Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, πρίν ἐκλεγῆ Καθηγητής τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης δίδασκε τό μάθημα τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης. Στό κείμενο αὐτό θά δοῦμε ποιό ἦταν τό περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας του καί πῶς ἐκπαίδευε τούς νεαρούς τότε θεολόγους τῆς Θεολογικῆς αὐτῆς Σχολῆς.
1. Ὁ τρόπος τῆς διδασκαλίας του
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὕστερα ἀπό ἔρευνα στήν Δογματική καί τήν πατερική διδασκαλία, καί στίς ἑτερόδοξες πηγές, εἶχε καταλήξει ἀπό νέος στήν διδασκαλία τῆς αὐθεντικῆς Δογματικῆς. Ἤθελε νά καθορίση τήν διαφορά τῆς δυτικῆς θεολογίας ἀπό τήν πατερική ὀρθόδοξη θεολογία καί στήν συνέχεια ἤθελε νά δώση ἀσφαλῆ κριτήρια, γιά νά διακρίνουν οἱ φοιτητές τήν ὀρθόδοξη ἀπό τήν δυτική θεολογία.
Κατ’ ἀρχάς, στίς ἐπιστολές πού ἀπέστειλε στόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, ὁ ὁποῖος τότε δίδασκε στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Χάρβαρντ, διαβάζουμε μερικές πληροφορίες γιά τόν τρόπο καί τήν μέθοδο τῆς διδασκαλίας του. Σέ ἐπιστολή μέ ἡμερομηνία 22 Σεπτεμβρίου 1959 γράφει τίς διδασκαλικές ἐμπειρίες του.
«Τήν περασμένη ἑβδομάδα ἀρχίσαμε τά μαθήματα στό Brookline καί διδάσκω ἐννέα ὧρες. Πηγαίνω Δευτέρα-Τετάρτη-Παρασκευή ἀπό τίς 9.30΄-12.30΄. Τοὐλάχιστον τό ὡράριό μου δέν ἔχει κενά. Οἱ δευτεροετεῖς καί τριτοετεῖς τοῦ θεολογικοῦ κλάδου ἔχουν πολύ κακή κατάρτιση στήν ὅποια θεολογία διδάχτηκαν καί θά εἶναι δύσκολο νά διορθωθοῦν οἱ κακές συνήθειες στόν τρόπο σκέψης τους. Οἱ πρωτοετεῖς θά εἶναι ἐντάξει, νομίζω, ἀφοῦ θά διδαχθοῦν μαθήματα θεολογίας γιά πρώτη φορά».
Σέ μιά μεταγενέστερη ἐπιστολή του στίς 15 Σεπτεμβρίου 1960, δηλαδή τόν ἑπόμενο χρόνο, γράφει στόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ:
«Γιά τήν ὥρα συζητάω ἄν πρέπει νά συνεχίσω μέ τό θέμα “Ὁ Ἅγ. Αὐγουστῖνος καί ὁ Αὐγουστινιανισμός” γιά τίς ἐξετάσεις κορμοῦ ἤ νά τό ἀλλάξω στόν νέο-πλατωνισμό. Τό πρῶτο θά ἄξιζε τόν κόπο, ἀλλά τό δεύτερο θά εἶναι πιό περιορισμένο χρονολογικά καί πιό σημαντικό γιά τήν πατερική ἀνατολική παράδοση, ἰδιαίτερα τήν ἱστορική περίοδο πού μέ ἀφορᾶ γιά τήν εἰδικότητα καί τήν διατριβή. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά φέτος στήν Σχολή διδάσκω ἕνα μάθημα “Ἱστορία τῆς Δυτικῆς Θεολογίας” ἀπό τόν Αὐγουστῖνο στόν Ὄκκαμ τό πρῶτο τεράμηνο καί στήν συνέχεια γιά τήν διαμάχη τοῦ Jansenism τό δεύτερο τετράμηνο. Ἔτσι θά κάνω προσεκτική μελέτη προετοιμαζόμενος γιά τίς διαλέξεις μου».
Φαίνεται καθαρά ὅτι τόν ἀπασχολοῦσε ἔντονα ἡ «ἱστορία τῆς Δυτικῆς θεολογίας», ἀφοῦ δίδασκε σέ φοιτητές πού γεννήθηκαν καί μεγάλωσαν στήν Ἀμερική καί γνώρισαν αὐτήν τήν θεολογία, ὁπότε θέλει νά τούς δώση τά ἀπαραίτητα κριτήρια γιά νά ξεχωρίζουν τήν Ὀρθόδοξη θεολογία ἀπό τήν Δυτική θεολογία.
Μερικοί δικοί μας θεολόγοι σήμερα κρίνουν τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ὅτι περιορίστηκε στά κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα τῶν ἡσυχαστῶν Πατέρων καί δέν ἀσχολήθηκε μέ τούς δυτικούς θεολόγους.
Ὅμως, τό ἀντίθετο συμβαίνει. Ἐλάχιστοι γνώρισαν τήν δυτική θεολογία (Ρωμαιοκαθολική-Προτεσταντική), ὅπως τήν γνώριζε ἐκεῖνος, γιατί τήν σπούδασε στά δικά τους Πανεπιστημιακά Κέντρα Σπουδῶν. Ἀκριβῶς, ἐπειδή γνώριζε πολύ καλά τήν δυτική θεολογία, γι’ αὐτό καί μποροῦσε νά μιλήση γι’ αὐτήν, ἔχοντας, ὅμως, αὐθεντικά κριτήρια.
Ἀργότερα, ὕστερα ἀπό μεγάλη πεῖρα πού ἀπέκτησε, ἀσχολήθηκε μέ τήν θεολογία τῶν Θεοπτῶν Πατέρων πού ἐκφράζουν τήν ἐμπειρική ἀποκάλυψη, τῆς ὁποίας βάση εἶναι ἡ μέθεξη τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.
Γιά τό πῶς δίδασκε τό μάθημα τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης ἔχουμε διατυπωμένη μιά μαρτυρία τοῦ φοιτητοῦ του Πρωτ. π. Στεφάνου Ἀβραμίδη, τήν ὁποία ἐξέφρασε κατά τήν παρουσίαση τοῦ δίτομου ἔργου μου τῆς «Ἐμπειρικῆς Δογματικῆς» πού ἔγινε στήν Ἀθήνα, στήν «Στορά τοῦ βιβλίου» στίς 19 Ἰανουαρίου 2011. Ἐκεῖ ὁ π. Στέφανος Ἀβραμίδης, μεταξύ τῶν ἄλλων εἶπε:
«Ὁ π. Ἰωάννης, ὅμως, μᾶς ἄνοιξε τά μάτια καί καταλάβαμε, ὅτι αὐτός ὁ ἀσκητικός τρόπος ζωῆς τῶν γονιῶν μας εἶχε σκοπό νά μᾶς διδάξη τήν ἀγάπη τήν ἀνιδιοτελῆ, τήν ἀγάπη, ἡ ὁποία οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς, καί ὅτι ὁ τρόπος αὐτός τῆς ζωῆς βοηθοῦσε στό νά ἐπιτύχουμε τήν κάθαρση τῶν παθῶν. Συνεπῶς, ἡ εὐσέβεια καί ἡ εὐλάβεια τῶν ἁπλῶν μας γονιῶν ἦταν στήν πράξη ἐφαρμοσμένη, ὀρθόδοξη θεραπευτική ἀγωγή.
Ὁ π. Ἰωάννης μᾶς ἔδωσε νά καταλάβουμε ὅτι τά δόγματα τῆς Ὀρθοδοξίας ἐκφράζουν μέ τόν καλύτερο -ἀνθρωπίνως δυνατόν- τρόπο, τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία τῶν θεουμένων Πατέρων καί Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Τά δόγματα, ὅμως, εἶναι μόνον ὁδοδεῖκτες. Ὅταν ὁ καθένας, ἐφ’ ὅσον ὁ Θεός τοῦ τό χαρίσει, ζήση τή δική του Πεντηκοστή, ὅταν δηλαδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιο τόν ὁδηγήση εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν, τότε κατανοεῖ ὅτι ἡ ἐμπειρία ὑπερέχει τοῦ δόγματος καί ὅτι ὁ Θεός οὔτε Τριάδα εἶναι, οὔτε Μονάδα, ἀλλά ἐπέκεινα καί τῆς Τριάδος καί τῆς Μονάδος.
Στά πρῶτα του μαθήματα, μᾶς συνέστησε νά διαβάσουμε τήν διατριβή του Τό Προπατορικό Ἁμάρτημα, ὡς εἰσαγωγή στήν Πατερική Θεολογία τῆς ἀρχεγόνου Ἐκκλησίας καί -ἄς μή σᾶς φανῆ παράξενο- μᾶς ἔβαλε νά μελετήσουμε ὅλα τά διάφορα φιλοσοφικά συστήματα, ἀρχαῖα καί σύγχρονα, μέ ἔμφαση στά φιλοσοφικά συστήματα τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Ἀριστοτέλη καί τοῦ Πλωτίνου. Ὁ σκοπός του ἦταν νά γνωρίσουμε τόν τρόπο σκέψεως τῶν Ἑλλήνων καί τή νοοτροπία πού ἐπικρατοῦσε κατά τήν ἐποχή πού διατυπώθηκαν τά δόγματα.
Ἔτσι θά μπορούσαμε νά καταλάβουμε γιατί ὁρισμένοι αἱρετικοί ἔπεσαν στήν αἵρεση ἐπιχειρώντας τήν ἐφαρμογή ὁρισμένων φιλοσοφικῶν κατηγορημάτων σκέψεως στά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας.
Μετά, γιά νά μπορέσουμε νά καταλάβουμε τήν σχολαστική θεολογία, ἔπρεπε νά γνωρίζουμε καλά τήν φιλοσοφία τοῦ Ἀριστοτέλη, ἀφοῦ οἱ σχολαστικοί ἐφάρμοσαν σχεδόν ὁλόκληρο τό φιλοσοφικό σύστημα τοῦ Ἀριστοτέλη στήν θεολογία τους, ταυτίζοντας τόν Θεό μέ τό πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον. Οἱ συνέπειες βεβαίως μᾶς εἶναι γνωστές: ἡ διδασκαλία περί κτιστῆς χάριτος, ἡ ταύτιση οὐσίας καί ἐνεργείας κ.ἄ.
Στήν συνέχεια μᾶς τόνιζε τήν διαφορά μεταξύ τῆς πατερικῆς διδασκαλίας περί δικαιώσεως καί δικαιοσύνης καί ἐκείνης τῶν σχολαστικῶν. Γιά τούς Πατέρες δικαιοσύνη = ζωοποίησις. Ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν ἔχητε καί περισσόν ἔχητε, ἐνῶ γιά τούς σχολαστικούς ἡ δικαιοσύνη ἦταν μιά ὑπόθεση δικανική: ἡ ἱκανοποίηση τῆς Θείας Δικαιοσύνης, τῆς ὀργῆς ἑνός σκληροῦ καί ἀδέκαστου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπαιτοῦσε μιά ἄπειρη θυσία γιά τήν ἱκανοποίηση μιᾶς προσβολῆς κατά τῆς ἄπειρής Του δικαιοσύνης.
Σ’ ὅλα αὐτά ἔδινε ἔμφαση ὁ π. Ἰωάννης, διότι ἤμασταν Ὀρθόδοξοι, πού στήν Ἀμερική ζούσαμε μέσα σέ μιά λαοθάλασσα ἀπό Ρωμαιοκαθολικούς καί Προτεστάντες, ὁρισμένοι ἐκ τῶν ὁποίων ἦταν ἐπιθετικοί μέ σκοπό νά μᾶς προσηλυτίσουν στήν πλάνη τους, καί ἡ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου γινόταν σχεδόν πάντοτε ἐν ἀντιδιαστολῇ πρός τά ὅσα πίστευαν οἱ γείτονές μας Λατῖνοι καί Προτεστάντες».
Στήν συνέχεια ὁ π. Στέφανος Ἀβραμίδης ἐξέθεσε μιά σύνοψη τοῦ τρόπου τῆς διδασκαλίας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη. Εἶπε:
«Γιά νά μᾶς βοηθήση νά διακρίνουμε τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία ἀπό τή νόθο, μᾶς δίδασκε τίς ἑξῆς θεολογικές ἀρχές πού διέπουν τήν πατερική, τήν ὀρθόδοξη θεολογία:
1ον: ἡ διάκριση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Ἄκτιστος εἶναι μονάχα ὁ Θεός, καί ἄρα μόνον ὁ Θεός εἶναι φύσει ἀθάνατος. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι κτιστά καί, συνεπῶς, φύσει θνητά. Ἀκόμα καί ἡ ψυχή, πού εἶναι μέν ἀθάνατη ὄχι, ὅμως, κατά φύση ἀλλά κατά χάρη.
2ον: τό ἐντελῶς διάφορον μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ, κάτι πού ἀποκλείει τήν ἀγαπητή στούς δυτικούς θεολόγους analogia entis, καί
3ον: ἡ διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας.
Ἔπειτα διδαχθήκαμε τήν θεολογία τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, τό πῶς ἀποκλίνει ἀπό τήν ὀρθόδοξη πατερική διδασκαλία καί πῶς διαμόρφωσε τά διάφορα θεολογικά ρεύματα τῆς Δύσεως.
