Σα, 14/12/24 | 5:07

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ως Καθηγητής της Δογματικής

Στην Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυρού Βοστώνης Αμερικής

Ιερόθεος, Μητροπολίτης Ναυπάκτου
Ιερόθεος, Μητροπολίτης Ναυπάκτου
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1945. Είναι πτυχιούχος της θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ, και επίτιμος διδάκτορας του τμήματος Κοινωνικής θεολογίας της Θ.Σ. του Ε.ΚΠ.Α. Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους Θεολόγους στον ορθόδοξο χώρο. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πάνω από 25 γλώσσες. Η εις Επίσκοπο χειροτονία του τελέσθηκε στις 20 Ιουλίου 1995

Του ιδίου συγγραφέα:

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, πρίν ἐκλεγῆ Καθηγητής τῆς Δογμα­τικῆς στήν Θεο­λογική Σχολή Θεσσαλονίκης δίδασκε τό μάθημα τῆς Δογματικῆς στήν Θε­ολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης. Στό κείμενο αὐτό θά δοῦμε ποιό ἦταν τό περιεχόμενο τῆς διδασκα­λίας του καί πῶς ἐκπαίδευε τούς νεαρούς τότε θεολόγους τῆς Θεο­λογικῆς αὐτῆς Σχολῆς.

1. Ὁ τρόπος τῆς διδασκαλίας του

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὕστερα ἀπό ἔρευνα στήν Δογματική καί τήν πατε­ρική διδασκαλία, καί στίς ἑτερόδοξες πηγές, εἶχε κατα­λήξει ἀπό νέος στήν διδα­σκαλία τῆς αὐθεντικῆς Δογματικῆς. Ἤθελε νά καθορίση τήν διαφορά τῆς δυτικῆς θεολογίας ἀπό τήν πατερική ὀρθόδοξη θεολογία καί στήν συνέχεια ἤθελε νά δώση ἀσφαλῆ κρι­τήρια, γιά νά διακρίνουν οἱ φοιτητές τήν ὀρθόδοξη ἀπό τήν δυτική θεολογία.

Κατ’ ἀρχάς, στίς ἐπιστολές πού ἀπέστειλε στόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, ὁ ὁποῖος τότε δίδασκε στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Χάρ­βαρ­ντ, διαβάζουμε μερικές πληροφορίες γιά τόν τρόπο καί τήν μέθοδο τῆς διδασκαλίας του. Σέ ἐπιστολή μέ ἡμερομηνία 22 Σε­πτεμ­­βρίου 1959 γράφει τίς διδασκαλικές ἐμπειρίες του.

«Τήν περασμένη ἑβδομάδα ἀρχίσαμε τά μαθήματα στό Brookline καί διδάσκω ἐννέα ὧρες. Πηγαίνω Δευτέρα-Τετάρτη-Πα­ρα­σκευή ἀπό τίς 9.30΄-12.30΄. Τοὐλάχιστον τό ὡράριό μου δέν ἔχει κενά. Οἱ δευτεροετεῖς καί τριτοετεῖς τοῦ θεολογικοῦ κλάδου ἔχουν πολύ κακή κατάρτιση στήν ὅποια θεολογία διδάχτηκαν καί θά εἶναι δύσκολο νά διορθωθοῦν οἱ κακές συνήθειες στόν τρόπο σκέψης τους. Οἱ πρωτοετεῖς θά εἶναι ἐντάξει, νομίζω, ἀφοῦ θά διδαχθοῦν μαθήματα θεολογίας γιά πρώτη φορά».

Σέ μιά μεταγενέστερη ἐπιστολή του στίς 15 Σεπτεμβρίου 1960, δη­λαδή τόν ἑπόμενο χρόνο, γράφει στόν π. Γεώργιο Φλω­ρόφσκυ:

«Γιά τήν ὥρα συζητάω ἄν πρέπει νά συνεχίσω μέ τό θέμα “Ὁ Ἅγ. Αὐγουστῖνος καί ὁ Αὐγουστινιανισμός” γιά τίς ἐξετάσεις κορ­μοῦ ἤ νά τό ἀλλάξω στόν νέο-πλα­τωνισμό. Τό πρῶτο θά ἄξιζε τόν κόπο, ἀλλά τό δεύτερο θά εἶναι πιό περιορισμένο χρονολογικά καί πιό σημαντικό γιά τήν πατερική ἀνατολική παράδοση, ἰδιαί­τερα τήν ἱστορική περίοδο πού μέ ἀφορᾶ γιά τήν εἰδικότητα καί τήν διατριβή. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά φέτος στήν Σχολή διδάσκω ἕνα μάθημα “Ἱστορία τῆς Δυτικῆς Θεο­λογίας” ἀπό τόν Αὐγουστῖνο στόν Ὄκκαμ τό πρῶτο τερά­μηνο καί στήν συνέχεια γιά τήν δια­μάχη τοῦ Jansenism τό δεύτερο τετράμηνο. Ἔτσι θά κάνω προσε­κτική μελέτη προετοιμαζόμενος γιά τίς διαλέξεις μου».

