Κυριακή Ε΄ Λουκά
(Λουκ. ιστ΄19 – 31)
Το μεγάλο ερώτημα που απασχολεί τον άνθρωπο είναι αυτό της «μετά θάνατον ζωής». Άλλωστε, όλοι οι άνθρωποι αναρωτιούνται και προσπαθούν να μάθουν ή να απαντήσουν στο που πορεύομαι μετά το θάνατο.
Στο ερώτημα αυτό έχει δώσει απάντηση ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός ο Οποίος έχει πει ότι ο άνθρωπος έχει αρχή και δεν έχει τέλος, ότι έχει δημιουργηθεί για να είναι αιώνιος, ότι είναι πλασμένος για την αθανασία ως «κατʼ εικόνα» δημιούργημα του Θεού.
Ο άνθρωπος δε μπορεί να συμφιλιωθεί με το θάνατο, δε μπορεί να συνυπάρξει με εκείνον, γιατί ο θάνατος που δια της παρακοής εισήλθε στη ζωή του αποτελεί ένα ξένο σώμα που δε μπορεί να το αποδεχτεί.
Σήμερα, στο Ευαγγελικό κείμενο που μας παρουσιάζει με γλαφυρό τρόπο ο Λουκάς έχουμε «δύο πρωταγωνιστές», έναν πλούσιο άνθρωπο που δεν αναφέρει καθόλου το όνομά του και ένα φτωχό τον οποίον ονομάζει Λάζαρο.
Ο «ανώνυμος» πλούσιος ζει μέσα στην πολυτέλεια, τη σπατάλη, την αίγλη, τον ατομισμό, την αδιαφορία, τη σκληρότητα και το ακόρεστο των κάθε λογής επιγείων απολαύσεων. Αντιθέτως, ο φτωχός και ταπεινός Λάζαρος βιώνει καθημερινά τη στέρηση, τη θλίψη, την ανέχεια, τις ασθένειες, την απογοήτευση, τη μοναξιά και τον πόνο.
Η ζωή του Λαζάρου είναι απογοητευτική, απερίγραπτα τραγική, γιατί εκτός των παραπάνω δυσκολιών υποφέρει φρικτά και από ψυχικές και σωματικές πληγές.
Ο πλούσιος είναι ένας φαντασμένος, αδιάφορος, αλαζόνας, ατομιστής, υπερφίαλος άνθρωπος. Δεν ενδιαφέρεται, ούτε τον απασχολεί η παρουσία του καταταλαιπωρημένου και πάμφτωχου Λαζάρου που βρίσκεται έξω από την πόρτα της κατοικίας του ξαπλωμένος στο έδαφος, προσπαθώντας να ζήσει και να τραφεί από τα αποφάγια που απομένουν από τα ακριβά γεύματά του.
Όμως, όλα στη ζωή αυτή έχουν ένα τέλος. Ο απρόσκλητος επισκέπτης που ονομάζεται θάνατος έρχεται ξαφνικά και μεταφέρει αυτούς τους δύο ανθρώπους από τα πρόσκαιρα στα αιώνια.
Ο θάνατος έρχεται χωρίς προειδοποίηση και μεταφέρει το Λάζαρο και τον πλούσιο στο μέρος εκείνο που δεν υπάρχει τέλος. Άλλωστε, η αιωνιότητα είναι πέρα από την ανθρώπινη αντίληψη και πάνω από το κτιστό σύμπαν.
Με το πέρασμά τους στην αιωνιότητα, ο Λάζαρος βρίσκεται μέσα στην απόλυτη χαρά, στην αγαλλίαση και απολαμβάνει τη γλυκιά δροσιά του Παραδείσου. Ο μέχρι πρότινος πλούσιος… «καίγεται» πλέον από τη στέρηση της αγάπης του Θεού.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε, ποιος είναι ο λόγος που ο Ευαγγελιστής Λουκάς δε μας κάνει γνωστό το όνομα του πλουσίου ανθρώπου της παραβολής;
Ο Επίσκοπος Φαναρίου Αγαθάγγελος σε ένα από τα υπέροχα συγγράμματά του: (Η Ζύμη του Ευαγγελίου, Αγαθαγγέλου Επισκόπου Φαναρίου, σ. 30) αναφέρει, ότι: «Η γνωριμία μας με τον πλούσιο δε γίνεται μέσω του ονόματος, αλλά με την περιγραφή ότι φορούσε πορφύρα και βύσσο, δηλαδή πολυτελή ρούχα, και διασκέδαζε καθημερινά. Μη προσδίδοντας λοιπόν, όνομα στον πλούσιο, ο Χριστός του αφαιρεί την πραγματική ύπαρξη του προσώπου σε σχέση με τον Θεό και τον συνάνθρωπο και η ύπαρξη περιορίζεται μόνο στα πολυτελή ενδύματα και στην καθημερινή διασκέδαση. Γι΄αυτό και ο πλούσιος, για το περιβάλλον του, είχε αξία όχι ως πρόσωπο, αλλά ως πλούσιος».
Ο πλούσιος ως άνθρωπος ήταν σκληρός και αδιάφορος απέναντι στο συνάνθρωπό του και απέναντι στο Θεό.
