ΠΩΣ ΚΑΤΑΛΗΦΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΥΣ Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ 3
Γύρω στά 1870 φθάνει στήν Πετροῦσα, προερχόμενος ἀπό τό Ρασλόκ τῆς Βουλγαρίας, ὁ Τσεγκενέφ ἤ Τσεγκενέογλου Ντιμίτρι, βούλγαρος στήν συνείδησι καί τήν καταγωγή. Δουλεύει ἄλλοτε σάν ἐργάτης κι’ ἄλλοτε σάν μικροεμπορευόμενος. Καταφέρνει καί παντρεύεται τήν θυγατέρα ἑνός ἀπό τούς πλουσιώτερους Ἕλληνες προεστούς (Τζιορμπατζῆδες) τῆς Πετρούσης. Ὁ Τσεγκενέφ μετέβαλε τό σπίτι τοῦ πενθεροῦ του, σέ κέντρο Βουλγαρικῆς προπαγάνδας καί τόν ἴδιο τόν πενθερό του σέ πειθήνιο ὄργανό του. Πονηρός μέ μυαλό πολυμήχανο καί σατανικό, ἄρχισε μιάν ἐντατική δραστηριότητα. Μεταχειρίσθηκε κάθε μέσο καί κάθε ἀτιμία. Μέ τό χρῆμα πού φαίνεται τοῦ ἔστελναν ἀπό τήν Πανσλαυϊστική Κίνηση, ἄρχισε σιγά – σιγά καί μεθοδικά νά τραβάη κοντά του γνήσιες Ἑλληνικές οἰκογένειες.
Πρέπει νά παραδεχθοῦμε ὅτι στήν ἀρχή δέν ἤξεραν καλά – καλά τί ἦταν αὐτό πού τούς γύρευε ὁ Τσεγκενέφ. Μετά ὅταν κατάλαβαν εἶχαν πιά μέ τήν ἀφέλειά τους παρασυρθῆ. Δέν ἦταν εὔκολο ν’ ἀναπλεύσουν τόν ὁρμητικό ποταμό τοῦ βουλγαρισμοῦ καί ἀφέθηκαν νά τούς «πάρη τό ποτάμι». Ἦσαν οἱ ἀφελεῖς, τά ἀπολωλότα πρόβατα. Συγχωρητέα ἡ πράξη των. Ὑπῆρξαν ὅμως ὁρισμένοι πού μόλις ἔνοιωσαν τούς πραγματικούς σκοπούς τοῦ Τσεγκενέφ, ἀμέσως ἄλλαξαν θέση καί τόν ἀντιμετώπισαν σάν Ἕλληνες Χριστιανοί. Δίκαιον νά τούς ἐπαινέσουμε. Ἀσυγχώρητοι παραμένουν ἐκεῖνοι πού ἀπό φιλοχρηματία καί προσωπικά πάθη, ἐνῶ μποροῦσαν, δέν ἀπεμακρύνθησαν ἀπό τόν ἐχθρό. Εἶναι οἱ προδότες. Δικαία ἡ ἐναντίον των κατακραυγή καί στηλίτευσή των.
Τότε ἦταν μεγάλη ἡ φτώχεια στό χωριό. Οἱ κάτοικοι δέν εἶχαν νά πληρώσουν τούς φόρους στούς Τούρκους φοροεισπράκτορες. Τά κρατητήρια στό καρακόλι (Ἀστυνομικός Σταθμός) τῆς Προσωτσάνης καί τά κελλιά, στίς φυλακές τῆς Δράμας, γέμιζαν ἀπό χωρικούς τῆς Πετρούσας πού ὄφειλαν στό Τουρκικό Δημόσιο. Φρικτά τά οἰκήματα τῶν φυλακῶν καί μαρτυρική ἡ ζωή, μέσα σ’ αὐτά, τῶν ἁπλῶν χωρικῶν πού ἦσαν μαθημένοι, στόν ἐλεύθερο ἀέρα τοῦ κάμπου. Στά σπίτια των οἱ οἰκογένειες πεινοῦσαν χωρίς τόν προστάτη των.
