Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024 | 21:54

Παναγία της Πετρούσας. Η ιστορία ενός ναού που «σταυρώθηκε» και «αναστήθηκε»

ORTHODOXTV.GR

Γνωρίστε την Ορθόδοξη Εκκλησιαστική Τηλεόραση και δείτε τις προτάσεις της.

Στην Πετρούσα, ένα χωριό λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Δράμα την ερχόμενη Κυριακή 23 Αυγούστου, θα εγκαινιαστεί από τον μητροπολίτη Δράμας κ. Παύλο ένας από τους πλέον ταλαιπωρημένους ναούς της Μακεδονίας. Ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου στην Πετρούσα, κτίσμα των μέσων του 18ου αιώνα, οικοδομήθηκε ως ορθόδοξος ναός, βεβηλώθηκε από την “Βουλγαρική Εξαρχία”, καταστράφηκε απο τους Τούρκους σε μάχη με τους Κομιτατζήδες και επι σχεδόν έναν αιώνα παρέμεινε σιωπηρή, ώσπου -όπως καταγγέλλει Ι.Μ. Δράμας- βρέθηκε να διεκδικείται από τις τοπικές δημοτικές αρχές ως… οικόπεδο.

Πλέον ύστερα από πολυετείς, επίμονες και επίπονες προσπάθειες του μητροπολίτη Δράμας Παύλου, η καμπάνα ξανακούστηκε, οι εικόνες επέστρεψαν στις θέσεις τους και η Παναγία της Πετρούσας είναι ξανά ναός. Στοιχεία της ιστορίας του μοναδικού αυτού ναού δόθηκαν στη δημοσιότητα από τη Μητρόπολη Δράμας στο αφιέρωμα που ακολουθεί.

Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΩΝ ΕΙΣΟΔΙΩΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (ΠΑΝΑΓΙΑΣ) ΠΕΤΡΟΥΣΑΣ

Πρόκειται γιά τρίκλιτη βασιλική πού ἀνηγέρθη κατά τό διάστημα πού ἀρχιεράτευε ὁ Μητροπολίτης Δράμας Ἀθανάσιος Καΐρης, καταγόμενος ἀπό τή φημισμένη οἰκογένεια τῶν Καΐρηδων τῆς Ἄνδρου. Ἡ ἀνέγερση ἔγινε μέ συνδρομές τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν τῆς τότε Πλεύνας, σημερινῆς Πετρούσας. Ὁ Ἀθανάσιος Γ΄ Καΐρης ἐποίμανε τήν Ἱερά Μητρόπολη Δράμας ἀπό τό 1842 ἕως τό 1852.

 Σύμφωνα μέ τόν ἐρευνητή τῆς τοπικῆς μας Ἱστορίας καθηγητή κ. Γεώργιο Χατζόπουλο, ἡ ἀνέγερση ἑνός ἱεροῦ ναοῦ στά χρόνια ἐκεῖνα δέν ἦταν εὔκολη ὑπόθεση, γιά τούς ἑξῆς λόγους: α) Ἀπαιτεῖτο σχετική ἄδεια ἀνέγερσης ἀπό τήν Ὑψηλή Πύλη, πού δέν ἐχορηγεῖτο εὔκολα. β) Τήν δαπάνη τῆς ἀνέγερσης καί λειτουργίας τοῦ ἱεροῦ ναοῦ ἀναλάμβαναν οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί μέ συνδρομές τους, οἱ ὁποῖες δέν ἐξασφαλίζονταν εὔκολα. γ) Δέν ἦταν φυσικό ἕνας Μητροπολίτης νά προβεῖ στήν ἀνέγερση ἱεροῦ ναοῦ ἀμέσως μετά τήν ἔλευσή του στή Μητρόπολη ἀλλά, καί ἄν ἀκόμα τό ἐπιχειροῦσε, ὁ χρόνος ἀποπεράτωσής του δέν θά ἦταν μικρότερος ἀπό δύο χρόνια. Ἄρα ἡ ἀνέγερση τοῦ ἱεροῦ ναοῦ πρέπει νά συντελέστηκε στό διάστημα 1843 – 1851. Στή νότια ὄψη τοῦ ναοῦ, ἐπάνω ἀκριβῶς ἀπό τήν εἴσοδό του διασώθηκε τμῆμα κεραμικῆς ἐπιγραφῆς στήν ὁποία διαφαίνονται μόνον οἱ δύο πρῶτοι ἀριθμοί τοῦ ἔτους ἀνέγερσης τοῦ ναοῦ (18….), γεγονός τό ὁποῖο δυστυχῶς δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά προσδιορίσουμε μέ ἀκρίβεια τό ἔτος ἀνέγερσής του. 

