Πέμπτη 18 Απριλίου 2024 | 10:06

Οι πρόδρομοι του Ιωάννη του Προδρόμου

Σχόλιο στο Αποστολικό Ανάγνωσμα της Μνήμης της αποτομής της κεφαλής Ιωάννου του Προδρόμου (Πρα13:25-32)

Μιλτιάδης Κωνσταντίνου
Μιλτιάδης Κωνσταντίνου
Ο καθηγητής Μιλτιάδης Κωνσταντίνου είναι, Άρχων Διδάσκαλος του Ευαγγελίου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Έχει διατελέσει Κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1952. Διδάσκει Παλαιά Διαθήκη και Βιβλική Εβραϊκή Γλώσσα.

Του ιδίου συγγραφέα:

Το αποστολικό ανάγνωσμα της ημέρας που είναι αφιερωμένη στη μνήμη της αποτομής της κεφαλής του Προδρόμου αποτελεί, σύμφωνα με τη λειτουργική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ένα απόσπασμα από το κήρυγμα του αποστόλου Παύλου στην Αντιόχεια της Πισιδίας, με το οποίο υπενθυμίζει στους ακροατές του ο απόστολος τον ρόλο των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και τις εξαγγελίες τους που εκπληρώθηκαν στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού:

13 25 «Όταν πια ο Ιωάννης κόντευε να τελειώσει το έργο του, διακήρυττε: “Ποιος νομίζετε πως είμαι; Δεν είμαι εγώ αυτός που περιμένετε· αυτός έρχεται ύστερα από μένα, κι εγώ δεν είμαι άξιος ούτε να λύσω τα υποδήματα από τα πόδια του”.

26»Αδελφοί μου, απόγονοι του Αβραάμ και όσοι ανάμεσά σας σέβεστε τον Θεό· σ’ εσάς στάλθηκε το μήνυμα αυτής της σωτηρίας, στην οποία αναφέρομαι. 27Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και οι άρχοντές τους δεν κατάλαβαν ούτε ποιος είναι ο Ιησούς ούτε τα λόγια των προφητών που διαβάζονται κάθε Σάββατο, αλλά, χωρίς να το ξέρουν, τα εκπλήρωσαν καταδικάζοντας τον Ιησού. 28Αν και δε βρήκαν καμιά αιτία για να τον καταδικάσουν σε θάνατο, ζήτησαν από τον Πιλάτο να θανατωθεί. 29Και αφού πραγματοποίησαν όλα όσα έλεγαν γι’ αυτόν οι Γραφές, τον κατέβασαν από τον σταυρό και τον έβαλαν σ’ ένα μνήμα. 30Ο Θεός όμως τον ανέστησε από τους νεκρούς· 31κι αυτός για πολλές μέρες συνέχεια φανερωνόταν σ’ εκείνους που είχαν ανεβεί μαζί του από τη Γαλιλαία στα Ιεροσόλυμα, και οι οποίοι μαρτυρούν γι’ αυτόν στον λαό.

32»Έτσι κι εμείς σας φέρνουμε το χαρμόσυνο μήνυμα, ότι την υπόσχεση που είχε δώσει ο Θεός στους προγόνους μας, την εκπλήρωσε στα παιδιά τους, σ’ εμάς, ανασταίνοντας τον Ιησού».

Αναμφίβολα ο ασκητικός τρόπος της ζωής του, η οξύτητα του κηρύγματός του, το προφητικό του χάρισμα και ο μαρτυρικός του θάνατος καθιστούν τον Ιωάννη μια συγκλονιστική και αξιοθαύμαστη προσωπικότητα, παρ’ όλα αυτά ο χαρακτηρισμός του από τον Ιησού ως του μεγαλύτερου προφήτη που γεννήθηκε ποτέ (Λου 7:28) θα φάνταζε και πάλι υπερβολικός αν ο Πρόδρομος δεν διέθετε και κάποια άλλη αρετή που τον καθιστούσε πραγματικά ασύγκριτο. Αυτή την αρετή του τονίζει ο απόστολος Παύλος στους ακροατές του, επισημαίνοντας ότι ο Ιωάννης διακήρυξε με τρόπο σαφή προς το τέλος της αποστολής του ότι δεν είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας, αλλά ο πρόδρομός του. Αυτό σημαίνει ότι ο Ιωάννης είχε πλήρη συναίσθηση της αποστολής του ως προφήτης και δεν έχασε ποτέ τον στόχο του, υποτάσσοντας τον εαυτό του στο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου.

