Η ιστορία της θεολογίας υποδεικνύει ότι η εκκλησιολογία προοδεύει κυρίως κατά τις περιόδους κρίσεων και δύσκολων ιστορικών περιστάσεων. Όταν η εκκλησία διαπερνάει κρίσεις ταυτότητας και αυτοπροσδιορισμού, τότε κανονικά αναπτύσσεται και η εκκλησιολογία. Εμείς στον παρόν ζούμε μια τέτοια κρίση.
Η τελευταία κρίση αυτού του μεγέθους συνέβαινε πιθανώς περίπου εκατόν χρόνια πριν, με την κατάρρευση των αυτοκρατοριών όπου η Ορθοδοξία ήταν παρούσα κατεξοχήν, δηλαδή την Οθωμανική, Ρωσική, και Αύστρο-Ουγγαρική. Η κατάρρευσή τους προκάλεσε όχι μόνο μια γιγαντιαίας διαστάσεως μετακίνηση των Ορθοδόξων εθνών, αλλά και μια κινητοποίηση των θεολογικών ιδεών. Για παράδειγμα, το της μεγάλης ιστορικής σημασίας πρώτο θεολογικό συνέδριο που έλαβε μέρος εδώ στη Αθήνα το 1936, σημάδεψε την ανάδυση νέων ιδεών και θεολογικών ρευμάτων που κατάφεραν να δεσπόζουν το Ορθόδοξο θεολογικό τοπίο κατά την ολόκληρη εκατονταετία που ακολούθησε. Αυτά συμπεριέλαβαν όχι μόνο τη διαβόητη νεοπατερική σύνθεση, αλλά και καινούργιες προσεγγίσεις στο φαινόμενο της Εκκλησίας, όπως λόγου χάρη οι έννοιες της συνοδικότητας και ευχαριστίας ως ταυτοτήτων ενσωματωμένων μέσα στην Ορθοδοξία. Ο λεγόμενος αιώνας της εκκλησιολογίας είχε ανατείλει ακολουθώντας και αντανακλώντας τα πολιτικά δρώμενα στην καθ’ημάς Ανατολή.
Παρότι που οι περισσότερες τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες προτιμούν να αγνοούν τα τρέχοντα συμβάντα, αυτά, φρονώ, θα έχουν και ήδη έχουν τεράστιες θεολογικές και εκκλησιολογικές επιπτώσεις. Εννοώ πρωτίστως τον πόλεμο στην Ουκρανία. Πριν αυτός ξεκίνησε το 2014, το 2008 ένας παρόμοιος πόλεμος ξέσπασε στη Γεωργία. Και οι δύο χώρες είναι Ορθόδοξες με μακροχρόνια ιστορία της Ορθοδοξίας. Μια άλλη Ορθόδοξη χώρα, Ρωσία, με όχι τόσο μακροχρόνια ιστορία της Ορθοδοξίας, ξεκίνησε και τους δύο πολέμους. Δεν θα είναι υπερβολικό να λέμε ότι όλοι οι πόλεμοι που ξέσπασαν στην Ευρώπη κατά τον εικοστό πρώτο αιώνα είναι ένδο-ορθόδοξοι.
Οι πόλεμοι αυτοί έχουν εκκλησιολογικές επιπτώσεις. Πρέπει να μας προβληματίζουν να βρούμε εκ νέου, στο φως τους, απαντήσεις στα παλαιά ερωτήματα: τι είναι η Εκκλησία και πως σχετιζόμαστε με αυτή;
Εκατόν χρόνια πριν, η απάντηση την οποίαν η Ορθόδοξη θεολογία έδωσε σε παρόμοιες ερωτήσεις ήταν: η Εκκλησία είναι διαφορετική και από αυτοκρατορία και, κατ’επέκτασιν, από κάθε είδος κρατική εξουσία. Είναι το κάτι άλλο, οντολογικά διαφορετικό. Ανάμεσα στους πιστούς μεγάλωσε η αντίληψη που, επιφανειακά τουλάχιστον, το εκκλησιαστικό σώμα είναι πιο κοντά στο κοινωνικό σώμα των υπευθύνων πολιτών παρά στους κρατικούς μηχανισμούς του καταναγκασμού. Πιο επί ουσίας, η μετά-αυτοκρατορική εκκλησιολογία του εικοστού αιώνα έκανε μια ριζοσπαστική μεταστροφή από το πάνω-κάτω στο κάτω-πάνω. Δηλαδή, από την λεγόμενη «εκκλησιολογία από πάνω» προς τη «εκκλησιολογία από κάτω». Η δε, κατά την γνώμη μου, πιο ολικά από τη μεν αντανακλά την Αποκάλυψη και Ενσάρκωση του Θεού Λόγου.