  Ὁ ἱερός ναός τῆς Παναγίας λειτούργησε σχεδόν ἀπρόσκοπτα μέχρι τό 1880, ἐπί ἀρχιερατείας Γερμανοῦ τοῦ Γ΄ (1879-1896). Ἤδη εἶχε ἱδρυθεῖ ἡ Βουλγαρική Ἐξαρχία (28-2-1870), μέ τίς εὐλογίες τῆς Ὑψηλῆς Πύλης καί τήν ὑποστήριξη τῆς Ρωσίας. Ἡ Ὑψηλή Πύλη ἤθελε νά ἐφαρμόσει τό δόγμα «διαίρει (τούς Ὀρθοδόξους) καί βασίλευε», ἐνῶ ἡ ὁμόδοξη Ρωσία ἀγωνιζόταν γιά τήν καθιέρωση τοῦ Πανσλαβισμοῦ στά Βαλκάνια καί τήν ἔξοδό της διά τοῦ Αἰγαίου στή Μεσόγειο. Ἡ ἵδρυση τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας εἰσήγαγε τόν Ἐθνοφυλετισμό εἰς τούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας καί ἐσήμανε τήν ἔναρξη τῶν διωγμῶν καί τῶν σφαγῶν τοῦ ἐν Μακεδονίᾳ Ἑλληνισμοῦ κυρίως δέ τῶν ἱερέων, διδασκάλων καί προκρίτων κατά τό Εὐαγγελικόν «πατάξω τόν ποιμένα καί διασκορπισθήσονται τά πρόβατα» (Μάρκ. 14, 27-28). Συνακόλουθον ὑπῆρξε ἡ διαρπαγή τῶν Ἱερῶν Ναῶν μέ νομιμοφανή μέσα παρεχόμενα ἀφειδῶς ἀπό τούς Ὀθωμανούς. Εἰς αὐτήν τήν κατηγορία ἐντάσσεται καί ὁ Ἱερός Ναός τῆς Παναγίας στήν Πετρούσα τοῦ ὁποίου ἡ ταλαιπωρία συνεχίζεται γιά 99 ὁλόκληρα χρόνια. Γιά τούς διαρπαγέντες ναούς ὁ Ἱεροεθνομάρτυς Ἅγιος Χρυσόστομος γράφει σέ ἀναφορά του πρός τό Πατριαρχεῖο στίς 13 Ἰανουαρίου 1909 τά ἑξῆς:   

«Παναγιώτατε Δέσποτα,

         Διά γράμματος τοῦ Ἀρχιγραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἐζητήθη καί παρ’ ἐμοῦ ἔκθεσις «περί τῶν ὑπό τῶν Βουλγάρων καί Ρουμανιζόντων διαμφισβητουμένων ἐκκλησιῶν καί σχολῶν καί συνεπείᾳ τούτου κεκλεισμένων διατελουσῶν». Εἰς ἀπάντησιν τοῦ ταύτῃ τῇ στιγμῇ ἐπιδοθέντος μοι τούτου γράμματος ὑποβάλλω τά ἀκόλουθα:

         Παναγιώτατε, τό ζήτημα δέν πρέπει νά τεθῇ οὕτω μερικῶς μόνον περί τῶν κεκλεισμένων ἐκκλησιῶν, ἀλλά γενικῶς περί πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν, ὅσαι κατά διαφόρους καιρούς ἀπό τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Βουλγαρικοῦ σχί­σματος καί ἐφεξῆς, κατ’ ἀκολουθίαν μεταστάσεως μερίδος τινός τῶν κα­τοίκων χωρίου τινός ἤ καί ὅλου τοῦ χωρίου εἰς τό σχίσμα, ληστρικῷ τῷ τρόπῳ μᾶς ἀφῃρέθησαν, καί ὅσαι, ἀφοῦ ἐπί μακρόν χρόνον διημφισβητήθησαν παρ’ ἡμῶν, ἐγκατελείφθησαν ἐπί τέλους εἰς τήν τύχην των, διότι τό Πατριαρχεῖον εὑρέθη κατά τούς διαφόρους ἐκείνους καιρούς διά πολλούς καί γνωστούς λόγους εἰς  ἀδυναμίαν νά διεκδικήσῃ καί ὑπερασπίσῃ τά δίκαια καί τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς του. Οὕτως ἐν τῇ ὁλοκληρίᾳ του ἀφοῦ τεθῇ τό ζήτημα, νά ὑποστηριχθῆ διά τοῦ ἀκαταγωνίστου τούτου ἐπιχειρήματος, τό ὁποῖον, ὡς στηριζόμενον ἐπί τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ λογικοῦ καί τῆς αὐστηρᾶς δικαιοσύνης, κεῖται ὡς βάσις τῶν νόμων τῶν πεπολιτισμένων κρατῶν, ἀποτελεῖ δέ θεμελιώδη διάταξιν καί αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ Μου­σουλμανικοῦ Δικαίου : ὅτι δηλαδή τά ἱερά ταῦτα ἱδρύματα δέν ἐπιτρέπεται νά μεταβάλλωσι σκοπόν καί προορισμόν, ἄλλ’ ὅτι ὀφείλουσιν ἀπαραβιάστως νά διαιωνίζωσι τόν σκοπόν, δι’ ὅν οἱ ἱδρυταί αὐτῶν προώρισαν αὐτά. Εἷς ναός λόγου χάριν, ὅστις «ᾠκοδομήθη νά εἶνε ἐκκλησία ’Ορθοδόξων, δέν συγχωρεῖται νά μεταβληθῇ εἰς παρασυναγωγήν σχισματικῶν Χριστιανῶν ἤ συναγωγήν Ἰουδαίων ἤ εὐκτήριον οἶκον Μουσουλμάνων, καί τἀνάπαλιν διά τά ἱερά ἱδρύματα πάσης ἄλλης θρησκείας ἤ ἄλλου δόγματος. Τό δί­καιον τοῦ πολέμου, τό ὁποῖον εἰς ἀρχαιότερους χρόνους ἦτο πολύ σκληρόν καί ἀνίλεων, παρουσιάζει πολλά παραδείγματα περί τοῦ ἐναντίου, ἀλλά βέβαια ἐν πλήρει 20ῷ αἰῶνι δέν θά ἐφαρμοσθῇ τοιοῦτον δίκαιον, δυνάμει τοῦ ὁποίου καί μόνου ἐν τῇ μαχαίρᾳ αὐτῶν οἱ Βούλγαροι κομιτατζῆδες ἀφήρπασαν παρά τῶν ’Ορθοδόξων τάς ἐκκλησίας καί τά σχολεῖα αὐτῶν, ἅτινα ’Ορθόδοξοι διά νά εἶνε ’Ορθόδοξα καί νά διαιωνίζωσι τήν ’Ορθοδο­ξίαν ἤγειραν καί ᾠκοδόμησαν.

