«Νεφέλη καλύπτει ἥλιον καί ὁμίχλη ὄρη καί βουνούς, δι’ ὧν ἀπείργηται θάλψις καί φωταυγής ἡλίου ἀκτίς χρόνῳ τινί· εἴργει δέ καί ἡμᾶς δώδεκα ἤδη χρόνους νεφέλη καί ὁμίχλη ἀλλεπαλλήλων δεινῶν τῶν τῇ χώρᾳ συμβεβηκότων» [= Σύννεφο καλύπτει τον ήλιο και η ομίχλη τα βουνά και τους λόφους, από τα οποία πρόσκαιρα εμποδίζεται η θέρμη και η φωτεινή ακτίνα του ήλιου· εμποδίζουν και ημάς από τα αγαθά της ήρεμης ζωής, εδώ και δώδεκα χρόνια, η νεφέλη και η ομίχλη των αλλεπαλλήλων δεινών που έχουν συμβεί στη χώρα μας].
Με αυτά τα μελαγχολικά λόγια ο Νεόφυτος Έγκλειστος προοιμιάζει το ιστορικο-θρηνητικό του έργο Περί των κατά χώραν Κύπρον σκαιών, στο οποίο καταγράφονται τα δεινά στις παραμονές και στα πρώτα χρόνια της φραγκικής υποδούλωσης της Κύπρου (1191/1192). Βεβαίως ο Νεόφυτος εκείνη την εποχή δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι η δουλεία έμελλε να κρατήσει επί οκτώ αιώνες, κατά τους οποίους δοκιμάσθηκαν με ειδεχθείς τρόπους οι αντοχές των Κυπρίων. Σε όλο αυτό το διάστημα, οι κατακτητές έδειξαν πολλές φορές το σκληρό τους πρόσωπο. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν θα πέσει και η Κωνσταντινούπολη στους Φράγκους Σταυροφόρους, ο Νεόφυτος θα αναζητήσει, όπως ο ίδιος λέγει, την Αποκάλυψη του Ιωάννη, η οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε στη βιβλιοθήκη της Εγκλείστρας (βλ. Πανηγυρική Α΄, Λόγος 9,1, εκδ. Νίκη Παπατριανταφύλλου-Θεοδωρίδη, Πάφος 1999, σ. 212), θέλοντας να διαπιστώσει αν όσα συνέβαιναν τότε ήταν σημεία των εσχάτων καιρών. Εφόσον η Κωνσταντινούπολη, η Νέα Ιερουσαλήμ, το επί γης εκτύπωμα της επουρανίου πολιτείας του Θεού, με την αιχμαλωσία στους ετεροδόξους, δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει ελεύθερα για τη φανέρωση της βασιλείας του Θεού επί της γης, ήταν φυσικό ο Νεόφυτος να υποθέσει ότι έφτασαν οι αποκαλυπτικοί καιροί.
Σε μία άλλη οριακή στιγμή της Κύπρου, ο εθνικός ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης θα περιγράψει τα γεγονότα του μαρτυρικού θανάτου του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού και εκατοντάδων άλλων κληρικών, μοναχών και λαϊκών προκρίτων της νήσου κατά την 9η Ιουλίου του 1821, σχηματίζοντας ένα παρόμοιο μελαγχολικό σκηνικό. Ο Βασίλης Μιχαηλίδης, σε σχέση με τον άγιο Νεόφυτο, είχε υπόψη του και τους επώδυνους διωγμούς από τους δυνάστες κατά τους έξι προηγούμενους αιώνες. Έτσι ο λόγος του χαρακτηρίζεται από εντονότερη πικρία. Εξάλλου συνέβαλλαν σε αυτό και τα γεγονότα που περιγράφει. «Ἀντὰν ἀρτζιέψαν οἱ κρυφοὶ ἀνέμοι τζι’ ἐφυσοῦσαν τζι’ ἀρκίνησεν εἰς τὴν Τουρτζιὰν νὰ κρυφοσυννεφκιάζῃ τζιαὶ ποὺ τὲς τέσσερεις μερκὲς τὰ νέφη ἐκουβαλοῦσαν, ὥστι νὰ κάμουν τὸν τζιαιρὸν ν’ ἀρκεύκῃ νὰ στοιβάζῃ, εἴσιεν σγιὰν εἶχαν οὗλλοι τους τζι’ ἡ Τζιύπρου τὸ κρυφόν της …». Υπό την κατάσταση της απειλής του θανάτου, οι σκοτεινές ημέρες και οι ασέληνες νύχτες ήταν ατέλειωτες.
