς ἐν οὐρανοῖς Ἐκκλησίας, φωτισμός καί δόξα ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου. Ἡ κτίσις φαιδρύνεται καί ἀποκτᾷ τήν λαμπρότητα πού εἶχε κατά τήν Δημιουργία της. Τό μεγαλεῖο τοῦ θαβωρίου ὄρους “οὐρανῷ ἁμιλλᾶται τῇ χάριτι (Ἰω. Δαμασκηνός P.G. 99,549 C) ἑνοῦται ὁ οὐράνιος καί ὁ ἐπίγειος κόσμος, προβάλλεται ὁ ὁρώμενος ἄνθρωπος, Θεοῦ Υἱός ὡς μονογενής ἠγαπημένος ὁμολογεῖται καί ὁμοούσιος (Ἰω. Δαμασκηνός P.G. 99,549 A). Μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετάσχει καρδιακῶς στό κάλλος τῆς θείας Αὐτῆς ἐμπειρίας, καθαρίσει τήν διάνοια ἀπό ματαίους καί γηΐνους μολυσμούς καί ἀποβάλλει τήν χοϊκότητά, τότε θά ἴδει μυστικῶς τήν ἀθέατο μορφή τῆς δόξης τῆς Θεότητός Του.
*Ο Αρχιμανδρίτης Κωνσταντίνος Χαραλαμπόπουλος είναι πρωτοσύγκελλος της ιεράς μητροπόλεως Κηφισίας, Αμαρουσίου, Ωρωπού και Μαραθώνος.