ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ:

Ταπεινές σημειώσεις εις τας επιστολάς του Αποστόλου Παύλου

Γιώργος Μυλωνάς
Γιώργος Μυλωνάς
Ο Γιώργος Μυλωνάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978 και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού στην Ιστορία της Τέχνης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει επιμεληθεί εκθέσεις και λευκώματα, συνεργάζεται με μουσεία και συλλογές, ενώ αρθρογραφεί για την εικαστική σκηνή στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Του ιδίου:

Με τον Κόντογλου συμβαίνει τούτο το παράδοξο: δεν είναι η φετινή επέτειος – 60 χρόνια από τον θάνατό του – που τον φέρνει στην επικαιρότητα. Σίγουρα, δεν βρίσκεται στο αράχνιασμα της λήθης. Αντίθετα, τα τελευταία χρόνια, εκθέσεις, τιμητικές εκδηλώσεις, εκδόσεις και λευκώματα προσπαθούν να φωτίσουν τη μορφή και το έργο του. Το όνομά του επανέρχεται –και δικαίως– ως σημείο αναφοράς μιας ελληνικότητας που δεν εξαντλείται στη νοσταλγία. Κι όμως, μέσα στο πλήθος των αναφορών, κάτι μοιάζει να χάνεται.

Πολλοί ερευνητές, ακόμη και πανεπιστημιακοί, θέλοντας να τον «ερμηνεύσουν», του αποδίδουν κάθε λογής ιδιότητες – προσφάτως, και τον ρόλο του μάνατζερ! Όσο πιο πολύ εκτείνεται χρονικά η απόσταση μας, τόσο πιο πρόθυμοι γινόμαστε να του φορέσουμε προσωπεία.

Εδώ λοιπόν βρίσκεται η πρώτη συμβολή του βιβλίου «Ταπεινές σημειώσεις εις τας επιστολάς του Αποστόλου Παύλου»: δεν είναι μια ανάγνωση στον Κόντογλου, αλλά μια επιστροφή στην πηγή. Ο ίδιος «αυτοπροσώπως», μέσα από τις σκέψεις του, τις διατυπώσεις του. Όχι όπως τον φανταζόμαστε, αλλά όπως έγραφε, όπως πίστευε.

Ο πρώτος άξονας του βιβλίου, που αποτελεί και το κύριο σώμα του, είναι οι σημειώσεις του στον Απόστολο Παύλο. Πρόκειται για σώμα που φανερώνει τον τρόπο με τον οποίο ο Κόντογλου διαλέγεται με τον Παύλο. Μέσα απ’ αυτές τις φράσεις, βλέπουμε τη σκέψη του για το πώς στέκεται ο άνθρωπος απέναντι στον κόσμο, και πώς μέσα στην κοινότητα μπορεί να διατηρήσει την εσωτερική του ελευθερία. Στο κείμενο «Η Ειρήνη: η ψεύτικη και η αληθινή» μετακινείται από το περιθώριο των επιστολών σε μια αυτόνομη, δοκιμιακή φωνή. Για όλα αυτά, γράφει διεξοδικά ο Νίκος Πετρόπουλος, ο οποίος δεν τα βρήκε απλώς, αλλά πήρε την ευθύνη να δει το οντολογικό τους υπόβαθρο.

Έχει ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε γιατί ο Κόντογλου επέλεξε τον Παύλο για συνομιλητή. Ο Παύλος είναι ο άγιος της μεταστροφής. Κι ο Κόντογλου υπήρξε επίσης άνθρωπος της μεταστροφής. Ο Παύλος είναι εκείνος που, κυριολεκτικά, άλλαξε δρόμο — από διώκτης έγινε Απόστολος. Και ο Κόντογλου, με τον δικό του τρόπο, πέρασε από μια ανάλογη μεταστροφή: από τον κόσμο της Δύσης και της κοσμικής τέχνης που γνώρισε, μελέτησε και έγραψε γι’ αυτήν στα χρόνια της νιότης, πίσω στην πατρίδα και την επιστροφή στην παράδοση και τη βυζαντινή τέχνη που γι’ αυτόν δεν ήταν στυλ· ήταν τρόπος υπάρξεως.