Φαίνεται καθαρά ὅτι τόν ἀπασχολοῦσε ἔντονα ἡ «ἱστορία τῆς Δυτικῆς θεολογίας», ἀφοῦ δίδασκε σέ φοιτητές πού γεννήθηκαν καί μεγάλωσαν στήν Ἀμερική καί γνώρισαν αὐτήν τήν θεολογία, ὁπό­τε θέλει νά τούς δώση τά ἀπαραίτητα κριτήρια γιά νά ξεχωρί­ζουν τήν Ὀρθόδοξη θεολογία ἀπό τήν Δυτική θεολογία.

Μερικοί δικοί μας θεολόγοι σήμερα κρίνουν τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ὅτι περιορίστηκε στά κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλη­σίας, καί μάλιστα τῶν ἡσυχαστῶν Πατέρων καί δέν ἀσχολήθηκε μέ τούς δυτικούς θεολόγους.

Ὅμως, τό ἀντίθετο συμβαίνει. Ἐλάχιστοι γνώρισαν τήν δυτική θεολογία (Ρωμαιοκαθολική-Προτεσταντική), ὅπως τήν γνώριζε ἐ­κεῖ­­­νος, γιατί τήν σπούδασε στά δικά τους Πανεπιστημιακά Κέντρα Σπουδῶν. Ἀκριβῶς, ἐπειδή γνώριζε πολύ καλά τήν δυτική θεολογία, γι’ αὐτό καί μποροῦσε νά μιλήση γι’ αὐτήν, ἔχοντας, ὅμως, αὐθεν­τικά κριτήρια.

Ἀργότερα, ὕστερα ἀπό μεγάλη πεῖρα πού ἀπέκτησε, ἀσχο­λήθηκε μέ τήν θεολογία τῶν Θεοπτῶν Πατέρων πού ἐκφράζουν τήν ἐμπειρική ἀποκάλυψη, τῆς ὁποίας βάση εἶναι ἡ μέθεξη τῆς καθαρ­τικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.

Γιά τό πῶς δίδασκε τό μάθημα τῆς Δογματικῆς στήν Θεολο­γική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης ἔχουμε διατυπωμένη μιά μαρτυρία τοῦ φοιτητοῦ του Πρωτ. π. Στεφάνου Ἀβραμίδη, τήν ὁποία ἐξέφρασε κατά τήν παρουσίαση τοῦ δίτομου ἔργου μου τῆς «Ἐμπειρικῆς Δογματικῆς» πού ἔγινε στήν Ἀθήνα, στήν «Στορά τοῦ βιβλίου» στίς 19 Ἰανουαρίου 2011. Ἐκεῖ ὁ π. Στέφανος Ἀβραμίδης, μεταξύ τῶν ἄλλων εἶπε:

«Ὁ π. Ἰωάννης, ὅμως, μᾶς ἄνοιξε τά μάτια καί καταλάβαμε, ὅτι αὐτός ὁ ἀσκητικός τρόπος ζωῆς τῶν γονιῶν μας εἶχε σκοπό νά μᾶς διδάξη τήν ἀγάπη τήν ἀνιδιοτελῆ, τήν ἀγάπη, ἡ ὁποία οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς, καί ὅτι ὁ τρόπος αὐτός τῆς ζωῆς βοηθοῦσε στό νά ἐπιτύ­χουμε τήν κάθαρση τῶν παθῶν. Συνεπῶς, ἡ εὐσέβεια καί ἡ εὐλά­βεια τῶν ἁπλῶν μας γονιῶν ἦταν στήν πράξη ἐφαρμοσμένη, ὀρθό­δο­ξη θερα­πευτική ἀγωγή.