Στην εκπλήρωση αυτού του σχεδίου όπως αυτό προαναγγέλθηκε από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρεται ο απόστολος Παύλος στο κήρυγμά του. Βέβαια, ο Παύλος απευθύνεται σε Ιουδαίους και είναι λογικό να κάνει αναφορές στην ιστορία τους. Το κατά πόσο όμως μπορεί να ενδιαφέρει έναν σύγχρονο χριστιανό το κήρυγμα των προφητών που έζησαν αιώνες πριν από τον Χριστό είναι ένα ερώτημα που τα τελευταία χρόνια τίθεται με ιδιαίτερη ένταση, καθώς πληθαίνουν κάποιες φωνές που σε διάφορους τόνους αμφισβητούν την αξία των “ιουδαϊκών Γραφών” -του πρώτου δηλαδή μέρους της χριστιανικής Αγίας Γραφής, που ονομάζεται “Παλαιά Διαθήκη”- για την Εκκλησία. Αρκετοί είναι εκείνοι που θεωρούν ότι για τη χριστιανική πίστη είναι αρκετή η μελέτη της Καινής Διαθήκης, εφόσον σ’ αυτήν αποκαλύπτεται πραγματικά ο Θεός των Χριστιανών, ενώ δεν απουσιάζουν και εκείνοι που τολμούν να αποκαλούν την Παλαιά Διαθήκη “μυθολογία των Εβραίων”.

Αυτός ο χαρακτηρισμός προέκυψε προφανώς μετά την ανακάλυψη των ξεχασμένων για αιώνες πολιτισμών της αρχαίας Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας, που αποτελεί  αναμφίβολα ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του ιθ΄ μ.Χ. αιώνα. Η διεύρυνση του ιστορικού ορίζοντα που προέκυψε από την ανακάλυψη αυτήν επέδρασε αναπόφευκτα και στον τρόπο θεώρησης και προσέγγισης της Βίβλου. Ο τεράστιος αριθμός κειμένων, που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, κατέστησαν σήμερα τη Βίβλο από το “αρχαιότερο βιβλίο του κόσμου” ένα σχετικά νεότερο προϊόν της μακραίωνης πνευματικής ιστορίας της ανθρωπότητας, αφού η χρονική απόσταση του μεγαλύτερου μέρους του περιεχομένου της από τις απαρχές των αρχαίων πολιτισμών είναι σχεδόν ίση -περίπου 2500 χρόνια- με την απόστασή του από τη σύγχρονη εποχή. Έτσι, ο βιβλικός επιστήμονας έχει σήμερα τη δυνατότητα να δει τα κείμενα της Βίβλου μέσα σε ένα ευρύτατο ρεύμα παραδόσεων διαφορετικής προέλευσης και είδους, που του ανοίγουν νέους ορίζοντες ερμηνείας και του προσφέρουν νέες δυνατότητες πληρέστερης κατανόησής τους. Πέρα όμως από τα αδιαμφισβήτητα θετικά για την έρευνα αποτελέσματα που προέκυψαν από τις νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, τέθηκε ταυτόχρονα το κρίσιμο ερώτημα της σχέσης της Βίβλου με τις μυθολογίες των υπόλοιπων γειτονικών προς τον Ισραήλ λαών.

Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα αυτό, πρέπει προηγουμένως να δώσει μια σαφή απάντηση στο σχετικό με το πώς προέκυψαν τα βιβλία της Αγίας Γραφής ζήτημα. Αυτό είναι απαραίτητο, γιατί, όταν γίνεται λόγος για τη Βίβλο, στη σκέψη πολλών ανθρώπων κυριαρχεί η ιδέα ενός βιβλίου που “έπεσε” από τον ουρανό. Αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης είναι το να αντιμετωπίζεται από τους πιστούς ανθρώπους οποιαδήποτε κριτική θεώρηση της ιστορίας της συγκρότησης των βιβλίων της Αγίας Γραφής με καχυποψία και σκεπτικισμό. Όμως, αν η χριστιανική πίστη στηρίζεται στη βεβαιότητα ότι ο Θεός, προκειμένου να προσεγγίσει τους ανθρώπους, φτάνει μέχρι του σημείου να γίνει ο ίδιος άνθρωπος, το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για το βιβλίο που μαρτυρεί αυτήν την αλήθεια. Η Αγία Γραφή, επομένως, δεν υπαγορεύτηκε στους ανθρώπους από τον Θεό, αλλά είναι προϊόν της συνεργασίας του Θεού με τους ανθρώπους, γράφτηκε, δηλαδή, από ανθρώπους στη γλώσσα που καταλαβαίνουν οι άνθρωποι. Οι ιεροί συγγραφείς, φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα, καθίστανται όργανα του Θεού και φορείς της θείας αποκάλυψης, την οποία αναλαμβάνουν να μεταδώσουν στους ανθρώπους, όχι όμως παθητικά και μηχανικά, αλλά διατηρώντας ακέραιη την προσωπικότητά τους. Προσπαθούν να κάνουν προσιτές στους συνανθρώπους τους τις θείες αλήθειες, επιλέγοντας, ο καθένας ανάλογα με το μορφωτικό του επίπεδο και τις πνευματικές του δυνατότητες, τα εκφραστικά μέσα και τα λογοτεχνικά είδη (αφήγηση, ποίημα, κλπ) που, κατά τη γνώμη τους, προσφέρονται καλύτερα για την ευόδωση της ιερής τους αποστολής. Σε αυτές τις αιώνιες αλήθειες αφορά η θεοπνευστία και όχι, βέβαια, στα μέσα με τα οποία αυτές εκφράζονται ή στις αντιλήψεις της εποχής για τη δομή του σύμπαντος, τους κοινωνικούς θεσμούς, κλπ. Στα βιβλικά κείμενα, κατά συνέπεια, αντικατοπτρίζονται οι ιδέες και οι αντιλήψεις της κάθε εποχής, καθώς και τα κάθε φορά ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα.