Ο Παύλος και ο Κόντογλου συναντιούνται, νομίζω, σε αυτό το σημείο: στη στιγμή που ο άνθρωπος βλέπει να γκρεμίζεται ο παλιός εαυτός και επιχειρεί να χτίσει έναν νέο. Βρήκε στον Απόστολο όχι απλώς έναν διδάσκαλο, αλλά – ας επιτραπεί να πω – έναν συνοδοιπόρο. Τον άνθρωπο που δεν φοβάται να συγκρουστεί με τον κόσμο, γιατί η πίστη του δεν είναι ιδεολογικό καταφύγιο, αλλά μορφή ελευθερίας. Μέσα από αυτή τη συνομιλία, ο Κόντογλου δεν κάνει θεολογία· επιχειρεί μιαν αυτογνωσία.

Ο δεύτερος τώρα  –και πιο μικρός σε ανάπτυξη–άξονας του βιβλίου αφορά δημοσιογραφικά σημειώματα του Κόντογλου. Και πάλι όμως υπάρχει ένα νήμα που συνδέει όλα του τα γραπτά. Πάλι έχουμε να κάνουμε με τις πηγές, με τον ίδιο τον Κόντογλου, φέρνοντας στο φως κι αδημοσίευτα αρχεία, επιστολές του προς τον εκδότη Πάνο Κόκκα – κι από εδώ θα ήθελα να ευχαριστήσω τον εγγονό Φώτη Μαρτίνο, που μας έκανε γνωστό το υλικό, καθώς και τους δισέγγονους του Κόντογλου που τιμούν το βιβλίο στη γενέθλια στιγμή του.

Η δημοσιογραφία υπήρξε η πρώτη και πιο σταθερή του ενασχόληση ακριβώς διότι του έδινε χώρο για εικόνα και λόγο μαζί. Κι ο Κόντογλου είναι από τους σπάνιους δημιουργούς που συνδυάζουν και τα δυο. Μαθητής ακόμη στο γυμνάσιο των Κυδωνιών, κυκλοφορεί μαζί με τον Στρατή Δούκα και τον Πάνο Βαλσαμάκη το περιοδικό «Μέλισσα», κοσμημένο με δικά του σχέδια. Αργότερα, το 1925, ιδρύει μαζί με τον Πικιώνη, τον Βάρναλη και τον Κεφαλληνό τη «Φιλική Εταιρεία». Ο Αϊβαλιώτης εκεί είχε κεντρικό ρόλο ως επιμελητής. Η παρουσία του στιβαρού χεριού του είναι φανερή σ’ όλα τα κείμενα, σ’ όλες τις σελίδες – και βέβαια στα σκίτσα! Υπήρχε μια ενότητα ύλης, μια σταθερή διέπουσα μέσα σε όλη την ύλη. Συνεργάτες του περιοδικού οι Στρατής Δούκας, Γιωσέφ Ελιγιά, Βάσος Δασκαλάκης, Μάρκος Αυγέρης και ο εικοσάχρονος τότε Ηλίας Ηλιού που με το ψευδώνυμο «Επαρχιώτης» δημοσιεύει το «Πώς γράφεται στην Ελλάδα η κριτική;» Ο Κόντογλου εμπιστεύεται την κρίση του Ηλιού, παρά το νεαρό της ηλικίας. Μπορούμε να αναλογιστούμε πόσο γερό κριτήριο είχε ο επιμελητής; Μπορούμε να φανταστούμε τι έργο θα άφηνε το περιοδικό αν είχε μεγαλύτερο βίο; Κρατήθηκε μόλις έξι μήνες το 1925 και κυκλοφόρησε έξι τεύχη.

Επίσης, στον Μεσοπόλεμο ο Κόντογλου συνεργάστηκε με το «Φραγγέλιο» του Νίκου Βέλμου και τα «Ελληνικά Γράμματα» του Κωστή Μπαστιά, ενώ μεταπολεμικά ιδρύει μαζί με τον Βασίλη Μουστάκη το περιοδικό «Κιβωτός», και γράφει τακτικά στον «Ορθόδοξο Τύπο». Από το 1948 έως το 1963 κρατούσε τη στήλη του στην «Ελευθερία», ενώ έκανε και ραδιόφωνο τη διετία 1961–63 συνεργαζόμενος με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Από τα μαθητικά χρόνια, λοιπόν, ως τα τελευταία, ο Κόντογλου δεν έπαψε να γράφει. Δεν έγραφε «κατά παραγγελία», αλλά από ανάγκη· ωραία το δείχνει στο εισαγωγικό σημείωμα ο εγγονός του, Φώτης Μαρτίνος που από παιδί τον θυμάται «συνεχώς με ένα μολύβι στο χέρι να γράφει ή να σχεδιάζει».