         Τήν γενικοῦ κύρους ταύτην ἀρχήν, δι’ ἧς καί μόνης κατωρθώθη καί ἐν Εὐρώπῃ εἰς τάς ἀναμέσον Καθολικῶν καί Προτεσταντῶν περί κυριότητος ἐκκλησιῶν καί ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ἀγαθῶν διαφοράς νά τεθῇ λογικόν καί εὐάρεστον τέρμα, ὑπερήσπισα διά μακρῶν ἐγγράφων μου πρός τόν τότε Γενικόν ’Επιθεωρητήν καί νῦν Ὑπουργόν τῶν ’Εσωτερικῶν Χιλμῆ Πασᾶν, ὡς ἐκ τοῦ ἐσωκλείστως φερομένου ἀντιγράφου θέλετε ἴδη, καί φρονῶ εὐσεβάστως ὅτι οὕτως ἐν τῇ ὁλοτητί του δέον νά τεθῇ τό ζήτημα τῶν ἁρπαγεισῶν ἐκκλησιῶν μας, περί δέ τῶν κεκλεισμένων ἤ διαμφισβητουμένων ἐκκλησιῶν καί σχολῶν τόσον μόνον νά γίνῃ λόγος, ὅσον νά ἀποδειχθῇ ἄν παρ’ ἡμῶν τῶν ’Ορθοδόξων ἤ παρά τῶν σχισματικῶν ἐξαρχικῶν καί πρός τόν σκοπόν νά εἶνε ’Ορθόδοξα ἀγαθά ἤ ἐξαρχικά ᾠκοδομήθησαν̇ καί νά ἐξετασθῇ ταυτοχρόνως πότερος τήν σήμερον συνεχίζει καί διαιωνίζει τόν σκοπόν, δι’ ὅν προωρίσθησαν τά ἱερά ταῦτα ἱδρύματα. Τό δέ ζήτημα τῆς ἀναλογίας τοῦ πληθυσμοῦ οὐδέ κἄν νά προταθῇ, διότι ἐκ τοῦ πλήθους δέν ἐξαρτᾶται τό δίκαιον, ὡς λ.χ. συμβαίνει ἐν Πλέβνῃ1 τοῦ Καζᾶ Δράμας, ὅπου, διότι πρό τριακονταετίας ἐπί τίνα χρόνον ἐπλεόνασαν οἱ σχισματικοί, κατέλαβον ἔκτοτε καί κατέχουσι τήν ἱεράν ἐκκλησίαν τῶν ’Ορθοδόξων, ἥν ’Ορθόδο­ξος Μητροπολίτης ὁ ἀείμνηστος Δράμας ’Αθανάσιος διά συνδρομῶν τῶν ’Ορθοδόξων ἀνήγειρεν ὡς συμβαίνει ἐν Ζιρνόβῳ, κειμένῳ εἰς τά σύνορα Δράμας, ὑπαγομένῳ ἐκκλησιαστικῶς εἰς τήν Μητρόπολιν Νευροκοπίου, ὅπου μόλις πρό δεκαετίας ἀνεφάνη ὁ Βουλγαρισμός καί ἐκλείσθη ἐπί τινα χρόνον ἡ ἐκκλησία, εἶτα παρεδόθη τοῖς σχισματικοῖς, καί σήμερον αἱ τριά­κοντα ἡμέτεραι ’Ορθόδοξοι οἰκογένειαι στεροῦνται ἐκκλησίας… Δέον νά ὑποστηριχθῇ ἡ ἀρχή ὅτι πᾶς ἀπομακρυνόμενος ἀπό τῆς ἄχρις ἐκείνης τῆς στιγμῆς κρατούσης ἐν τῇ κοινότητί του ἐκκλησίας καθίσταται διά τοῦτον τόν λόγον ἔκπτωτος τῶν ἐπί τῶν κοινοτικῶν ἀγαθῶν δικαίων του, καί δύναται αὐτός ἤ καί ἄλλοι μετ’ αὐτοῦ, ἄν θέλῃ, νά οἰκοδομήσῃ ἐκκλησίαν τῆς ἀρεσκείας του, χωρίς νά ἔχῃ μετοχήν εἰς τά ἀγαθά τῆς θρησκείας, ἥν λακτί­ζει καί ἀπαρνεῖται.