Απαραίτητη, επομένως, προϋπόθεση για τη σωστή κατανόηση των βιβλικών κειμένων είναι η γνώση όλων αυτών των αντιλήψεων και δεδομένων της εποχής κατά την οποία γράφονται. Αναζητώντας οι ιεροί συγγραφείς τρόπους για να κάνουν προσιτή στους αναγνώστες τους την αλήθεια, δεν θα ήταν δυνατό να αγνοήσουν διάφορες εικόνες ή παραστάσεις που ήταν ευρύτατα διαδεδομένες στην περιοχή και επομένως γνωστές σε όλους. Έτσι, συμβαίνει συχνά η βιβλική γλώσσα να χρησιμοποιεί εικόνες που απαντούν και σε άλλα κείμενα της περιοχής, εφόσον οι βιβλικοί συγγραφείς αντλούν υλικό από τις αφηγήσεις του πνευματικού τους περιβάλλοντος, ιδιαίτερα όταν οι αφηγήσεις αυτές αναφέρονται σε θέματα, όπως η δημιουργία του κόσμου, η προέλευση του κακού, η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, κλπ, που απασχολούν και τους ίδιους. Παρ’ όλα αυτά, κατά πραγματικά αξιοθαύμαστο τρόπο, οι εικόνες αυτές χρησιμοποιούνται πάντοτε ως γλωσσική επένδυση, προκειμένου να διακηρυχθεί αφηγηματικά η αλήθεια για τον ένα και μοναδικό Θεό, ο οποίος δημιούργησε τον κόσμο τέλειο, έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του, επεμβαίνει σωτηριολογικά στην Ιστορία, κλπ. Μέσα από τις αφηγήσεις των ένδεκα πρώτων κεφαλαίων της Γενέσεως, για παράδειγμα, προβάλλει με τον πιο παραστατικό τρόπο η πτωτική πορεία του ανθρώπου που χαρακτηρίζεται από μια αλυσιδωτή διάσπαση των σχέσεων, ως συνέπεια της διάσπασης των σχέσεών του με τον Θεό. Αν για την παράσταση της πτωτικής αυτής πορείας χρησιμοποιούνται εικόνες που εκφράζουν τις αντιλήψεις μιας άλλης εποχής. αυτό καθόλου δεν μειώνει την αιώνια και πάντοτε επίκαιρη αλήθεια ότι η διάσπαση των σχέσεων του ανθρώπου με τον Θεό οδηγεί στη διάσπαση των σχέσεων των ανθρώπων μεταξύ τους. Και, φυσικά, σε καμιά περίπτωση η χρήση τέτοιων εικόνων δεν δικαιολογεί το χαρακτηρισμό της Παλαιάς Διαθήκης ως “μυθολογίας των Εβραίων”. Σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις, όπου διαπιστώνεται επίδραση των βιβλικών συγγραφέων από το πνευματικό τους περιβάλλον, η χρήση εικόνων ποτέ δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά αυτές εντάσσονται μέσα στην αφήγηση για την εξυπηρέτηση των σκοπών της. Ο τρόπος με τον οποίο ταξινομούνται οι αφηγήσεις μέσα στην Αγία Γραφή μαρτυρεί τη σαφή πρόθεση των συντακτών της να αφηγηθούν όχι μύθους αλλά ιστορία, και μάλιστα μια ιστορία παγκόσμια που αρχίζει με τη δημιουργία του κόσμου και φτάνει μέχρι τα έσχατα. Αρχίζοντας η Βίβλος την εξιστόρησή της με το “εν αρχή”, δηλώνει ταυτόχρονα ότι σ’ αυτήν την αρχή αντιστοιχεί και ένα τέλος. Ό,τι μεσολαβεί αποτελεί την Ιστορία, όπως την αντιλαμβάνονται οι βιβλικοί συγγραφείς, τη διαλεκτική, δηλαδή, των πρωτοβουλιών του Θεού και των απαντήσεων του ανθρώπου. Μια ιστορία, δηλαδή, που δεν αποσκοπεί στην καταγραφή των γεγονότων της ανθρώπινης κοινωνίας του παρελθόντος, αλλά στην περιγραφή των σχέσεων του Θεού με τον άνθρωπο. Και αν η αφήγηση της ιστορίας αυτής γίνεται με εικόνες ή περιορίζεται σε μια επιμέρους ιστορία, δεν χάνει ποτέ την αναφορά της στην ιστορία του συνόλου, στην ιστορία της ανθρωπότητας και του κόσμου. Η ιστορία, λοιπόν, του Θεού με τον λαό του έχει από την αρχή ώς το τέλος την ανθρωπότητα ως στόχο. Όταν χάνεται αυτός ο στόχος -και αυτό συμβαίνει κάθε φορά που απομονώνεται ένα βιβλικό γεγονός από τη συνάφεια της ιστορίας της θείας οικονομίας και αντικειμενοποιείται- ακόμη και οι πιο συναρπαστικές αφηγήσεις, ακόμη και οι πιο υψηλές ηθικές ή θεολογικές διδασκαλίες παύουν να είναι Αγία Γραφή και καταντούν ευσεβείς ιστορίες.