Στο βιβλίο στέκομαι ιδιαίτερα στα χρονογραφήματά του στην εφημερίδα «Ελευθερία», όπου έχουν έναν καίριο χαρακτήρα σχολιασμού της εποχής, που όμως την υπερβαίνει και φτάνει ως τις μέρες μας.  Κάποια από αυτά είναι συγκεντρωμένα στα βιβλία «Μυστικά Άνθη» και «Ευλογημένο Καταφύγιο». Και πάλι, όμως, ένα μεγάλο σώμα παραμένει ακόμη σήμερα άγνωστο και μακάρι να βρεθεί ένας εκδότης να το παρουσιάσει στο σύνολό του. Με εβδομαδιαία συχνότητα, κάθε Κυριακή, ο Κόντογλου δεν γράφει με την ηρεμία και την πατίνα του σπουδαστηρίου. Δεν συναντάμε δηλαδή έναν γραφιά αποτραβηγμένο από τον κόσμο, αλλά έναν άνθρωπο παρόντα, ανήσυχο, με λόγο συχνά οξύ, καυστικό, ακόμη και απαράδεκτα απόλυτο. Στηλιτεύει τα γυαλιά ηλίου, το βάψιμο στις γυναίκες, την εμμονή με τη μπάλα, τον κινηματογράφο, οτιδήποτε βλέπει ως ξενόφερτη τάση και αφελληνισμό. Είναι πράγματα που στις μέρες μας τα θεωρούμε απολύτως φυσικά κι ανάξια σχολιασμού, όμως πρέπει να σκεφτούμε ότι μιλάμε για μια άλλη Ελλάδα που μόλις έχει βγει από τον εμφύλιο και που η οικονομική της ανάπτυξη συνοδεύθηκε από μιαν άγρια αδιαφορία για τη φύση και την ιστορία του τόπου. Ο τρόπος μας να μοιάσουμε σε οτιδήποτε μοντέρνο εκείνη την εποχή, μας έκανε να χάσκουμε μπροστά στις παράταιρες κάλτσες και στα βελούδινα καπέλα με πλαστικά φτερά. Υπήρχε ένας ανεξήγητος τρόμος στον νεοέλληνα μήπως τυχόν και δεν ανήκει σε κάποιο νέο ρεύμα ή ότι θα βρεθεί εκτός του νυμφώνος κάποιας εντελώς «τελευταίας λέξης». Αντίστοιχα χρονογραφήματα, θυμίζω, διαβάζουμε από τον Ψαθά, απλώς όχι με τη σφοδρότητα του Κόντογλου. Κι ενώ δεν έχει το χαριτωμένο πνεύμα του επίσης εξ’ Ανατολής Ψαθά, στα περισσότερα από τα σημειώματά του μας δίνει σελίδες κρυστάλλινης σοφίας και ευαισθησίας.           

Ο Κόντογλου δεν γράφει ούτε τοκογλυφικά (στη λογική ότι θα μου προσφέρουν το τάδε) ούτε αβαντοδαδόρικα (ότι υπηρετεί το κόμμα ή τη γραμμή της εφημερίδας). Το διαπιστώνει κανείς στις επιστολές του στον Κόκκα. Θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει: είναι πράγματι δημοσιογραφία τα κείμενα του Κόντογλου; Δεν θα τα βάζαμε κάτω από την ταμπέλα της είδησης ή της επικαιρότητας. Δεν «καλύπτουν γεγονότα». Αλλά εκεί βρίσκεται το ενδιαφέρον τους. Ο Κόντογλου γράφει με αφορμή τον κόσμο, όχι για να τον περιγράψει, αλλά για να σταθεί απέναντί του. Ο λόγος του δεν είναι εργαλείο πληροφόρησης· είναι πράξη συνείδησης. Κι αυτό, νομίζω, είναι η βαθύτερη ουσία της δημοσιογραφίας: να παίρνει θέση, όχι υπέρ ή κατά επιλέγοντας στρατόπεδο, αλλά ενώπιον.

