Τρ, 10/09/24 | 11:22

Η συνεργασία των ανθρώπων με τον Θεό ως προϋπόθεση της σωτηρίας

Σχόλιο στο Αποστολικό Ανάγνωσμα της γιορτής της Γεννήσεως της Θεοτόκου: Φιλ 2:5-11

Μιλτιάδης Κωνσταντίνου
Μιλτιάδης Κωνσταντίνου
Ο καθηγητής Μιλτιάδης Κωνσταντίνου είναι, Άρχων Διδάσκαλος του Ευαγγελίου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Έχει διατελέσει Κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1952. Διδάσκει Παλαιά Διαθήκη και Βιβλική Εβραϊκή Γλώσσα.

Του ιδίου συγγραφέα:

Την αρχή του λειτουργικού έτους όπως και το τέλος του σηματοδοτεί, σύμφωνα με την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας μια γιορτή αφιερωμένη στη Θεοτόκο. Αυτή η τιμητική προς το πρόσωπο της Παναγίας θέση στο εορτολόγιο στοχεύει να υπενθυμίσει στους πιστούς τον κεντρικό ρόλο που παίζει η Θεοτόκος στο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία της ανθρωπότητας, το οποίο κορυφώνεται με τη σταύρωση και την ανάσταση του Χριστού.

Το αποστολικό ανάγνωσμα της πρώτης αφιερωμένης στη Θεοτόκο γιορτής του εκκλησιαστικού έτους είναι η περικοπή Φιλ 2:5-11:

2 5Φροντίστε στις μεταξύ σας σχέσεις να σκέφτεστε όπως κι ο Ιησούς Χριστός, 6ο οποίος ως πραγματικός Θεός που ήταν, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό σαν κάτι ξένο που το άρπαξε, 7αλλά δέχτηκε να υποβαθμίσει τον εαυτό του, να μοιάσει με δούλο, καθώς έγινε ίδιος με τους ανθρώπους· 8και όντας πραγματικός άνθρωπος, δέχτηκε να ταπεινωθεί, υπακούοντας στον Θεό μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού.

9Γι’ αυτό και ο Θεός τον εξύψωσε πάνω από όλα και του χάρισε το πιο ένδοξο όνομα απ’ όλα τα ονόματα. 10Έτσι, στο όνομα του Ιησού όλα τα επουράνια, τα επίγεια και τα υποχθόνια θα προσκυνήσουν, 11και όλοι μ’ ένα στόμα θα ομολογήσουν ότι Κύριος είναι ο Ιησούς Χριστός, για να δοξάζεται έτσι ο Θεός Πατέρας.

Ένα από τα χαρακτηριστικά της χριστιανικής πίστης που εμφανώς τη διαφοροποιεί από όλες τις θρησκείες είναι η ιστορική της διάσταση. Η χριστιανική πίστη δεν είναι προϊόν των θεωρητικών αναζητήσεων κάποιου φιλοσόφου ούτε το κατασκεύασμα κάποιου ιερατείου. Είναι συνέπεια της αποκάλυψης του Θεού μέσα στην Ιστορία. Οι χριστιανοί γνωρίζουν τον Θεό όχι μέσα από κάτι που βεβαιώνεται από τον μύθο αλλά μέσα από τις συγκεκριμένες σωτηριώδεις υπέρ των ανθρώπων επεμβάσεις του σε ιστορικό επίπεδο. Σκοπός, λοιπόν, της χριστιανικής λατρείας είναι μεταξύ άλλων να επεξεργαστεί αυτήν την ιστορική εμπειρία του λαού του Θεού, να την παραστήσει και να τη διατηρήσει στη μνήμη. Η αλήθεια αυτή συνοψίζεται στην Ευχή της Αναφοράς, όταν ο λειτουργός, αναφέροντας τα δώρα της κοινότητας στον Θεό, προσεύχεται μυστικά: «μεμνημένοι τοίνυν … πάντων τῶν ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων … παρακαλοῦμέν σε καὶ δεόμεθα καὶ ἱκετεύομεν …». Έτσι, ολόκληρη η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας δεν είναι παρά μια επανάληψη των σωτηριωδών ενεργειών του Θεού για χάρη του ανθρώπου όπως αυτές παραδίδονται από τη Βίβλο και η ερμηνεία των ενεργειών αυτών. Ιδιαίτερα η θεία λειτουργία ξαναζωντανεύει την υπαρκτική εμπειρία ότι στη σύναξη οι πιστοί γίνονται ένα σώμα με κεφαλή τον Χριστό. Γι’ αυτό και στην ευχή της αναφοράς, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, μεταξύ των ‘‘γεγενημένων’’ και ως κορύφωση αυτών, οι πιστοί ‘‘θυμούνται’’ και τη δευτέρα παρουσία του Χριστού, δηλαδή αυτό που έρχεται από το μέλλον.