Ὁ π. Ἰωάννης μᾶς ἔδωσε νά καταλάβουμε ὅτι τά δόγματα τῆς Ὀρθοδοξίας ἐκφράζουν μέ τόν καλύτερο -ἀνθρωπίνως δυνατόν-  τρό­πο, τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία τῶν θεουμένων Πατέρων καί Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Τά δόγματα, ὅμως, εἶναι μόνον ὁδοδεῖκτες. Ὅταν ὁ καθένας, ἐφ’ ὅσον ὁ Θεός τοῦ τό χαρίσει, ζήση τή δική του Πεντηκοστή, ὅταν δηλαδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιο τόν ὁδηγήση εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν, τότε κατανοεῖ ὅτι ἡ ἐμπειρία ὑπερέχει τοῦ δόγματος καί ὅτι ὁ Θεός οὔτε Τριάδα εἶναι, οὔτε Μονάδα, ἀλλά ἐπέκεινα καί τῆς Τριάδος καί τῆς Μονάδος.

Στά πρῶτα του μαθήματα, μᾶς συνέστησε νά διαβάσουμε τήν διατριβή του Τό Προπατορικό Ἁμάρτημα, ὡς εἰσαγωγή στήν Πατε­ρική Θεολογία τῆς ἀρχεγόνου Ἐκ­κλησίας καί -ἄς μή σᾶς φανῆ πα­ράξενο- μᾶς ἔβαλε νά μελετήσουμε ὅλα τά διάφορα φιλοσοφικά συστήματα, ἀρχαῖα καί σύγχρονα, μέ ἔμφαση στά φιλο­σοφικά συ­στή­ματα τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Ἀριστοτέλη καί τοῦ Πλωτίνου. Ὁ σκοπός του ἦταν νά γνωρίσουμε τόν τρόπο σκέψεως τῶν Ἑλλήνων καί τή νοο­τροπία πού ἐπικρατοῦσε κατά τήν ἐποχή πού διατυπώθηκαν τά δόγματα.

Ἔτσι θά μπορούσαμε νά καταλάβουμε γιατί ὁρισμένοι αἱρε­τικοί ἔπεσαν στήν αἵρεση ἐπιχειρώντας τήν ἐφαρμογή ὁρισμένων φι­λο­σοφικῶν κατηγορημάτων σκέ­ψεως στά δόγματα τῆς Ἐκκλη­σίας.

Μετά, γιά νά μπορέσουμε νά καταλάβουμε τήν σχολαστική θεολογία, ἔπρεπε νά γνωρίζουμε καλά τήν φιλοσοφία τοῦ Ἀρι­στο­τέλη, ἀφοῦ οἱ σχολαστικοί ἐφάρ­μοσαν σχεδόν ὁλόκληρο τό φιλο­σο­φικό σύστημα τοῦ Ἀριστοτέλη στήν θεολογία τους, ταυτίζοντας τόν Θεό μέ τό πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον. Οἱ συνέπειες βεβαίως μᾶς εἶναι γνωστές: ἡ διδασκαλία περί κτιστῆς χάριτος, ἡ ταύτιση οὐσίας καί ἐνεργείας κ.ἄ.

Στήν συνέχεια μᾶς τόνιζε τήν διαφορά μεταξύ τῆς πατερικῆς διδασκαλίας περί δικαιώσεως καί δικαιοσύνης καί ἐκείνης τῶν σχο­λαστικῶν. Γιά τούς Πατέρες δικαιοσύνη = ζωοποίησις. Ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν ἔχητε καί περισσόν ἔχητε, ἐνῶ γιά τούς σχολαστικούς ἡ δικαιοσύνη ἦταν μιά ὑπόθεση δικανική: ἡ ἱκανοποίηση τῆς Θείας Δικαιοσύνης, τῆς ὀργῆς ἑνός σκληροῦ καί ἀδέκαστου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπαιτοῦσε μιά ἄπειρη θυσία γιά τήν ἱκανοποίηση μιᾶς προσβολῆς κατά τῆς ἄπειρής Του δικαιοσύνης.

Σ’ ὅλα αὐτά ἔδινε ἔμφαση ὁ π. Ἰωάννης, διότι ἤμασταν Ὀρθό­δοξοι, πού στήν Ἀμερική ζούσαμε μέσα σέ μιά λαοθάλασσα ἀπό Ρωμαιοκαθολικούς καί Προ­τεστάντες, ὁρισμένοι ἐκ τῶν ὁποίων ἦταν ἐπιθετικοί μέ σκοπό νά μᾶς προ­σηλυτίσουν στήν πλάνη τους, καί ἡ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου γινόταν σχεδόν πάντοτε ἐν ἀντι­διαστολῇ πρός τά ὅσα πίστευαν οἱ γείτονές μας Λατῖνοι καί Προ­τεστάντες».