            Οὕτω λύονται κατ’ ἀρχήν ἀκριβοδικαίως ὅλαι αἱ συνταράσσουσαι τόν τόπον θρησκευτικαί ἔριδες, καί ἔργον τῶν κατά τόπους Μητροπολιτῶν ἔσται ν’ ἀποδείξωσι δι’ ὅλων τῶν δυνατῶν μέσων καί τό πότε καί διατί καί δαπάνῃ τίνος ἀνηγέρθησαν αἱ ἐκκλησίαι καί τά σχολεῖα ἡμῶν, ἅτινα ἀργότερον ἤ θρασέως κατελήφθησαν τέλεον παρά τῶν Βουλγάρων, ἤ ἰταμῶς παρ’ αὐτῶν διημφισβητήθησαν, ἤ ἀσεβῶς παρά τῶν Ἀρχῶν ἐκλείσθησαν, ἤ παραδόξως ἐκ περιτροπῆς ἐναλλάξ λειτουργοῦνται, ἤ καί ταυτοχρόνως Ἑλληνιστί καί Βουλγαριστί ἐξ ἑκατέρου τῶν χορῶν τελοῦνται ἐν αὐταῖς αἱ ὑμνῳδίαι … ἤ ἤναγκασθησαν νά κτίσωσιν ἴδιον νέον ναόν καί σχολεῖα ἐν τῷ χωρίῳ των, ἀφέντες νά σφετερισθῶσιν ἀνόμως τά πατρῷα ἀγαθά οἱ νεοφώτι­στοι οὗτοι σχισματικοί, ὡς συνέβη ἐν Πλέβνᾳ καί ἐν μέρει ἐν Προσωτσάνῃ, ὅπου οἱ Βούλγαροι κατέλαβον τό ἥμισυ τῆς σχολῆς μας καί τήν ἑτέραν ἐκκλησίαν μας, ἤ ἀγωνίζονται ἄχρις ὥρας ἀποκρούοντες τάς λυσσαλέας ἐφό­δους τῶν ἁρπακτικῶν τούτων ὄντων, ἐννοούτων διά πυρός καί σιδήρου νά λάβωσιν εἰς τήν κατοχήν των τάς ἡμέτερας ἐκκλησίας καί σχολάς ὡς συμ­βαίνει ἐν Βησσοτσάνῃ παρά τήν Δράμαν, ὅπου ἔχουσι καί τούς ἐγχωρίους Τούρκους συναγωνιζομένους αὐτοῖς χάριν τοῦ ἐγκαταστάντος ἐν Βησσο­τσάνῃ καί τά πάντα ἄνω καί κάτω φέροντος λῃστάρχου Πανίτσα…»2.

Στό 10ο ἄρθρο τοῦ φιρμανίου ἵδρυσης τῆς Ἐξαρχίας προβλεπόταν ὅτι : «ἐάν οἱ κάτοικοι οἱωνδήποτε ἄλλων χριστιανικῶν περιοχῶν …  ἐπιχειρήσουν εἰς τό σύνολόν των ἤ τουλάχιστον κατά τά δύο τρίτα τοῦ συνόλου των νά ὑπαχθοῦν ὑπό τήν δικαιοδοσίαν τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας καί αἱ ἐν συνεχείᾳ διενεργηθησόμεναι ἔρευναι ἀποδείξουν τοῦτο ὡς ἀληθές, τότε ἡ ἐπιθυμία των αὐτή θά ἱκανοποιηθῇ». Τό ἄρθρο αὐτό ὑπῆρξε ἡ «ἀχίλλειος πτέρνα» τῶν ἐπιδιώξεων τοῦ Βουλγαρικοῦ κομιτάτου καί γι’ αὐτό κινοῦσαν «γῆν καί οὐρανόν» στήν καταπίεση τῶν σλαβοφώνων Ἑλλήνων κατοίκων τῆς Μακεδονίας, ὥστε νά δηλώσουν ὅτι εἶναι Ἐξαρχικοί, γεγονός πού ὁδηγοῦσε στή διαμάχη ὀρθοδόξων καί σχισματικῶν, διαμάχη πού ὑπῆρξε καί ἡ κύρια αἰτία τῆς διεξαγωγῆς τοῦ Μακεδονικοῦ ἀγώνα.       

Ἔτσι, ὀργανωμένα καί ἐξοπλισμένα Βουλγαρικά τμήματα ἀτάκτων ἄρχισαν νά εἰσβάλουν στό ἔδαφος τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας. Μέ τήν ἀνοχή τῶν Τούρκων ἄρχισαν νά καταλαμβάνουν ναούς καί σχολεῖα τῶν ὀρθοδόξων πατριαρχικῶν. Καί στούς μέν ναούς ἐπέβαλλαν νά τελεῖται ἡ θεία λειτουργία ἀπό Βούλγαρους ἱερεῖς, ἐνῶ στά σχολεῖα νά διδάσκουν Βούλγαροι δάσκαλοι τή βουλγαρική γλώσσα μέ ἀποκλειστικό σκοπό τόν ἐκβουλγαρισμό τῆς περιοχῆς.

