Κυ, 27/04/25 | 8:50

Συνοδική Απαγόρευση (1918) του «Εθίμου του Καψίματος του Ιούδα ή του Εβραίου»

Αρχιμανδρίτης Αθηναγόρας Σουπουρτζής
Αρχιμανδρίτης Αθηναγόρας Σουπουρτζής
O Αρχιμανδρίτης Αθηναγόρας Σουπουρτζής είναι Καθηγητής Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου Θεολογικής Ακαδημίας Volyn Ουκρανίας - Επισκέπτης Καθηγητής της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών. Professor of Ecclesiastical and Canon Law at the Orthodox Theological Academy of Volyn, Ukraine, Adj. Professor of Ecclesiastical and Canon Law at Supreme Ecclesiastical Academy of Athens,

Του ιδίου :

Περίληψη:

Το παρόν κείμενο επιχειρεί προσιτή, κατά το δυνατόν, στο ευρύτερο κοινό προσέγγιση του νόμο-κανονικού statous της παραμένουσας εν ισχύ από 17.4.1918 αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος περί της απαγορεύσεως του λεγομένου εθίμου του «καψίματος του Ιούδα/Εβραίου». Μέσω της διερεύνησης της ιστορικής και θεολογικής προελεύσεως του φαινομένου, καθώς και της σύνδεσής του με πρακτικές συμβολικού αποκλεισμού, αναδεικνύεται η θεσμική σημασία της Συνοδικής αποφάσεως ως πράξεως εκκλησιαστικής έκφρασης αυτοσυνειδησίας με νομικές και κανονικές συνέπειες, ενταγμένης, ως ισχύουσας, στο σύγχρονο περιβάλλον του θρησκευτικού πλουραλισμού και της συνταγματικής συνύπαρξης, παράγοντας παράλληλα συγκεκριμένο πλαίσιο διοικητικό-δικαιικής δέσμευσης στην ελληνική έννομη τάξη .

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Η απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος περί της κατάργησης του λεγομένου εθίμου του «καψίματος του Ιούδα/ Εβραίου», η οποία ελήφθη με αφορμή τη διατήρηση της εν λόγω οθνείας πρακτικής σε ορισμένες τοπικές κοινωνίες κατά την περίοδο της Μεγάλης Εβδομάδας, εντάσσεται στη γενικότερη ποιμαντική μέριμνα της Εκκλησίας για τον επαναπροσδιορισμό της παράδοσης υπό το φως της ευαγγελικής αληθείας. Πρόκειται για πράξη η οποία, ενώ εξωτερικώς δύναται να εκληφθεί ως εθιμολογική ρύθμιση, φέρει στο εσωτερικό της έντονη θεολογική, κανονική και δικαιική δυναμική.

2. Ιστορική προέλευση και θεολογική αποτίμηση του «εθίμου»

Το εν λόγω «έθιμο» αντλεί την καταγωγή του από τις δημόσιες τελετουργικές πρακτικές της μεσαιωνικής και πρώιμης νεότερης Ευρώπης, κατά τις οποίες το πρόσωπο του Ιούδα Ισκαριώτη —μέσω κατασκευής ομοιώματος— χρησίμευε ως φορέας της συμβολικής αποβολής του κακού. Η μεταφορά και προσαρμογή του εθίμου στον ελλαδικό χώρο, αν και στερημένη στις περισσότερες περιπτώσεις από άμεσες ρατσιστικές προθέσεις, διατηρεί τον ιστορικό και θεολογικό της συμβολισμό: η προσωποποίηση της ενοχής και η ταύτισή της με μια θρησκευτική κοινότητα αποτελεί θεολογικά και κανονικά αδόκιμη πρακτική.

Ωστόσο, στην ορθόδοξη θεολογία, η ενοχή είναι προσωπική, ουδέποτε συλλογική, ενώ η στάση του Χριστού απέναντι στους σταυρωτές Του δεν είναι εκδικητική, αλλά συγχωρητική: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς». Ως εκ τούτου, η επανάληψη εθίμων με περιεχόμενο μνησικακίας αντιστρατεύεται την ευχαριστιακή και πατερική αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας.Όπως εύστοχα έχει επισημάνει ο καθηγητής Βλάσης Φειδάς, η Εκκλησία δεν λειτουργεί ως «φορέας μνήμης κατηγορίας», αλλά ως «μυστήριο συμφιλιώσεως».

