Ο ρόλος του λαϊκού στον χώρο της Εκκλησίας στην εποχή του εκκοσμικευμένου ανθρώπου, όπου η θρησκευτική πίστη συχνά παρερμηνεύεται ως προσωπικό βίωμα χωρίς κοινοτική διάσταση ή ως πολιτισμικό κατάλοιπο χωρίς ουσία, η Εκκλησία έρχεται να υπενθυμίσει την αλήθεια της ως “σώμα Χριστού”. Και μέσα σε αυτό το σώμα, ο λαϊκός δεν είναι παθητικός θεατής, αλλά ενεργό μέλος, συμμέτοχος στο μυστήριο της σωτηρίας.
Ο ρόλος του δεν είναι δευτερεύων, ούτε τυπικός – είναι ριζικά θεολογικός, καίρια φιλοσοφικός και απολύτως αναγκαίος για τη ζωή της Εκκλησίας στον κόσμο. Η φιλοσοφική θεώρηση του ρόλου του λαϊκού ξεκινά από τη θεμελιώδη έννοια του προσώπου. Ο άνθρωπος, ως πρόσωπο, είναι φορέας ελευθερίας, λογικότητας και κοινωνικότητας.
Δεν είναι απλώς ένα άτομο μέσα στη μάζα, αλλά μια μοναδική ύπαρξη που καλείται σε σχέση – με τον Θεό, με τους άλλους, με τον εαυτό του. Στην Εκκλησία, αυτή η προσωπική διάσταση δεν εξαφανίζεται αλλά ενισχύεται, καθώς ο καθένας καλείται να διακονήσει το σύνολο με τα χαρίσματά του. Ο λαϊκός δεν είναι ο “μη κληρικός”, αλλά εκείνος που μετέχει της βασιλείας του Θεού εντός της ιστορίας. Ο φιλόσοφος Παναγιώτης Κανελλόπουλος έλεγε πως “η Εκκλησία σώζει τον λαό, αλλά και ο λαός θεμελιώνει την Εκκλησία στην Ιστορία”.
Ο λαϊκός, ως πολίτης της Εκκλησίας, έχει ευθύνη και αποστολή· δεν είναι ουδέτερος απέναντι στην αλήθεια, ούτε απλός παρατηρητής των λειτουργικών τεκταινομένων.
Η Εκκλησία δεν είναι μόνον ο ναός ή ο κλήρος. Είναι η ευχαριστιακή κοινότητα, όπου όλοι, κλήρος και λαός, τελούν το μυστήριο της εν Χριστώ κοινωνίας. Το βάπτισμα, η είσοδος στον εκκλησιαστικό βίο, δεν είναι ένα τυπικό γεγονός αλλά μύηση σε μια νέα ταυτότητα: ο βαπτισμένος άνθρωπος είναι “βασίλειον ἱεράτευμα”, δηλαδή φορέας ιερατικού ρόλου – όχι λειτουργικά αλλά υπαρξιακά.
Ο λαϊκός καλείται να μεταφέρει τον Χριστό στον κόσμο – στο σπίτι του, στην εργασία του, στην κοινωνία του. Η θεολογία της Εκκλησίας δεν βλέπει τον λαϊκό ως περιφερειακό. Αντίθετα, οι Πατέρες τονίζουν πως ολόκληρο το σώμα του Χριστού λειτουργεί από κοινού: “ἕν σῶμα καί μέλη ἐκ μέρους” (Α΄ Κορ. 12:27). Το χάρισμα του καθενός ενισχύει το σύνολο. Ο δάσκαλος, ο εργάτης, ο επιστήμονας, ο γονιός – όλοι μετέχουν στο “έργον του Θεού”, αρκεί να το συνειδητοποιήσουν. Η λειτουργική συμμετοχή του λαϊκού δεν περιορίζεται στη φυσική παρουσία.
Ο λαϊκός είναι λειτουργός δια της προσευχής, της συμμετοχής, της απάντησης. Η θεία Λειτουργία δεν είναι θεατρικό έργο με “εκτελεστές” και “ακροατήριο”, αλλά ζωντανή πράξη του λαού του Θεού. “Οὐ δύναται λειτουργεῖν ὁ ἱερεύς ἄνευ τοῦ λαοῦ”, τονίζει η Παράδοση. Κάθε «Αμήν» του λαϊκού σφραγίζει το συλλογικό “ναι” της Εκκλησίας στην πρόσκληση του Θεού.