Τήν στιγμή αὐτή τῆς ἀπογνώσεως καί τῆς ἀπελπισίας παρουσιάζονταν στήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ ὁ Τσεγκενέφ, καί ἔλεγε στόν φυλακισμένο χωρικό :
— Ἄ! μπέ, ντέν κάνει νά εἶσαι φυλακή. Καλό ἄντρωπο εἶσαι μπέ. Ἐγκώ πληρώνει. Ἐσύ νά βγῆς ἔξω. Ἄντε μπέ ὑπόγραψε αὐτό τό χαρτί ν’ ἀλλάξουμε τόν παπᾶ τόν κλέφτη, νά φέρωμε καινούργιο πιό καλό, νά μήν πληρώνουμε φόρο…».
Γράμματα δέν ἤξερε ὁ δυστυχισμένος χωριάτης. Μία μουτζάλα μέ τό δάκτυλο ἔβαζε στό χαρτί, πού τοῦ ἔδινε ὁ Τσεγκενέφ, καί ξανάβρισκε τήν ἐλευθερία του.
Μά τό χαρτί αὐτό δέν ἔλεγε ἁπλῶς ν’ ἀλλάξουν τόν παπᾶ. Ἔλεγε κι’ ἄλλα πολλά. Δήλωνε ἐπίσημα ὅτι ἀναγνωρίζει τήν Βουλγαρική Ἐξαρχία καί θέλει βούλγαρο ἱερέα στό χωριό του.
Ὁ Τσεγκενέφ πλήρωνε τό χρέος τοῦ χωρικοῦ καί γύριζε μαζί μέ τό νέο του θῦμα στό χωριό. Ὁ καημένος ὁ χωριάτης ἦταν γιομάτος εὐγνωμοσύνη γιά τόν … «εὐεργέτη» του.
Ὁ Τσεγκενέφ εἶχε προσθέσει ἄλλο ἕνα νούμερο στήν προσπάθειά του νά ἀποσπάση τίς ὑπογραφές τῶν 2/3 τῶν κατοίκων τῆς Πετρούσης, ὁπότε σύμφωνα μέ τό φιρμάνι τῆς 10-3-1870 θά ζητοῦσε τήν ὑπαγωγή τῆς ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ στή Βουλγαρική Ἐξαρχία.
Ἔφταιγεν ἄραγε ὁ χωρικός, αὐτός ὁ ἀγράμματος καί δυστυχισμένος, γιά τήν ἀθέλητη θρησκευτική καί ἐθνική του μετατόπιση; Βεβαίως ὄχι. Ἦταν μόνος, ἐγκαταλελειμμένος καί ἀβοήθητος σ’ ἕνα πέλαγος σκλαβιᾶς, φτώχειας καί δυστυχίας. Τό Ἑλληνικό κράτος ἦταν πολύ μακρυά καί οὔτε σκέφτονταν πώς ὑπῆρχεν ἐκεῖ στήν Μακεδονία κάποιος χωρικός πού ὑπέφερε καί ζητοῦσε βοήθεια ἔστω καί ἠθική. Εἶναι θαῦμα πώς δέν χάθηκε ὁ Ἑλληνισμός μας. Μόνη ἡ ‘Ἐκκλησία εἶχεν ἀρχίσει ἕνα δειλό καί ἀβέβαιον ἀκόμα ἀγῶνα.
Ἔτσι ἁπλώθηκε στήν Πετροῦσα ὁ βουλγαρισμός ἐκεῖνα τά χρόνια.
Στά 1872 ὁ Τσεγκενέφ κέρδισε μία μεγάλη πραγματικά μάχη κατά τῶν Ἑλλήνων.
Στό χωριό ἔφτασε τό μήνυμα ὅτι τήν Κυριακή θά λειτουργοῦσε στήν ἐκκλησία τῆς Πετρούσης ὁ Μητροπολίτης Δράμας Ἀγαθάγγελος, ὁ Α΄.