Ελευθερία αποτελεί το κύριο στοιχείο το οποίο διαφοροποιεί το μεν από το δε. Σε ριζοσπαστική αντίθεση με τον αρχαίο κόσμο, όπου η θρησκεία δεν ήταν μια ατομική επιλογή, αλλά την επέβαλαν οι από πάνω αρχές, ο Χριστός έδωσε σε καθένα την ευθύνη να επιλέγει πως να σχετίζεται με τον Θεό: «τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων μου οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾽ οἷς ἡτοίμασται ὑπὸ τοῦ πατρός μου» (Μθ 20:23). Απο’κεί και πέρα η σχέση του καθενός με τον Θεό έχει αξία εφόσον παραμένει η δική του ή της ελεύθερη επιλογή. Που σημαίνει ότι το να ανήκει κανείς στην Εκκλησία χρειάζεται μια επιλογή. Θα τολμούσα να πω ότι το εκκλησιάζειν δεν είναι ένα στιγμιαίο σημβάν, αλλά πρέπει να επιλέγεται και να επιβαιβεούται διαρκώς. Τότε το εκκλησίασμα παραμένει γνήσιο και αποτελεσματικό για σωτηρία. Τότε μια εκκλησία με ε-μικρόν γίνεται η Εκκλησία με έψιλον κεφαλαίο. Αλλιώς η Εκκλησία μετατρέπεται σε μια παρεκκλησία, δηλαδή μια σέκτα. Φρονώ πως το βασικό κριτήριο που διαφοροποιεί την Εκκλησία από την παρεκκλησία είναι ο σεβασμός για την ελευθερία και επιλογές του κάθε μέλους της. Ένας τέτοιος σεβασμός προϋποθέτει πολύ ρίσκο, αλλά είναι μια προϋπόθεση sine qua non για την Εκκλησία ναι παραμένει γνήσια, ορθόδοξη και καθολική.
Η εκκλησιολογία που φοβάται, αποφεύγει ή περιθωριοποιεί ελευθερία, κάνει τις κατά τόπον Εκκλησίες κατεχόμενες από φόβο, δυσπιστία, ακόμα και παράνοια. Μια τέτοια εκκλησιολογία, στη ακραία της εκδοχή, διακινεί τους τρέχοντες πολέμους που τους έχω αναφέρει. Οι Εκκλησίες που πολεμούν την ελευθερία των μελών τους εμπνέουν τους ηγέτες των λαών τους να κάνουν πολέμους κατά άλλων λαών. Τέτοιου είδους εκκλησιολογία βρίσκει επιχειρήματα να δικαιολογεί απολυταρχισμό κάθε είδους. Και καταλήγει να δίνει σε μια τοπική Εκκλησία επιχειρήματα να λειτουργεί και να φέρεται ως μια σέκτα.
Τότε, παραδείγματος χάρη, τη συνοδικότητα ως το βασικό στοιχείο της Ορθόδοξης εκκλησιαστικότητας τη ομολογούν με τα χείλη τους μόνο, χωρίς να την αξιοποιούν και να τη πράττουν. Δεν μπορούν να δρουν αλλιώς επειδή το κάθε γνήσιο συνοδικό συμβάν βασίζεται στην ελευθερία των συμμετεχόντων, την οποίαν φοβούνται. Προσπαθούν να αποφεύγουν το ρίσκο της ελευθερίας το οποίο είναι μια ουσιώδης ποιότητα της συνοδικότητος. Έτσι οι τοπικές Εκκλησίες που δεν ήρθαν στην Κρήτη το 2016, ουσιαστικά φοβήθηκαν να πάρουν το ρίσκο της συνοδικότητας. Χωρίς ρίσκο όμως, η γνήσια συνοδικότητα δεν υπάρχει. Παρότι που ήθελαν να δήθεν προστατεύσουν την Εκκλησία από παραπλανήσεις, κινούντο από παραπλανημένες αντιλήψεις περί αυτής, δηλαδή από φόβο και όχι από μια πίστη στην Εκκλησία.
