«Κάποιος άρχοντας ρώτησε τον Ιησού: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς του απάντησε: «Γιατί με αποκαλείς “αγαθό”; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ένας, ο Θεός. Ξέρεις τις εντολές: ‘Μη μοιχεύσεις, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου’. Κι εκείνος του είπε: «Όλα αυτά τα τηρώ από τα νιάτα μου». Όταν τ’ άκουσε ο Ιησούς του είπε: «Ένα ακόμη σου λείπει: πούλησε όλα όσα έχεις και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, κι έτσι θα έχεις θησαυρό κοντά στον Θεό· κι έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις εκείνος τ’ άκουσε αυτά, πολύ στενοχωρήθηκε, γιατί ήταν πάμπλουτος.
Όταν ο Ιησούς τον είδε τόσο στενοχωρημένον, είπε: «Πόσο δύσκολα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού αυτοί που έχουν τα χρήματα! Ευκολότερο είναι να περάσει καμήλα μέσα από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όσοι τον άκουσαν είπαν: «Τότε ποιος μπορεί να σωθεί;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτά που για τους ανθρώπους είναι αδύνατα, για τον Θεό είναι δυνατά» (Λουκ. 18, 18-27).
Είναι συμπαθής η περίπτωση του Ιουδαίου άρχοντα που έχοντας τηρήσει από τη νεότητα του όλες τις εντολές του Μωσαϊκού Νόμου ρωτάει τον Ιησού, τι του μένει ακόμη να κάνει για να εξασφαλίσει την αιωνιότητα. Κι ο Ιησούς, γνωρίζοντας πολύ καλά τι κρατά συνήθως τον άνθρωπο γερά δεμένο στη γη, του απαντά: «Ένα ακόμη σου λείπει πούλησε όλα όσα έχεις και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, κι έτσι θα έχεις θησαυρό κοντά στον Θεό· και έλα να με ακολουθήσεις».
Δεν χωράει αμφιβολία ότι ο Ιουδαίος αυτός άρχοντας ήταν ευσεβής άνθρωπος, εφόσον τηρούσε τον Νόμο κι είχε μέσα του την επιθυμία της τελειότητας. Ο Νόμος όμως της Π. Διαθήκης καταλήγει, ολοκληρώνεται και κορυφώνεται στον Χριστό, ο οποίος αποκαλύπτει την απόλυτη απαίτηση του Θεού προς τον άνθρωπο. Κι η απαίτηση αυτή δεν συνίσταται μόνο στην τήρηση των βασικών εντολών αλλά στην πλήρη αποδέσμευση όλου του ανθρώπου από ό,τι τον κρατά κολλημένο στη γη αφ’ ενός και στο ολοκληρωτικό δόσιμο του στον Θεό αφ’ έτερου. Η στάση του πλουσίου αυτού Ιουδαίου πού λυπήθηκε βαθύτατα για την υπόδειξη του Ιησού και έφυγε μη μπορώντας να την ακολουθήσει, δείχνει πόσο δύσκολο είναι να δοθεί κανείς ολοκληρωτικά στον Θεό. Κι ακόμη μαρτυρεί πόσο εύκολο είναι να δημιουργηθεί μια ψεύτικη ικανοποίηση μέσα στη συνείδηση του ανθρώπου, ικανοποίηση που προέρχεται από την τήρηση ορισμένων, έστω βασικών, εντολών.
Πιστεύει κανείς πολύ γρήγορα ότι ξόφλησε τούς λογαριασμούς του με τον Θεό με το να τηρήσει μερικές τυπικές διατάξεις, με το να ακολουθήσει κανονικά όλες τις νηστείες, με το να εκκλησιάζεται πυκνά, με το να μην είναι παραβάτης των βασικών εντολών. Σε μια κρίσιμη όμως στιγμή της ζωής του που καλείται να διαλέξει ανάμεσα στον Θεό και στα χρήματά του, ανάμεσα στον Θεό και στην κοινωνική ή επαγγελματική θέση του, ανάμεσα στον Θεό και στους επίγειους δεσμούς του, δεν θυσιάζει τίποτε απ’ όλα αυτά για τον Θεό, αποδείχνοντας έτσι ότι η θρησκευτικότητα του καλύπτει ένα μόνο μέρος της ζωής του, αυτό που φαίνεται εξωτερικά, κι όχι στο σύνολο της, κι όχι σε όλο το βάθος της· ότι συνίσταται στην ανώδυνη τήρηση εντολών κι όχι στην οδυνηρή υποταγή του όλου ανθρώπου στην απόλυτη απαίτηση του Θεού.
Ο Ιησούς δεν κατηγορεί τον ευσεβή συνομιλητή του για ό,τι έκανε, αλλά για ό,τι παρέλειψε να κάνει· δεν τον κατακρίνει για τις αρετές του, αλλά γιατί βλέπει ότι αυτές δεν εντάσσονται στο ολοκληρωτικό δόσιμό του στον Θεό κι είναι μεμονωμένες εκδηλώσεις της ζωής του, αν και κατά πάντα σωστές και αξιέπαινες. Βλέπει ακόμη ότι η θρησκευτικότητα του δεν συνδέεται άμεσα με τη ζωή του μέσα στην κοινωνία· ότι ό δρόμος πού τον φέρνει στον Θεό δεν περνάει μέσα από την κοινωνία των αδελφών και δεν διασταυρώνεται με τους δρόμους των συνανθρώπων του. Είναι ένας μονόδρομος πού εξασφαλίζει την ικανοποίηση μέσα στη συνείδηση του, όχι όμως και την ικανοποίηση του Θεού, ο όποιος δεν δέχεται συμβιβασμούς, υποκρισίες και ψευτιές.
Στην περικοπή μας υπογραμμίζονται τρεις κυρίως αλήθειες:
1. Ό Θεός, όπως αποκαλύπτεται στην ανθρωπότητα διά του Ιησού Χριστού, έχει απόλυτη απαίτηση από όλους, χωρίς συμβιβασμούς και μονόπλευρες εκδηλώσεις· ζητάει ολόκληρο τον άνθρωπο κι όχι μόνο μερικές θρησκευτικές εκδηλώσεις, μερικές αρετές του, μερική τήρηση των εντολών του.
2. Εκείνο που εμποδίζει το ολοκληρωτικό δόσιμο του ανθρώπου στον Θεό δεν είναι τα χρήματα καθεαυτά, αλλ’ είναι η προσκόλληση σε οτιδήποτε επίγειο τον κρατάει μακριά από τον Θεό, είτε αυτό είναι τα πλούτη, είτε είναι οι ανθρώπινοι δεσμοί, είτε οι πάσης φύσεως γνώσεις του.
Και 3. Αυτό που φαίνεται δύσκολο για τον άνθρωπο, να είναι δηλ. όχι μερικά αλλά ολοκληρωτικά δοσμένος στον Θεό, γίνεται εύκολο με τη χάρη του Θεού, με τη βίωση και αποδοχή αυτής της χάρης μέσα στην Εκκλησία. Εάν «τα αδύνατα για τους ανθρώπους είναι δυνατά για τον Θεό», τότε ας μη νομίσει κανείς ότι η ολοκληρωτική υποταγή του άνθρωπου στον Θεό είναι πράγμα ακατόρθωτο και απραγματοποίητο.