Ἀμέσως ὁ Τσεγκενέφ κινητοποίησε τούς ὀπαδούς του καί ἄρχισαν νά διαδίδουν χίλια δύο συκοφαντικά ψέμματα ἐναντίον του. Ἐξωθοῦσαν τούς φιλόθρησκους κατοίκους νά γιουχαΐσουν τόν Μητροπολίτη καί νά μήν τόν ἀφήσουν νά πατήση στήν Πετρούσα. Ἀλλά οἱ περισσότεροι δέν δέχονταν. Τότε ὁ Τσεγκενέφ ἀπεφάσισε νά δράση μόνο μέ τούς ὀπαδούς του. Μόλις ὁ Μητροπολίτης Δράμας, καβάλα στό ἄσπρο ἄλογό του, φάνηκε νά ἔρχεται ἀπό τόν δρόμο μέ τήν ἀκολουθία του, ὥρμησε κατ’ ἐπάνω του ἕνα λεφοῦσι ἀπό φανατισμένους καί ἐξαγριωμένους μπράβους τοῦ Τσεγκενέφ. Πέτρες, ξύλα, βρισιές, γιουχαΐσματα ξέσπασαν ἐπάνω στόν Ἕλληνα Μητροπολίτη. Τό ἄλογό του ἀφηνίασε. Ἡ ζωή του κινδύνεψε.
Ὕψωσε τά χέρια του στόν οὐρανό καί ξεστόμισε βαριά κατάρα ἐναντίον τοῦ Τσεγκενέφ.
Ἔστριψε τ’ ἄλογό του καί ἐπέστρεψε στήν Δράμα ἀναθεματίζοντας τόν Βούλγαρο ἀντίχριστο.
Οἱ γυναῖκες τῆς Πετρούσας φοβισμένες στέκονταν ἀπό μακρυά καί σταυροκοπιοῦνταν ζητῶντας συγχώρεση γιά τό ἀνοσιούργημα.
Οἱ παληότεροι διηγόνταν ὅτι ἡ κατάρα τοῦ Μητροπολίτη εἶχε τρομερά ἀποτελέσματα.
Ἑπτά ἄτομα ἀπό τήν οἰκογένεια τοῦ Τσεγκενέφ πέθαναν σ’ ἕνα χρόνο.
Ὁ ἴδιος ὁ Τσεγκενέφ ἀρρώστησε βαριά καί κόντεψε νά πεθάνη. Ὅταν σηκώθηκε ἀπό τό κρεβάτι του ἦταν ἐρείπιο σωματικό. Τό στόμα του, πού ξεστόμιζε τίς βρισιές καί τά «γιοῦχα» ἐναντίον τοῦ Μητροπολίτη εἶχε στραβώσει. Τό χέρι του πού εἶχε πετροβολήσει τόν Ἱεράρχη ἦταν παράλυτο. Τό πόδι του πού ἐπιχείρησε νά τόν κλωτσήση δέν μποροῦσε νά τό πατήση καί τό ἔσερνε. Τό μυαλό του εἶχε χάσει τήν πρώτη λαμπράδα καί ἐξυπνάδα. Φαίνεται ὅτι ἔπαθεν ἡμιπληγία.
Ἦταν ἡ ζωντανή μαρτυρία τῆς τιμωρίας του γιά τίς ἀνόσιες πράξεις του.
Μά ἐκεῖνο πού ἤθελε ὁ Τσεγκενέφ ἔγινε. Ἕνα ὑπόμνημα δικό του μέ τά ὀνόματα τῶν ὀπαδῶν του ὑποβλήθηκε στίς τουρκικές ἀρχές καί ἀπαιτοῦσε τήν παραχώρηση στή Βουλγαρική Ἐξαρχία τῆς μοναδικῆς ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ, πού Ἕλληνες τήν ἔκτισαν μέ τό ὑστέρημά των, Ἕλληνας Μητροπολίτης, ὁ Γερμανός, τήν ἐνεκαινίασε καί Ἕλληνες ἱερεῖς τήν λειτούργησαν (ὅπως ὁ Χρῆστος Παπαϊωάννου, ὁ Παπαστογιάννης ἀπό τά Τρίκαλα τῆς Θεσσαλίας, ὁ Παναγιώτης Σεμπάνης καί τελευταῖος ὁ Ἀθανάσιος Παπαστεργίου).
Οἱ τουρκικές ἀρχές ἐνέκριναν τήν παραχώρηση στή Βουλγαρική Ἐξαρχία τῆς ἐκκλησίας τῆς Πετρούσας.