Συνέπεια αὐτῆς τῆς κατάστασης ἦταν νά καταλάβουν τόν ἱερό ναό τῆς Παναγίας μέ τήν ἀνοχή τῶν Ὀθωμανικῶν ἀρχῶν. Ἡ βίαιη κατάληψη τοῦ ἱεροῦ ναοῦ ἔγινε τό 1880, παρά τίς διαμαρτυρίες τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας. Οἱ ἐναπομείναντες πιστοί στό Πατριαρχεῖο πολύ ἀργότερα ἀνήγειραν τό ναό τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος λειτουργεῖ μέχρι σήμερα. (Τό αὐτοκρατορικό φιρμάνι γιά τήν ἀνέγερσή του ἐκδόθηκε τό 1905). Ἡ κατάσταση αὐτή συνεχίστηκε μέχρι τήν ἔναρξη τῶν Βαλκανικῶν πολέμων (1912 – 1913). Οἱ συμμαχικές δυνάμεις ἐπιτέθηκαν ἐναντίον τῶν Τούρκων. Στήν περιοχή τῆς Δράμας οἱ Βούλγαροι ἔστειλαν τήν 7η Μεραρχία, ἐπικεφαλῆς τῆς ὁποίας ἦταν ὁ στρατηγός Κοβάτσεφ. Τήν κατάσταση ἐπωφελήθηκαν οἱ ἄριστα ὀργανωμένοι καί ἐξοπλισμένοι κομιτατζῆδες, οἱ ὁποῖοι ἐπιτέθηκαν στόν Τουρκικό στρατό μέ σκοπό νά βοηθήσουν τά προελαύνοντα Βουλγαρικά στρατεύματα.

Ἔτσι, ὁμάδα κομιτατζήδων μέ ἀρχηγό τόν ἀρχικομιτατζῆ Πανίτσα, ὀχυρώθηκαν στόν ἱερό ναό τῆς Παναγίας στήν Πετροῦσα, ἀπ’ ὅπου πλαγιοκοποῦσαν τά διερχόμενα Τουρκικά στρατεύματα. Αὐτά χωρίς χρονοτριβή στρέφουν τά πυροβόλα τους ἐναντίον τοῦ ἱεροῦ ναοῦ. Ἀποτέλεσμα ἦταν οἱ μέν κομιτατζῆδες νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τόν ἱερό ναό, γιά νά σωθοῦν, ὁ δέ ἱερός ναός νά καταστραφεῖ ἀπό τήν πυρκαγιά ἡ ὁποία ἀκολούθησε. Ἄλλη ἐκδοχή θέλει ὁ ναός νά πυρπολήθηκε ἀπό πυρκαϊά πού ἐκδηλώθηκε στό χωριό. Ἔκτοτε παρέμεινε σέ ἐρειπιώδη κατάσταση, μέχρι τήν πρόσφατη κακῆς ποιότητος ἀποκατάστασή του ἀπό τό Δῆμο Προσοτσάνης μέ πρόγραμμα τοῦ ΕΣΠΑ. 

Ἀπό τά παραπάνω καταδεικνύεται ἡ περιπετειώδης ἱστορική διαδρομή τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Παναγίας, ὁ ὁποῖος, ἔστω καί μετά τήν παρέλευση αἰῶνος καί πλέον, σύμφωνα μέ τούς ἱερούς κανόνες καί τούς νόμους τοῦ Κράτους ἐπιβάλλεται νά ἐπανεύρει τήν κανονική γιά τίς λατρευτικές ἀνάγκες τῶν πιστῶν χρήση του, ὥστε νά ἐκλείψουν οἱ σκόπιμα καλλιεργούμενες δυσμενεῖς φῆμες γιά τήν ταυτότητά του.

