Σα, 07/12/24 | 3:28

Η προσωπικότητα και το επιστημονικό έργο του μακαριστού καθηγητή Γεωργίου Γαλίτη (1926-2022)

Ιωάννης Καραβιδόπουλος
Ιωάννης Καραβιδόπουλος
Ο κ. Ιωάννης Καραβιδόπουλος, είναι Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. ειδικός στην ερμηνεία της Καινής Διαθήκης

Του ιδίου συγγραφέα:

Ο Ευαγγελιστής Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων χαρακτηρίζει τον Αλεξανδρέα λόγιο Απολλώ, που δίδασκε το χριστιανικό μήνυμα στην Έφεσο, με το εξής τρίπτυχο: “ανήρ λόγιος”, “δυνατός εν ταις γραφαίς” και “ζέων τω πνεύματι” (Πράξ  18,24.25). Η πρόσφατη εκδημία προς Κύριον του σεβαστού και αγαπητού Ομότιμου Καθηγητή Γεωργίου Γαλίτη, μου επιτρέπει να χρησιμοποιήσω για το προσφιλές πρόσωπό του τους ίδιους αυτούς χαρακτηρισμούς χωρίς να αφίσταμαι της πραγματικότητας.

Μου είναι δύσκολο να διαχωρίσω τον επιστήμονα Γ. Γαλίτη από τον άνθρωπο Γ. Γαλίτη. Και τα δύο είναι αλληλένδετα. Όποιος γνώρισε τον Γ. Γαλίτη από κοντά και συνεργάστηκε μαζί του, εντυπωσιάζεται από την καλοσύνη του, την αρχοντιά, τον μειλίχιο χαρακτήρα του, το καλόβουλο χαμόγελό του, την ανεξικακία του, με ένα λόγο την ανθρωπιά του.

Θα συνοψίσω σε δύο μόνο προτάσεις την πολύπλευρη προσφορά του στην επιστήμη της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης και της Ιστορίας των χρόνων της. 1) Ο επιστήμων των συνθέσεων,  και 2) ο διάκονος της Εκκλησίας.

Για να εκτιμήσουμε σωστά τη σύνθεση παρελθόντος και παρόντος, δηλ. παραδόσεως και σύγχρονων απαιτήσεων, στο επιστημονικό έργο του Γ. Γαλίτη πρέπει να δώσουμε με άκρα συντομία ένα περίγραμμα των τάσεων της εποχής μέσα στην οποία το έργο αυτό τοποθετείται χρονικά. Γίνεται λόγος στην ελληνική θεολογία μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο για την αναβάπτισή της στις πατερικές πηγές. Ειδικότερα μιλούμε για “νεοπατερική” κατεύθυνση της θεολογίας γενικότερα και των βιβλικών σπουδών ειδικότερα, μια κατεύθυνση που επισήμανε και δρομολόγησε ο γνωστός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ.

Θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη απλούστευση των πραγμάτων η ταύτιση της παραδόσεως με τον “συντηρητισμό” και της νεωτερικής σκέψεως με την “προοδευτικότητα”, πράγμα που γίνεται φανερώς ή αφανώς στη σκέψη πολλών θεολόγων του τόπου μας. Η παραδοσιακότητα δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκην με τον συντηρητισμό, γιατί παράδοση σημαίνει ζωντανή συνέχεια, πορεία ζωής, μέλλον, ενώ συντηρητισμός είναι η στείρα προσκόλληση σε τύπους, η απονέκρωση, ο μιμητισμός του παρελθόντος, όπως συχνά υποστηρίζει σε κείμενά του ο καθηγητής Γαλίτης. Η παράδοση είναι βασικό στοιχείο της Ορθοδοξίας, ο συντηρητισμός κακέκτυπο της Ορθοδοξίας και τελικά άρνησή της. Από την άλλη μεριά, η ανανεωτική κατεύθυνση της θεολογίας δεν είναι υποχρεωτικά δέσμια των ιδεών του Διαφωτισμού και αντίθετη προς την Παράδοση. Η ύπαρξη δημιουργικών ανανεωτικών θεολόγων στον τόπο μας όπως και η ύπαρξη ατροφικών παραδοσιακών θεολόγων δεν είναι σπάνια φαινόμενα, που μαρτυρούν του λόγου μας το ασφαλές.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα το πατερικό πνεύμα κατανοήθηκε από τους Έλληνες ερμηνευτές της Αγίας Γραφής (με εξαιρέσεις πάντοτε) όχι ως άκριτη αναπαραγωγή των ερμηνειών των πατέρων της Εκκλησίας μέσα στις δικές μας τελείως διαφορετικές ιστορικές, κοινωνικές και επιστημονικές συνθήκες αλλ’ ως δημιουργική πιστότητα στον ζωντανό τρόπο, με τον οποίον και εκείνοι μετουσίωσαν θεολογικά το νόημα της ευαγγελικής ιστορίας σε κήρυγμα ζωής και σε υπαρξιακό προσκλητήριο. Περιττό να λεχθεί ότι η πιστότητα αυτή είναι καρπός μετοχής του ερμηνευτή στην Παράδοση, δηλ. στη ζωή της Εκκλησίας, που δεν σταμάτησε σε μια ορισμένη εποχή, αλλ’ εξακολουθεί να πορεύεται μέσα από διαφορετικές ίσως ιστορικές περιστάσεις αλλά στον ίδιο πάντα στόχο.

Όταν καταγράφει κανείς τη θεολογική ανάπτυξη και ωρίμανση μιας εποχής σαν αυτή που ακολούθησε  μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και κυρίως από τη δεκαετία του 1960 και εξής στον τόπο μας, δεν μπορεί να αναφέρει μόνο τις ακραίες ή και αντιτιθέμενες τάσεις, όπως π.χ. την αποκλειστική πατερική ερμηνεία της Αγίας Γραφής ή την προσπάθεια μονοπωλιακής επικρατήσεως των νέων τάσεων και μεθόδων έρευνας, χωρίς να καταγράψει και να αξιολογήσει τη σύνθεση που πέτυχαν ορισμένοι ερμηνευτές. Σύνθεση βέβαια δεν σημαίνει με κανένα τρόπο συμβιβασμό ή απεμπόληση στοιχειωδών επιστημονικών αρχών έρευνας. Απεναντίας οι εποχές με χαρακτηριστικό γνώρισμα τη σύνθεση αποδείχτηκαν δημιουργικές και παραγωγικές.

Μια τέτοια δημιουργική σύνθεση αποτελεί το επιστημονικό έργο του Γ. Γαλίτη με κύριους σταθμούς τη “Χριστολογία του Απ. Πέτρου” σε δύο τόμους (α΄εκδ. 1960, β’ εκδ. 1990), το υπόμνημα στην προς Τίτον Επιστολή του Απ. Παύλου (1978, β’ εκδ. 1992) καθώς και τα πολυάριθμα άρθρα του σε περιοδικά ή τιμητικούς τόμους, τις εισηγήσεις σε διεθνή συνέδρια και τα λήμματα σε Εγκυκλοπαίδειες.

Η σύνθεση βέβαια δεν είναι  έργο απλό ούτε εύκολο. Χρειάζεται πλούσια γνώση του ιστορικού παρελθόντος και δύναμη συλλήψεως των σφυγμών του παρόντος. Μεταφέροντας τα λόγια αυτά στην περιοχή της θεολογίας και δη της ερμηνείας των Αγίων Γραφών, μπορώ να υποστηρίξω πάντοτε με βάση τα έργα του Γ. Γαλίτη ότι ο μακαριστός καθηγητής συνέθεσε την παράδοση της Εκκλησίας και τη σύγχρονη επιστημονική μεθοδολογία, δίνοντας το “παρών” στις διάφορες προκλήσεις και απαιτήσεις των καιρών. Με δυο λόγια,  Παράδοση και σύγχρονες αναζητήσεις. Αυτές οι δύο συντεταγμένες οριοθετούν το επιστημονικό έργο του Γ. Γαλίτη.