Μετά ἀκολούθησε ἡ διδασκαλία περί ἀσκητικῆς θεολογίας καί πορείας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν κάθαρση μέχρι τήν θέωση, μέ ἔμφαση τῶν ὅσων ἀναφέρουν στά συγγράμματά τους οἱ ἅγιοι Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος καί Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀλλά καί ὅσα βλέπουμε στήν ζωή τῶν ἁγίων.
Τέλος μᾶς δίδασκε περί Συνόδων καί γιά τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἔχοντας τόν π. Ἰωάννη καθηγητή ἐπί τέσσαρα συναπτά ἔτη -διότι ἡ φοίτηση στήν Θεολογική Σχολή Βοστώνης διαρκοῦσε ἑπτά χρόνια- συνδεθήκαμε στενά.
Πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἡ ἀγάπη μου γιά τό μάθημά του. Μετά ἡ κοινή καταγωγή. Τρίτον ὁ κοινός Πνευματικός Πατέρας. Ὡς γνωστόν, ὁ π. Ἰωάννης εἶχε σάν Πνευματικόν Πατέρα, διδάσκαλο καί μέντορα τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι. Εἶχα καί ’γώ τήν ἰδιαίτερη εὐλογία νά ἔχω ἐξομολόγο τόν π. Γεώργιο, ὁ ὁποῖος δέν ἦταν μόνον διακεκριμένος θεολόγος ἀλλά καί ἕνας ἅγιος Κληρικός μέ πολλή ταπείνωση, κατανόηση (κατανόηση ὄχι καταξίωση) καί πρό παντός μέ πολλή ἀγάπη. Συχνά τόν π. Γεώργιο τόν ἐπισκεπτόμουν εἴτε στήν Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδος στήν Βοστώνη εἴτε στό σπίτι του κοντά στήν πλατεία Harvard, στό Cambridge».
Φαίνεται ἡ ἐπαγωγική μέθοδος πού ἀκολουθοῦσε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης στό μάθημα τῆς Δογματικῆς. Ἔδινε στούς φοιτητές του καθαρά ἑρμηνευτικά κλειδιά, πρῶτα γιά νά διακρίνουν τήν ὀρθόδοξη θεολογία ἀπό τήν δυτική θεολογία, ὕστερα τούς εἰσήγαγε στήν ἀσκητική διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἔπειτα τούς παρουσίαζε τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἑρμηνεύοντας τά Πρακτικά τους.
Πρόκειται γιά πολύ σημαντική καί ἐπαγωγική μέθοδο διδασκαλίας τῶν Δογμάτων πού γινόταν τό 1960, δηλαδή, πρίν 63 χρόνια, ὅταν ἐδῶ στίς Θεολογικές Σχολές κυκλοφοροῦσαν ὅλα τά δυτικά θεολογικά ρεύματα, χωρίς νά ὑπάρχουν αὐθεντικά ὀρθόδοξα κριτήρια, πού εἶναι ἡ πράξη καί θεωρία, δηλαδή ἡ μέθεξη τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.
2. Τό περιεχόμενο τῆς δογματικῆς του
Μετά τήν κοίμηση τοῦ π. Στεφάνου Ἀβραμίδη ἡ κόρη του Ἔφη Ἀβραμίδου, ἐπειδή γνώριζε τόν σύνδεσμό μου καί μέ τόν πατέρα της καί μέ τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, μοῦ παρέδωκε τμῆμα τοῦ ἀρχείου τοῦ πατέρα της, μέ ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα.
Μεταξύ τῶν ἄλλων στοιχείων πολύ ἐνδιαφέρον ἔχουν οἱ σημειώσεις πού εἶχε στήν κατοχή του ὁ π. Στέφανος ἀπό τίς παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη στήν Θεολογική Σχολή Βοστώνης κατά τό ἔτος 1960-1961 (σελ. 126) καί τό ἔτος 1961-1962 (σελ. 113). Ἐπίσης, ὑπάρχουν καί διάφορα κείμενα (σελ. 81) καί ἄλλα κείμενα καί σημειώσεις.
Ὅταν διαβάζη κανείς ὅλο αὐτό τό ὐλικό διαπιστώνει ὅτι δέν προέρχονται ἀπό κείμενα τά ὁποῖα ἐδόθησαν ἀπό τόν Καθηγητή τους, ἄλλωστε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης δέν συνήθιζε νά δίνη γραπτές σημειώσεις, καθώς ἐπίσης διευκολυνόταν νά ὁμιλῆ στήν ἀγγλική γλώσσα, σέ ἀγγλόφωνους, μάλιστα, φοιτητές, ἀλλά εἶναι σημειώσεις πού κρατοῦσαν διάφοροι φοιτητές του, τῶν ὁποίων τά ἀρχικά πολλές φορές τίθενται στό τέλος τῶν σημειώσεων. Πιθανολογεῖται ὅτι τίς ἔβλεπε ὁ π. Ἰωάννης, γιατί σέ πολλές λέξεις ὑπάρχουν διορθώσεις καί συμπληρώσεις. Στίς σημειώσεις αὐτές ὑπάρχουν τά ἑξῆς ἀρχικά τῶν ὀνομάτων καί ἐπωνύμων αὐτῶν πού τίς κρατοῦσαν: Ν.Τ., Σ.Β., Γ.Σ. δθκ, Σ.Λ.Α., Σ.Σ. δγκ, Σ.Δ.Β., Σ.Α./πκ, Σ.Α./δκ, Σ.Α./δκ, Ν.Φ./δγκ κ.ἄ.
Πάντως, οἱ σημειώσεις αὐτές δείχνουν καθαρά τήν ἐξαιρετική γνώση τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας, πού εἶχε ὁ π. Ἰωάννης καί ὅλων τῶν θεολογικῶν ρευμάτων πού ἐπικρατοῦσαν τότε στήν Ἀμερική. Ἦταν ἕνας ὥριμος δογματικός θεολόγος, ἐνῶ ἦταν στήν ἡλικία τῶν 33 ἐτῶν. Ἦταν φαινόμενο.
Θά παραθέσω τά περιεχόμενα τῶν ἑξαμήνων τῶν μαθητῶν τῆς Δογματικῆς καί τῶν δύο ἀκαδημαϊκῶν ἐτῶν (1960-1961 καί 1961-1962), τά ὁποῖα προφανῶς τούς τά εἶχε παραδώσει ὁ ἴδιος ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.
Δογματική Α΄ (1960-1961)
Μέρος Α΄
1. Εἰσαγωγικά
α. Ὁρισμός καί σκοπός τῆς Δογματικῆς
β. Σχέσις λογικῆς καί Ἀποκαλύψεως, πίστεως καί γνώσεως
γ. Οἱ τρεῖς τρόποι γνώσεως περί Θεοῦ γενικῶς
1. Φυσικός
2. Προφητικός καί ἄμεσος
3. Βιβλικός
δ. Γενικά τινα περί τοῦ γνωστοῦ τοῦ Θεοῦ
ε. Γενικά τινά περί τῶν προσιτῶν εἰς τούς Προφήτας, Ἀποστόλους καί Ἁγίους ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ
στ. Γενικά τινά περί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως ἐκ σωτηριολογικῆς ἀπόψεως καί ἡ θέσις ἐν αὐτῇ τῆς Ἁγίας Γραφῆς
ζ. Οἱ Πατέρες ὡς ἑρμηνευταί τῶν Γραφῶν
η. Ἡ σχέσις τῆς πατερικῆς θεολογίας πρός τά ἄλλα μαθήματα τῆς θεολογίας
θ. Ἡ σχέσις τῆς πατερικῆς θεολογίας πρός τήν ποιμαντορίαν καί τήν καθημερινήν μας ἐν Χριστῷ ζωήν ἐν γένει
ι. Ὁ σωτηριολογικός ποιμαντικός καί πρακτικός χαρακτήρ τῆς Ὀρθοδόξου πατερικῆς θεολογίας
2. Ἡ ἐκ τῶν ἀνωτέρω ἀντλουμένη μέθοδος τῆς Ὀρθοδόξου δογματικῆς θεολογίας
3. Ἡ Ἁγία Γραφή
α) Ὁ Κανών τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐν γένει
β) Θεοπνευστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς
1. Ἡ μηχανική καί κατά γράμμα θεωρία
2. Ἡ ἠθική θεωρία τῶν φιλελευθέρων Προτεσταντῶν
3. Ἡ κατ’ ἔννοιαν δυναμική Θεοπνευστία κατά τούς Ἕλληνας Πατέρας γενικῶς
γ) Ἡ περί Ἀποκαλύψεως διδασκαλία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων καί σύγχρονος κριτική τῆς βίβλου
δ) Ὁ τρόπος ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί εἰδικῶς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
1. Ἡ κατά γράμμα ἑρμηνεία
2. Ἡ ἀλληγορική ἑρμηνεία
3. Ἡ τυπολογική ἑρμηνεία
4. Ἡ Ἱερά Παράδοσις
α. Αἱ δημιουργικαί, προνοητικαί, σωστικαί καί ἁγιαστικαί ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ ὡς κέντρον καί κύριον ὑποκείμενον τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί ἡ ἔκφανσις αὐτῶν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ, διδασκαλίᾳ καί μυστηριακῇ ζωῇ τῶν ἐν Χριστῷ ζώντων
β. Ἡ θέσις τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ εἰδικότερον
γ. Αἱ περί Λατρείας Παραδόσεις (τελετουργική, ἀρχιτεκτονική, εἰκονογραφία, ἅγια λείψανα, κανδήλια κτλ.) τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς ἐκφάνσεις τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας καί τῆς μυσταγωγίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
δ. Τό Ὀρθόδοξον βίωμα ὡς ἔκφρασις τοῦ Ὀρθοδόξου Δόγματος
Μέρος Β΄
Ἁπλῆ θεολογία
1. Τό γνωστόν τοῦ Θεοῦ
α) Τό γνωστόν τοῦ Θεοῦ ἄνευ εἰδικῆς ἀποκαλύψεως
β. Τό γνωστόν τοῦ Θεοῦ διά τῆς Ἀποκαλύψεως
γ. Τό εἰς τούς ἁγίους καί ἀγγέλους γνωστόν τοῦ Θεοῦ
1. Ἡ διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τῶν Ἑλλήνων Πατέρων
2. Ἡ καταδικασθεῖσα αἵρεσις τῆς Δύσεως
δ) Αἱ ἐνδείξεις περί τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ καί τά περί αὐτῶν λογικά καί φιλοσοφικά ἐπιχειρήματα
ε) Ἡ ἔμφυτος ἐν τῷ ἀνθρώπῳ γνῶσις περί τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ καί τά ὅρια αὐτῆς
2. Ἰδιότητες, Προσόντα, Ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ, ἤ περί θείων ὀνομάτων
3. Οἱ τρεῖς καθολικαί σχέσεις τοῦ Θεοῦ∙ ἡ κατ’ οὐσίαν, ἡ καθ’ ὑπόστασιν (ἤ κατ’ οὐσίαν) καί ἡ κατ’ ἐνέργειαν.
4. Τά Ὑποστατικά ἰδιώματα
α. Ὁ Πατήρ καί τά περί τοῦ ὀνόματος
1. Τό ἀγέννητον, τό ἀγένητον καί ἄναρχον
2. Τό γεννᾶν
3. Τό ἐκπορεύειν
4. Τό ἐξ οὗ
5. Τό θέλειν, ποιεῖν, κτίζειν, ἐνεργεῖν, ζωοποιεῖν, προνοεῖν κτλ.
β. Ὁ Υἱός καί τά περί τοῦ ὀνόματος
1. Τό γεννητόν, τό ἀγένητον καί συνάναρχον
2. Εἰκών τοῦ Πατρός
3. Τό δι’ οὗ
4. Τό θέλειν, τό ποιεῖν, τό κτίζειν, ἐνεργεῖν, ζωοποιεῖν, προνοεῖν, σώζειν κτλ.
γ. Τό Ἅγιον Πνεῦμα καί τά περί τοῦ ὀνόματος
1. Τό ἐκπορευτόν, ἀγένητον καί συνάναρχον
2. Εἰκών τῆς Εἰκόνος
3. Τό ἐν ᾧ
4. Τό θέλειν, ποιεῖν, ἐνεργεῖν, κτίζειν, ζωοποιεῖν, προνοεῖν, σώζειν κτλ.
δ. Ὁ Ἀληθινός, ἡ Ἀλήθεια καί τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας
Ὁ Σοφός, ἡ Σοφία, τό Πνεῦμα τῆς Σοφίας
Ὁ ζῶν, ἡ ζωή καί τό Πνεῦμα τῆς ζωῆς
Ὁ Δυνατός, ἡ Δύναμις καί τό Πνεῦμα τῆς Δυνάμεως κτλ.
5. Ἡ Μοναρχία τοῦ Πατρός. Ἡ Ὑπερούσιος Θεαρχία. Ἡ πηγαία Θεότης
Ὁ Πατήρ ἡ μόνη αἰτία καί πηγή τῆς Τρισυποστάτου θεότητος
6. Τά ὀνόματα Θεός καί θεότης
7. Τό γεννᾶν καί ἐκπορεύειν ἐν ἀντιβολῇ πρός τό ἐξ οὗ, τό δι’ οὗ καί τό ἐν ᾧ.
8. Τό γεννᾶν καί τό ἐκπορεύειν ἐν ἀντιβολῇ πρός τό θέλειν, ποιεῖν, κτίζει, προνοεῖν, ζωοποιεῖν, σώζειν καί ἁγιάζειν.