Αυτή η βασική αρχή, πάνω στην οποία στηρίζεται η χριστιανική πίστη, ότι δηλαδή ο Θεός επεμβαίνει στην ανθρώπινη Ιστορία σωτηριολογικά, έφερε τον χριστιανισμό, ήδη από τα πρώτα βήματά του, σε σύγκρουση με το πανίσχυρο φιλοσοφικό κατεστημένο της εποχής του. Το βασικό δόγμα της πλατωνικής φιλοσοφίας που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή και ταυτόχρονα το αδιέξοδό της συνοψίζεται στη φράση που παρατίθεται στο έργο του Πλάτωνα Συμπόσιον: «θεὸς δὲ ἀνθρώπῳ οὐ μίγνυται». Το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθαν οι πλατωνικοί φιλόσοφοι της εποχής του Χριστού φαίνεται από την προσπάθειά τους να επινοήσουν ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο σύστημα επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό και στην αδυναμία τους να διατυπώσουν μια εφαρμόσιμη πρόταση ζωής, αφού ως σκοπός της ζωής καθορίστηκε η απελευθέρωση της ψυχής από το σώμα. Η απάντηση της χριστιανικής πίστης στις θέσεις αυτές της πλατωνικής φιλοσοφίας συνοψίζεται στον πρόλογο του Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου: «Απ’ όλα πριν υπήρχε ο Λόγος και ο Λόγος ήτανε με τον Θεό και ήταν Θεός ο Λόγος. … Μέσα στον κόσμο ήταν και ο κόσμος δι’ αυτού δημιουργήθηκε, μα δεν τον αναγνώρισε ο κόσμος. … Και ο Λόγος σαρκώθηκε, κατοίκησε ανάμεσά μας και είδαμε τη θεϊκή του δόξα …» (Ιωα 1:1,10,14).

Για να σαρκωθεί όμως ο Λόγος, για να γίνει άνθρωπος ο Θεός ήταν απαραίτητη η πλήρωση ορισμένων βασικών προϋποθέσεων και από την πλευρά των ανθρώπων. Η επέμβαση του Θεού στην ανθρώπινη Ιστορία, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, δεν γίνεται ποτέ βίαια. Ο Θεός δεν εξαναγκάζει τους ανθρώπους να τον ακολουθήσουν, αλλά από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας ζητά τη συνεργασία μαζί τους. Και αν ο πρώτος άνθρωπος αρνήθηκε να συνεργαστεί με τον Θεό, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την είσοδο του κακού στον κόσμο, ο Θεός ποτέ δεν εγκατέλειψε το πλάσμα του.  Βάζει σε εφαρμογή ένα σχέδιο, που, χωρίς να παραβιάζει την ελευθερία του ανθρώπου, θα τον οδηγήσει και πάλι κοντά του. Για να εφαρμοστεί το σχέδιο αυτό χρειαζόταν οι άνθρωποι να κάνουν ελεύθερα, χωρίς καταναγκασμό, αυτό που αρνήθηκε να κάνει ο πρώτος άνθρωπος· να ακολουθήσουν το δρόμο που τους δείχνει ο Θεός. Ολόκληρη η πνευματική προϊστορία της ανθρωπότητας, όπως περιγράφεται μέσα στην Αγία Γραφή, είναι γεμάτη από τις συνεχείς προσπάθειες και προσκλήσεις του Θεού προς τους ανθρώπους για συνεργασία μαζί του. Ο Αβραάμ, ο Μωυσής, οι προφήτες και πλήθος άλλων που κατονομάζονται ή όχι στη Βίβλο ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση αυτήν και κάθε φορά το σχέδιο του Θεού προχωρούσε ένα βήμα παραπέρα προς την τελική ολοκλήρωσή του. Όταν, λοιπόν, τα πάντα ήταν έτοιμα γι’ αυτή την ολοκλήρωση του σχεδίου του Θεού, έπρεπε και πάλι ένας άνθρωπος να αποδεχτεί την πρόσκλησή του για συνεργασία. Έτσι, το “ναι” της Μαρίας στην πρόσκληση που της απηύθυνε ο άγγελος κατέστησε δυνατή την πραγματοποίηση του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου.

