Ἡ ἑορτή τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν καθιερωθεῖσα ὑπό τοῦ Εὐχαΐτων Ἰωάννου τοῦ Μαυρόποδος τόν 11ο αἰῶνα, δίδει τήν δυνατότητα καταθέσεως μερικῶν σκέψεων ὑπό τοῦ πονήσαντος σχετικῶς μέ τήν συναλληλίαν τῆς πορείας των.
Ὁ κατάλληλος «καιρός» τῆς συναντήσεως. Ὁ χριστιανισμός ἀπό τά πρῶτα του βήματα ἦλθεν εἰς ἐπαφήν μέ τόν ἑλληνισμόν. Ἡ συνάντησις προπαρεσκευάσθη νωρίτερα μέ τίς κατακτήσεις τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, μέ τήν διάδοσιν τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καί μέ τήν ἑνοποίησιν τοῦ ἀρχαίου κόσμου κάτω ἀπό τήν Ρώμην. Ἡ συνάντησις αὐτή ἦτο κατάλληλος, διότι καί ὁ χριστιανισμός ἐχρειάζετο τήν ἑλληνικήν φιλοσοφία καί τήν ἑλληνικήν γλῶσσα ἀλλά καί, διότι ὁ Ἑλληνισμός εἶχε, ἰδιαιτέραν ἀνάγκην ἀπό τήν ἔνθετον πίστιν τοῦ χριστιανισμοῦ.
Σημεῖα συναντήσεως – ἀλληλεπιδράσεως: πλευρές τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ ἀπό τίς ὁποῖες ἐπωφελήθη ὁ χριστιανισμός ἦσαν: 1) ἡ ἑλληνική γλῶσσα πού μέ τόν πλοῦτο της κατέστη ὄργανον διαδόσεως τῆς νέας πίστεως καί εἰς αὐτήν πρωτότυπα ἐγράφη τό Εὐαγγέλιον, 2) ἡ ἑλληνική φιλοσοφία πού ἔδωσεν εἰς τόν Χριστιανισμόν τίς φιλοσοφικές καί λογικές κατηγορίες γιά νά διατυπωθῆ ἤ διδασκαλία του, 3) ἡ πολιτική ὀργάνωσις τῆς ζωῆς στήν Ἀρχαία Ἀθήνα πού λόγῳ τοῦ δημοκρατικοῦ της ἤθους πού καλλιεργοῦσε, βοήθησε εἰς τήν διαμόρφωσιν τῆς συνοδικῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, 4) ἡ ἠθική ἀντίληψις τῶν Ἑλλήνων καί δή τῶν Στωϊκῶν, ἀπό τούς ὁποίους παρέλαβεν ὁ Χριστιανισμός πολλούς ἠθικούς ὅρους (συνείδησις, ἀρετή). Οἱ ἑλληνικές ἐπιδράσεις εἰς τόν Χριστιανισμόν ἦσαν ἐπιφανειακές καί ἐξωτερικές χωρίς νά ἀλλοιώνουν τήν νέα πίστη.
Σημεῖα στά ὁποῖα ἡ συνάντησις ἦτο ἀδύνατος: 1) τό ἐρώτημα περί Θεοῦ: Διά τούς ἕλληνες φιλοσόφους ὁ Θεός εἶναι ἀπρόσωπη ἰδέα (Θεῖον). Γιά τόν Χριστιανισμό εἶναι ἔντονα προσωπικός, τριαδικός στά πρόσωπα ἤ στίς ὑποστάσεις, 2) τό ἐρώτημα περί κόσμου: Τόν κόσμον οἱ μέν Ἕλληνες τόν ἐδέχοντο ὡς αἰώνιον, ἐνῶ ὁ Χριστιανισμός ὡς κτίση, ὡς ἐλευθέρα δημιουργία τοῦ Θεοῦ ἀπό τό μηδέν, 3) τό ἐρώτημα περί τοῦ ἀνθρώπου: Στόν ἄνθρωπο ὁ μέν Ἑλληνισμός ἔβλεπε μία προχωρημένη βαθμίδα στήν σειρά τῶν ἐμβίων ὄντων, ἀπό τά ὁποῖα αὐτός διαφέρει μόνον κατά τόν νοῦν, ἐνῶ ὁ Χριστιανισμός ἕνα θεοειδές δημιούργημα πλασμένο ἀπό τόν Κτίστην «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» (Γεν. 1,26).