Ἀμέσως ἔφτασαν ἀπό τήν Βουλγαρία, οἱ Βούλγαροι ἱερεῖς παπᾶ – Ἀρσέν καί παπᾶ – Τριαντάφυλλος ( Ἕλληνας ἐξωμότης) καθώς καί ἕνας ἱεροκήρυκας, ὁ Σφέτκος. Αὐτός ἐπεξηγῶντας δῆθεν τό Εὐαγγέλιο ἐπροπαγάνδιζε νύκτα καί ἡμέρα γιά τήν Βουλγαρία καί διεκήρυττε ὅτι ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Πετρούσας καθώς καί ὅλης της Μακεδονίας εἶναι Βούλγαροι, ὅπως αὐτός.
Μέ τήν βία καί τό χρῆμα πέτυχαν νά ἐξαγοράσουν τήν πνευματική ἡγεσία τοῦ χωριοῦ. Τόν Ἕλληνα ἱερέα παπᾶ – Ἰωάννη ἀπό τήν περιοχή Θεσσαλίας τόν μετέβαλαν σέ Βούλγαρο ἱερέα. Τόν Ἕλληνα διδάσκαλο Ἀνδρέα Γκιαούρη καθώς καί ἕναν ἄλλο Θεσσαλό ὀνομαζόμενο Ἀλέξιο τούς πῆραν δικούς τους διδασκάλους. Μάλιστα τόν Ἀλέξιο τόν ἔστειλαν ἀργότερα στήν Βουλγαρία ὅπου τόν χειροτόνησαν Ἐξαρχικό ἱερέα, καθώς καί τόν Ἕλληνα ἱεροψάλτη Ἰωάννη Μπαλτᾶ.
Στήν ἀρχή μία Κυριακή λειτουργοῦσαν οἱ Βούλγαροι ἱερεῖς καί τήν ἄλλη Κυριακή οἱ Ἕλληνες.
Ἀπό τό 1880 ἀπαγορεύθηκε τελείως ἡ εἴσοδος στήν ἐκκλησία τῶν Πατριαρχικῶν Ἑλλήνων.
Ὁ ἱερέας Ἀθανάσιος Παπαστεργίου (γεννήθηκε στήν Πετρούσα τό 1815, χειροτονήθηκε ἱερέας τό 1840 καί πέθανε τό 1905) εἶχεν ἀπομείνει ὁ μοναδικός Πατριαρχικός κληρικός στό χωριό καί κρατοῦσε σφικτά γύρω του ἑνωμένους τούς ἐναπομείναντες Ἕλληνες Πατριαρχικούς.
Οἱ Βούλγαροι θέλησαν νά τόν ἐξαγοράσουν γιά νά συντρίψουν καί τήν στερνή ἀντίστασι τοῦ Ἑλληνισμοῦ στήν Πετρούσα. Ἐκεῖνος, σάν Ἕλληνας πού ἦταν, ἀρνήθηκε μέ περιφρόνηση. Πῆρε τά ἱερά σκεύη στά σεπτά του χέρια καί πῆγε στήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ. Ἐκεῖ, ὅπου σήμερα ὑψώνεται καλλίμορφη ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.
Ἔπεσε στά γόνατα καί προσευχήθηκε μέ κατάνυξη καί πίστη, ἐπικαλούμενος τή βοήθεια τοῦ Ὑψίστου. Μέ δακρυσμένα μάτια, μέ καρδιά γιομάτη ἱερή συγκίνηση καί δέος, ἄρχισε, ψέλνοντας ἐκκλησιαστικά τροπάρια νά ὑψώνη, μέ ψάθες καί καλάμια, μία μικρήν ἐκκλησούλα.
Κοντά του ἔτρεξαν καί τόν βοήθησαν ὅλοι οἱ Πατριαρχικοί Ἕλληνες καί Ἑλληνίδες.
Ἐκεῖ στήν ψάθινη ἐκκλησούλα φώληαζεν ὁ κυνηγημένος Ἑλληνισμός μας. Ἄσβυστη ἔκαιεν ἐκεῖ ἡ κανδύλα τῆς Ἐθνικῆς μας Ἰδέας. Ἔγινε ὁ ἱερός βωμός πού συνεκέντρωσε γύρω του τούς Ἕλληνες ἀδελφωμένους σέ μία πίστη, σέ μία πατρίδα.
Στόν Χριστό καί στήν Ἑλλάδα.