9. Ἀνακεφαλαίωσις τοῦ περί τῆς Ἁγίας Τριάδος Δόγματος ἐξ ἐπόψεως τῆς Ὀρθοδόξου γνωσιολογίας καί σωτηριολογίας
10. Ἡ περί Ἁγίας Τριάδος ὁρολογία πρό τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Τά ὀνόματα Θεός, Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα καί ἡ σημασία τῆς γεννήσεως καί ἐκπορεύσεως, ὁ λεγόμενος ἡμι-ἀρειανισμός τῶν πρώτων Πατέρων (ἡ θεωρία τοῦ Πεταβίου Petavius)
11. Τό ὁμοούσιον
α. Παῦλος Σαμοσατεύς
β. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καί οἱ ὅροι Οὐσία καί Ὑπόστασις
γ. Οἱ Μεγάλοι Καππαδόκαι καί ὁ τελικός καθορισμός τῆς χρήσεως τῶν ὅρων οὐσία καί ὑπόστασις.
δ. Ὁ ἅγ. Αὐγουστῖνος καί ἡ περί Τριάδος Μεθοδολογία καί ὁρολογία αὐτοῦ
ε. Γενικά τινα περί τοῦ ὅρου «φύσις» ἐν τῇ Ἀλεξανδρινῇ θεολογία (Ἡ μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη)
12. Αἱ Τριαδικαί Αἱρέσεις
α. Τροπικοί Μοναρχιανοί
β. Δυναμικοί Μοναρχιανοί
γ. Ἄρειος
δ. Εὐνόμιος
ε. Filioque (καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ).
Αὐτό ἦταν τό περιεχόμενο τῶν παραδόσεων στό μάθημα τῆς Δογματικῆς, τοῦ ἔτους 1960-1961, ἀπό ἕναν ὥριμο θεολόγο πού τότε ἦταν στήν ἡλικία τῶν 33 ἐτῶν!!
Ἐγώ παρηκολούθησα ὡς φοιτητής Δογματική στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης τό ἔτος 1967-1968, δηλαδή ἑπτά χρόνια μετά ἀπό τήν χρονολογία πού παραδιδόταν ἡ Δογματική στούς φοιτητές τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, καί βλέπω τήν τεράστια διαφορά. Αὐτά πού παρέδιδε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης τότε, τά ἔμαθα πολύ ἀργότερα, ὕστερα ἀπό πολλή ἔρευνα.
* * *
Θά παρουσιάσω καί τά περιεχόμενα τῆς διδασκαλίας τῆς Δογματικῆς τό ἑπόμενο ἔτος, ἤτοι τό Α΄ ἑξάμηνον τοῦ 1961-1962, μέ τόν τίτλο «Δογματική Β΄ Θεολογικοῦ».
Δογματική Β΄ (1961-1962)
ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ
1. Χριστολογία ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ, Ἀποκαλυπτικῇ Φιλολογίᾳ καί Καινῇ Διαθήκῃ.
2. Χριστολογία Δυναμικῶν Μοναρχιανῶν
3. Χριστολογία Τροπικῶν Μοναρχιανῶν
4. Χριστολογία τοῦ Ἀρείου
5. Χριστολογία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου
6. Ἡ ἐξ ἐπόψεως Χριστολογίας καί Τριαδολογίας ἀντίδρασις τῶν ἑξῆς:
α. Εὐσταθίου Ἀντιοχείας
β. Διοδώρου Ταρσοῦ
γ. Θεοδώρου Μοψουεστίας
7. Χριστολογία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων
8. Χριστολογία τοῦ Ἀπολλιναρίου
9. Αἱ φιλοσοφικαί προϋποθέσεις τῆς Χριστολογίας τοῦ Παύλου Σαμοσατέως, Ἀρείου, Θεοδώρου Μοψουεστίας, καί Νεστορίου
10. Αἱ φιλοσοφικαί προϋποθέσεις τῶν Ἀντιοχειανῶν (Νεστοριανιζόντων) θεολόγων ἐν ἀντιβολῇ πρός τήν βιβλικήν μέθοδον τῶν Καππαδοκῶν καί Ἀλεξανδρινῶν Πατέρων
11. Τά προβλήματα ὁρολογίας Σχολῶν Καππαδοκίας, Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας καί Ρώμης.
12. Ἡ Τρίτη Οἰκουμενική Σύνοδος
α. Νεστόριος
β. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας
γ. Συμφιλίωσις τοῦ 433 μεταξύ Ἰωάννου Ἀντιοχείας καί Κυρίλλου καί ἡ Δογματική βάσις αὐτῆς
δ. Ἡ ἀποδοχή ἤ ἀπόρριψις αὐτῆς ἐν Συρίᾳ καί Αἰγύπτῳ καί τά δημιουργηθέντα θεολογικά κόμματα
ε. Ἀνασκόπησις συγγραμμάτων καί ἐπιστολῶν ἐχόντων σχέσιν πρός τήν Χριστολογικήν διαμάχην τῆς περιόδου ταύτης.
13. Τά πρό καί μετά τήν Ληστρικήν Σύνοδον
α. Χριστολογία Εὐτυχοῦς καί ἡ καταδίκη αὐτοῦ τῷ 448
β. Ἡ ὑπό τοῦ Διοσκόρου ἐγκατάλειψις καί συμφιλιωτικῆς γραμμῆς τοῦ Κυρίλλου καί αἱ κατά τῶν Ὀρθοδόξων καί Νεστοριανιζόντων θεολογικαί καί πολιτικαί ἐνέργειαι αὐτοῦ
14. Ἡ Τετάρτη Οἰκουμενική Σύνοδος
α. Ὁ ὅρος τῆς Συνόδου
β. Αἱ ἐπιστολαί τοῦ Κυρίλλου ἐγκριθεῖσαι ὑπό τῆς Συνόδου
γ. Ὁ Τόμος τοῦ Λέοντος, ἡ κατ’ αὐτοῦ ἀντίδρασις καί ἡ τελική ἀποδοχή αὐτοῦ.
δ. Τά αἴτια τῆς καταδίκης τοῦ Διοσκόρου καί τό σχίσμα τῶν Μονοφυσιτῶν
15. Ἡ περί τήν Δ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον
α. Τό ἑνωτικόν τοῦ Ζήνωνος καί τό Ἀκακιανόν σχίσμα
β. Τά αἴτια τῆς ἀντιδράσεως τῶν Μονοφυσιτῶν κατά τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
16. Ἡ Ἐκκλησιαστική Πολιτική τοῦ Ἰουστίνου καί ἡ ἄρσις τοῦ Ἀκακιανοῦ σχίσματος τῷ 519 καί αἱ τοπικαί σύνοδοι
17. Ἡ Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδος
α. Ἡ θεωρία περί Chalcedonianism καί Neo-Chalcedonianism
β. Ὁ Λεόντιος Βυζάντιος καί ἡ ἐνυποστασία
γ. Ὁ Σεβῆρος Ἀντιοχείας
δ. Ἰουλιανός Ἁλικαρνασσοῦ καί οἱ Ἀφθαρτοδοκῆται
ε. Ὁ Μέγας Ἰουστινιανός ὡς θεολόγος
στ. Ὁ ὅρος τῆς Συνόδου ἐν σχέσει πρός τήν Δ΄ Οἰκ. Σύν.
18. Ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος
α. Ἡ διδασκαλία περί μιᾶς ἐν Χριστῷ ἐνεργείας καί ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης
β. Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων καί ἔκθεσις τοῦ Ἡρακλείου
γ. Μονοθελητισμός
δ. Μάξιμος Ὁμολογητής καί τά περί φυσικοῦ καί γνωμικοῦ θελήματος
ε. Ὁ ὅρος τῆς Συνόδου
Οἱ τίτλοι τῶν περιεχομένων τῆς Δογματικῆς δόθηκαν ἀπό τόν ἴδιο τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη καί τά ὑπόλοιπα εἶναι σημειώσεις ἀπό διαφόρους φοιτητές τῶν ὁποίων τά ἀρχικά τῶν ὀνομάτων τίθενται σέ μερικές ἀπό τίς σημειώσεις, ὅπως ἀνέφερα στήν ἀρχή τοῦ κειμένου αὐτοῦ. Πάντως, φαίνεται ἡ πληρότητα τῆς παρουσίασης τῆς Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπό ἕναν νέο τότε Θεολόγο, τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη.
3. Μερικά ἀποσπάσματα ἀπό τίς σημειώσεις
Ὅλες οἱ σελίδες τῶν σημειώσεων αὐτῶν προσφέρουν ἄφθονο θεολογικό ὑλικό, παρουσιάζουν τήν ὀρθόδοξη δογματική διδασκαλία γιά διάφορα θέματα. Γιά νά λάβουν κάποια γνώση οἱ ἀναγνῶστες ἀπό τό περιεχόμενο τῶν μαθημάτων, θά παραθέσω μερικά ἀποσπάσματα ἀπό τίς Σημειώσεις τῆς Ὀρθοδόξου Δογματικῆς.
α) Ὁ σκοπός τῆς Ὀρθόδοξης Δογματικῆς
«Ἡ Ὀρθόδοξος Δογματική ἔχει σωτηριολογικήν σημασίαν· δηλαδή ἀσχολεῖται μέ θέματα, τά ὁποῖα ἀφοροῦν τήν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου. Δέν εἶναι μία ἀφηρημένη ἔννοια, ὅπως τά διάφορα φιλοσοφικά συστήματα, τά ὁποῖα ἔχουν σχέσιν μέ τήν ἠθική τοῦ ἀνθρώπου κτλ.
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει δύο σκοπούς· ἀφ’ ἑνός μέν διεξάγει πόλεμον κατά τοῦ διαβόλου, τοῦ κακοῦ, τῶν ἐχθρῶν κτλ. ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐργάζεται ὑπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ Χριστιανοῦ διά τῆς τελειοποιήσεως αὐτοῦ, ἐν Χριστῷ».
«Ὁ σκοπός τῆς Δογματικῆς εἶναι νά ὁδηγήση τόν ἄνθρωπον εἰς ὀρθήν ἀντίληψιν περί τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καί τοῦ θελήματος Αὐτοῦ. Ἀσχολεῖται μέ τάς διαφόρους ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ὅπως π.χ. τήν δημιουργικήν ἐνέργειαν, τήν σωστικήν ἐνέργειαν, τήν τελειωτικήν ἐνέργειαν, τήν ἁγιαστικήν ἐνέργειαν, τήν θεοτικήν ἐνέργειαν, κ.ἄ. Γενικῶς ὁμιλεῖν, ὑπάρχουν ἐν τῷ κόσμῳ τρεῖς (3) ἐνέργειαι:
1. Ἡ τοῦ Θεοῦ ἐνέργεια· ἡ ἁγιάζουσα, ἡ σώζουσα καί προνοοῦσα ἐνέργεια, ἡ ὁποία εἶναι ἄκτιστος φυσική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί λέγεται παρουσία καί Δόξα τοῦ Θεοῦ.
2. Ἡ τῶν κτισμάτων ἐνέργεια· κάθε κτιστή φύσις ἔχει κτιστή ἐνέργειαν.
3. Ἡ τοῦ διαβόλου ἐνέργεια· εἶναι ἐν τῇ πραγματικότητι κτιστή ἐνέργεια. Ὁ διάβολος εἶναι κτίσμα, ἀλλά πρός καλυτέραν κατανόησιν, ἡ ἐνέργεια τοῦ διαβόλου ὑποδιαιρεῖται (ἀπό τήν κτίσιν).
Ὅταν συναντῶμεν ἄκτιστον ἐνέργειαν, τήν ἀποδίδομεν εἰς τήν ἄκτιστον φύσιν, τ.ἔ. τόν Θεόν, καί παραλλήλως, κτιστήν ἐνέργειαν εἰς τά κτίσματα. Τό κτίσμα δέν δημιουργεῖ, ἀλλά μόνον ὁ Θεός· ἄρα ἡ δημιουργική ἐνέργεια εἶναι τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀκτίστου. Οὕτω, βλέπομεν τήν διαφοράν μεταξύ τῆς κτιστῆς καί ἀκτίστου φύσεως διά τῶν ἐνεργειῶν, δηλ., ἀφ’ ἑνός, τῶν ἐνεργειῶν τῶν κτισμάτων καί ἀφ’ ἑτέρου τῶν τοῦ Θεοῦ. Διό καί ὑπάρχει 1) ὁ ἐνεργῶν, 2) ἡ ἐνέργεια καί 3) τό ἐνεργηθέν.
Μεταξύ τῶν κτισμάτων, ἐνῶ ὅλαι αἱ οὐσίαι εἶναι καλαί (ὡς καί τοῦ διαβόλου), ἐν τούτοις αἱ ἐνέργειαι δέν εἶναι πάντοτε καλαί. Ὁ διάβολος κατ’ οὐσίαν εἶναι καλός (ἐπειδή ἐδημιουργήθη ἀπό τόν Θεόν), ἀλλά κατ’ ἐνέργειαν καί βούλησιν εἶναι κακός. Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει, ὅτι ὅποιος ἄνθρωπος ὑπάρχει ὑπό τήν ἐνέργειαν τοῦ Σατανᾶ, εἶναι ἀδύνατον νά φθάσῃ εἰς ὀρθήν ἀντίληψιν περί Θεοῦ, διότι θά συγχέῃ τάς ἀντιλήψεις του περί κτιστῶν καί ἀκτίστων ἐνεργειῶν. Μᾶλλον, ἡ ὅλη ἐργασία τοῦ διαβόλου εἶναι νά ἐπιφέρῃ σύγχυσιν ἐντός τοῦ ἀνθρώπου μεταξύ κτιστῶν καί ἀκτίστων, μεταξύ καλῶν καί κακῶν ἐνεργειῶν.
