Εἰς ὁλόκληρον τόν χριστιανικόν κόσμον καί δή εἰς τήν ὀρθόδοξον πατρίδα μας ἐνελόχευον πάντοτε ἰσχυροί πνευματικοί κίνδυνοι, οἱ ὁποῖοι ἐπῆλθον κατά τήν ἐποχή τῆς παγκοσμιοποιήσεως πού διανύομε. Ἡ κορωνίς αὐτῶν εἶναι ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν, ἡ ὁποία ἔχει λάβει (ὡς μόδα;) ἀνησυχητικάς διαστάσεις. Διά τούς μή γνωρίζοντας, ἀθέους καί προοδευτικούς, τοῦτο οὐδόλως ἔχει σημασίαν. Δι’ ἡμᾶς, ὅμως, τούς χριστιανούς ἔχει τεραστίαν σημασίαν ὁ ἐνταφιασμός, διότι τό σῶμα περικλείει ἐντός αὐτοῦ τήν ἀθάνατη ψυχή.
Συνύπαρξις ἁρμονική καί ἑνότητα κάνουν τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπον, δηλαδή τό «συναμφότερον», ἡ δέ ἕνωσις αὐτή παραμένει αἰώνιος. Ἡ ταφή γιά τήν Ἐκκλησία ἔχει αἰώνιον ἀξία, ἐνῶ ἡ καῦσις τοῦ σώματος ἔχει χαρακτῆρα μηδενιστικό. Ἀποτελεῖ βιασμό τῆς φύσεως, ἀφοῦ ὁ φυσικός τρόπος εἶναι ἡ ἀποσύνθεσις. Ἡ καῦσις σημαίνει τό τέλος τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ἡ ταφή σημαίνει ἐλπίδα, προσδοκία Ἀναστάσεως.
Ἀπόδειξις καί μαρτυρία, τά προερχόμενα ἀπό τά σώματα τῶν Ἁγίων ἅγια λείψανα, πού εὐωδιάζουν καί θαυματουργοῦν καί πού τά ἔχομε τόσο ἀνάγκη εἰς τήν ζωήν μας πρός εὐλογίαν καί ἁγιασμόν, νά λάβωμεν δηλαδή καί ἡμεῖς μέρος τῆς χάριτος πού διαθέτουν, ἐάν ἡ πίστις μας εἶναι ζῶσα καί ἐναργής.
Πιστεύομε στήν Δευτέραν Παρουσίαν τά ὀστᾶ τά γεγυμνωμένα θά ἐνδυθοῦν νέα σάρκα καί τό ἀνθρώπινον σῶμα θά καταστῇ κατοικητήριον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό σῶμα εἰσέρχεται στή γῆ φθαρτό, θά ἀναστηθῇ ὅμως ἄφθαρτο, ἐνταφιάζεται ἀνίσχυρο, θά ἀναστηθῇ, ὅμως, δυνατό, ζωοποιημένο ἀπό τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἡμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ἀπανταχοῦ τῆς γῆς ἔχομε μεγάλη συναισθηματικότητα περί τοῦ ἐνταφιασμοῦ τῶν προσφιλῶν μας νεκρῶν.
Ἔχομε τήν σκέψιν, σκέψιν καί τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ὁ νεκρός εὑρίσκεται ἐκεῖ καί «ἀναπαύεται». Ἀκόμη καί μετά τήν ἀνακομιδή, ξαναθάπτομε τὰ ὀστᾶ μέ τήν ἴδια σκέψη. Ἡ καῦσις ἀποτελεῖ πλήρη ἀφανισμό μίας ζωντανῆς συνέχειας καί μίας ἐπικοινωνίας πού θέλομε νά ἔχομε. Εἶναι ἀναφαίρετο δικαίωμα τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανοῦ, νά βλέπει τόν τάφο τοῦ προσφιλοῦς του νεκροῦ νά κλαίει καί νά ἀναγνωρίζει τήν μηδαμινότητα τοῦ ἀνθρώπου ἔμπροσθεν τοῦ παντεπόπτου Θεοῦ καί νά ἐλπίζει εἰς τήν Δευτέραν Παρουσίαν καί τήν Ἀνάστασιν.
Ἡ καῦσις εἶναι πρᾶξις βίας, προσβολῆς τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, πρᾶξις προσβολῆς τῶν κεκοιμημένων. Ὡς Ἔθνος καί Γένος τῶν Ἑλλήνων ἀπό τότε πού ὑπήρξαμε ἐδῶ στήν εὐλογημένη αὐτή γωνιά τοῦ φιλόξενου πλανήτη, θάπτομε τούς νεκρούς μας. Καί κατά τήν προϊστορικήν περίοδον καί κατά τήν Γεωμετρικήν περίοδον καί κατά τήν ἱστορικήν περίοδον θάπτομε τούς νεκρούς.