Παρουσιάζοντας τον ογκώδη τόμο: Τα θρησκευτικά μνημεία της νέας πόλης της Αμμοχώστου, με συγγραφείς δύο εκλεκτούς επιστήμονες και φίλους, τους Ανδρέα Φούλια και Χριστόδουλο Χατζηχριστοδούλου, και με προλογισμό από τον πανιερώτατο μητροπολίτη Κωνσταντίας και Αμμοχώστου, κ. Βασίλειο, υπό τον τίτλο: Η εναγώνια κραυγή της Αμμοχώστου, δεν θα μπορούσα να εκφρασθώ διαφορετικά μπροστά σε αυτή την κραυγή μιας κατεστραμμένης πόλης, αυτής που ήταν κάποτε η πόλη της «αγάπης και του ονείρου», παρά μόνο με τα λόγια που ήδη αναφέραμε του αγίου Νεοφύτου και του Βασίλη Μιχαηλίδη. Λόγια πόνου και οδύνης που αναδύουν όμως και την ελπίδα μιας πνευματικής δύναμης σύμφυτης με τα δεινά και απολύτως συμβατής προς το βίωμα των αγίων της εκκλησίας μας.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Γιώργος Σεφέρης, διαισθανόμενος αυτή τη σχέση -πόνου και ελπίδας- και κατανοώντας την πνευματική δύναμη του Εγκλείστου που οικοδομήθηκε στα εξήντα χρόνια της σκληρής ασκητικής βιοτής του ως πνευματικό οχυρό, θα γράψει από την Εγκλείστρα στις 21 Νοεμβρίου του 1953 σχετικό ποίημα και θα συγκρίνει τα φραγκικά τείχη του Λαρίωνα, της Φαμακούστας και του Μπουφαβέντο με εκείνα της Κωνσταντινούπολης.
Για τον Σεφέρη οι υπέρογκες αρχιτεκτονικές των φραγκικών τειχών διαφέρουν από εκείνες των τειχών της Κωνσταντινούπολης. Ο ίδιος διαβλέπει ότι πίσω από τα βυζαντινά τείχη υπάρχει και μια πνευματική υπεροχή που δίνει δύναμη στους αμυνόμενους: «Για μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος για την πίστη του Χριστού και για την ψυχή του ανθρώπου, καθισμένοι στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού, που είχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της ρωμιοσύνης…» (… Κύπρον, οὗ μέ ἐθέσπισεν…, Αθήνα 1955, σσ. 39-40. Γ. Σεφέρης, Μέρες ς΄…, Αθήνα 1986, σ. 107). Ο Σεφέρης διαφορετικά έβλεπε την άμυνα της Πόλης, η οποία στηριζόταν στο «Ιησούς Χριστός νικά», και διαφορετικά διάβαζε την αμυντική οργάνωση των Λατίνων κατακτητών. Έτσι άφηνε περιθώριο ελπίδας ότι κάποτε η Αμμόχωστος και τα άλλα φραγκικά φρούρια της Κύπρου θα επανέλθουν και πάλι στον λαό της με τη βοήθεια του Χριστού και της Θεοτόκου.
Καθισμένοι στα γόνατα της Παναγίας, ή μάλλον υποκλινόμενοι ενώπιόν της, οι δύο συγγραφείς θα έλεγα ότι προσφέρουν το έργο τους σε Αυτήν, όπως ο Μέγας Κωνσταντίνος προσέφερε την Πόλη, καθώς εξεικονίζεται στο ψηφιδωτό της Αγίας Σοφίας, και ικετεύουν εκτενώς την Παναγία να γίνει η ελευθερώτρια της πόλης της Αμμοχώστου. Καταγράφοντας τις μνήμες ανυψώνουν πνευματικά τείχη, ώστε η πόλη «φάντασμα» να αντισταθεί στη λήθη, διατηρώντας στην ιστορική μνήμη τον πολιτισμό της, όπως αυτός αναδύεται από τα μνημεία και τους τάφους των προγόνων, ιδίως από τους ναούς και τα σπήλαια των αγίων. Όπως η αρχαιοελληνική πόλη, κατά τον François de Polignac (H γέννηση της αρχαίας ελληνικής πόλης, μτφρ. Ν. Κυριαζόπουλος, Αθήνα 2000), συγκροτείται γύρω από ένα ιερό, κατά παρόμοιο τρόπο και η χριστιανική πόλη γεννιέται γύρω από ναούς. Το ίδιο καταγράφεται, εν προκειμένω, τόσο στην παλαιά Αμμόχωστο όσο και σε εκείνη των Βαρωσίων. Το επίκεντρο της ορθόδοξης πόλης καθίσταται ο ναός, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον δημόσιο βίο.
