Εκδικάστηκε χθες Δευτέρα στο Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Βορείου Αιγαίου η υπόθεση της κλοπής στον Ταξιάρχη του Μανταμάδου.
Κατηγορούμενοι στην υπόθεση ήταν δύο άνδρες (γιος και πατέρας) για διακεκριμένη περίπτωση κλοπής από δράστες που ενήργησαν από κοινού και η συνολική αξία των αντικειμένων της κλοπής υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. Το δικαστήριο έκρινε ένοχο τον πατέρα στον οποίο επέβαλε ποινή φυλάκισης πέντε έτη η οποία μετετράπη προς πέντε ευρώ την ημέρα και ανασταλτικό χαρακτήρα μέχρι την έφεση, ενώ αθώος κρίθηκε ο 31χρονος γιος του.
Στην απολογία του ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος, είχε καταδικαστεί παλιότερα για υποθέσεις ναρκωτικών, δήλωσε ότι εκείνος ποτέ στη ζωή του δεν έχει κλέψει και ούτε θα έκλεβε ποτέ και ειδικά στο Μοναστήρι του Ταξιάρχη – καθώς – όπως είπε -σε αυτόν τον ναό έχει βαφτίσει τα παιδιά του και πιστεύει πολύ στον Αρχάγγελο.
Επίσης, ισχυρίστηκε ότι βαρυποινίτης που έχει καταδικαστεί για δύο φόνους έχει στήσει αυτή την πλεκτάνη εξαιτίας του ίδιου και της οικογένειας του για να ελαφρύνει τη δική του θέση στο δικαστήριο. Η απολογία του φάνηκε -εκ του αποτελέσματος– ότι δεν έπεισε την πρόεδρο της έδρας και έτσι καταδικάστηκε.
Ο δεύτερος κατηγορούμενος στην απολογία του, ισχυρίστηκε ότι ούτε εκείνος αλλά ούτε και ο πατέρας του είναι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση, ενώ είπε ότι και έχει βαφτιστεί στον Μανταμάδο αλλά και ότι έχει και ο ίδιος τάμα εκεί. Μάλιστα, όσον αφορά τον βαρυποινίτη, ανέφερε ότι η μοναδική επαφή που είχε μαζί του ήταν από συνομιλίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όσον αφορά τα ναρκωτικά και ότι ο ίδιος πριν φυλακιστεί ο πατέρας του για ναρκωτικά ούτε που τον γνώριζε.
Σημειώνεται, ότι το δικαστήριο διέκοψε για λίγες ώρες, καθώς προτάθηκε από τον βαρυποινίτη μάρτυρας που έχει ακούσει συνομιλία του κατηγορούμενου τελικά όμως λόγω μη εντοπισμού του ατόμου που υπεδείχθη στο δικαστήριο, η δίκη συνεχίστηκε με την εισήγηση του Εισαγγελέα και τις αγορεύσεις των δικηγόρων πριν το δικαστήριο αποσυρθεί για την απόφαση. Η έδρα έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον όσον αφορά την αξία των κοσμημάτων που κλάπηκαν –και ακόμα δεν έχουν βρεθεί– ωστόσο, είναι απροσδιόριστη καθώς υπήρχαν πολλά τάματα και κοσμήματα, κυρίως χρυσά.