Η εκκλησιολογία που βασίζεται στον φόβο προϋποθέτει ένα εκκλησιαστικό ήθος που δεν είναι πολύ διαφορετικό από το ήθος που δεσπόζει στις αυτοκρατορίες. Προτιμάει εξαναγκασμό αντί πειστικότητα. Εξάλλου, ο μεν φαίνεται να είναι αποτελεσματικότερος από την δε στην αποπεράτωση του έργου και αποστολής της Εκκλησίας — έτσι τουλάχιστο νομίζουν όσοι το συνηγορούν. Η χρήση της βίας — πάντα για δήθεν εύλογους λόγους — δεν είναι κάτι απαράδεκτο για αυτούς. Επιτέλους καταλήγουν όχι μόνο στο να υποστηρίζουν πολέμους, αλλά και να είναι πρωταγωνιστές τους. Έτσι έχουμε καταλήξει στη τραγική κατάσταση που η πλειοψηφία των Ορθοδόξων Χριστιανών σήμερα (εννοώ εκείνους μεν στη Ρωσία που ταυτίζουν τον εαυτό τους με την Ορθόδοξη Εκκλησία και εκείνους δε Ορθοδόξους εκτός Ρωσίας που συμπαθούν με αυτό που προσπαθεί να καταφέρει η ηγεσία της χώρας αυτής) είτε ἐν ἐνεργείᾳ είτε ἐν δυνάμει υποστηρίζουν την εξ ολοκλήρου εξουθένωση ενός Ορθοδόξου λαού — του της Ουκρανίας. Δεν μπορώ να εξηγήσω αυτό το παράδοξο φαινόμενο παρά μόνο με μια διαστρεβλωμένη εκκλησιολογία.
Το κύριο στοιχείο αυτής της εκκλησιολογίας, εάν συνοψίσω αυτά που έχω πει παραπάνω, είναι ότι αποβλέπει όχι στον Χριστό ως τη κεφαλή και το μοναδικό σημείο αναφοράς για το φαινόμενο της Εκκλησίας, αλλά στα υποκατάστατά του. Αυτά μπορεί να συμπεριλαμβάνουν κοσμικές εξουσίες, λεγόμενες παραδοσιακές αξίες, δόξες των μεγάλων πολιτισμών του παρελθόντος, και ούτως καθεξής. Όλα αυτά είναι τίποτε άλλο παρά ειδώλια που αντικαταστούν τον Θεό.
Σ᾽ένα τέτοιο ειδώλιο, παραδείγματος χάρη, έχει μετατραπεί το Βυζάντιο. Ή, πιο ακριβώς, ο ρομαντικός ενθουσιασμός μας περί του Βυζαντίου τον οποίον εκμεταλλεύονταν και συνεχίζουν να εκμεταλλεύονται μερικοί πολιτικοί. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός αναφέρεται σ’ένα κράτος το οποίο δεν υπήρχε ποτέ (καθώς όλοι γνωρίζουμε, Βυζάντιο είναι μια δυτική φαντασία για το κράτος με την πρωτεύουσα στη Κωνσταντινούπολη που για το εαυτό του ήταν Ρωμαϊκό). Οι φαντασίες μας περί Βυζαντίου μας οδηγούν σε μια φανταστική αντίληψη περί της Εκκλησίας. Διακινούμενοι από αυτή την αντίληψη, θέλουμε την Εκκλησία μας να είναι κρατική, πολιτικά ισχυρή, που εξασκεί ένα μονοπώλιο για ιδέες και αξιώσεις μέσα σε ολόκληρη την κοινωνία. Στην πραγματικότητα όμως, μια τέτοια Εκκλησία δεν μπορεί να ευσταθεί και διαρκέσει για πολύ χρόνο, τουλάχιστο στην εποχή μας. Το τεκμηριώνουν όλες οι απόπειρες για τον πολιτικό Βυζαντινισμό κατά τον εικοστό αιώνα. Επίτηδες χρησιμοποιώ τη λέξη Βυζαντινισμός, με -ισμός στο τέλος ως ένδειξη του ιδεοκρατικού χαρακτήρα αυτής της αντίληψης.