Εφόσον, λοιπόν, για τους Χριστιανούς η Παλαιά Διαθήκη δεν είναι η μυθολογία των Εβραίων, αλλά αποκάλυψη του Θεού προς τους ανθρώπους και καταγραφή της ιστορίας των σχέσεων του Θεού με τον άνθρωπο, τα βιβλία της δεν αποτελούν απλώς τη λογοτεχνία ενός μόνο λαού αλλά πνευματική κληρονομιά ολόκληρης της ανθρωπότητας, την οποία καλεί ο Ιησούς Χριστός να γίνει λαός του Θεού. Έτσι, η απάντηση στο σχετικό με τη σημασία της Παλαιάς Διαθήκης για τη χριστιανική πίστη ερώτημα προκύπτει από την πίστη της ίδιας της Εκκλησίας για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αν θα ήθελε να συνοψίσει κανείς σε μία μόνο φράση ολόκληρη την περί του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος θεολογία της Εκκλησίας, δεν θα εύρισκε ίσως πιο κατάλληλη από εκείνη με την οποία αυτό συχνά περιγράφεται στο τελευταίο βιβλίο της Αγίας Γραφής ως «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος» (Από 1:4,8· πρβλ 4:8).

Στη φράση αυτή συνοψίζονται οι δύο βασικές αρχές που διαφοροποιούν τη χριστιανική πίστη από όλες τις θρησκείες· ότι δηλαδή η χριστιανική πίστη δεν είναι καρπός των θεωρητικών αναζητήσεων κάποιου διανοουμένου ή το κατασκεύασμα κάποιου ιερατείου, αλλά αποτέλεσμα της αποκάλυψης του Θεού μέσα στην Ιστορία και ότι η Αγία Γραφή αποτελεί την καταγραφή της εμπειρίας της αποκάλυψης αυτής από την κοινότητα εκείνη που τη βίωσε και τη διατήρησε ζωντανή στην παράδοσή της. Αναλύοντας η Ἀποκάλυψις το όνομα του Θεού ως «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος» διακηρύσσει με τον πιο παραστατικό τρόπο όχι μόνον το ότι ο Θεός αποκαλύπτεται συνεχώς μέσα στην Ιστορία, αλλά και το ότι η ύπαρξή του παραμένει αναλλοίωτη στον χρόνο. Με τον τρόπο αυτόν υπογραμμίζεται εντονότατα η ενότητα των δύο Διαθηκών (Παλαιάς και Καινής) που συγκροτούν τη χριστιανική Βίβλο, καθώς, όπως παραστατικά δηλώνεται στην εικονογραφία της ορθόδοξης Εκκλησίας με την επιγραφή “Ο ΩΝ” στο φωτοστέφανο του Χριστού, είναι ο ίδιος Θεός αυτός που ενεργεί πάντοτε σε όλες τις φάσεις της ανθρώπινης Ιστορίας.