Στήν συνέχεια ὁ π. Στέφανος Ἀβραμίδης ἐξέθεσε μιά σύνοψη τοῦ τρόπου τῆς διδασκαλίας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη. Εἶπε:

«Γιά νά μᾶς βοηθήση νά διακρίνουμε τήν ὀρθόδοξη διδα­σκα­λία ἀπό τή νόθο, μᾶς δίδασκε τίς ἑξῆς θεολογικές ἀρχές πού διέ­πουν τήν πατερική, τήν ὀρθόδοξη θεολογία:

1ον: ἡ διάκριση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Ἄκτιστος εἶναι μονάχα ὁ Θεός, καί ἄρα μόνον ὁ Θεός εἶναι φύσει ἀθάνατος. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι κτιστά καί, συ­νεπῶς, φύσει θνητά. Ἀκόμα καί ἡ ψυχή, πού εἶναι μέν ἀθάνατη ὄχι, ὅμως, κατά φύση ἀλλά κατά χάρη.

2ον: τό ἐντελῶς διάφορον μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ, κάτι πού ἀποκλείει τήν ἀγαπητή στούς δυτικούς θεολόγους analogia entis, καί

3ον: ἡ διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας.

Ἔπειτα διδαχθήκαμε τήν θεολογία τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, τό πῶς ἀποκλίνει ἀπό τήν ὀρθόδοξη πατερική διδασκαλία καί πῶς δια­μόρφωσε τά διάφορα θεο­λογικά ρεύματα τῆς Δύσεως.

Μετά ἀκολούθησε ἡ διδασκαλία περί ἀσκητικῆς θεολογίας καί πορείας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν κάθαρση μέχρι τήν θέωση, μέ ἔμφαση τῶν ὅσων ἀναφέρουν στά συγγράμματά τους οἱ ἅγιοι Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος καί Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀλλά καί ὅσα βλέπουμε στήν ζωή τῶν ἁγίων.

Τέλος μᾶς δίδασκε περί Συνόδων καί γιά τά Δογματικά καί Συμ­βολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Ἔχοντας τόν π. Ἰωάννη καθηγητή ἐπί τέσσαρα συναπτά ἔτη -διότι ἡ φοίτηση στήν Θεολογική Σχολή Βοστώνης διαρκοῦσε ἑπτά χρό­νια- συνδεθήκαμε στενά.

Πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἡ ἀγάπη μου γιά τό μάθημά του. Μετά ἡ κοινή καταγωγή. Τρίτον ὁ κοινός Πνευματικός Πατέρας. Ὡς γνω­στόν, ὁ π. Ἰωάννης εἶχε σάν Πνευ­ματικόν Πατέρα, διδάσκαλο καί μέντορα τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι. Εἶχα καί ’γώ τήν ἰδιαίτερη εὐλογία νά ἔχω ἐξομολόγο τόν π. Γεώργιο, ὁ ὁποῖος δέν ἦταν μόνον διακεκριμένος θεολόγος ἀλλά καί ἕνας ἅγιος Κληρικός μέ πολλή ταπείνωση, κατανόηση (κατανόηση ὄχι καταξίωση) καί πρό παντός μέ πολλή ἀγάπη. Συχνά τόν π. Γεώργιο τόν ἐπισκεπτόμουν εἴτε στήν Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδος στήν Βοστώνη εἴτε στό σπίτι του κοντά στήν πλατεία Harvard, στό Cambridge».

Φαίνεται ἡ ἐπαγωγική μέθοδος πού ἀκολουθοῦσε ὁ π. Ἰωάν­νης Ρωμανίδης στό μάθημα τῆς Δογματικῆς. Ἔδινε στούς φοιτητές του καθαρά ἑρμηνευτικά κλει­διά, πρῶτα γιά νά διακρίνουν τήν ὀρθόδοξη θεολογία ἀπό τήν δυτική θεο­λογία, ὕστερα τούς εἰσή­γαγε στήν ἀσκητική διδασκα­λία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἔπειτα τούς παρουσίαζε τίς ἀπο­φάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνό­δων, ἑρμη­νεύοντας τά Πρακτι­κά τους.

Πρόκειται γιά πολύ σημαντική καί ἐπαγωγική μέθοδο διδα­σκα­λίας τῶν Δογμάτων πού γινόταν τό 1960, δηλαδή, πρίν 63 χρό­νια, ὅταν ἐδῶ στίς Θεολογικές Σχολές κυκλοφοροῦσαν ὅλα τά δυ­τι­κά θεολογικά ρεύματα, χωρίς νά ὑπάρχουν αὐθεντικά ὀρθόδο­ξα κριτήρια, πού εἶναι ἡ πράξη καί θεωρία, δηλαδή ἡ μέθεξη τῆς κα­θαρ­­τικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.