Ο πλούσιος πίστευε ότι τα πάντα είναι δεδομένα γιʼ αυτόν, ότι όλα του ανήκουν, γιʼ αυτό επέλεξε να πορευτεί ενσυνείδητα το δρόμο που δεν οδηγεί στη Ζωή αλλά στον πνευματικό θάνατο. Έτσι, μαγεμένος από την τρυφηλή ζωή του, έχασε τον εαυτό του.
Ο πλούσιος πορεύεται στον τόπο της βασάνου και υποφέρει αφάνταστα. Διψάει, πονάει και απελπίζεται εξαιτίας της κατάστασής του. Όμως, δεν έχει τη δυνατότητα να ζητήσει συγγνώμη για όλα όσα έπραξε στη ζωή του.
Ο πλούσιος δεν έχει πια τη δυνατότητα να βοηθήσει τον εαυτό του, αφού δεν είναι πια πλούσιος. Έχει απόλυτη ανάγκη από τη βοήθεια των άλλων όμως, δυστυχώς γιʼ αυτόν, βρίσκεται πλέον σε ένα μέρος εντελώς διαφορετικό από αυτό που ζούσε. Βρίσκεται σε ένα μέρος που δεν υπάρχει τρόπος ή ελπίδα επιστροφής.
Μέσα στη φρικτή κατάσταση που βιώνει στον τόπο της βασάνου όπου βρίσκεται, τον απασχολεί και κάτι άλλο, το τι θα απογίνουν τα εν ζωή ευρισκόμενα πέντε αδέλφια του που ζουν με τις ίδιες αντιλήψεις και τον ίδιο τρόπο.
Ο πλούσιος αντιλαμβάνεται ότι και εκείνοι θα έχουν το δικό του κατάντημα, γιʼ αυτό εκλιπαρεί τον Αβραάμ να στείλει το Λάζαρο στο σπίτι του πατέρα του για να τους πληροφορήσει και να τους βεβαιώσει για την τραγική κατάσταση που βιώνει.
Όμως, δυστυχώς γιʼ αυτόν, ο Αβραάμ τον απογοητεύει καθώς του λέει ότι: «έχουσι Μωϋσέα και τους Προφήτας ακουσάτωσαν αυτών».
Ο Αβραάμ γνωρίζει ότι οι οικείοι του πλουσίου είναι πωρωμένοι, φιλοχρήματοι, σκληροί και τυφλωμένοι από τη ματαιότητα του κόσμου. Γνωρίζει ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι προσκολλημένοι στα υλικά αγαθά τόσο πολύ που ακόμη και νεκρό να δουν να ανασταίνεται δε θα πεισθούν για το τι συμβαίνει μετά το θάνατο.
Ο φτωχός Λάζαρος της παραβολής είναι εκείνος που δεν πέρασε απαρατήρητος στο Θεό, γιʼ αυτό απολαμβάνει τη χαρά του Παραδείσου.
Ο Λάζαρος δεν είναι πια φτωχός και ταλαίπωρος, αφού κέρδισε τη Χάρη και τη χαρά του Ουρανού.
Αγαπητοί μου.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας ο θάνατος αποτελεί ένα απλό πέρασμα από τα εφήμερα στα αιώνια, από τη ματαιότητα και τη σκληρότητα του κόσμου στην αλήθεια της αγάπης του Τριαδικού Θεού.
Σήμερα, ο Ευαγγελιστής Λουκάς μας αναφέρει, εν ολίγοις, ότι ο θάνατος δεν πρέπει να μας φοβίζει αλλά να μας αφυπνίζει.
Η αιωνιότητα αποτελεί γεγονός, γιʼ αυτό οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί. Η απόλαυση ή ο πόνος της αιωνιότητας ξεκινούν με τον τρόπο της ζωής μας και όχι με το θάνατο.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι: «η παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου μας παρέχει φάρμακα σωτηρίας, διότι σωφρονίζει εκείνους που πλουτίζουν και παρηγορεί τους φτωχούς. Αυτήν την παραβολή οι πλούσιοι να τη γράψετε στον τοίχο της οικίας σας και οι φτωχοί στον τοίχο της διανοίας σας».
Ας προσέξουμε λοιπόν και ας προσπαθήσουμε να απορρίψουμε τη νοοτροπία του πλουσίου που περιορίζεται στα αξιώματα, στους τίτλους και στα χρήματα που είναι υλικά, φθαρτά, απατηλά και πρόσκαιρα.
Ας ακούσουμε προσεκτικά τα λόγια του Κυρίου Ιησού Χριστού και ας εργαστούμε ανάλογα, ώστε να οδηγηθούμε εκεί που δεν υπάρχει πόνος και θλίψη αλλά ατελεύτητη ζωή, μέσα στην αιώνια μακαριότητα της Χάριτος του Θεού.
Ας μελετήσουμε προσεκτικά τον εαυτό μας και ας εργαστούμε ανάλογα, ώστε να μη μείνουμε «ανώνυμοι» όπως ο πλούσιος άνθρωπος της παραβολής αλλά «επώνυμοι» όπως ο ταπεινός Λάζαρος.
Έτσι, ερευνώντας προσεκτικά και σε βάθος τη σκέψη και τις επιθυμίες μας, γνωρίζοντας τη ματαιότητα του κόσμου, θα απαντήσουμε στο αιώνιο ερώτημα… «ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;».