Καί κατά τήν χριστιανικήν περίοδον σύμφωνα μέ τήν Διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης ἐπεκράτησε ἡ ταφή ἐντός τῆς γῆς ἕως τῆς σήμερον, γιά νά διακηρύττῃ ἡ Ἐκκλησία ἀνά τούς αἰῶνας τήν πίστιν της εἰς τήν αἰωνιότητα τῆς ψυχῆς καί εἰς τήν μέλλουσαν Ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν.
Ὁ ἐνταφιασμός τῶν νεκρῶν εἶναι ἔθος τελετουργικόν καθηγιασμένον διά τῆς πράξεως τῆς λατρείας ἀπό τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ: «Πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 5,28). Ἡ Ἐκκλησία ἀκολουθεῖ τό παράδειγμα τοῦ Ἱδρυτοῦ της, ὁ ὁποῖος ἐτάφη ἐν μνήματι «λαξευτῷ» (Λουκ. 23,53). Ἡ καῦσις προσκρούει εἰς τήν ἑλληνορθόδοξον παράδοσιν τοῦ λαοῦ μας καί εἰς τήν ψυχολογίαν τῶν πενθούντων.
Ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος τῆς ἀλλοτριώσεως τῶν ἑλληνορθοδόξων ἠθῶν καί ἐθίμων, πού ἐπιτάσσουν τήν ταφήν τῶν νεκρῶν μας, ἡ ὁποία πλέον διαταράσσεται ἐκ τῆς καύσεως. Κι αὐτό ἡ Ἐκκλησία δέν τό ἀνέχεται. Ἡ Πολιτεία εἶναι ἐλευθέρα νά θεσπίζει τούς νόμους της καί νά ψηφίζονται ἀπό τούς ἐκπροσώπους της, ἀλλά πρέπει νά λαμβάνῃ ὑπ’ ὄψιν της ὅτι κυβερνᾷ μίαν ὀρθόδοξον Ἑλλάδα μέ ἰσχυρόν θρησκευτικόν συναίσθημα τοῦ λαοῦ της.
Ἡ θέσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περικλείεται εἰς τήν Ἀναστάσιμον Πατριαρχικήν Ἀπόδειξιν τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου (1993): «…ὁ κόσμος, ὅταν τόν θεώμεθα ἐν τῷ φωτί τῆς Ἀναστάσεως, ἀποκτᾷ ἄλλην εὐγένειαν, ἄλλην ἱερότητα, ἄλλην ἐν γένει προοπτικήν. Γίνεται αὐτομάτως ὁ «δυνάμει» μεταμορφούμενος κόσμος τοῦ Θεοῦ, ὁ κτισθείς εἰς περιουσίαν καί ὄχι εἰς ἀπώλειαν. Διά τοῦτο πιστεύομεν εἰς Ἀνάστασιν σωμάτων, διά τοῦτο δέν δεχόμεθα τήν καῦσιν τῶν νεκρῶν…».
Εἰς δέ τούς μηδενιστάς ἀθέους καί τούς ὀρθολογιστάς «προοδευτικούς» θεολόγους, οἱ ὁποῖοι μέν πρῶτοι προτάσσουν τό ἐπιχείρημα ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε μετά θάνατον, οἱ δέ δεύτεροι ὅτι ὁ ἐνταφιασμός δέν ἀνάγεται εἰς τόν δογματικόν κύκλον τῆς Ἐκκλησίας, ὑπενθυμίζομεν τήν θέσιν τοῦ σοφοῦ κανονολόγου Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας κυροῦ Χριστοφόρου: «εἶναι μέν ἀληθές ὅτι ὁ ἐνταφιασμός δέν ἀποτελεῖ δόγμα πίστεως, ἀλλ’ ὅμως εἶναι ἐξ ἴσου ἀληθές καί ἀναντίρρητον ὅτι εἶναι οὗτος στενώτατα συνυφασμένος πρός τήν δογματικήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, διότι, ἐφ’ ὅσον ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν ἀποτελεῖ δόγμα πίστεως, δέν μᾶς εἶναι δυνατόν νά ἁγνοήσωμεν τό ἀναφερόμενον ὑπό τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ὅτι «ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ καί ἐκπορεύσονται…». (ΠΑΝΤΑΙΝΟΣ 1955 σελ. 145-146)