Σήμερα, που ο δημοσιογραφικός λόγος κινδυνεύει να γίνει απρόσωπος, η περίπτωση Κόντογλου αποκτά έναν σχεδόν προφητικό χαρακτήρα. Γιατί δείχνει πως το ύφος δεν είναι στολίδι· είναι στάση. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος φανερώνει την εσωτερική του ελευθερία. Κάθε λέξη έχει τη σφραγίδα του. Ενώ μιλά για την αρετή της απλότητας στο γραπτό, κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να το έχει γράψει, ούτε άνθρωπος μα ούτε και μηχανή. Κι αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη απάντηση που μπορούμε να δώσουμε, σήμερα, στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης: ότι υπάρχει ένας λόγος που δεν μπορεί να αντιγραφεί, γιατί είναι τρόπος υπάρξεως, όχι λειτουργία.  Ο Κόντογλου λοιπόν —ναι— δεν έκανε δημοσιογραφία με την τρέχουσα έννοια· παρέδιδε μαρτυρία. Κι αν κάτι οφείλουμε να θυμόμαστε, είναι πως το ύφος του δεν ήταν αισθητική επιλογή· ήταν πράξη ευθύνης.

Μέσα από τη συνεργασία του με την Ελευθερία ο αρθρογράφος ζήτησε δύο φορές την ταυτότητα της ΕΣΗΕΑ και για λόγους που αναφέρονται στο βιβλίο, δεν του δόθηκε.  Στην εποχή των «απόψεων», όπου ο καθένας δημοσιεύει κάτι, αλλά λίγοι έχουν πράγματι κάτι να πουν, η περίπτωση του Κόντογλου μας θυμίζει ότι ο λόγος δεν μετριέται από το πόσο ευρέως μοιράζεται, αλλά από το αν έχει ρίζα και συνέπεια. Η ΕΣΗΕΑ, με την εκδήλωση διόρθωσε μια ιστορική αδικία. Του αναγνωρίζει την ιδιότητα του δημοσιογράφου — με την ουσιαστική έννοια του όρου. Ένας άνθρωπος που υπηρέτησε τον λόγο ως στάση. Ο Κόντογλου το απέδειξε — όχι με θέσεις, αλλά με το ύφος του. Κι αυτό, όσο κι αν αλλάξουν τα μέσα, παραμένει αδύνατο να αντικατασταθεί.

Η έκδοση λοιπόν δεν αποδίδει μόνο τιμή στο πρόσωπο του Κόντογλου· συνιστά πράξη αυτογνωσίας και για όλους εμάς που τον νιώθουμε δικό μας και που παλεύουμε με τις λέξεις. Γιατί μας υπενθυμίζει τι σημαίνει ύφος. Το ύφος δεν είναι διακόσμηση· είναι το ίχνος του ανθρώπου μέσα στη γλώσσα. Ο Αϊβαλιώτης έγραφε με τον τρόπο που ζούσε: με εκείνη την εσωτερική ένταση που κάνει τη φράση να κουβαλά το ήθος του προσώπου. Αυτό είναι, τελικά, που έχει ο Κόντογλου να πει στους δημοσιογράφους: ότι ο λόγος, όσο κι αν αλλάξουν τα μέσα, παραμένει πράξη ευθύνης. Κι ότι, όσο υπάρχει άνθρωπος που γράφει, όχι για να εντυπωσιάσει αλλά για να καταλάβει, η δημοσιογραφία δεν θα γίνει ποτέ συνάρτηση μηχανής.

Εκφωνήθηκε στην παρουσίαση της έκδοσης του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ και της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης: «Φώτη Κόντογλου: Ταπεινές σημειώσεις εις τας επιστολάς του Αποστόλου Παύλου», με δύο ανέκδοτα χειρόγραφα του μεγάλου ζωγράφου και πνευματικού δημιουργού Φώτη Κόντογλου. Βιβλιοθήκη της ΕΣΗΕΑ «Δημήτρης Ι. Πουρνάρας», Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