Ο μακαριστός καθηγητής, μετά τις σπουδές του στην Ελλάδα και Γερμανία, δεν υπηρέτησε την επιστήμη για την επιστήμη, αλλά την υπηρέτησε ως διάκονος της Εκκλησίας, για “την οικοδομή του σώματος του Χριστού” (Εφ. 4,12). Την δαψιλή γνώση του της ιστορίας της εποχής της Καινής Διαθήκης και της ερμηνείας των βιβλικών κειμένων την έθεσε στην υπηρεσία της Εκκλησίας, ως “καλός διάκονος Χριστού Ιησού” (Α’ Τιμ. 4,6).

Και η διακονία αυτή συνεχίζεται αδιαλείπτως όχι μόνο στις ακραιφνώς επιστημονικές εργασίες αλλά και σε ευρυτέρου ενδιαφέροντος αρθρογραφία, από το 1987 μάλιστα από τις στήλες του περιοδικού “Ανάπλασις”, το οποίο επί σειρά ετών επιτυχώς διηύθηνε. Η πράξη και η ζωή του ήταν, κατά τη φράση Γρηγορίου του θεολόγου, ‘’θεωρίας επίβασις’’. Ήταν ενύλωση αυτού που επιγραμματικά λέγει ο Ιωάννης ο  Χρυσόστομος: «Διὰ τοῦτο Γραφὰς ἑρμηνεύομεν͵ οὐχ ἵνα Γραφὰς μάθητε μόνον͵ ἀλλ΄ ἵνα καὶ τὰ ἤθη διορθώσητε. Ἂν γὰρ τοῦτο μη γένηται͵ περιττῶς ἀναγινώσκομεν͵ περιττῶς ἐξηγούμεθα» (PG 56,186).

Στα δέκα χρόνια που τον ζήσαμε από κοντά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1969-1979) αλλά και στα επόμενα χρόνια μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών (1994), και στα χρόνια που συνεργαστήκαμε στενά είτε στη μετάφραση της Καινής Διαθήκης στο πλαίσιο της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας, είτε σε πολλά άλλα επίπεδα, ο Γ. Γαλίτης αντιμετώπισε συναδέλφους και συνεργάτες με πνεύμα ελευθερίας, χωρίς κρατούμενα, διαλεκτικός πάντοτε και διαλλακτικός. Ουδέποτε εθεάθη οργισμένος ή ουδέποτε φέρθηκε προσβλητικά.

Έχω την αίσθηση ότι ο μακαριστός Γ. Γαλίτης διατήρησε μέχρι το τέλος της επίγειας ζωής του αρχική νεότητα και τη φρεσκάδα στη ζωή και τη σκέψη του. Το μυστικό για την ανακαίνιση ως αετού της νεότητας του βρίσκεται στη γεμάτη θεολογικό και ανθρωπολογικό νόημα προτροπή του Οδυσσέα Ελύτη: “Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά”. Ο Γ. Γαλίτης έκανε συνεχώς αυτό το άλμα, ένα άλμα γρηγορότερο από τη καταλυτική για όλους μας φθορά του χρόνου, άλμα όμως εμπνευσμένο από την πίστη στον Χριστό τον νικητή της φθοράς και του θανάτου με την Ανάστασή του.

Ο αξέχαστος καθηγητής Γ. Γαλίτης ευλογήθηκε από τον Θεό με μια πολυμελή οικογένεια. Από τις τρεις θαυμάσιες θυγατέρες του και τους εξαιρετικούς συζύγους των απέκτησε 13 εγγόνια και 7 δισέγγονα.

Ας είναι αιωνία η μνήμη του!

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