Κατά τήν ἀρχαίαν ἐποχήν, προτοῦ ἡ Ἐκκλησία προσπαθήσῃ νά διδάξῃ κατηχούμενον τινα, οὗτος ἔπρεπε νά ἀγωνισθῇ κατά τοῦ διαβόλου, καί νά φθάσῃ εἰς πνευματικήν κατάστασιν δεκτικότητος τοῦ σπόρου τοῦ Θεοῦ, τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ· ἔπρεπε νά γίνη εὔφορος γῆ. Οὕτως, ὁ εἰσερχόμενος εἰς κατήχησιν ἠδύνατο νά ἀπαρνηθῇ τό ἑαυτοῦ συμφέρον, νά καταλάβῃ καλῶς τήν διδασκαλίαν τοῦ Χριστοῦ καί δέν θά βλέπῃ καί καταλαμβάνῃ τά πάντα ἀπό συμφεροντολογικῆς ἀπόψεως. Διά τῆς ἀσκήσεως ταύτης, ἔπαυε ἡ σύγχυσις μεταξύ τοῦ ἑαυτοῦ θελήματος καί τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἕνας ἐμάνθανε νά διακρίνῃ μεταξύ ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Σατανᾶ, τότε ἡ Ἐκκλησία ἐπροχώρει νά τοῦ ἀποκαλύπτῃ τά τῆς κατηχήσεως διδάγματα. Οὕτως, ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία εἶχε ἀσκητικόν χαρακτῆρα…
Προτοῦ ἕνας γίνῃ θεολόγος, ἔπρεπε νά ἀσκηθῇ, διότι ὁ θεολόγος ἔπρεπε νά εἶναι εἰς θέσιν νά διακρίνῃ μεταξύ τῶν πνευμάτων, μεταξύ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καί τοῦ διαβόλου. Ὁ τρόπος αὐτός ἔχει πρακτικόν καί θεολογικόν χαρακτῆρα. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχῃ τά μέσα διά νά διακρίνῃ μεταξύ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καί τοῦ διαβόλου, γίνεται σύγχυσις καί οὕτω πολύ δύσκολον νά ἐπαναφερθῇ ἕνας αἱρετικός. Πρέπει ὁ διάβολος νά καταπάθῃ, καί νά καταστραφῇ, καί τοῦτο ἦτο δυνατόν (καί νῦν) μόνον ὅταν διακρίνηται ἡ διαφορά τῶν τοῦ Θεοῦ καί διαβόλου ἐνεργειῶν.
Εἰς τήν ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν προτοῦ κάποιος κατηχούμενος βαπτισθῇ, ἔπρεπε νά μάθῃ περί τῶν ἐνεργειῶν τοῦ διαβόλου καί πῶς πρέπει νά προφηλάττηται ἀπ’ αὐτοῦ∙ ἐπίσης, περί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καί πῶς ὁ Θεός καταστρέφει τόν διάβολον, καί πῶς ὁ ἄνθρωπος συνεργάζεται μέ τόν Θεόν ἵνα καταστραφῇ ὁ διάβολος. Εἰς τήν ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν ὁ κατηχούμενος πλησιάζων τό βάπτισμα, ὄχι μόνον ἔπρεπε νά ἀπαρνηθῇ τόν Σατανᾶν, ἀλλ’ ἐπίσης, ἔπρεπε νά πωλήσῃ τά ὑπάρχοντά του.
Εἰς τήν Δύσιν γίνεται σύγχυσις τῶν ἐνεργειῶν· ἐνέργειαι τινες, αἱ ὁποῖαι ἐν τῇ Ἀνατολῇ ἀποδίδονται τῷ Σατανᾷ, ἐν τῇ Δύσει ἀποδίδονται τῷ Θεῷ».
β) Οἱ τρεῖς τρόποι γνώσεως τοῦ Θεοῦ
«Τό κύριον γνώρισμα τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας εἶναι ἡ γνῶσις περί τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία γνῶσις ἔρχεται ὡς ἑξῆς:
1) Φυσικός Τρόπος (διά παρατηρήσεως τῆς φύσεως, ἡ ὁποία εἶναι ἐσφαλμένη).
2) Προφητικός καί Ἄμεσος Τρόπος.
3) Βιβλικός Τρόπος.
Σύμφωνα μέ ἑβραϊκάς ὑποθέσεις ἐκτός ἀπό τήν ἁπλῆν πίστιν εἰς ὕπαρξιν Θεοῦ (φυσικός τρόπος), ὑπάρχουν δύο τρόποι γνώσεως τοῦ Θεοῦ.
Προφητικός τρόπος. Ὁ τρόπος αὐτός εἶναι ἡ αὐτή συνάντησις Θεοῦ καί Προφήτου, διά τῆς ὁποίας ὁ Προφήτης βλέπει τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, φωτίζεται ὁ νοῦς του περί θελήματος καί ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, βλέπει τόν Θεόν ἐνεργοῦντα (δηλαδή δόξαν ἤ παρουσίαν τοῦ Θεοῦ), ἀλλά τό τί εἶναι ὁ Θεός ποτέ δέν δύναται νά ξεύρῃ, διότι ὁ Θεός δέν εἶναι αὐτή αὕτη ἡ ἐνέργεια.
Βιβλικός τρόπος. Οἱ Προφῆται καί ἄλλοι ἔγραψαν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ (τό ὁποῖο ἀπεκαλύφθη εἰς αὐτούς) εἰς βιβλία, καί δι’ αὐτό ἔχομεν συλλογήν Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ ἄνθρωπος ἄνευ τῆς ἀμέσου γνώσεως τοῦ Θεοῦ δύναται νά μάθῃ περί Αὐτοῦ διά τῶν γραπτῶν λόγων τῶν Προφητῶν καί ἄλλων. Eἶναι τό μέσον, διά τοῦ ὁποίου ὁ Ἰσραήλ μανθάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐνέργειαν Αὐτοῦ. Οὕτως, ὁ Βιβλικός τρόπος εἶναι ὁ ἔμμεσος τρόπος μαθήσεως περί τοῦ Θεοῦ, περί θελήματος καί ἐνεργείας Αὐτοῦ (Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες). Οὕτως ἤ πιστεύεις ὡς οἱ Προφῆται ἤ δέν πιστεύεις. Ὁ φιλόσοφοςἀκολουθεῖ τελείως διάφορον δρόμον, καί οὗτος δέν εἶναι οὔτε Ἰουδαῖος οὔτε Χριστιανός….
Εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην ὁ Θεός ἀποκαλύπτει τήν ἐνέργειάν Του, βλέπομεν δέ Αὐτόν ἐνεργοῦντα. Πουθενά, ὅμως, δέν ὑπάρχει ἀποκάλυψις τοῦ “τί ἐστι Θεός”, ἀλλά μόνον “τί κάμνει”. Εἶναι ἀποκάλυψις τῆς ἀκτῖνος δόξης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ἐνεργεῖ δι’ ὡρισμένων τρόπων εἰς τήν ἱστορίαν. Ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ, ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος ἐνήργησε γενικῶς ἐν τῷ Ἰσραήλ. (Ἐκάλεσε τόν Ἀβραάμ, ἀπεκαλύφθη εἰς τόν Μωϋσέα, εἰς τήν Ἐρυθράν Θάλασσαν, καί εἰς τήν Ἔξοδον, ἔδωσε Κριτάς καί Βασιλεῖς τῷ Ἰσραήλ. Ὅλα αὐτά δηλοῦν τήν ἐνέργειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Ἰσραήλ).
Ἡ ἐνέργεια αὕτη τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ εἶναι πολύ καθαρά, οὐχί μία ἀφηρημένη ἔννοια. Εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν Βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ. Ὅλα τά ὀνόματα, τά ὁποῖα ἀναφέρονται τῷ Θεῷ ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ, ἀναφέρονται εἰς τήν ἐνέργειαν Αὐτοῦ καί οὐχί εἰς τήν οὐσίαν Του. Ὁ Θεός ἀποκαλύπτει τήν δόξαν, δύναμιν, ἐνέργειαν καί τό θέλημά Του. Εἶναι ἀδύνατον διά τόν ἄνθρωπον νά γνωρίζῃ πῶς σκέπτεται ὁ Θεός. Καί ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄρρητος καί ἀκατάληπτος. Ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τήν δόξαν Του μόνον ὅταν τήν βλέπῃ (δι’ ἀποκαλύψεως), ἀλλ’ οὐχί ὡς γνῶσιν, σκέψιν, ἤ ἰδέαν τῆς λογικῆς…
Δυνάμεθα μόνον νά ὁμιλήσωμεν διά τάς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, οὐχί τό τί εἶναι ὁ Θεός. Ἄρα ὁ βασικός χαρακτήρ τῆς ὁμιλίας τοῦ ἀνθρώπου περί Θεοῦ εἶναι περιγραφικός, ὁμιλεῖ δέ ὁ ἄνθρωπος περί ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ εἰς τήν ἰστορίαν. Ἐφ’ ὅσον ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ὁμιλῇ περί Θεοῦ ἀναφέρεται μόνον εἰς τήν ἐνέργειαν Αὐτοῦ, δέν εἶναι δυνατόν νά κάμνῃ τοῦτο ἄνευ τῆς Ἁγίας Γραφῆς (Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης), ἡ ὁποία ἔχει περιγραφικόν χαρακτῆρα, δηλαδή περιγράφει τό τί ἐνήργησε ὁ Θεός ἐν τῇ ἱστορίᾳ. Ἄρα, ἡ Βίβλος εἶναι ἀπαραίτητος διά τήν συζήτησιν ἤ ὁμιλίαν περί Θεοῦ.
Ὑπάρχει μία ριζική διαφορά μεταξύ τῆς φιλοσοφικῆς μεθοδολογίας καί τῆς Ὀρθοδόξου θεολογικῆς μεθοδολογίας. Ἡ μέν φιλοσοφία προϋποθέτει συγγένειαν μεταξύ τοῦ ἀνθρωπίνου νοός καί τοῦ Θεοῦ. Εἰς τήν ἑβραϊκήν σκέψιν ὑπάρχει κάποια συγγένεια, ἀλλά δέν ἀνήκει αὕτη εἰς τήν φύσιν τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι θεῖον δῶρον τῷ ἀνθρώπῳ ἤ μᾶλλον «θεία χάρις», ἡ ὁποία εἶναι ἄκτιστος. Ἐφ’ ὅσον εἶναι ἄκτιστος ἡ θεία χάρις, δέν ἀνήκει εἰς τήν ἀνθρωπίνην φύσιν. Ἡ θεία Χάρις εἶναι ἐνέργεια ἤ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὁ μόνος τρόπος διά τοῦ ὁποίου δύναται ὁ ἄνθρωπος νά ἴδῃ τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ εἶναι διά τῆς θείας Χάριτος∙ “ἐν τῷ φωτί σου (δηλαδή ἐν τῇ δόξῃ σου) ὀψόμεθα φῶς (φῶς = δόξα καί οὐχί οὐσία)”.
Ἑπομένως, εἶναι ἀδύνατον μεθοδολογικῶς νά συστηματοποιήσῃ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τήν θεολογίαν της. Δέν δύναται νά ὑπάρχῃ φιλοσοφική μεθοδολογία εἰς τήν Ὀρθόδοξον θεολογίαν. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύουν τήν Ἁγίαν Γραφήν, δίχως νά θεολογοῦν ξεχωριστά, καί ἐκ τῆς ἑρμηνείας ταύτης εὑρίσκεται ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐάν πατήρ τις ἔγραψε συστηματικόν ἔργον, ἦτο πολεμικόν, ἔχον σκοπόν νά πολεμήσῃ τούς αἱρετικούς, ἐθνικούς, καί φιλοσόφους.
Ἔγιναν προσπάθειαι ὑπό πολλῶν νά ἑρμηνεύσουν καί δογματίσουν φιλοσοφικῶς, ἀλλά οἱ τοιοῦτοι καταδικάσθηκαν ὡς αἱρετικοί, π.χ. Ὠριγένης, Ἄρειος, Εὐνόμιος, Νεστόριος∙ ἐπίσης Σχολαστικοί τῆς Δύσεως ὡς ὁ Ἄνσελμος καί Θωμᾶς Ἀκινάτος εἶναι αἱρετικοί».
γ) Ἡ Θεοπνευστία καί ἡ ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς
«Ὁ ἀνώτερος τρόπος τοῦ γνωρίζειν τόν Θεόν εἶναι ἡ ὅρασις τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Οἱ γράψαντες τήν Ἁγίαν Γραφήν εἴτε εἶδον τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ (ἀμέσως) εἴτε ἔγραψαν διά τήν πεῖραν ἄλλων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἶδον τήν δόξαν (ἐμμέσως).