Ἀπό πολλούς, λόγῳ τῶν γνωστῶν ἱστορικῶν συνθηκῶν πού ἐπικράτησαν στή Μακεδονία μας μέ τήν ἵδρυση τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας (1870 – 1945) καί τήν ἁρπαγή τοῦ ναοῦ, χαρακτηρίστηκε ἄδικα καί ἀνιστόρητα «Βουλγαρική Ἐκκλησία» !!!! Ὁ ὀλέθριος αὐτός χαρακτηρισμός ἐπεκτάθηκε καί σέ ὅσους μετέβαιναν εὐλαβικά στά ἐρείπια τοῦ ναοῦ γιά προσευχή καί γιά ν’ ἀνάψουν ἕνα κερί ὅπως ὁ λαός μας λέει. 

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπορρίπτει τόν Ἐθνοφυλετισμό, τόν ὁποῖο Συνοδικά καταδίκασε στή Μεγάλη Σύνοδο πού συγκλήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1872. Ὁ ἱερός ναός τῆς Παναγίας εἶναι ὀρθόδοξος χριστιανικός μέ ἀποκλειστικό σκοπό τήν λατρεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.   

Οἱ νωπές μνῆμες ἀπό τά ἐγκλήματα πού διαπράχθηκαν κατά τίς ἀλλεπάλληλες Βουλγαρικές κατοχές στό μαρτυρικό νομό μας, ἔθεσαν πάνω στό ναό τήν βαρειά ταφόπλακα τῆς ἀδιαφορίας γιά τήν ἀποκατάστασή του. Μάλιστα κατά τό ἔτος 1953 ἤ 1954 κατεδαφίσθηκε καί τό διασωθέν μέχρι τότε κωδωνοστάσιο τοῦ ναοῦ.

Ὅλα αὐτά, καθώς καί τό γενικότερο κλίμα πού ἐπικρατοῦσε γύρω ἀπό τήν ἱστορία τοῦ ναοῦ, εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἀδράνεια γύρω ἀπό τό ζήτημα τῆς διάσωσης καί ἀποκατάστασής του. Ἐπιπλέον δέν πρέπει νά παραθεωρεῖται καί ἡ δύσκολη περίοδος 1940 – 1950, κατά τήν ὁποία νέες πληγές προστέθηκαν στίς παλιές.

Τό 2004 ὁ Δῆμος Προσοτσάνης ἐρήμην τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Δράμας κυροῦ Διονυσίου μέ ὕποπτες διαδικασίες καί δόλιες μεθόδους προέβη στήν ἐγγραφή τοῦ ναοῦ στό ὑποθηκοφυλακεῖο Δράμας, ὡς ἁπλοῦ οἰκοπέδου καί ὡς περιουσιακοῦ στοιχείου τοῦ Δήμου Προσοτσάνης.

Ἡ Ἱερά Μητρόπολη Δράμας ἀδυνατεῖ γιά λόγους πνευματικούς, ἠθικούς καί ἱστορικούς νά ἀποδεχθεῖ τά ἕως σήμερα γενόμενα μέ ἀφανεῖς, ὕποπτες  καί διαβλητές διαδικασίες. Στίς χῶρες τῆς πρώην Σοβιετικῆς Ἕνωσης καί τῶν Βαλκανίων οἱ ναοί πού βεβηλώθηκαν ἐπιστρέφονται στήν Ἐκκλησία καί ἐπανευρίσκουν τή λειτουργικότητά τους. Ἐδῶ ὀρθόδοξοι χριστιανοί συμπράττουν σέ βεβήλωση ὀρθοδόξου ναοῦ.

Σέ κάθε περίπτωση ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν ὑπομονή νά περιμένει. Στίς παραπάνω χῶρες ἡ Ἐκκλησία περίμενε 80 χρόνια. Καί ἐμεῖς καταγγέλλοντας τήν βεβήλωση θά περιμένουμε καί θά χρησιμοποιήσουμε κάθε νόμιμο μέσο γιά τή δικαίωση τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἀναστήλωση τῆς ἱστορίας.

1 Πλέβνα. Τό παλαιό ὄνομα τῆς Πετρούσας. 

2 Τό Ἀρχεῖον τοῦ Ἐθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσοστόμου. Μορφωτικό ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης. Ἀθήνα 2000, Ι 127, 243-246.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

Τελευταίες αναρτήσεις:

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