Εκείνος που έθεσε τα θεωρητικά θεμέλια του σύγχρονου Βυζαντινισμού ήταν Νικολάε Γιόργκα. Είναι γνωστός κυρίως για το έργου του «Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο». Δημοσιεύθηκε το 1934, υπό την δικτατορία του Ρουμάνου βασιλιά Καρόλου Β᾽. Τη δικτατορία αυτή ο Γιόργκα την υπηρετούσε και ως πρωθυπουργός, και ως πρόεδρος της Γερουσίας, της Βουλής, και ενός εθνικιστικού κόμματος. Καθώς σχεδόν η κάθε δικτατορία στις Ορθόδοξες χώρες κατά τον εικοστό αιώνα, αυτή της Ρουμανίας, με τη συμβολή του Γιόργκα, προσποιόταν να λειτουργεί ως ένα Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο. Δηλαδή, να ενσωματώνει κάποια στοιχεία του Βυζαντίου υπό τις καινούργιες ιστορικές συνθήκες.
Συνήθως εκεί που κατέληγαν αυτές οι δικτατορίες ήταν μια ανεξέλεγκτη και απεριόριστη προσωπική εξουσία. Εκείνοι που τη διεκδικούσαν προσπαθούσαν να τη νομιμοποιήσουν με το να προστατεύουν τη Εκκλησία και τις παραδοσιακές αξίες — συνήθως έναντι στην υποτιθέμενη διαφθορά της νεωτερικότητας. Όμως εκεί που οδηγούν οι προσπάθειες αυτές είναι πάντοτε μια καρικατούρα του Βυζαντίου. Οι πρωταγωνιστές του Βυζαντινισμού συνήθως δεν αντιλαμβάνονται ότι το Βυζάντιο δεν ήταν μια σκέτη δικτατορία της τυπολογίας που άκμαζε κατά τον εικοστό αιώνα. Εκείνο είχε και αρκετά ισχυρές δημοκρατικές δομές τις οποίες μόνο πρόσφατα οι επιστήμονες αρχίσανε να καταλαβαίνουν.
Τέλος πάντων, στην Ελλάδα, όπως γνωρίζουμε καλά, και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, και η δικτατορία των συνταγματαρχών, έκαναν επανειλημμένες αναφορές στο Βυζάντιο, παρόμοιες με αυτές που έκαναν και οι Ρουμάνοι δικτάτορες. Παρουσίαζαν την ίδια λανθασμένη κατανόηση και κατάχρηση της ιδέας του Βυζαντίου. Τελικά, απέτυχαν και αυτοί να ξαναφτιάξουν ένα Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο.
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ξεπέρασε όλες τις προηγούμενες καταχρήσεις και της Εκκλησίας και του Βυζαντίου. Αυτός βέβαια δεν γνωρίζει πολλά πράγματα για το Βυζάντιο, αλλά απ᾽αυτά που του έχουν εξηγήσει κάποιοι Ρώσοι αρχιερείς, μάλλον έχει αναπτύξει μια αντίληψη περί εαυτού ως ενός Κωνσταντίνου του Μεγάλου ή τουλάχιστο ως δεύτερου Βλαντιμίρου του Μεγάλου Πρίγκιπα του Κιέβου. Γι᾽αυτό έβαλε και ένα γιγαντιαίο άγαλμα του τελευταίου μπροστά στο Κρεμλίνο. Η τραγική ειρωνεία όμως είναι ότι αντί Κωνσταντίνο έγινε σαν Βασίλειο Β᾽, Βλαντίμιρ ο Ουκραϊνοκτόνος δηλαδή.
Οι φαντασίες που ο Πούτιν έχει για τον εαυτό του είναι ένα μεγάλο πρόβλημα. Αλλά ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ποιες φαντασίες έχουν γι᾽αυτόν πολλοί Ορθόδοξοι σήμερα οι οποίοι συνεχίζουν να βλέπουν την Εκκλησία ως μια προέκταση μη υπαρχούσης πια αυτοκρατορίας. Αυτοί με θαυμασμό απολαμβάνουν τις εικόνες του Πούτιν χοροστατούντος κατά την πομπώδη υποδοχή του στο Άγιον Όρος. Είναι πρόθυμοι να του συγχωρέσουν κάθε έγκλημα, ακόμα και τη γενοκτονία ενός ομόδοξου λαού — αρκεί να τους προσφέρει ένα φάντασμα της δήθεν αναγέννησης μιας αυτοκρατορίας και μιας αυτοκρατορικής εκκλησίας.