Ὁ σκοπός τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι παιδαγωγικός. Τό ἰδεῖν τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ εἶναι φαινόμενον, διότι εἶναι μία πεῖρα, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τήν λογικήν τοῦ ἀνθρώπου (ἄν καί ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καταλαμβάνει τρόπον τινα, ὅτι κατά τήν πεῖραν ταύτην πραγματικῶς μετέχει τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ)∙ ὑπερβαίνει δέ τά τοῦ ἀνθρώπου λογικά κατηγορήματα καί φωτίζει τόν νοῦ του. Συνεπῶς ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐφωτίσθη διά τῆς πείρας ταύτης συνήθως εἶναι εἰς θέσιν νά διδάξῃ τόν λαόν περί τοῦ Θεοῦ, περί τῆς δόξης Αὐτοῦ.
Οὕτως οἱ ἀναγνῶσται τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἔχουν ἔμμεσον γνῶσιν περί τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἔρχεται διά τῶν συγγραμμάτων τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Ἁγίων. Ὁ ἄμεσος τρόπος γνώσεως τῆς δόξης, δηλαδή δι’ ὁράσεως, δέν ἔπαυσε μέ τούς Ἀποστόλους, ἀλλά συνεχίσθη ὑπό τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἀμέσως εἶδον τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ (καί ἀκόμη σήμερον ὑπάρχουν ἀσκηταί, οἱ ὁποῖοι βλέπουν τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ δι’ ὁράματος). Διότι πολλοί Πατέρες εἶδον τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ∙ διό καί λέγονται Θεόπνευστοι εἰς τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας».
«Πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά διδάσκεται βαθμιαίως περί τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καί ὁ σκοπός ὅλης τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας δηλαδή καί τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἡ ὅρασις τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἰδιαιτέρως εἰς τήν παροῦσαν ζωήν. (Μερικοί Πατέρες πρεσβεύουν ὅτι ὅστις δέν ἰδῇ τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ εἰς τήν ἐπί γῆς ζωήν, θά φθάσῃ εἰς τήν Κόλασιν). Ὅλαι αἱ ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ γίνονται ἐκ τοῦ Πατρός, διά τοῦ Υἱοῦ καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Οἱ ὅροι «γέννησις» καί «ἐκπόρευσις» ἀναφέρονται εἰς τήν οὐσίαν καί ὄχι εἰς τήν ἐνέργειαν τοῦ Θεοῦ∙ δι’ αὐτό καί οἱ ὅροι οὗτοι εἶναι ἀκατανόητοι εἰς τόν ἄνθρωπον.
Ἄρα ὑπάρχουν τρεῖς θεωρίαι περί Θεοπνευστίας∙
1. Κατά γράμμα ὑπαγορεύσεως (ἀποκάλυψις λέξεων), ἐπικρατοῦσα ἐν τῇ Δύσει. Κατά τυφλόν τρόπον ὁ Θεός ὑπηγόρευσε. Ἀλλά παρουσιάζονται πολλά προβλήματα. Ἐάν ὁ Θεός ὑπηγόρευσε, πῶς δύναται νά ὑπάρχουν ἐπιστημονικά λάθη;
2. Ἡ ἀντίληψις περί Ἠθικῆς Ἐμπνεύσεως. Οἱ φιλελεύθεροι Προτεστάντες (Harhack and Schleirmacher) λέγουν ὅτι οἱ Προφῆται καί οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν κάποιαν ἔμπνευσιν ὅπως οἱ ποιηταί.
3. Ἡ ἀντίληψις ἤ διδασκαλία τῶν Πατέρων, κατά τήν ὁποίαν δέν ἀποκαλύπτονται λέξεις, ἀλλά ὁ ἰδών τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ γράφει περί αὐτῆς ὑπέρ τῆς ἀνάγκης τοῦ λαοῦ νά μάθουν περί αὐτῆς (πολλάκις ἕνας Προφήτης ὁ ὁποῖος ἑώρακε τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, δέν γράφει, ἀλλά ἁπλῶς διδάσκει καί ἕνας μαθητής ἤ ἀκροατής του γράφει αὐτά τά ὁποῖα λέγει ὁ Προφήτης). Σχετίζεται μέ τήν θεωρίαν περί τοῦ ἀκτίστου Φωτός καί τοῦ πῶς πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά φθάνῃ αὐτό. Οἱ Πατέρες προσέχουν τήν ἔννοιαν καί ὄχι τίς λέξεις».
«Ὑπάρχουν τρεῖς τρόποι ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς∙ 1. Ὁ κατά γράμμα τρόπος (γραμματική), 2. Ὁ ἀλληγορικός τρόπος, καί 3. Ὁ τυπολογικός τρόπος. Εἰς τήν Πατερικήν σκέψιν ἐπικρατεῖ κατά τά 90% ἡ τυπολογική μέθοδος. Εἰς τήν Ἀλεξάνδρειαν ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὠριγένους καί Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως ἐπεκράτει ἡ ἀλληγορική μέθοδος, ἀλλά τέλος ὑπετάχθη εἰς τήν τυπολογική μέθοδον. Ἐλάχιστοι σήμερον ἑρμηνεύουν ἀλληγορικῶς.
1. Ἡ κατά γράμμα Ἑρμηνεία∙ Ἡ κατά γράμμα μέθοδος τῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς βαδίζει μέ τήν κατά γράμμα θεοπνευστίαν (ὑπαγόρευσιν λέξεων). Οἱ πρεσβεύοντες τήν μέθοδον ταύτην ἀποβλέπουν εἰς τάς περιγραφάς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, εἰς τάς ἀκριβείας Αὐτῆς. Κατ’ αὐτούς τά πράγματα ἔγιναν ἀκριβῶς ὅπως ἐγράφησαν. Ὁ Θεός εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν ἐπιστήμων ἄνευ ἐπιστημονικῶν λαθῶν, καί ἡ πραγματική ἐπιστήμη τοῦ κόσμου εὑρίσκεται εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν, διότι ὁ Θεός ὑπαγόρευσε αὐτήν κατά γράμμα. Π.χ. Πῶς ἔπλασε ὁ Θεός τόν κόσμον; Βλέπε τά δύο πρῶτα κεφάλαια τῆς Γενέσεως, τά ὁποῖα ἀναφέρουν ἐπιστημονικῶς τήν δημιουργίαν τοῦ κόσμου ὑπό τοῦ Θεοῦ.
2. Ἡ Ἀλληγορική Ἑρμηνεία∙ Πολλοί Θεολόγοι τῆς Ἀλεξανδρείας προσεπάθησαν νά ὑπερπηδήσουν τήν κατά γράμμα ἑρμηνείαν, διότι εἰς αὐτήν εἶδαν πολλά ἐμπόδια∙ π.χ. ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀναφέρει τό γεγονός ὅτι ὁ Ἠλίας (ὁ Προφήτης τοῦ Θεοῦ), ἔσφαξε 400 ἱερεῖς τοῦ Βάαλ∙ ἐπίσης οἱ Ἑβραῖοι ἐστάλησαν εἰς τήν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὑπό τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὄχι μόνον κατέκτησαν τήν χώραν, ἀλλά ἔσφαξαν πολλούς ἀνθρώπους. Οἱ ἐθνικοί προσήλυτοι ἐσκανδαλίσθησαν ἀπό τάς διηγήσεις ταύτας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί οὕτω προσεπάθησαν νά ἐφαρμόσουν τήν ἀλληγορικήν ἑρμηνείαν εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, ἀντί τῆς κατά γράμμα ἑρμηνείας. Ἡ ἀλληγορική ἑρμηνεία μειώνει τήν ἱστορική ἀξίαν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, καί κατ’ αὐτήν ἡ Παλαιά Διαθήκη ἐγράφη οὕτως σάν παραβολή χάριν τῶν ἀγραμμάτων ἀνθρώπων. Αὐτός πού εἶναι φιλόσοφος ἐμβαθύνει ὄχι εἰς τά ἐξωτερικά πράγματα, ἀλλά διεισδύει εἰς τά φαινομενικά καί φθάνει εἰς τήν πραγματικήν διδασκαλίαν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἡ μέθοδος αὕτη τῆς Ἑρμηνείας ἐχρησιμοποιεῖτο ἐπίσης ὑπό τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων κατά τόν 3ον αἰῶνα π.Χ. Ὅταν οἱ Σκεπτικοί καί οἱ Σοφισταί ἐπετέθησαν ἐναντίον τῶν διδασκαλιῶν τῆς μυθολογίας (τοῦ Ὁμήρου), ἤρχισαν νά ἑρμηνεύουν τήν μυθολογίαν ἀλληγορικῶς (ἔγινε ἡ προσωποποίησις τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ὡς π.χ. Ἀθηνᾶ ἐστί ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ).
Ὁ πρῶτος Ἑβραῖος, ὁ ὁποῖος ἐχρησιμοποίησε τήν ἀλληγορικήν ἑρμηνείαν εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην ἦτο ὁ Φίλων ὁ Ἰουδαῖος. Οὗτος, π.χ. ἔδωσε τήν ἑξῆς ἑρμηνείαν μιᾶς διηγήσεως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁ Ἰακώβ ἐκοιμήθη μέ τό κεφάλι του ἐπάνω εἰς τήν πέτραν διότι προσπαθοῦσε νά εὕρῃ τήν ἀλήθειαν. Κατά τήν ἀλληγορική ἑρμηνείαν, ἡ πέτρα ἦτο ἡ ἀλήθεια ἀπό τοῦ νοητοῦ κόσμου, καί δι’ αὐτῆς ὁ Ἰακώβ ἐφωτίσθη. Εἶναι πολύ φανερά ἡ ἐπίδρασις τῆς Πλατωνικῆς φιλοσοφίας ἐπί τήν σκέψιν τοῦ Φίλωνος.
Ἡ Ἀλεξανδρινή σχολή (Ὠριγένης καί Κλήμης), ἐχρησιμοποίησαν τήν ἀλληγορικήν ἑρμηνείαν, ἡ ὁποία εἶχε δεχθῆ μεγάλην ἐπίδρασιν ἀπό τήν Πλατωνικήν Φιλοσοφίαν. Ἀλλά οἱ Πατέρες χρησιμοποιοῦν τήν τυπολογικήν ἑρμηνείαν, ἡ ὁποία καί ἐπικρατεῖ εἰς τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας. Κατά τούς Πατέρας, ὁ Μωσαϊκός νόμος δέν εἶναι ἀμετάβλητος, δέν εἶναι ἀποκάλυψις ἀμεταβλήτων πραγμάτων, ἀλλά μᾶλλον παιδαγωγός εἰς τόν Χριστιανισμόν. Δι’ αὐτό καί δέν ὑπῆρχε σύγχυσις εἰς τήν σκέψιν τῶν Πατέρων διότι ὑπῆρχον ἐλλείψεις εἰς τόν Νόμον ἤ εἰς τήν πνευματικήν κατάστασιν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (π.χ. ὁ Σολομών εἶχε 200 γυναίκας)∙ ἐγνώριζον καλῶς ὅτι ὁ νόμος αὐτός δέν εἶναι ἀμετάβλητος, ἀλλά παιδαγωγός. Ὁ Χριστιανισμός ὑπερπηδᾶ τόν Μωσαϊκόν νόμον καί πηγαίνει ὑψηλότερα.
Κατά τόν 2ον π.Χ. αἰῶνα, ὅταν οἱ Ἑβραῖοι ἦλθον εἰς ἐπαφήν μέ τούς Ἕλληνας (ἀπό τῷ 331-141 ὑπό Ἑλληνικήν ἀρχήν), οἱ Φαρισαῖοι ὑπέστησαν ἐπιδράσεις ἀπό τούς Ἕλληνας Φιλοσόφους, μία ἐξ ὧν ἦτο ἡ πίστις ὅτι ὁ Μωσαϊκός νόμος εἶναι ἀμετάβλητος. Κατά τήν Πλατωνική Φιλοσοφίαν, ἐάν τις παραβῇ τόν νόμον τῆς φύσεως, (ὡς π.χ. τήν δικαιοσύνην, ἡ ὁποία εἶναι ἔμφυτος ἤ φυσικός νόμος), εἶναι ὕβρις καί τιμωρεῖται. Οὕτως ἡ φιλοσοφία αὕτη ἐπέδρασε πολύ εἰς τήν σκέψιν τῶν Ἰουδαίων καί τέλος οἱ Φαρισαῖοι ἤρχισαν νά διδάσκουν ὅτι ὁ Μωσαϊκός νόμος εἶναι ἀμετάβλητος καί δέν δύναται νά γίνῃ παράβασις αὐτοῦ. Ἡ διδασκαλία αὕτη ἐπεκράτησε μέχρι τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰησοῦ, καί βλέπομεν τούς Φαρισαίους νά ἀσχολοῦνται μέ τήν γραφήν (τόν Νόμον) σἄν νά ἦτο ἕνα φιλοσοφικόν βιβλίον. Ἀπεδείχθη τελευταίως ὅτι οἱ Φαρισαῖοι ἀπετέλεσαν μίαν Φιλοσοφικήν αἵρεσιν, καί ἀκόμη ὅτι ἐδέχθησαν τήν ἐνδυμασίαν τῶν Ἑλλήνων Φιλοσόφων. Οἱ Φαρισαῖοι ἐχρησιμοποίουν τήν ἀλληγορικήν ἑρμηνευτικήν μέθοδον τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, καί δι’ αὐτό ἦτο πάρα πολύ δύσκολον νά δεχθοῦν τήν διδασκαλίαν τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καί τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου.