Η ενότητα αυτή των δύο Διαθηκών δηλώνεται σαφέστατα και από τον τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία ενσωματώνει τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης στην ιερή Βίβλο της, κατατάσσοντάς τα σε τρεις ομάδες. Στην πρώτη ομάδα, υπό τον τίτλο Ιστορικά Βιβλία, κατατάσσονται κατά χρονολογική σειρά των γεγονότων που περιγράφουν όλα τα αφηγηματικού χαρακτήρα βιβλικά έργα, ώστε να προκύψει μια ενιαία αφήγηση που αρχίζει με τη δημιουργία του κόσμου και φτάνει μέχρι τους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες. Στόχος της αφήγησης αυτής είναι να καταδείξει το πώς με ευθύνη του ανθρώπου εισήλθε το κακό στον κόσμο με αποτέλεσμα να καταστεί αναγκαία η επέμβαση του Θεού στην ανθρώπινη Ιστορία, προκειμένου να προετοιμαστεί η ανθρωπότητα για να αποδεχτεί τη σωτηρία της που θα φέρει ο Ιησούς Χριστός. Έτσι, όλη η μακραίωνη προχριστιανική ιστορία που καταγράφεται στην Παλαιά Διαθήκη αποκτά νόημα από μία και μόνη μέρα, τη μέρα την οποία «ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδη» ο Αβραάμ (Ιωα 8:56), τη μέρα, δηλαδή, της παρουσίας του Ιησού Χριστού. Στη δεύτερη ομάδα κατατάσσονται τα βιβλία με ποιητικό και διδακτικό χαρακτήρα. Με τα Ποιητικά Βιβλία υμνεί ο λαός τον Θεό του, απευθύνει προς αυτόν τις εκκλήσεις του, τα παράπονά του, αλλά και τις ευχαριστίες του για τις ευεργεσίες που δέχεται και προπάντων εκφράζει τις ελπίδες του για τον ερχομό του Χριστού, ενώ στα Διδακτικά Βιβλία αποθησαυρίζεται η θεία σοφία, η οποία ως “πάρεδρος” του θρόνου του Θεού (ΣΣο 9:4), ως προϋπάρχουσα του χρόνου και της δημιουργίας (Παρ 8:22-31) και ως «έκφραση της δύναμης του Θεού, σαφής απόρροια της δόξας του Παντοκράτορα, … απαύγασμα του αιωνίου φωτός, καθαρός καθρέφτης της ενέργειας του Θεού και εικόνα της καλοσύνης του» (ΣΣο 7:25-26), θα ταυτιστεί από τη χριστιανική Εκκλησία με το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος (1Κο 1:24). Την Παλαιά Διαθήκη, τέλος, κλείνει η ομάδα Προφητικά Βιβλία. Το περιεχόμενο των έργων αυτών κατανοείται από την Εκκλησία κυρίως ως προεξαγγελτικό της παρουσίας του Χριστού και τα διάφορα βιβλία κατατάσσονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η εικόνα του αναμενόμενου Λυτρωτή να καθίσταται βαθμιαία σαφέστερη. Έτσι, η Παλαιά Διαθήκη τελειώνει με το βιβλίο του Δανιήλ, στο οποίο εξαγγέλλεται η ανάσταση των νεκρών (Δαν 12:1-3) και περιγράφεται μέσα από ένα μεγαλειώδες όραμα η μορφή του «μετὰ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ» ερχόμενου “Υιού του Ανθρώπου” στον οποίο «δόθηκε η εξουσία, η τιμή και η βασιλεία, ώστε να τον υπηρετούν όλοι οι λαοί, κάθε φυλής και γλώσσας· η εξουσία του θα είναι εξουσία αιώνια που δεν θα έχει τέλος και το βασίλειό του ποτέ δεν θα καταστραφεί» (Δαν 7:13-14). Τον ίδιο ακριβώς τίτλο, “Υιός του Ανθρώπου”, θα χρησιμοποιήσει στο αμέσως επόμενο βιβλίο της χριστιανικής Βίβλου, στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ο Ιησούς, κάθε φορά που μιλάει για τον εαυτό του (Ματ 8:20· 9:6· 10:23· 11:19· 12:8,32,40· κ.ά.).

Ερμηνεύοντας, λοιπόν, η Εκκλησία χριστολογικά τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, δίνει σε αυτά ένα εντελώς διαφορετικό νόημα από εκείνο που τα ίδια κείμενα έχουν για τη Συναγωγή. Με αυτό το νέο νόημα ενσωματώνει η Εκκλησία τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης στη δική της Αγία Γραφή και τα θεωρεί πλέον τμήμα της δικής της παράδοσης, νομιμοποιώντας έτσι ταυτόχρονα το δικαίωμά της να είναι αυτή, ως “νέος Ισραήλ”, η κληρονόμος των επαγγελιών του Θεού και όχι η Συναγωγή. Αυτός είναι και ο λόγος, ο τονισμός, δηλαδή, της άρρηκτης ενότητας μεταξύ των δύο Διαθηκών, που όλων των αφηγήσεων για τον Ιησού Χριστό και στα τέσσερα Ευαγγέλια προτάσσεται η ιστορία του Ιωάννη του Βαπτιστή. Χωρίς τον Ιωάννη, ο οποίος θα καταστεί πρόδρομος του Χριστού συνοψίζοντας με το κήρυγμα και τη γενικότερη δράση του όλους τους δικούς του προδρόμους, τους προφήτες, δεν μπορεί να γίνει κατανοητό το σχέδιο του Θεού για τον κόσμο, ούτε, επομένως και ο ρόλος του Χριστού μέσα στην Ιστορία.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