Οι συγγραφείς γεννήθηκαν στην Αμμόχωστο και έζησαν τα πρώτα δέκα (περίπου) χρόνια της ζωής τους εκεί. Επομένως, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου τους μεταφέρουν τα πρώτα καθοριστικά και έντονα βιώματα της παιδικής τους ψυχής. Η ανάμνηση των σχολικών χρόνων σε εκπαιδευτικά ιδρύματα που φιλοδοξούσαν να καταστούν πρότυπα, σε μία πόλη που είχε έναν αξιοθαύμαστο πνευματικό κόσμο και μια ζωντανή εκκλησία, δίπλα στην αρχαία πόλη της Σαλαμίνας και τον τάφο του ιδρυτή και προστάτη της αυτοκέφαλης αποστολικής Εκκλησίας Κύπρου, του Αποστόλου Βαρνάβα, αυτή η ζείδωρη μνήμη ήταν η κινητήριος ορμή για να ξεπεραστούν οι πολλές δυσκολίες, ώστε να τελεσφορήσει το έργο. Είμαι απολύτως βέβαιος ότι αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες, τις οποίες ξεπερνούσε η αγάπη προς την φίλη πατρίδα. Όπως οι ίδιοι αναφέρουν: «μετά… τη στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας… γίναμε πρόσφυγες σε μια άλλη πόλη, σ’ ένα ξένο περιβάλλον, εγκαταλείποντας βωμούς και εστίες. Οι ημέρες περνούσαν με την έντονη ελπίδα ότι σε λίγο θα επιστρέφαμε πίσω στα σπίτια μας. Όταν οι ημέρες έγιναν μήνες και οι μήνες χρόνια, όταν χάσαμε πρώτα τους παππούδες μας και μετά έναν-έναν τους γονείς μας, κι όταν ξαφνικά εμείς που φύγαμε παιδιά, αισθανθήκαμε ότι γίναμε μεσήλικες, συνειδητοποιήσαμε ότι ήδη απωλέσαμε πολλά αναμένοντας την πολυπόθητη επιστροφή που δεν ερχόταν» (Τα θρησκευτικά μνημεία της νέας πόλης της Αμμοχώστου, σ. 13).
Συνεπώς, η ευθύνη των δύο ωρίμων επιστημόνων για την καταγραφή και διάσωση πληροφοριών που αφορούν μνημεία απροσπέλαστα ήταν μεγάλη. Ο αείμνηστος διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων της Κύπρου, Αθανάσιος Παπαγεωργίου, επεσήμανε ότι για την πόλη των Βαρωσίων και ειδικά για τους ναούς και τα κειμήλιά της, ουδέποτε έγινε κάποια συστηματική έρευνα και καταγραφή. Η προσπάθεια εντοπισμού και ταύτισης εικόνων μέσα από δυσεύρετο φωτογραφικό υλικό αλλά και αρχεία, αποκτά ακόμα ιδιαίτερη σημασία, αφού σχεδόν όλες οι εικόνες των ναών αυτών έχουν σήμερα χαθεί, ενώ ορισμένες έχουν ήδη επαναπατρισθεί. Η παρακαταθήκη που αφήνουν οι συγγραφείς είναι βέβαιον ότι θα φανεί πολύ χρήσιμη στο μέλλον και σε μελλοντικές διεκδικήσεις χαμένων θησαυρών από τις κατεχόμενες και λεηλατημένες εκκλησίες μας (όπ.π., σ. 11).
Όπως δηλώνεται και στον τίτλο του βιβλίου η πρόθεση των συγγραφέων είναι να παρουσιασθεί το πολυπολιτισμικό περιβάλλον της Αμμοχώστου που προκύπτει μέσα από τη συμβίωση χριστιανών διαφόρων ομολογιών, αλλά και μουσουλμάνων. Παρουσιάζονται επομένως οι θρησκευτικοί οίκοι όλων αυτών των κατοίκων της πόλεως παραβλέποντας την όποια μορφή έχθρας από το σύνοικο στοιχείο.
Η νέα πόλη της Αμμοχώστου σχηματίσθηκε γύρω από τη μεσαιωνική πόλη, κυρίως μετά την τουρκική κατάκτηση το 1571. Οι ορθόδοξοι οικοδόμησαν στον περιαστικό χώρο νέες κοινότητες με έντονη εκκλησιαστική συνοχή, ακολουθώντας τις ήδη γνωστές αρχές της συμβίωσης λαών διαφόρων θρησκειών και ομολογιών, που καταγράφονται και στις βυζαντινές πόλεις. Οι συγγραφείς παρουσιάζουν συγκεκριμένους αριθμούς του πληθυσμού των ορθοδόξων χριστιανών και των μουσουλμάνων κατακτητών, οι οποίοι θα έλεγα ότι συμφωνούν κατά την αναλογία με εκείνους των γηγενών πληθυσμών και των κατακτητών της Μικράς Ασίας, όπως συνάγεται από την έρευνα του Σπύρου Βρυώνη, στο περίφημο έργο του: Η παρακμή του μεσαιωνικού ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η διαδικασία εξισλαμισμού, 11ος -15ος αι., μτφρ. Κάτια Γαλαταριώτου, Αθήνα 2008.