Τούς ἔδινε τήν ἐλπίδα πώς πάλι μέ χρόνια μέ καιρούς θά φύγουν οἱ Βουλγαροπαπάδες καί ὅλο τό χωριό θά ἑνωθῆ σάν καί πρῶτα καί θά ξαναγίνη Ἑλληνικό καί Χριστιανικό.
Αὐτή ἡ ψάθινη ἐκκλησούλα τούς ἔδινε τό θάρρος καί τήν ἀποφασιστικότητα γιά τήν ἱερή μάχη.
Ὁ παπᾶ – Θανάσης ἔγινεν ὁ πνευματικός ὁδηγητής τους. Μαζί του οἱ πρῶτοι ἐπίτροποι, Γεώργιος Βαλαβάνης, Ἄγγελος Μαδεμλῆς, Χρῆστος Παπαστεργίου, Κωνσταντῖνος Κότιος, Παύλιου Παῦλος, ’Αθανάσιος Καλαϊτζῆς, Κυριᾶκος Τσιάντας, Γεώργιος Σεραφείμ, Λαζαρίδης κ.λ.π. διετήρησαν τήν Ἑλληνική Κοινότητα, καί ἄρχισαν τόν μεγάλον ἀγῶνα. Ἕναν ἀγῶνα σκληρόν, ἀδυσώπητον, ἀλλά νικηφόρο. Ἄρχισε τότε ὀξυτάτη διαμάχη καί συναγωνισμός ἀνάμεσα στίς δύο Κοινότητες. Οἱ Πατριαρχικοί Ἕλληνες δέν διέθεταν οὔτε χρήματα, οὔτε εἶχαν ἄλλη βοήθεια ἀπό πουθενά. Οἱ Ἐξαρχικοί ὅμως εἶχαν ἄφθονο Βουλγαρικό χρυσό καί κρυφά διέθεταν καί ὁπλισμό.
Παρ’ ὅλα ὅμως αὐτά, οἱ Ἕλληνες μόνοι καί ἀβοήθητοι πέτυχαν νά συντηροῦν, μέ τίς δικές των συνεισφορές, ξεχωριστό σχολεῖο μέ Ἕλληνα διδάσκαλο.
Ἕνα δωμάτιο ἦταν ὅλο κι’ ὅλο τό Σχολεῖο μέσα σ’ ἕνα οἴκημα ὅπου συστεγάζονταν καί τό Βουλγαρικό. Οἱ Ἐξαρχικοί παίρνοντας τήν ἐκκλησία πῆραν καί τό σχολεῖο τοῦ χωριοῦ πού βρισκόταν στόν αὐλόγυρό της.
Στά διαλείμματα τά Ἑλληνόπουλα χτυπιόνταν μέ τά Ἐξαρχικά πού ἦσαν πιό πολλά. Σέ λίγο καιρό τά γνήσια Ἑλληνόπουλα τούς εἶχαν πάρει τόν ἀέρα καί τά κυνηγοῦσαν, ὅπου τά ἔβρισκαν. Αὐτό δυσαρεστοῦσε τούς Βουλγάρους ἱερεῖς. Ἔτσι ὅταν τό 1900 περίπου οἱ Ἕλληνες ἔκτισαν δικό των σχολεῖο πίσω ἀπό τήν μεγάλη ἐκκλησία, στό λεγόμενο Μετόχι, τό δέχτηκαν μέ ἀνακούφιση.
Τόν Ἰούλιο τοῦ 1902 φτάνει στή Δράμα ὁ Ἐθνομάρτυς Μητροπολίτης Χρυσόστομος. Ὁ Μακεδονικός ἀγῶνας ἀρχίζει πλέον νά φουντώνη μέ τήν φωτεινή καθοδήγηση ἐκείνου. Λίγο – λίγο οἱ Ἐξαρχικές οἰκογένειες ξαναγυρίζουν στό Πατριαρχεῖο. Ὁ Ἑλληνισμός μέρα μέ τήν μέρα κερδίζει ἔδαφος, παρ’ ὅλο πού στά γύρω ὑψώματα κυκλοφοροῦν ἔνοπλες ὁμάδες Κομιτατζήδων μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Πανίτσα.
3 Φ. Τριάρχης, Ἱστορία τοῦ Νομοῦ Δράμας, Ἐκδόσεις Ε.Σ.Π. 1969, 180-183