3. Η φύση της απόφασης: κανονικό και νομικό καθεστώς

Η απόφαση της Ιεράς Συνόδου αποτελεί κανονιστική πράξη δεσμευτικού χαρακτήρα, βάσει των άρθρων 4 και 6 του Ν. 590/1977 (Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος). Εκδίδεται από το ανώτατο διοικητικό όργανο της Εκκλησίας και δεσμεύει όλα τα εκκλησιαστικά υποσυστήματα (Μητροπόλεις, Ιερείς, Ενορίες, Εκκλ. Ιδρύματα και Οργανισμούς, Μονές, Μοναχούς και Λαϊκά Μέλη της Εκκλησίας), τα οποία υποχρεούνται να την εφαρμόσουν σύμφωνα με την αρχή της διοικήσεως της Εκκλησίας υπό του συνοδικού πολιτεύματος.

Η παράβαση της εν λόγω αποφάσεως εκ μέρους κληρικού/ μοναχού, εφόσον προκύπτει δημόσια τέλεση ή υποστήριξη του απαγορευμένου εθίμου, δύναται να στοιχειοθετήσει εκκλησιαστικό πειθαρχικό αδίκημα, κατά τις ισχύουσες διατάξεις περί πειθαρχικής ευθύνης των κληρικών. Η πειθαρχική διαδικασία εξελίσσεται ενώπιον των αρμοδίων εκκλησιαστικών δικαστηρίων (Ν. 5383/1932) και οι σχετικές κυρωτικές αποφάσεις, ως διοικητικές πράξεις νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγματος. Τούτο καθιστά προφανές ότι δεν πρόκειται για απλή ηθική διακήρυξη, αλλά για κανονικο-διοικητική πράξη έννομης δεσμεύσεως.

Καθίσταται, συνεπώς, σαφές ότι η απόφαση της Ιεράς Συνόδου εντάσσεται στο πλαίσιο διοικητικού-εκκλησιαστικού θεσμικού δικαίου, παράγοντας αποτελέσματα που υπερβαίνουν τον στενό ποιμαντικό της χαρακτήρα.

4. Η έννοια της θεσμικής αυτοδέσμευσης στο κανονικό και δημόσιο πεδίο

Η Εκκλησία της Ελλάδος, ως θεσμός δημοσίου χαρακτήρα, δεν περιορίζεται στην άσκηση εσωτερικής πειθαρχίας, αλλά λειτουργεί εντός του δημοκρατικού συνταγματικού πλαισίου, το οποίο επιτάσσει την αρχή του θρησκευτικού πλουραλισμού και του σεβασμού της θρησκευτικής ετερότητας (άρθρο 13 Σ).

Η απόφαση αυτή αποτελεί ενσυνείδητη πράξη αυτοπεριορισμού της εξουσίας του εθίμου, όταν αυτό αντιβαίνει στη θεολογική αλήθεια, στο Κανονικό Δίκαιο και στο κοινό αγαθό της ειρηνικής συνύπαρξης. Δεν πρόκειται για προσαρμογή σε εξωτερικά πρότυπα «ορθότητας», αλλά για εσωτερική πράξη ευθύνης, με βάση το ίδιο το εκκλησιαστικό ήθος.

Η Εκκλησία, διά της Ιεράς Συνόδου, επιλέγει να μην είναι απλώς θεματοφύλακας της ιστορικής μνήμης, αλλά κριτής της θεολογικής της αλήθειας στο φως των προκλήσεων της κοινωνικής συνύπαρξης.

5. Συμπεράσματα

Η Συνοδική απόφαση περί της απαγόρευσης του εθίμου του «καψίματος του Ιούδα/ Εβραίου» αναδεικνύει το μέτρο κατά το οποίο η Εκκλησία της Ελλάδος συνδυάζει τον Κανονικό δικαιικό της ρόλο με τη θεσμική της λειτουργία ως δημοσίου φορέα. Πρόκειται για κανονική πράξη πνευματικής και θεσμικής αυτοσυνειδησίας, με λειτουργική και πειθαρχική εφαρμογή, η οποία δεν περιορίζεται σε συμβολική αποκήρυξη, αλλά παράγει εσωτερική έννομη υποχρέωση στο πλαίσιο του δημοσίου δικαίου.

Η πράξη αυτή δεν αποτελεί απλή ηθική τοποθέτηση. Είναι κανονική νομολογία, η οποία εγγράφεται στο corpus των αποφάσεων της Εκκλησίας που ρυθμίζουν όχι μόνο τη λειτουργική ευταξία, αλλά και τη θέση της Εκκλησίας στον δημόσιο λόγο, ως φορέα συμφιλίωσης και καταλλαγής.

Η πίστη, όταν ερμηνεύεται θεσμικά, δεν απομονώνεται· αυτορυθμίζεται. Και αυτό ακριβώς πράττει η Εκκλησία της Ελλάδος με την απόφαση αυτή.


ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