3. Ἡ Τυπολογική Ἑρμηνεία· Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀκολουθοῦν τήν μέθοδον ταύτην τῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ τήν ἑξῆς γραμμήν· ἕν ἱστορικόν γεγονός τοῦ παρελθόντος γίνεται τύπος τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Ἰσραήλ. Τό ἱστορικόν γεγονός τοῦτο εἶναι πραγματικόν (παραλείπεται ἡ ἀλληγορική ἑρμηνεία), καί χρησιμοποιεῖται ὡς τύπος ἤ παράδειγμα τοῦ πῶς θά ἐνεργήσῃ ὁ Θεός εἰς ἄλλην ἱστορικήν περίπτωσιν τοῦ μέλλοντος.
Παίρνομεν, π.χ., τήν Ἔξοδον τῶν Ἑβραίων ἐκ τῆς Αἰγύπτου· τότε, οἱ Ἑβραῖοι ἐπέρασαν τήν Ἐρυθράν Θάλασσαν, τώρα γίνεται τό βάπτισμα δι’ ὕδατος· τότε οἱ Ἑβραῖοι ἐσῴθησαν δι’ ὕδατος (θαλάσσης) καί νεφέλης, τώρα ἡμεῖς σῳζόμεθα δι’ ὕδατος καί Ἁγίου Πνεύματος· τότε οἱ Ἑβραῖοι ἐσῴθησαν ἀπό τόν Φαραώ, τώρα ἡμεῖς σῳζόμεθα ἀπό τόν διάβολον. Καί εἰς ἀμφοτέρας τάς περιπτώσεις γίνεται τό ἴδιον πράγμα, ἡ σωτηρία, ἐνῶ αἱ περιπτώσεις εἶναι διαφορετικαί.
Ἐπίσης, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος χρησιμοποιεῖ τήν Τυπολογικήν Ἑρμηνείαν ὡς ἑξῆς· Τό μάννα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Καί εἰς τάς δύο περιπτώσεις πραγματεύεται ἡ σωτηρία. Ἄρα, κάθε ἱστορικόν γεγονός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι τύπος τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Οὕτως, ἔχομεν συνδυασμόν μεταξύ τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης. Πολλάκις, αἱ ἑρμηνεῖαι κατά τήν Τυπολογικήν Μέθοδον φαίνονται ὑπερβολικαί, ἀλλά τοῦτο δέν ἔχει μεγάλην σημασίαν».
δ) Ἡ Ὀρθόδοξος Τριαδολογία καί Χριστολογία
«Τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τό δόγμα τῆς Χριστολογίας εἶναι ἀχώριστα καί ὁ χωρισμός αὐτῶν εἶναι ἀκατανόητος. Διά νά καταλάβῃ κάποιος τό Χριστολογικόν δόγμα πρέπει νά γνωρίζῃ τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Εἰς τό Τέταρτον Εὐαγγέλιον παρατηροῦμεν ἐν τῇ ὁμιλίᾳ τοῦ Χριστοῦ μετά τοῦ Φιλίππου, ὁ Χριστός λέγει ὅτι ἀφοῦ βλέπεις ἐμέ, ἐπίσης βλέπει τόν Πατέρα (Ἰω. 14, 9). Τό χωρίον αὐτό εἶναι μία καλλίστη πηγή τοῦ δόγματος περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι τό κλειδί. Ὁ Υἱός εἶναι ἀκριβής εἰκών τοῦ Πατρός. Ἡ ἐνέργεια εἶναι μία· ὅταν, δηλαδή, ὁμιλεῖ ὁ Πατήρ, συνεπῶς ὁμιλεῖ καί Υἱός. Ἡ ἐνέργεια γίνεται διά τοῦ Υἱοῦ (Χριστοῦ) ἐκ μέρους τοῦ Πατρός. Ἡ μόνη διαφορά εἶναι ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι τό Πρῶτον Πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ὁ Υἱός εἶναι τό Δεύτερον Πρόσωπον.
Οὕτω καί οἱ Προφῆται τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅταν βλέπουν τόν ἄγγελον Κυρίου (τό Δεύτερον Πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος) λέγουν “εἶδον τόν Κύριον” (Πατέρα, Πρῶτον Πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος). Ἰδού ὁ παραλληλισμός μεταξύ τοῦ χωρίου τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ ρητοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «εἶδον τόν Κύριον».
Ἄρα ἡ Ἁγία Τριάς πάντοτε ὑπῆρχε καί θά ὑπάρχῃ. Ὑπῆρχε καί ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ, ἀλλά κάπως σκοτεινῶς διότι ὁ Λόγος ἦτο ἄσαρκος, δέν εἶχε ἀνθρωπίνην φύσιν, ἀλλ’ ἦτο ὁ “Κύριος τῆς Δόξης”. Οὕτως, εἰς τάς Βυζαντινάς εἰκόνας ὑπάρχει ὁ τίτλος «ὁ Ὤν», ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ τίτλος τοῦ «ἀγγέλου τοῦ Κυρίου». Ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ὁ Θεός τοῦ Χριστιανισμοῦ, εἶναι ὁ ἴδιος (κατά τήν Βυζαντινήν ἐποχήν, ἡ ἐπιγραφή ἐπί τοῦ Σταυροῦ ἦτο “ὁ Βασιλεύς τῆς Δόξης”, σήμερον “Ι.Ν.Β.Ι.”).
Δι’ αὐτό καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅταν ἀντιμετώπισε τόν Χριστόν ἐν ὁράματι εἰς τήν ὀδόν πρός Δαμασκόν, ἀμέσως τόν ἐγνώρισε. Λέγει “Κύριε” καί πιστεύει. Δι’ ὁράματος εἶδε τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ (θεωρία). Ἀντιμετώπισε τόν Χριστόν καί κατέλαβε ὅτι ὁ Θεός εἰς τόν ὁποῖον ἐπίστευε -ὁ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης- ἔγινε ἄνθρωπος. Εἶδε τήν Θεότητα ἀντιμετωπίσας τόν Χριστόν πρόσωπον πρός πρόσωπον. Δέν εἶδε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ – Χριστοῦ, ἀλλά μόνον τήν ἐνέργειαν Αὐτοῦ καί μᾶς γράφει περί τῆς ἐνεργείας τοῦ Χριστοῦ, λέγων ὅτι εἶναι “Σοφός” διότι ἐνεργεῖ σοφῶς (μᾶλλον ὡς φῶς).
Ὁ Παῦλος ἀντιληφθείς ὅτι ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόν Ὁποῖον αὐτός ἐλάτρευε ἔγινε ἄνθρωπος καί ἐθεώρησε, τρόπον τινα τούς Ἑβραίους “Ἡμι-χριστιανούς” (Ρωμ. ια΄, 32-40)· ἀλλά οἱ Ἑβραῖοι δέν κατενόησαν τήν Παλαιάν Διαθήκη καί διέστρεψαν τήν Ἑβραϊκήν πίστιν. Οὕτως ἡμεῖς (οἱ Ὀρθόδοξοι) εἴμεθα ἡ Νέα Σιών, τό Νέον Ἰσραήλ, διότι προσκυνοῦμεν τόν Ἴδιον Θεόν, τόν Θεόν τοῦ Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ, Ἠλία, Παύλου, Ἀθανασίου κτλ. “ὁ Θεός τῶν Πατερων ἡμῶν».
«Πολλάκις ὁ Θεός παρουσιάζεται εἰς τούς Πατριάρχας καί Προφήτας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί αὐτοί λέγουν ὅτι εἶδον “τόν ἄγγελον Κυρίου”. Καί ὅμως ὁ Ἴδιος ὁ ἄγγελος τούς πληροφορεῖ ὅτι “εἶμαι ὁ Ἰαχβέ”. (Ὁ ὄνος τοῦ Βαρλαάμ εἶδε “τόν ἄγγελον Κυρίου” καί δέν προχωροῦσε. Ἐπίσης, ὁ ἄγγελος Κυρίου παρουσιάζεται εἰς τόν Μωϋσῆν εἰς τήν καιομένην βάτον). Ἄρα, ποῖος εἶναι ὁ ἄγγελος αὐτός;
Ὑπάρχει ριζική διαφορά μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως περί τοῦ “ἀγγέλου Κυρίου” ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ. Οἱ μέν Δυτικοί πιστεύουν ὅτι ὁ ἄγγελος αὐτός εἶναι κτιστός, καί ὁ Θεός ὁμιλεῖ διά μέσου τοῦ κτιστοῦ αὐτοῦ ἀγγέλου… Ὁ Θεός, ὅμως, εἶναι παρών εἰς τό πρόσωπον τοῦ ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος λέγει: “Ἐγώ εἰμι ὁ Ἰαχβέ”. Οὕτως, αὐτοί οἱ ὁποῖοι βλέπουν τόν “ἄγγελον Κυρίου”, ἐπίσης βλέπουν τόν Θεόν. Ὁ Θεός χρησιμοποιεῖ τόν ἄγγελον ὡς ὄργανον τῆς Ἀποκαλύψεώς Του.
Οἱ δέ Ἀνατολικοί πιστεύουν ὅτι ὁ ἄγγελος οὗτος εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό Δεύτερον Πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι ἡ “Σοφία τοῦ Θεοῦ”, ὅπως τόν χαρακτηρίζει ἡ Σοφία Σολομῶντος. Ὁ Ἰουστῖνος ὁ Μάρτυς, ὡς καί ὅλοι οἱ Πατέρες, δίδουν ταύτην τήν ἑρμηνείαν. Ὁ “ἄγγελος Κυρίου”, δηλαδή εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Κορ. 10, 4) μᾶς λέγει ὅτι ἡ ἀκολουθοῦσα πέτρα ἐν τῇ ἐρήμῳ εἶναι ὁ Χριστός, τ.ἔ. ὁ Ἰαχβέ (πέτρα ἐν ἐρήμῳ), εἶναι ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου, ἡ πέτρα τῆς σωτηρίας τῶν Ἑβραίων, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Κύριος τῆς δόξης “ὅν ἐσταύρωσαν οἱ ἄρχοντες τοῦ κόσμου τούτου”».
ε) Ὀρθόδοξος ἀνθρωπολογία
«Κατά τόν Πλάτωνα ἡ πραγματική ἀνθρωπότης εἶναι εἰς τόν νοητόν κόσμον. Διά νά ἰδῇ κανείς τόν νοητόν κόσμον, πρέπει νά ξεκινήσῃ ἀπό τά φαινόμενα, τά ὁποῖα καθρεπτίζουν τήν ἰδέαν, καί νά φθάσῃ εἰς τό πρώτυπον. Ἡ πραγματική γνῶσις τῆς ἀληθείας εἶναι νά γνωρίσωμεν τήν ἰδέα. Δι’ αὐτό καί ὁ φιλόσοφος μελετᾶ τά φαινόμενα εἰς τόν κόσμον.
Διά τούς Πλατωνικούς ὁ κόσμος οὗτος εἶναι μία κακή ἀντιγραφή. Οἱ παπικοί ταυτίζουν τάς ἰδέας τοῦ Πλάτωνος μέ τήν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ. Ὥστε ὁ νοητός κόσμος τοῦ Πλάτωνος εἶναι ἡ Σοφία ἤ ὁ Λόγος διά τούς παπικούς. Δι’ αὐτούς δέν ὑπάρχει διάκρισις οὐσίας καί ἐνεργείας. Ὅταν ὁ Θέος, λέγουν, ἐδημιούργησε τόν κόσμον, ἁπλῶς ἀντέγραψε τήν οὐσίαν Του. Δηλαδή ὁ κόσμος εἶναι μία ἀντιγραφή τοῦ ἀρχετύπου. Ὁ πρῶτος πού ἔκαμε τοιαύτην ταύτισιν ἦτο ὁ Αὐγουστῖνος. Ἐάν παραδεχθῶμεν τάς προϋποθέσεις αὐτάς θά παρατηρήσωμεν ποία εἶναι ἡ θέσις τῆς φυσικῆς Θεολογίας τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Ὥστε, κατά τούς Δυτικούς, ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος δύναται νά μάθῃ περί τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἐάν μελετήσῃ τόν παρόντα κόσμον. Οἱ Γνωστικοί λέγουν ὅτι ἕνας κατώτερος δημιουργός θεός κακήν ἀντιγραφήν τοῦ νοητοῦ κόσμου. Διότι ὁ Θεός εἶναι τέλειος καί τό τέλειον δέν ἀντιγράφεται. “Γίνεσθε τέλειοι, ὡς ὁ πατήρ ἡμῶν τέλειος ἐστί”».
«Εἰς τήν Δυτικήν Ἐκκλησίαν ὑπάρχει ἡ ἀναλογία ὄντος, καθ’ ὅν μόνον διά τοῦ ἑνός δύναται κανείς νά μάθῃ τό ἄλλο. Ὤν ὁ Θεός, ὤν καί ὁ ἄνθρωπος. Ἄλλη ἀναλογία εἶναι ἡ ἀναλογία πίστεως διά τῆς ὁποίας ὁ ἅνθρωπος διά τοῦ κόσμου, ἀλλά περισσότερον διά τῆς πίστεως δύναται νά γνωρίσῃ τήν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ. Διά τούς Ὀρθοδόξους ἀντιγραφή τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει. Ὅποιος πιστεύει εἰς αὐτό εἶναι αἱρετικός, βλάσφημος, ἀνορθόδοξος. Ἐπίσης, πιστεύουν ὅτι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ εἰκών τοῦ Θεοῦ.