Με την επιλογή της περικοπής Φιλ 2:5-11 ως αποστολικού αναγνώσματος της πρώτης αφιερωμένης στη Θεοτόκο γιορτής υπενθυμίζει η Εκκλησία στους σύγχρονους πιστούς ότι η Μαρία είχε κατορθώσει να επιτύχει αυτό που παραγγέλλει ο απόστολος Παύλος στους πιστούς της εποχής του: «Φροντίστε στις μεταξύ σας σχέσεις να σκέφτεστε όπως κι ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος ως πραγματικός Θεός που ήταν, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό σαν κάτι ξένο που το άρπαξε, αλλά δέχτηκε να υποβαθμίσει τον εαυτό του, να μοιάσει με δούλο, καθώς έγινε ίδιος με τους ανθρώπους· και όντας πραγματικός άνθρωπος, δέχτηκε να ταπεινωθεί, υπακούοντας στον Θεό μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού» (Φιλ 2:5-7). Το παραπάνω κείμενο, μια από τις αρχαιότερες ομολογίες πίστεως της Εκκλησίας, περιγράφει μια επαναστατική για τις σχέσεις του Θεού με τον άνθρωπο αλήθεια. Μόνον αυτό που κατέχει κανείς πραγματικά μπορεί να το μοιραστεί με τους άλλους· αντίθετα, εκείνο που δεν του ανήκει και το αποκτά δι’ αρπαγής το κρατάει για τον εαυτό του, στερούμενος έτσι της χαράς του μοιράσματος και της σχέσης με τον άλλον. Ο Χριστός ως πραγματικός Θεός θέλει και προσφέρει στους ανθρώπους τη δυνατότητα μετοχής στη θεότητά του, για να το κάνει όμως αυτό χρειάζεται να σαρκωθεί. Και η Μαρία προσφέρει στον Θεό αυτό ακριβώς που δεν έχει, τη σάρκα, για να το κάνει όμως αυτό χρειάζεται να υποτάξει το δικό της θέλημα στο θέλημα του Θεού. Έτσι, η Μαρία κατόρθωσε να μιμηθεί τον Χριστό, όπως παραγγέλλει ο απόστολος Παύλος, πριν ακόμη γεννηθεί ο Χριστός. Και αφού ήταν ένας κοινός άνθρωπος σαν όλους τους άλλους, έγινε το σύμβολο της ανθρώπινης συμμετοχής στο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου.

Τοποθετώντας, λοιπόν, η εκκλησιαστική παράδοση την ανάμνηση της γέννησης της Θεοτόκου στην αρχή του νέου εκκλησιαστικού έτους, υπενθυμίζει σε όλους τους χριστιανούς ότι η σωτηρία της ανθρωπότητας προϋποθέτει τη συνεργασία τους με τον Θεό. Το πανηγύρι του Γενεθλίου της Θεοτόκου ισοδυναμεί με μια δήλωση προς τον Θεό της ετοιμότητας των χριστιανών να τον υποδεχτούν και να συνεργαστούν μαζί του, ώστε να επιτευχθεί αυτό το οποίο ο απόστολος εύχεται στο τέλος της παραπάνω περικοπής: «όλοι μ’ ένα στόμα θα ομολογήσουν ότι Κύριος είναι ο Ιησούς Χριστός, για να δοξάζεται έτσι ο Θεός Πατέρας» (Φιλ 2:11). Το πανηγύρι του Γενεθλίου της Θεοτόκου καλεί όλους τους πιστούς σε μια δέσμευση απέναντι στον Θεό ότι στο διάστημα που μεσολαβεί από τη γιορτή της γέννησης της Θεοτόκου ως τη γιορτή της γέννησης του Θεανθρώπου θα προσπαθούν καθημερινά να μιμηθούν τη στάση της Μαρίας, ώστε να είναι έτοιμοι, όταν θα γιορτάσουν τη γέννηση του Χριστού, να τον ακολουθήσουν πραγματικά και να πραγματώσουν το θέλημά του.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