Για να αξιολογηθούν σωστά οι πληροφορίες, περί των χριστιανικών μνημείων της Αμμοχώστου και της ευρύτερης περιοχής, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η πνευματική ενδοχώρα της Κύπρου ήταν οι απέναντι περιοχές (Μικρά Ασία, Αντιόχεια, Παλαιστίνη, Αλεξάνδρεια). Η Κύπρος ανήκε στον χώρο των πιο σπουδαίων παλαιών κέντρων του Χριστιανισμού, τα οποία όμως μετά τις αραβικές προελάσεις παρακμάζουν. Όμως το αποτύπωμά τους παραμένει ανεξίτηλο στη χριστιανική ιστορία του νησιού. Αυτό μαρτυρείται από τα χριστιανικά μνημεία, αλλά και από τη λειτουργική πράξη της Κύπρου, η οποία στο συντηρητικό της χαρακτήρα διέσωσε πολλά αρχαϊκά στοιχεία. Οι δύο συγγραφείς γνωρίζουν πολύ καλά την ιστορική και πνευματική σημασία όλων των μνημείων της περιοχής και κάνουν τις πρέπουσες επισημάνσεις εξαίροντας την αξία τους.
Όπως οι ίδιοι ομολογούν, «Η μετάδοση έγκυρων πληροφοριών στις επόμενες γενεές θεωρούμε ότι είναι απαραίτητη για πολλούς λόγους. Γι’ αυτό η προσπάθειά μας εστιάσθηκε στη συγκέντρωση και επεξεργασία πλήθους νέων και αγνώστων στοιχείων, με σκοπό την ανασύσταση κατά το δυνατόν της ιστορίας των μνημείων. Είναι αυτονόητο ότι λόγω της κατοχής κάποια στοιχεία λείπουν ή ακόμα μπορεί να μην είναι απολύτως ακριβή, αφού δεν είναι δυνατή η πρόσβαση και επί τόπου μελέτη» (Τα θρησκευτικά μνημεία…, σ. 14).
Οι συγγραφείς μπόρεσαν να εξασφαλίσουν το υλικό τους, επισκεπτόμενοι οι ίδιοι την πόλη, κάποιες φορές με κίνδυνο της ζωής τους. Επίσης βοηθήθηκαν και από πολύτιμες πληροφορίες που υπάρχουν σε διάφορα αρχεία, όπως εκείνες της Χρυσάνθης Μπαλτογιάννη, που επισκέφθηκε κατά το 1965 τους ναούς της πόλης και της ευρύτερης περιοχής και αποτύπωσε στις σημειώσεις της σημαντικές μαρτυρίες.
Το έργο δεν θα μπορούσε να δει το φως της δημοσιότητας, αν δεν στηριζόταν ηθικά και πρακτικά από τρεις φορείς: την Πολιτιστική Ακαδημία «Άγιος Επιφάνιος» της Ιεράς Μητροπόλεως Κωνσταντίας και Αμμοχώστου, την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου και την Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού της Ελλάδος (όπ.π., σ. 9). Στους φιλόμουσους αυτούς φορείς οφείλονται ευχαριστίες και ευγνωμοσύνη.
Οφείλω προσέτι να επισημάνω ότι σε μία εποχή που παρατηρείται ύφεση των θεολογικών σπουδών, οι δύο Ακαδημίες, υπό την εμπνευσμένη στήριξη δύο αρχιερέων με όραμα, με την οργάνωση σημαντικών συνεδρίων, την έκδοση εξαιρετικών και επιμελημένων βιβλίων, όπως το παρουσιαζόμενο, δηλώνουν τη δυναμική παρουσία ενάντια στην παρακμή. Επομένως σε αυτούς πρέπει ο έπαινος, τω δε Θεώ δόξα και τιμή εις τους αιώνας.
*Βιβλιοπαρουσίαση του Καθηγητή Θεόδωρου Γιάγκου, που πραγματοποιήθηκε στον Βόλο την περασμένη βδομάδα, για το βιβλίο: “Τα θρησκευτικά μνημεία της νέας πόλης της Αμμοχώστου”. Στην παρουσίαση παρόντες ήταν οι μητροπολίτες Δημητριάδος Ιγνάτιος και ο Κωνσταντίας και Αμμοχώστου Βασίλειος. Επίσης παρόν ήταν και ο καθηγούμενος της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου Εφραίμ.