Εν τούτω κείται και η μεγαλύτερη πλάνη της εκκλησιολογίας η οποία διέπει και κινεί την Ρωσική εκκλησία. Εξ’ου και η πρότασή μου για το πως να προχωρήσουμε θεολογικώς μ’όλα αυτά. Δεν θα προχωρήσουμε ή μάλλον θα οπισθοχωρήσουμε άμα συνεχίσουμε να αγνοούμε τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ήδη έχει πυροδοτήσει το πως ο κόσμος έξω βλέπει την Ορθοδοξία. Δεν είναι πλέον ένα βλέμμα ρομαντικό που το είχαν διαμορφώσει, παραδείγματος χάρη, η σχολή του Παρισιού ή τα βιβλία των αείμνηστων μητροπολιτών Καλλίστου και Ιωάννου. Είναι πιο κοντά στο πως πολλοί στη Δύση βλέπουν το βίαιο ισλαμισμό. Δεν πια μας πιστεύουν απόλυτα όταν τους λέμε για το ανέκφραστο κάλλος της Ορθοδοξίας μας. Γι᾽αυτό προτού οι ξένοι μας κριτικάρουν εμείς πρέπει να αρχίσουμε να αναλύουμε κριτικά που βρεθήκαμε και προς τα που πορευόμαστε. Ίσως το πιο σημαντικό ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε, πρώτα στο εαυτό μας και ύστερα στους άλλους, είναι πως έχουμε καταλήξει σ’αυτό τον πόλεμο, χωρίς μάλιστα να το έχουμε καταλάβει;
Εξάλλου εκείνοι στη Ρωσία που συνηγορούν για τον πόλεμο, έχουν διαβάσει τα ίδια ωραία θεολογικά βιβλία που έχουμε διαβάσει κ’εμείς — του Βλαντίμιρ Λόσσκυ, πατρός Γεωργίου Φλορόφσκυ και άλλων. Οι πρωταγωνιστές του πολέμου επίσης μιλάνε για τον ανθρώπινο πρόσωπο ως ένα αποκλειστικό στοιχείο της καθ᾽ημάς ανατολικής νοοτροπίας και θεολογίας. Και τώρα χιλιάδες πρόσωπα εξουθενούνται με τα Ρωσικά όπλα ευλογημένα από Ρώσους παπάδες και δεσποτάδες.
Άραγε γιατί η ωραία μας ευχαριστιακή εκκλησιολογία δεν μας βοήθησε να αποφύγουμε τη κατάχρηση της Ορθοδοξίας μας; Μάλιστα κάτι το αντίθετο συμβαίνει. Οι καταχραστές αυτής οπλοποιούν την θεία ευχαριστία. Έμαθαν από την ευχαριστιακή εκκλησιολογία ότι η θεία κοινωνία κάνει την Εκκλησία, και τώρα κόβουν αυτή την κοινωνία για να τιμωρήσουν ολόκληρες τοπικές Εκκλησίες για καθαρά πολιτικούς λόγους. Τιμωρούν και τους κληρικούς που τολμάνε να διατηρούν την κοινωνία παρά τις απαγορεύσεις. Φρονώ πως οι απαγορεύσεις για το συλλείτουργο, και μάλιστα με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, είναι αντίθετες στην κανονική και θεολογική μας παράδοση.
Ως αντίδοτο στις παρούσες καταχρήσεις χρειαζόμαστε μια εκκλησιολογία η οποία δεν θα οδηγεί στα ίδια λάθη. Δηλαδή, να κάνει τη διακοπή κοινωνίας μια πολύ δύσκολη υποθέσει και να απαγορεύει την υποστήριξη των πολεμικών επιθέσεων, βίας, και δικτατοριών. Έχουμε ανάγκη από μια αντίληψη περί της Εκκλησίας που να λειτουργεί ως συναγερμός για κάθε προσπάθεια κατάχρησης της Εκκλησίας ή Θείας Κοινωνίας. Αυτή η εκκλησιολογία πρέπει να είναι απελευθερωτική από κάθε αυτοκρατορικό και αυταρχικό φάντασμα, και από κάθε φάντασμα εν γένει.