Μέσα στόν Ἑλληνισμό οἱ Ὀρφικοί, Πλάτων, Πλωτῖνος, ἔβλεπαν τό ἀνθρώπινο σῶμα ὡς κακόν καί ηὔχοντο νά ἀπαλλαγεῖ γρήγορα ἀπό τήν ψυχή. Ὁ Χριστιανισμός, ἀντιθέτως, ἔβλεπε ὡς μία ψυχοσωματική ἑνότητα τόν ἄνθρωπον, τό δέ σῶμα ὡς ναόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὡς λίαν καλόν δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἦτο καί ἡ ψυχή, 4) ἡ ἀντίληψις γιά τήν ἀρετή. Γιά τούς Ἕλληνες ἡ ἀρετή ἦταν κυρίως γνώση, σύνεσις, σοφία. Γιά τόν Χριστιανισμό ἡ ἀρετή εἶχε τήν ρίζα της στήν καρδιά καί ἦταν ἀγάπη, 5) ἡ ἀντίληψις γιά τήν ἰσότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Γιά τόν Ἑλληνισμό πού παρεδέχετο ποιοτική διαφορά μεταξύ δούλων καί ἐλευθέρων καί μεταξύ Ἑλλήνων καί βαρβάρων ἡ ἀντίληψη περί ἰσότητος ἦτο ἀδιανόητη. Γιά τόν Χριστιανισμό ὅλοι ὡς τέκνα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀδέλφια: «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ· πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». (Γαλ. 3,28), 6) Ἡ ἀντίληψη γιά τήν ἐργασία: Οἱ Ἕλληνες, ἐξαιρουμένου τοῦ Ἡσιόδου, ἐδέχοντο ὅτι ὁ ἐλεύθερος πολίτης δέν ἔπρεπε νά ἀσχολεῖτο μέ καμμία χειρωνακτική ἐργασια˙ αὐτή ταίριαζε μόνον στούς δούλους. Ὁ Χριστιανισμός δέν κάνει διάκριση μεταξύ πνευματικῆς καί χειρωνακτικῆς ἐργασίας καί τιμᾶ καί τίς δύο. Καταδικάζει τήν ἀργία καί τήν ἀδράνεια. Ὁ Παῦλος λέγει: «Εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω» (Β΄ Θεσ. 3,10).
Ὠφέλειες ἀπό τήν συνάντηση: Ὁ Χριστιανισμός πιεζόμενος ἀπό τήν ἀνάγκη πού τοῦ ἐπέβαλε ὁ παγκόσμιος χαρακτῆρας του νά ἀπευθυνθεῖ καί πρός τούς φιλοσοφικῶς μορφωμένους Ἕλληνες, δανείσθηκε τά παραπάνω καί μετέδωσε τήν αἰώνιον ἀλήθειάν του εἰς τόν κόσμον. Ὁ Ἑλληνισμός ἐδέχθη τήν ζωογόνον ἐπίδραση τοῦ βιβλικοῦ πνεύματος καί πῆρε τεράστιες δυνάμεις πού τόν κατέστησαν γιά ἀκόμη χίλια χρόνια φῶς τοῦ κόσμου καί δημιουργό ἑνός μεγάλου πολιτισμοῦ. Κατά τόν Θεολόγο π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ «ὁ Ἑλληνισμός ὁλοκληρώθηκε μέσα στήν Ἐκκλησία». «Ὁ δέ χριστιανισμός εἶναι ὄντως ἡ κατάκτηση ὁλόκληρου τοῦ διασπασμένου χρόνου, εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς αἰωνιότητος ἐδῶ καί τώρα» (fr. Alexander Schmemann).
Ἡ βαθυτάτη ἐπίδρασις τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν εἰς τήν πνευματικήν πορεία τοῦ ἑλληνισμοῦ – χριστιανισμοῦ ἀποτελεῖ πολύτιμη παρακαταθήκη καί κοινή διαπίστωσις πάντων διά τόν σύγχρονον κόσμον καθόσον ἄριστοι γνῶσται ὄντες τῆς ἀρχαίας ἑλληνικής παιδείας κατόρθωσαν διά τῆς χριστιανικῆς των πίστεως νά μεταμορφώσουν τόν ἑλληνισμόν εἰς ὅτι εἶχεν σχέσιν μέ τήν στάσιν τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ Θεοῦ, τοῦ κόσμου καί τῆς ἱστορίας.
Ἰδιαίτατα εἰς τόν σύγχρονον κόσμο πού λαμβάνει ἡ παγκοσμιοποίησις μορφήν τέρατος, καθίσταται ἐπιτακτική ἀνάγκη ἑλληνισμός καί ὀρθοδοξία κατά τόν ἀοίδιμον Περγάμου Ἰωάννην νά ἀνοίξoυν τούς ὁρίζοντές των εἰς τόν ἄνθρωπον καί τά ὑπαρξιακά του προβλήματα καθόσον οἱ δύο αὐτοί πυλῶνες δέν εἶναι ἀγαθά πρός συντήρησιν ἤ ἐγκαύχησιν, ἀλλά χρέος δημιουργίας.
Εἰς αὐτην τήν δημιουργίαν κατεθέσαν τόν θεμέλιο λίθον οἱ σήμερον τιμώμενοι Ἱεράρχαι.