2. Τό περιεχόμενο τῆς δογματικῆς του

Μετά τήν κοίμηση τοῦ π. Στεφάνου Ἀβραμίδη ἡ κόρη του Ἔφη Ἀβραμίδου, ἐπειδή γνώριζε τόν σύνδεσμό μου καί μέ τόν πα­τέρα της καί μέ τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, μοῦ παρέδωκε τμῆμα τοῦ ἀρχείου τοῦ πατέρα της, μέ ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα.

Μεταξύ τῶν ἄλλων στοιχείων πολύ ἐνδιαφέρον ἔχουν οἱ σημειώσεις πού εἶχε στήν κατοχή του ὁ π. Στέφανος ἀπό τίς παρα­δόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη στήν Θεολογική Σχολή Βοστώνης κατά τό ἔτος 1960-1961 (σελ. 126) καί τό ἔτος 1961-1962 (σελ. 113). Ἐπίσης, ὑπάρχουν καί διάφορα κείμενα (σελ. 81) καί ἄλλα κεί­μενα καί σημειώσεις.

Ὅταν διαβάζη κανείς ὅλο αὐτό τό ὐλικό διαπιστώνει ὅτι δέν προέρχονται ἀπό κείμενα τά ὁποῖα ἐδόθησαν ἀπό τόν Καθηγητή τους, ἄλλωστε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης δέν συνήθιζε νά δίνη γρα­πτές σημειώσεις, καθώς ἐπίσης διευκο­λυνόταν νά ὁμιλῆ στήν ἀγγλική γλώσσα, σέ ἀγγλόφωνους, μάλιστα, φοι­τητές, ἀλλά εἶναι σημειώσεις πού κρατοῦσαν διάφοροι φοιτητές του, τῶν ὁποίων τά ἀρχικά πολ­λές φορές τίθενται στό τέλος τῶν σημειώσεων. Πιθανο­λογεῖται ὅτι τίς ἔβλεπε ὁ π. Ἰωάννης, γιατί σέ πολλές λέξεις ὑπάρ­χουν διορθώσεις καί συμπληρώσεις. Στίς σημειώσεις αὐτές ὑπάρ­χουν τά ἑξῆς ἀρχικά τῶν ὀνομάτων καί ἐπωνύμων αὐτῶν πού τίς κρατοῦσαν: Ν.Τ., Σ.Β., Γ.Σ. δθκ, Σ.Λ.Α., Σ.Σ. δγκ, Σ.Δ.Β., Σ.Α./πκ, Σ.Α./δκ, Σ.Α./δκ, Ν.Φ./δγκ κ.ἄ.

Πάντως, οἱ σημειώσεις αὐτές δείχνουν καθαρά τήν ἐξαιρετική γνώση τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας, πού εἶχε ὁ π. Ἰωάννης καί ὅλων τῶν θεολογικῶν ρευμάτων πού ἐπικρατοῦσαν τότε στήν Ἀμερική. Ἦταν ἕνας ὥριμος δογματικός θεολόγος, ἐνῶ ἦταν στήν ἡλικία τῶν 33 ἐτῶν. Ἦταν φαινόμενο.

Θά παραθέσω τά περιεχόμενα τῶν ἑξαμήνων τῶν μαθητῶν τῆς Δογματικῆς καί τῶν δύο ἀκαδημαϊκῶν ἐτῶν (1960-1961 καί 1961-1962), τά ὁποῖα προφανῶς τούς τά εἶχε παραδώσει ὁ ἴδιος ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.

Δογματική Α΄ (1960-1961)

Μέρος Α΄

1. Εἰσαγωγικά

α. Ὁρισμός καί σκοπός τῆς Δογματικῆς

β. Σχέσις λογικῆς καί Ἀποκαλύψεως, πίστεως καί γνώ­σεως

γ. Οἱ τρεῖς τρόποι γνώσεως περί Θεοῦ γενικῶς

1. Φυσικός

2. Προφητικός καί ἄμεσος

3. Βιβλικός

δ. Γενικά τινα περί τοῦ γνωστοῦ τοῦ Θεοῦ

ε. Γενικά τινά περί τῶν προσιτῶν εἰς τούς Προφήτας, Ἀποστό­λους καί Ἁγίους ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ

στ. Γενικά τινά περί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως ἐκ σωτηριο­λο­γικῆς ἀπόψεως καί ἡ θέσις ἐν αὐτῇ τῆς Ἁγίας Γραφῆς