Στον σύγχρονο κόσμο, ο ρόλος του λαϊκού είναι συχνά θολός. Από τη μία, ο κλήρος καλείται να ενθαρρύνει τη συμμετοχή των λαϊκών και όχι να συγκεντρώνει όλα τα χαρίσματα. Από την άλλη, οι ίδιοι οι λαϊκοί συχνά παραιτούνται από την ευθύνη που έχουν να είναι παρόντες – όχι μόνο στις ακολουθίες, αλλά και στο έργο της διακονίας, της μαρτυρίας, της φιλανθρωπίας και της κατήχησης.
Ο λαϊκός είναι και γέφυρα μεταξύ Εκκλησίας και κόσμου. Ζει εντός της ιστορίας, στα κέντρα λήψης αποφάσεων, στα σχολεία, στα μέσα ενημέρωσης, στον χώρο του πολιτισμού. Εκεί μπορεί να δώσει το “παρών” του Ευαγγελίου, να σταθεί ως ήπιος, ταπεινός, αλλά σταθερός μάρτυρας της αλήθειας. Δεν μεταφέρει έναν ξύλινο ηθικισμό, αλλά την ελπίδα, την αγάπη και την αξιοπρέπεια της χριστιανικής ζωής.
Η ευθύνη του λαϊκού για την ενότητα της Εκκλησίας είναι κρίσιμη. Δεν είναι ο κλήρος μόνος του υπεύθυνος για την ενότητα. Ο λαϊκός καλείται να γίνει φορέας συνδιαλλαγής, συμφιλίωσης και αλήθειας – να οικοδομεί την κοινότητα, να αποφεύγει τη διχόνοια, να ενισχύει τη συνοχή. Η ενότητα δεν είναι αποτέλεσμα οργανωτικών δομών, αλλά καρπός της αγάπης και της ταπεινής παρουσίας όλων.
Παράλληλα, ο λαϊκός παίζει κεντρικό ρόλο στη μετάδοση της πίστης – ειδικά μέσα στην οικογένεια. Η “κατ’ οίκον ἐκκλησία” είναι το πρώτο σχολείο πίστης. Η μαρτυρία του λαϊκού γονιού, δασκάλου ή παιδαγωγού διαμορφώνει συνειδήσεις, όχι μόνο με λόγια αλλά με πράξεις. Η κατήχηση σήμερα δεν είναι υπόθεση μόνο του κατηχητή, αλλά κάθε χριστιανού που ζει με συνέπεια.
Η Εκκλησία δεν θα αλλάξει με προγράμματα, αλλά με συνειδήσεις. Χρειάζεται παιδεία εκκλησιαστική – όχι φανατισμός ή ψευδοευλάβεια. Χρειάζεται να ξαναδούμε τον λαϊκό όχι ως “παραλήπτη” αλλά ως “συνδημιουργό”. Από τις ενορίες, μέχρι την κοινωνία, ο λαϊκός οφείλει να γίνει “φως του κόσμου” και “άλας της γης” – όχι κήρυκας του ηθικισμού, αλλά μάρτυρας της ελπίδας. Ο λαϊκός είναι η αναπνοή της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο.
Χωρίς την παρουσία, την ευθύνη και τη μαρτυρία του, η Εκκλησία κινδυνεύει να γίνει ένα στεγνό σχήμα, αποκομμένο από την ιστορία. Μα με τη ζωντανή συμμετοχή του, γίνεται εκείνο που είναι κατ’ ουσίαν: το σώμα του Χριστού που εικονίζει τη Βασιλεία του Θεού εν τω κόσμῳ τούτῳ. Ο ρόλος του λαϊκού είναι, τελικά, ρόλος ύπαρξης: να είναι “ἐν τῷ κόσμῳ, ἀλλ’ οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου”.
Να ζει, να εργάζεται, να αγωνίζεται, να αγαπά – ως χριστιανός. Και αυτό, ίσως, είναι το πιο δύσκολο και το πιο μεγάλο έργο από όλα: να ζήσει την πίστη ως μυστήριο και ευθύνη, ως θυσία και ανάσταση μέσα στον κόσμο που διψά για αλήθεια.