Εἰς τήν Ἀνατολικήν θεολογία ἕνα εἶναι τό ἀρχέτυπον. Ὁ Θεός καί ὄχι ἡ οὐσία. Ἡ μόνη ἀκριβής εἰκών τοῦ Πατρός εἶναι ὁ Υἱός καί ὄχι ὁ κόσμος. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἡ εἰκών τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἐπλάσθη κατ’ εἰκόνα. Ἡ μόνη διαφορά μεταξύ Πατρός καί Υἱοῦ εἶναι ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι ἀγέννητος καί ὁ Υἱός γεννητός.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀντιγραφή τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Μωϋσῆς εἶδε τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Τί εἶδε ὅμως; Εἶδε ἕνα εἶδος; Ἡ βάτος ἦτο ἄφλεκτος. Ὥστε ὁ Μωϋσῆς εἶδε τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τί εἶδε εἶναι ἄρρητον καί ὄχι εἶδος πλατωνικόν. Λέξεις δέν ὑπάρχουν νά περιγράψουν τί εἶδε. Ὥστε ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἤ τῶν θείων θελημάτων. “Εἰκών εἰμί τῆς ἀρρήτου δόξης Σου”. Τό γεγονός εἶναι ὅτι λέγεται καταχρηστικῶς εἰκών τοῦ Θεοῦ. Κυριολεκτικῶς ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι εἰκών τοῦ Θεοῦ. Οἱ καθ’ ἑαυτοῦ εἰκόνες τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐπίσης ἄλλες εἰκόνες εἶναι τά θεῖα καί τά ἀγαθά θελήματα. Δηλαδή κάθε πρᾶγμα ἔχει καί τήν ἐνέργειαν τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά κάθε ἄνθρωπος ἔχει τό ἀγαθόν θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅστις εἶναι ἡ εἰκών Θεοῦ. Αὕτη ἡ εἰκών ἐσκοτίσθη ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε, ἀλλά δέν τήν ἔχασε ὁλοτελῶς. Οἱ Πατέρες περιγράφουν τήν θείαν ἐνέργειαν πού ὑπάρχει εἰς τόν ἄνθρωπον, σάν σπινθῆρα, ὁ ὁποῖος σπινθήρ εἶναι ἕτοιμος νά σβύσῃ, ἀλλά μέ τό βάπτισμα δυναμώνει. Δι’ αὐτό καί ὁ Χριστός ἦλθε εἰς τόν κόσμον νά διαφλέξῃ τά πάντα. Ἡ φλόγα αὐτή λέγεται σωστική, θεοτική, ἁγιαστική. Εἰς ἀνθρώπους πού δέν ἀγωνίζονται τόν καλόν ἀγῶνα εἶναι κολαστική φωτιά, πῦρ αἰώνιον.
Ἐάν συγκρίνωμεν τάς δύο αὐτάς παραδόσεις, θά παρατηρήσωμεν πόσον μακρυά ἐβάδισαν οἱ Δυτικοί ἀπό τούς Ἀνατολικούς. Τό γεγονός εἶναι ὅτι δέν ἐδέχθησαν τάς διδασκαλίας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἄν καί λέγουν ὅτι τάς δέχονται. Αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι δέν εἶναι ξεκάρφωτα φαινόμενα, ἀλλά ἀντανακλοῦν καί ἐκφράζουν τάς διδασκαλίας τῶν Πατέρων. Δέν εἶναι δυνατόν νά ξεχωρίσῃ κανείς τάς Συνόδους ἀπό τούς Πατέρας, διότι οἱ Πατέρες εἶναι οἱ βάσεις τῶν Συνόδων. Πῶς, λοιπόν, οἱ Δυτικοί λέγουν ὅτι δέχονται τάς Συνόδους, ἐνῶ ἀπορρίπτουν τήν Πατερικήν διδασκαλίαν περί Ἁγίας Τριάδος καί ἄλλα Χριστολογικά θέματα;».
«Κατά τούς Πατέρας ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπον νά εἶναι ἐλεύθερος καί νά μείνῃ ἐλεύθερος. Ἡ οὐσία τῆς ἐλευθερίας εἶναι 1) νά ἀγαπᾶ τόν Θεόν καί τόν συνάνθρωπόν του χωρίς νά ἐνδιαφέρεται διά τόν ἑαυτόν του. Νά ἔχῃ τήν ἔννοιαν τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης ἡ ὁποία “οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς». 2) Ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη νά εἶναι μέτοχος τῆς ἀθανασίας τοῦ Θεοῦ (νά εἶναι ἀθάνατος κατά Χάριν), νά εἶναι κοινωνός καί θεατής τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Καί ἐφ’ ὅσον θά εἶναι κοινωνός τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, δέν θά εἶναι ὑπό τό κράτος τοῦ θανάτου καί τῆς φθορᾶς. 3) Βλέπων τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, θά εἶναι κοινωνός τῆς ἀληθείας. Ἡ ἀλήθεια αὕτη δέν εἶναι ἐπιστημονική ἀλήθεια, ἀλλά ἀλήθεια θρησκευτική. Δέν σημαίνει ὅτι ὅλα τά κτιστά εἶναι ψευδῆ. Ἡ μία εἶναι ἐπιστημονική ἀλήθεια, ἡ ἄλλη εἶναι θρησκευτική ἀλήθεια. Μεταξύ Θεοῦ καί κόσμου (κτισμάτων) δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότης».
«Ἡ πίστις τῆς Ἐκκλησίας βασίζεται εἰς τήν Ἀποκάλυψιν διά τῆς πείρας τῶν προφητῶν, ἀποστόλων καί ἁγίων. Εἶναι πράγματα τά ὁποῖα εἶδαν μέ τά μάτια των. Ὅταν λέγῃ ὅτι ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, αὐτό εἶναι τό μυστήριον τό ὁποῖον δέχεταί τις διά τῆς πίστεώς του καί τῆς θείας Χάριτος. Δέν εἶναι κάτι τὀ ὁποῖον ἀντιλαμβάνεται διά τῶν ἀνθρωπίνων συλλογισμῶν ἤ τῆς “κατά σάρκα” φιλοσοφίας.
Μόνον διά τῆς πίστεως καί οὐχί διά τῆς λογικῆς δυνάμεθα νά ἐννοήσωμεν τήν πεῖραν τήν ὁποίαν εἶχον οἱ Ἀπόστολοι. Ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι εἶχον τήν ἰδίαν πεῖραν, καί δι’ αὐτόν τόν λόγον δέν ὑπάρχει θεολογία τοῦ Ἰωάννου ἤ τοῦ Πέτρου ἤ τοῦ Παύλου ἤ τοῦ Χαραλάμπους. Ὅλοι εἶχον τήν αὐτήν πίστιν καί ἔγραφαν διά τάς εἰδικάς ἀνάγκας τῶν πιστῶν».
«Οἱ Πατέρες λέγουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα. Ἡ ψυχή εἶναι κτιστή ὅπως καί τό σῶμα, ἀλλά δέν γνωρίζομεν τό τί εἶναι ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς. Ὁ Χρυσόστομος ἐρωτᾶ: Ποία εἶναι ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς; Ὁ νοῦς ἤ ἡ λογική;».
Ὁ νοῦς εἶναι μία νοερά ἐνέργεια τῆς ψυχῆς ἡ ὁποία διαφέρει ἀπό τήν διάνοιαν. Ἐδῶ δέν ἐννοεῖ δύο συστατικά, ἀλλ’ ἁπλῶς σημαίνει ὅτι ὁ νοῦς καί ἡ διάνοια (ἡ λογική) εἶναι δύο ἐνέργειαι τῆς ψυχῆς. Εἰς τήν ὁρολογίαν τοῦ Ἀριστοτέλους ὁ νοῦς ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ποιητικήν ψυχήν.
Ὁ νοῦς, λέγουν οἱ Πατέρες εἶναι αὐτοτελής, αὐτοενέργητος διότι ἔτσι ἐδημιουργήθη. Εἰς τήν ἀρχικήν (πρό τῆς πτώσεως) κατάστασιν, ὁ νοῦς δέν ἔπασχε ἀπό τήν φαντασίαν ἤ ἀπό τάς αἰσθήσεις. Ὅταν, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν λαμβάνει τήν Χάριν εἰς τόν νοῦν του καί διά τοῦ νοός μετέχει ἡ διάνοια καί τό σῶμα. Νά μή λησμονήσωμεν ὅτι ὁ νοῦς εἶναι κτιστός καί ἁπλῶς μία ἐνέργεια τῆς ψυχῆς.
Εἰς τήν πεπτωκυῖαν κατάστασιν ἀδυνατοῦμεν νά διακρίνωμεν μεταξύ νοός καί διανοίας καί συγχέομεν αὐτάς τάς δύο ἐνεργείας τῆς ψυχῆς. Κατ’ ἀρχάς, ὁ Ἀδάμ εἶχε θεοπτίαν, ἀλλά μετά τήν πτῶσιν ἐσκοτίσθη καί ἐσυγχίσθη ἡ ἐνέργεια τοῦ νοός μετά τῆς ἐνεργείας τῆς διανοίας καί τώρα ἀσχολεῖται μέ τά κτιστά. Δύναται ὁ ἄνθρωπος νά ἐξετάσῃ τόν κτιστόν κόσμον διά τῆς λογικῆς, διότι ἡ λογική του δέν ἐσκοτίσθη, ἀλλά ὅσον ἀφορᾶ τόν νοῦν, τοῦ ὁποίου τό κατ’ ἐξοχήν ἔργον εἶναι νά βλέπῃ τόν Θεόν, ἔπαθε σύγχυσιν καί ἐσκοτίσθη. Ἡ λογική δέν εἶναι τό μέσον διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν Θεόν, ἀλλά διά τοῦ νοός καί εἰς αὐτό τό σημεῖον ὁ ἄνθρωπος ὁμοιάζει μέ τούς ἀγγέλους (οἵτινες λέγονται νοεραί οὐσίαι). Ἡ λογική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς εἶναι κατωτέρα τῆς νοερᾶς. Διά αὐτόν τόν λόγον διακρίνομεν μεταξύ νοερᾶς προσευχῆς καί λογικῆς προσευχῆς.
Ὁ Σατανᾶς ἐσκότισε τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου (καί ἀπό “ὑπερσυνείδητον”, ὁ νοῦς ἔγινε “ὑποσυνείδητον”). Ὅταν τῇ βοηθείᾳ τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος καθαρίσῃ τόν νοῦ του, τότε ἡ κατάστασις αὐτή εἶναι ἡ ἴδια τοῦ Ἀδάμ πρό τῆς πτώσεως· δηλαδή ὁ νοῦς κυριαρχεῖ τήν διάνοιαν καί τό σῶμα καί ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν Θεόν.
Ὁ ἄνθρωπος ὅστις ἀσκῆται καί καταπολεμᾶ τόν Σατανᾶν δύναται, μέ τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ, νά φθάσῃ εἰς σημεῖον ὥστε ὁ νοῦς νά προσεύχεται ἀκαταπαύστως (“ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε”) ἐνῷ τῇ διανοίᾳ δύναται νά κάνῃ τά καθημερινά καθήκοντά του. Διά τήν Ὀρθοδοξίαν, ὁ ἰδεώδης ἐπίσκοπος εἶναι ἐκεῖνος ὅστις ἔχει ἀσκηθῆ καί ἔχει μάθει τήν νοεράν προσευχήν καί ἔπειτα ἐπιστρέφει εἰς τόν κόσμον καί ἐκτελεῖ τά ἐπισκοπικά καθήκοντά του.
Εἰς τήν Δύσιν, τέτοιο πράγμα δέν νοεῖται διότι δι’ αὐτούς, εἴτε θά εἶσαι ἀσκητής εἴτε θά εἶσαι ἐπίσκοπος, ἀλλά ὄχι καί τά δύο μαζύ. Ἔτσι ἔχουν τά πράγματα εἰς τήν Δύσιν, διότι δέν γνωρίζουν οὔτε καταλαβαίνουν τό “ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε” τό ὁποῖον αὐτοί (ὡς καί μερικοί ἐκ τῶν ἡμετέρων) ἑρμηνεύουν “ἀδιαλείπτως κάνετε καλά ἔργα”! Ἠ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ποτέ δέν εἶχε τέτοιαν διάστασιν μεταξύ ἀσκητικῆς καί κοσμικῆς ζωῆς».
στ) Θάνατος καί ἀνιδιοτελής ἀγάπη
«Ὁ θάνατος εἶναι ὅπλον τοῦ διαβόλου καθ’ ὅλης τῆς οἰκουμένης∙ εἶναι καί ὅπλον τοῦ Θεοῦ κατά τοῦ διαβόλου. Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπον διά τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπην. Ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε εἰς Διπλοῦν θάνατον. Στερημένος τῆς θείας Χάριτος, ἀδυνατεῖ νά πράξῃ τό καλόν, ἄν καί θέλῃ νά πράξῃ τό καλόν. Ἐφ’ ὅσον εὑρίσκεται ὑπό τό κράτος τοῦ θανάτου, ἀδυνατεῖ νά ζῇ σύμφωνα μέ τόν ἀρχικόν του προορισμόν.