ζ. Οἱ Πατέρες ὡς ἑρμηνευταί τῶν Γραφῶν

η. Ἡ σχέσις τῆς πατερικῆς θεολογίας πρός τά ἄλλα μαθή­ματα τῆς θεολογίας

θ. Ἡ σχέσις τῆς πατερικῆς θεολογίας πρός τήν ποιμαν­τορίαν καί τήν καθημερινήν μας ἐν Χριστῷ ζωήν ἐν γένει

ι.  Ὁ σωτηριολογικός ποιμαντικός καί πρακτικός χαρακτήρ τῆς Ὀρθο­δό­ξου πατερικῆς θεολογίας

2. Ἡ ἐκ τῶν ἀνωτέρω ἀντλουμένη μέθοδος τῆς Ὀρθοδόξου δογ­ματικῆς θεο­λογίας

3. Ἡ Ἁγία Γραφή

α) Ὁ Κανών τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐν γένει

β) Θεοπνευστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς

1. Ἡ μηχανική καί κατά γράμμα θεωρία

2. Ἡ ἠθική θεωρία τῶν φιλελευθέρων Προτεσταντῶν

3. Ἡ κατ’ ἔννοιαν δυναμική Θεοπνευστία κατά τούς Ἕλληνας Πατέ­ρας γενικῶς

γ) Ἡ περί Ἀποκαλύψεως διδασκαλία τῶν Ἑλλήνων Πατέ­ρων καί σύγ­χρο­νος κριτική τῆς βίβλου

δ) Ὁ τρόπος ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί εἰδικῶς τῆς Παλαιᾶς Δια­θήκης

1. Ἡ κατά γράμμα ἑρμηνεία

2. Ἡ ἀλληγορική ἑρμηνεία

3. Ἡ τυπολογική ἑρμηνεία

4. Ἡ Ἱερά Παράδοσις

α. Αἱ δημιουργικαί, προνοητικαί, σωστικαί καί ἁγιαστικαί ἐνέρ­γειαι τοῦ Θεοῦ ὡς κέντρον καί κύριον ὑποκείμενον τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί ἡ ἔκφανσις αὐτῶν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ, διδασκαλίᾳ καί μυστηριακῇ ζωῇ τῶν ἐν Χριστῷ ζώντων

β. Ἡ θέσις τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ εἰδικότερον

γ. Αἱ περί Λατρείας Παραδόσεις (τελετουργική, ἀρχιτε­κτονική, εἰκονο­γραφία, ἅγια λείψανα, κανδήλια κτλ.) τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς ἐκφάνσεις τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας καί τῆς μυσταγωγίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

δ. Τό Ὀρθόδοξον βίωμα ὡς ἔκφρασις τοῦ Ὀρθοδόξου Δόγ­­ματος

Μέρος Β΄

Ἁπλῆ θεολογία

1. Τό γνωστόν τοῦ Θεοῦ

α) Τό γνωστόν τοῦ Θεοῦ ἄνευ εἰδικῆς ἀποκαλύψεως

β. Τό γνωστόν τοῦ Θεοῦ διά τῆς Ἀποκαλύψεως

γ. Τό εἰς τούς ἁγίους καί ἀγγέλους γνωστόν τοῦ Θεοῦ

1. Ἡ διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῆς Και­νῆς Δια­θήκης καί τῶν Ἑλλήνων Πατέρων

2. Ἡ καταδικασθεῖσα αἵρεσις τῆς Δύσεως

δ) Αἱ ἐνδείξεις περί τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ καί τά περί αὐτῶν λογικά καί φιλοσοφικά ἐπιχειρήματα

ε) Ἡ ἔμφυτος ἐν τῷ ἀνθρώπῳ γνῶσις περί τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ καί τά ὅρια αὐτῆς

2. Ἰδιότητες, Προσόντα, Ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ, ἤ περί θείων ὀνο­­­­μά­των

3. Οἱ τρεῖς καθολικαί σχέσεις τοῦ Θεοῦ∙ ἡ κατ’ οὐσίαν, ἡ καθ’ ὑπόστασιν (ἤ κατ’ οὐσίαν) καί ἡ κατ’ ἐνέργειαν.

4. Τά Ὑποστατικά ἰδιώματα

α. Ὁ Πατήρ καί τά περί τοῦ ὀνόματος

1. Τό ἀγέννητον, τό ἀγένητον καί ἄναρχον

2. Τό γεννᾶν

3. Τό ἐκπορεύειν

4. Τό ἐξ οὗ

5. Τό θέλειν, ποιεῖν, κτίζειν, ἐνεργεῖν, ζωοποιεῖν, προ­­νοεῖν κτλ.

