Κυριακή ΙΘ΄ (Γ΄ Λουκά)
(Λουκ. ζ΄11-16)
Στο σημερινό κείμενό του ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός μαζί με τους Μαθητές Του, αλλά και πλήθους ανθρώπων που τον ακολουθούν, φτάνει στην πύλη της πόλης Ναΐν.
Ο Κύριος καθώς πλησιάζει την πόλη βλέπει πολλούς ανθρώπους να βρίσκονται συγκεντρωμένοι γύρω από μια απελπισμένη γυναίκα, η οποία οδύρεται για το θάνατο του μονάκριβου γιου της.
Ο Χριστός πλησιάζει με διάκριση τη χαροκαμένη μητέρα και την καλεί να σταματήσει το θρήνο και το κλάμα. Έπειτα, στρέφει το βλέμμα Του στη σορό του νεκρού παιδιού της και προστάζει να σηκωθεί από το φέρετρό του.
Ο νέος άκουσε τη θεϊκή φωνή του Κυρίου και αμέσως σηκώθηκε από το νεκρικό κρεβάτι του και παρουσιάστηκε μπροστά σε όλους τους παρευρισκομένους, δυνατός και υγιής, όπως ήταν πριν τον επισκεφτεί ο φρικτός θάνατος.
Η έγερση του γιου της πονεμένης και καταπτοημένης χήρας από το νεκρικό κρεβάτι του, δημιούργησε ποικίλα αισθήματα στους ανθρώπους που έζησαν από κοντά αυτό το θαυμαστό και ανερμήνευτο γεγονός.
Η χαρά, ο θαυμασμός αλλά και ο τρόμος που προκλήθηκε εξαιτίας της έγερσης του νεκρού παιδιού, έκανε τους ανθρώπους να δοξάζουν το Θεό και να ομολογούν το Χριστό ως προφήτη που βρίσκεται ανάμεσά τους.
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς με το σημερινό κείμενό του μας καλεί να αντιμετωπίσουμε τον ξαφνικό και απρόσκλητο επισκέπτη που λέγεται θάνατος με σταθερή πίστη στη δύναμη του Παντοδύναμου Θεού, ο Οποίος ως πηγή της ζωής αναβλύζει την πληρότητα της ευτυχίας και της χαράς που κάθε ανθρώπινη ύπαρξη αναζητάει.
Ο θάνατος στην πραγματικότητα είναι αφύσικος για τον άνθρωπο, όσο και αν φαίνεται πως αποτελεί το φυσιολογικό τέλος μιας διαδικασίας φθοράς.
Ο θάνατος αποτελεί μια κατάσταση ξένη, αφύσικη, προς τη φύση του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος δεν ταιριάζει με το θάνατο γιατί δημιουργήθηκε από το Θεό για να υπάρξει και να είναι αθάνατος.
Ο άνθρωπος είναι προικισμένος με τη ζώσα ψυχή που του χάρισε ο Θεός, όμως εξαιτίας της παρακοής ο θάνατος εισήλθε σαν κλέφτης στη ζωή του ανθρώπου δημιουργώντας πόνο, απελπισία και απογοήτευση.
Το μυστήριο του θανάτου αποτελεί ένα γεγονός τρομακτικό και ανερμήνευτο για τον άνθρωπο που σκέφτεται με κοσμικό τρόπο.
Ο θάνατος αποτελεί μια κατάσταση τρομακτική, αποκρουστική, όμως η Εκκλησία μας τον θεωρεί ως μια στιγμή αναπόφευκτη που οδηγεί από τη θνητότητα στην αθανασία, από τη φθορά στην αφθαρσία, από τα πρόσκαιρα στα αιώνια.
Ο θάνατος δεν είναι αρεστός για τον άνθρωπο του Θεού γιατί είναι αποτέλεσμα της παρακοής απέναντι στον Ίδιο το Θεό.
Ένας μεγάλος Ιεράρχης και Θεολόγος, ο Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ αναφέρει : «ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ζωής, αλλά η αρχή της ανανέωσής της. Αποβλέπουμε, πέρα από τον φυσικό θάνατο, στην μελλοντική επανασύνδεση σώματος και ψυχής, στην καθολική ανάσταση την έσχατη Ημέρα».
Με λίγα λόγια ο Μητροπολίτης Κάλλιστος μας λέει, ότι ο Θεός αντιμετωπίζει με απόλυτη αγάπη τον άνθρωπο και επιτρέπει να εισέλθει στη ζωή του ο θάνατος, όχι σαν τιμωρία, αλλά ως προορισμός προς μια άλλη ζωή, ως επιστροφή στη Βασιλεία του Θεού που αποτελεί την «ύψιστη ζωή».
Αγαπητοί μου.
Ο πόνος, η θλίψη και ο θάνατος, αποτελούν δεδομένα στη ζωή του ανθρώπου που δε μπορεί να αποφύγει, αλλά ούτε και να συμφιλιωθεί με αυτά.
Ο θάνατος κάποια στιγμή θα μας επισκεφτεί. Όμως, δεν πρέπει να μας τρομάζει και να μας ανησυχεί αφού η ζωντανή και δροσερή πηγή της ελπίδας που είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός μας δίνει τη δυνατότητα της προσωπικής μας ανάστασης.
Ο Χριστός Αναστήθηκε και ο θάνατος δεν είναι αθάνατος. Ας τον αφήσουμε λοιπόν στο δικό του βαθύ και πικρό σκοτάδι.
Ας ασχοληθούμε με την ύπαρξή μας, με τη σωτηρία της αιώνιας ψυχής, χωρίς απελπισία, αλλά με απόλυτη πίστη στο Δημιουργό του ορατού και του αοράτου κόσμου, στον Κύριο της Ζωής.
Έτσι, επενδύοντας στη δική Του ανεξάντλητη Χάρη, θα αξιωθούμε να ακούσουμε τη θεϊκή φωνή Του που θα μας προσκαλεί : «Ευ δούλε αγαθέ και πιστέ. Επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω. Είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου».
Έτσι, θα επιστρέψουμε στη μοναδική και αιώνια πατρίδα μας.