Ἔχει μέσα του τό ἔνστικτον τῆς αὐτοσυντηρήσεως, τό ὁποῖον ἐκδηλοῦται διά δύο τρόπων -ψυχολογικῶς καί σωματικῶς. Ὁ καθ’ ἕνας ζητεῖ νά ἐξασφαλίσῃ τόν ἑαυτόν του. Ὅταν προσπαθῇ νά ἐξασφαλίσῃ τόν ἑαυτόν του ψυχολογικῶς, ἁμαρτάνει. Ὅταν προσπαθῇ ψυχικῶς, τότε βαδίζει πρός τήν σωτηρίαν. Ὁ ἄνθρωπος ἀναζητεῖ τήν σωματικήν ἀσφάλειαν, διότι χρειάζεται διατροφήν, στέγην, ἐνδύματα, κ.τ.λ. (νά προφυλάσσεται ἀπό τά στοιχεῖα τῆς φύσεως). Εἶναι φανερόν ὅτι αὐτομάτως ἐνδιαφέρεται διά τόν ἑαυτόν του. Ἐάν ὄχι, θά ηὐτοκτόνῃ. Τό νά ἐνδιαφέρεται διά ἀσφάλειαν σωματικῶς εἶναι φυσικόν φαινόμενον. Δέν εἶναι ἁμαρτία. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἐνδιαφέρθη διά αὐτά. Καλοῦνται ταῦτα ἀδιάβλητα πάθη, ἀλλά δέν θεωροῦνται ἁμαρτίαι (λύπη, στεναγμός, κ.τ.λ. εἶναι ἀδιάβλητα πάθη ὅταν ἔχουν καλόν σκοπόν). Διά τούς Πλατωνικούς, ὅλα αὐτά εἶναι ἁμαρτήματα, ἕνεκεν τῆς φυλακῆς τῆς ψυχῆς εἰς τό σῶμα∙ ἀνήκουν εἰς τό ἐπιθυμητικόν καί εἰς τό θυμοειδές.
Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος εὑρίσκεται εἰς κατάστασιν ὅπου τά ἀδιάβλητα πάθη ἀναφέρονται εἰς ψυχολογικήν ἁμαρτίαν, τότε εἰσέρχεται εἰς τήν σφαῖραν τῆς ἁμαρτίας. Ἀντιμετωπίζει πάντοτε τό χάσμα τοῦ θανάτου, τῆς ἀνυπαρξίας, τῆς ἐλλείψεως σημασίας νοήματος ἐν τῇ ζωῇ. Αἰσθάνεται τήν ἀνάγκην νά ἀποδείξῃ ὅτι ἔχει κἄποιαν ἀξίαν ἵνα ἐξασφαλίσῃ περαιτέρω τήν σωματικήν του ὕπαρξιν. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἀναζητεῖ τήν ψυχολογικήν ἀσφάλειαν ἀρέσκεται εἰς κολακείας, ἐπαίνους κ.τ.λ., ἐκ τῶν ὁποίων ἀποκομίζει εὐχαρίστησιν καί ψυχικήν ἀνακούφισιν. Ὅταν ὅμως ὁ τοιοῦτος βλασφημεῖται ἤ κακίζεται, τότε αἰσθάνεται ἔλλειψιν ψυχικῆς ἀσφαλείας.
Βασικῶς δέν ὑπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ ἀγάπης καί μίσους. Μισοῦμεν αὐτό τό ὁποῖον ἀντιβαίνει εἰς τά συμφέροντά μας καί ἀγαπῶμεν αὐτό τό ὁποῖον συντελεῖ εἰς τά συμφέροντά μας. Ἀγαπῶμεν τούς φίλους μας διότι τά συμφέροντά μας ταυτίζονται. Ἡ στενωτάτη φιλία δύναται νά μετατραπῇ εἰς μῖσος ἄν ὁ φίλος μας φέρει ἀντίδρασιν εἰς τι. Ἡ βάσις τοῦ μίσους καί τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ἰδιοτέλεια, ἡ συμφεροντολογία.
Ἡ συμφεροντολογία καθ’ ἑαυτήν δέν εἶναι κἄτι κακόν. Εἰς τάς χεῖρας τοῦ διαβόλου εἶναι κἄτι τό κακόν, ὅπως καί ὁ θάνατος εἰς τάς χεῖρας τοῦ διαβόλου εἶναι ὅπλον κατά τῆς οἰκουμένης. Βάσις τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἰδιοτελείας εἶναι ὁ φόβος. “Φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ’ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δέ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ” (Α΄ Ἰωάννου, 4,18). Ὅποιος φοβεῖται δέν δύναται νά τελειοποιηθῇ. “Τοῖς δέ δειλοῖς καί ἀπίστοις καί ἐβδελυγμένοις καί φονεῦσιν καί πόρνοις καί φαρμακοῖς καί εἰδωλολάτραις καί πᾶσιν τοῖς ψευδέσιν τό μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ πυρί καί θείῳ ὅ ἐστιν ὁ θάνατος ὁ δεύτερος” (Ἀποκάλυψις 21, 8).
“Καί εἰ ἀγαπᾶτε τούς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καί γάρ οἱ ἁμαρτωλοί τούς ἀγαπῶντας αὐτούς ἀγαπῶσι” (Λουκᾶ, 6, 32). “Καί ἐάν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καί γάρ ἁμαρτωλοί ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τά ἴσα” (Λουκᾶ, 6, 34). Πῶς θά ἀγαπήσωμεν τούς ἐχθρούς μας ἐάν εἴμεθα δειλοί; Δέν τούς ἀγαπῶμεν διότι τούς φοβούμεθα. Καί ἐάν δέν τούς φοβούμεθα, τοῦτο ἐννοεῖ ὅτι ἔχομεν μεγαλυτέραν δύναμιν. Ἡ πραγματική ἀγάπη εἶναι ἀπηλλαγμένη παντός φόβου καί πάσης ἀνάγκης.
Εἶναι φανερόν τό τί ἐννοεῖ ὁ Χρυσόστομος λέγων ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ὅπλον τοῦ διαβόλου κατά τῆς οἰκουμένης καί ὅπλον τοῦ Θεοῦ κατά τοῦ διαβόλου. Ὁ Θεός θέτει τέρμα εἰς τήν ἁμαρτίαν ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται. Εἰς τάς χεῖρας τοῦ Θεοῦ ὁ θάνατος εἶναι πηγή τοῦ καλοῦ. Ὁ διάβολος θά ἤθελε τόν θάνατον ὅλων αὐτοστιγμῇ, ἀλλ’ ὁ Θεός δέν τόν ἐπιτρέπει. Τό ἔνστικτον τῆς αὐτοσυντηρήσεως βοηθεῖ τόν ἄνθρωπον νά μή θέλῃ τόν θάνατον, καί ὅποιος δέν θέλει τόν θάνατον, βασικῶς συνεργάζεται μέ τόν Θεόν. Ἀλλ’ ὅταν θέλῃ νά ἀποφύγῃ τόν θάνατον, ἕνεκεν φόβου, πάσῃ θυσίᾳ, τότε συνεργάζεται τῷ διαβόλῳ. Ὁ φοβούμενος τόν θάνατον δύναται νά ἀρνηθῇ τά ὅσια, τά ἱερά, τήν πατρίδα, τήν πίστιν, καί τά πάντα, ἕνεκεν δειλίας.
Ἐκ μιᾶς ἀπόψεως, εἶναι καλόν νά φοβῆται ὁ ἄνθρωπος. Ἐξ ἄλλης ἀπόψεως εἶναι κακόν (ὅταν προέρχεται ἐκ τοῦ διαβόλου), ἀλλά ὁ φόβος δύναται νά εἶναι δῶρον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀρχή σοφίας φόβος Θεοῦ. Πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά φοβῆται τόν Θεόν καί κανένα ἄλλον.
Λόγῳ τοῦ φόβου τῆς κολάσεως καί τῆς θελήσεως νά ἀποφύγῃ τήν κόλασιν, ὁ ἄνθρωπος στρέφεται πρός τόν Θεόν καί τό θέλημα Αὐτοῦ, καί ἐξετάζει πρῶτον τόν ἑαυτόν του ἀπό πνευματικῆς ἀπόψεως. Ἐδῶ εἶναι ἡ ἀρχή σοφίας. Ἀρχίζει νά κάμνῃ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ πάσῃ θυσίᾳ. Καίτοι εἶναι συμφεροντολογία, εἶναι καλή καί ἀναγκαία. Αὕτη εἶναι ἡ ἀρχή τῆς σοφίας, ὄχι τό τέλος.
Οἱ Πατέρες λέγουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐξ ἀρχῆς πρέπει νά ἔχῃ μνήμην θανάτου,ἡ ὁποία εἶναι δῶρον τοῦ Θεοῦ. Ἔχων τήν μνήμην τοῦ θανάτου καί σκεπτόμενος τόν θάνατον, ὁ ἄνθρωπος βλέπει τήν πραγματικότητα ἀκριβῶς ὅπως εἶναι ἡ πραγματικότης· λεπτίνονται οἱ ὀφθαλμοί καί ὁ νοῦς του.
1) Οἱ κάμνοντες τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐκ φόβου τῆς κολάσεως εἶναι δοῦλοι, ἀλλά καί τέλειοι Χριστιανοί. Ἄν δέν τελειοποιηθοῦν τώρα, θά τελειοποιηθοῦν μετά θάνατον, θά ἴδουν τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Παραδείσῳ (Δέν χρήζουν τοῦ καθαρτηρίου πυρός).
2) Οἱ μισθωτοί εἶναι τέλειοι, συμφεροντολόγοι, ἀλλ’ ἡ συμφεροντολογία των εἶναι τελεία καί ἁγία. Ἀποβλέποντες πρός τήν ἀνταμοιβήν οὗτοι κάμνουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
3) Οἱ τέλειοι κάμνουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὄχι ἐπειδή φοβοῦνται τήν κόλασιν, ἤ ἀποβλέπουν πρός τήν ἀνταμοιβήν, ἀλλά διότι ἐδοκίμασαν τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ καί ἔχουν τελειοποιηθῆ πολύ περισσότερον ἀπό τούς ἄλλους. Οἱ τοιοῦτοι ἔχουν ἄλλο εἶδος φόβου – νά μή χάσουν τήν κοινωνία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Δέν ἀναφερόμεθα εἰς αἰωνίαν ἀπώλειαν, ἀλλά καθημερινήν. Οἱ τοιοῦτοι κλαίουν ὅταν δέν βλέπουν τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
Ὁ θάνατος κατ’ αὐτόν εἶναι οὐδέτερον πρᾶγμα. Ἄλλη ὄψις τοῦ θανάτου, ἀσθενειῶν, θλίψεων, κ.τ.λ. ἐν τῷ κόσμῳ εἶναι ἡ ὄψις τῆς δοκιμασίας. Διά ἀσθενειῶν, θλίψεων, κ.τ.λ. ὁ Θεός δοκιμάζει τούς ἀνθρώπους. Διερωτᾶται· διατί ἐπιτρέπει ὁ Θεός τό κακόν; Διατί ὑποφέρουν οἱ καλοί καί οἱ κακοί εὐημεροῦν; Τό ἐπιτρέπει διά νά μᾶς δοκιμάσῃ, ἤτοι, νά μᾶς τελειοποιήσῃ. Ἐάν δέν ὑπῆρχον αἱ θλίψεις, ἤ ἐάν μόνον οἱ ἄδικοι ἐθλίβοντο, τότε ὅλοι θά ἦσαν τυπικῶς καλοί. Μέ τήν προϋπόθεσιν ὅτι θά ἀπολαμβάνουν ὅλα τά ἀγαθά τῆς γῆς ἄν εἶναι καλοί, κατά πᾶσαν πιθανότητα ὅλοι θά προσεπάθουν νά εἶναι καλοί. Οὕτως, οἱ δίκαιοι θά εἶχον τά πάντα, καί οἱ ἄδικοι τάς θλίψεις. Εἰς τήν ταλευταίαν ἀνάλυσιν, ὅλοι θά ἦσαν καλοί ἀπό ἄποψιν συμφεροντολογίας, (διά νά ἔχουν τά ὑλικά ἀγαθά τοῦ κόσμου τούτου).
Ὁ Θεός δέν μᾶς θέλει νά ἔχωμεν ἰδιοτελῆ ἀγάπην, ἀλλ’ τήν ἀνιδιοτελῆ, τήν ἀγάπην ἡ ὁποία οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς. Ἐάν δέν μᾶς ἐδοκίμαζε, θά ἐμέναμεν είς τήν κατάστασιν τῆς συμφεροντολογίας, θά ἐκάμναμεν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀποβλέποντες μόνον εἰς τήν εὐημερίαν μας, καί ὄχι πρός ἐπίτευξιν τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης».
* * *
Καί ὅλα αὐτά καί πολλά ἄλλα ὀρθόδοξα τά ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὅταν δίδασκε στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, πρίν ἔλθη στήν Ἑλλάδα γιά νά διδάξη, (τά ἔτη 1960-1962) σέ ἡλικία μόλις 33-34 ἐτῶν.
Αἰωνία νά εἶναι ἡ μνήμη τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη πού παρέδωσε μιά τέτοια ὀρθόδοξη Πατερική Δογματική, καί αἰωνία νά εἶναι καί ἡ μνήμη τοῦ φοιτητοῦ του π. Στεφάνου Ἀβραμίδη, πού διέσωσε αὐτές τίς Σημειώσεις.