β. Ὁ Υἱός καί τά περί τοῦ ὀνόματος

1. Τό γεννητόν, τό ἀγένητον καί συνάναρχον

2. Εἰκών τοῦ Πατρός

3. Τό δι’ οὗ

4. Τό θέλειν, τό ποιεῖν, τό κτίζειν, ἐνεργεῖν, ζωο­ποιεῖν, προ­νο­εῖν, σώζειν κτλ.

γ. Τό Ἅγιον Πνεῦμα καί τά περί τοῦ ὀνόματος

1. Τό ἐκπορευτόν, ἀγένητον καί συνάναρχον

2. Εἰκών τῆς Εἰκόνος

3. Τό ἐν ᾧ

4. Τό θέλειν, ποιεῖν, ἐνεργεῖν, κτίζειν, ζωοποιεῖν, προ­νοεῖν, σώζειν κτλ.

δ. Ὁ Ἀληθινός, ἡ Ἀλήθεια καί τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας

Ὁ Σοφός, ἡ Σοφία, τό Πνεῦμα τῆς Σοφίας

Ὁ ζῶν, ἡ ζωή καί τό Πνεῦμα τῆς ζωῆς

Ὁ Δυνατός, ἡ Δύναμις καί τό Πνεῦμα τῆς Δυνάμεως κτλ.

5. Ἡ Μοναρχία τοῦ Πατρός. Ἡ Ὑπερούσιος Θεαρχία. Ἡ πηγαία Θεότης

Ὁ Πατήρ ἡ μόνη αἰτία καί πηγή τῆς Τρισυποστάτου θεότητος

6. Τά ὀνόματα Θεός καί θεότης

7. Τό γεννᾶν καί ἐκπορεύειν ἐν ἀντιβολῇ πρός τό ἐξ οὗ, τό δι’ οὗ καί τό ἐν ᾧ.

8. Τό γεννᾶν καί τό ἐκπορεύειν ἐν ἀντιβολῇ πρός τό θέλειν, ποιεῖν, κτίζει, προνοεῖν, ζωοποιεῖν, σώζειν καί ἁγιάζειν.

9. Ἀνακεφαλαίωσις τοῦ περί τῆς Ἁγίας Τριάδος Δόγματος ἐξ ἐπόψεως τῆς Ὀρθοδόξου γνωσιολογίας καί σωτηριολογίας

10. Ἡ περί Ἁγίας Τριάδος ὁρολογία πρό τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Τά ὀνό­ματα Θεός, Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα καί ἡ σημασία τῆς γεννήσεως καί ἐκπορεύσεως, ὁ λεγόμενος ἡμι-ἀρεια­νι­σμός τῶν πρώτων Πατέρων (ἡ θεωρία τοῦ Πεταβίου Petavius)

11. Τό ὁμοούσιον

α. Παῦλος Σαμοσατεύς

β. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καί οἱ ὅροι Οὐσία καί Ὑπόστασις

γ. Οἱ Μεγάλοι Καππαδόκαι καί ὁ τελικός καθορισμός τῆς χρήσεως τῶν ὅρων οὐσία καί ὑπόστασις.

δ. Ὁ ἅγ. Αὐγουστῖνος καί ἡ περί Τριάδος Μεθοδολογία καί ὁρολογία αὐτοῦ

ε. Γενικά τινα περί τοῦ ὅρου «φύσις» ἐν τῇ Ἀλεξανδρινῇ θεο­λογία (Ἡ μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη)

12. Αἱ Τριαδικαί Αἱρέσεις

α. Τροπικοί Μοναρχιανοί

β. Δυναμικοί Μοναρχιανοί

γ. Ἄρειος

δ. Εὐνόμιος

ε. Filioque (καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ).

Αὐτό ἦταν τό περιεχόμενο τῶν παραδόσεων στό μάθημα τῆς Δογματικῆς, τοῦ ἔτους 1960-1961, ἀπό ἕναν ὥριμο θεολόγο πού τότε ἦταν στήν ἡλικία τῶν 33 ἐτῶν!!

Ἐγώ παρηκολούθησα ὡς φοιτητής Δογματική στήν Θεολο­γική Σχολή Θεσσαλονίκης τό ἔτος 1967-1968, δηλαδή ἑπτά χρόνια μετά ἀπό τήν χρονολογία πού παραδιδόταν ἡ Δογματική στούς φοιτητές τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, καί βλέπω τήν τεράστια διαφορά. Αὐτά πού παρέδιδε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης τότε, τά ἔμα­θα πολύ ἀργότερα, ὕστερα ἀπό πολλή ἔρευνα.

* * *

Θά παρουσιάσω καί τά περιεχόμενα τῆς διδασκαλίας τῆς Δογ­μα­τικῆς τό ἑπόμενο ἔτος, ἤτοι τό Α΄ ἑξάμηνον τοῦ 1961-1962, μέ τόν τίτλο «Δογματική Β΄ Θεολογικοῦ».

Δογματική Β΄ (1961-1962)

ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ

1. Χριστολογία ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ, Ἀποκαλυπτικῇ Φιλολο­γίᾳ καί Καινῇ Διαθήκῃ.

2. Χριστολογία Δυναμικῶν Μοναρχιανῶν

3. Χριστολογία Τροπικῶν Μοναρχιανῶν

4. Χριστολογία τοῦ Ἀρείου

5. Χριστολογία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου

6. Ἡ ἐξ ἐπόψεως Χριστολογίας καί Τριαδολογίας ἀντίδρασις τῶν ἑξῆς:

α. Εὐσταθίου Ἀντιοχείας

β. Διοδώρου Ταρσοῦ

γ. Θεοδώρου Μοψουεστίας

7. Χριστολογία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων

8. Χριστολογία τοῦ Ἀπολλιναρίου

9. Αἱ φιλοσοφικαί προϋποθέσεις τῆς Χριστολογίας τοῦ Παύ­λου Σαμοσατέως, Ἀρείου, Θεοδώρου Μοψουεστίας, καί Νε­στο­ρίου

10. Αἱ φιλοσοφικαί προϋποθέσεις τῶν Ἀντιοχειανῶν (Νεστο­ρια­νιζόντων) θεο­λόγων ἐν ἀντιβολῇ πρός τήν βιβλικήν μέθο­δον τῶν Καππαδοκῶν καί Ἀλε­ξανδρινῶν Πατέρων

11. Τά προβλήματα ὁρολογίας Σχολῶν Καππαδοκίας, Ἀντιο­χείας, Ἀλεξαν­δρείας καί Ρώμης.

12. Ἡ Τρίτη Οἰκουμενική Σύνοδος

α. Νεστόριος

β. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας

γ. Συμφιλίωσις τοῦ 433 μεταξύ Ἰωάννου Ἀντιοχείας καί Κυρίλ­λου καί ἡ Δογματική βάσις αὐτῆς

δ. Ἡ ἀποδοχή ἤ ἀπόρριψις αὐτῆς ἐν Συρίᾳ καί Αἰγύπτῳ καί τά δημιουρ­γηθέντα θεολογικά κόμματα

ε. Ἀνασκόπησις συγγραμμάτων καί ἐπιστολῶν ἐχόντων σχέ­σιν πρός τήν Χριστολογικήν διαμάχην τῆς περιόδου ταύτης.

13. Τά πρό καί μετά τήν Ληστρικήν Σύνοδον

α. Χριστολογία Εὐτυχοῦς καί ἡ καταδίκη αὐτοῦ τῷ 448

β. Ἡ ὑπό τοῦ Διοσκόρου ἐγκατάλειψις καί συμφιλιωτικῆς γραμ­μῆς τοῦ Κυρίλλου καί αἱ κατά τῶν Ὀρθοδόξων καί Νεστοριανι­ζόντων θεολογικαί καί πολιτικαί ἐνέργειαι αὐ­τοῦ

14. Ἡ Τετάρτη Οἰκουμενική Σύνοδος

α. Ὁ ὅρος τῆς Συνόδου

β. Αἱ ἐπιστολαί τοῦ Κυρίλλου ἐγκριθεῖσαι ὑπό τῆς Συ­νό­δου

γ. Ὁ Τόμος τοῦ Λέοντος, ἡ κατ’ αὐτοῦ ἀντίδρασις καί ἡ τελική ἀποδοχή αὐτοῦ.

δ. Τά αἴτια τῆς καταδίκης τοῦ Διοσκόρου καί τό σχίσμα τῶν Μονο­φυ­σιτῶν

15. Ἡ περί τήν Δ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον

α. Τό ἑνωτικόν τοῦ Ζήνωνος καί τό Ἀκακιανόν σχίσμα

β. Τά αἴτια τῆς ἀντιδράσεως τῶν Μονοφυσιτῶν κατά τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

16. Ἡ Ἐκκλησιαστική Πολιτική τοῦ Ἰουστίνου καί ἡ ἄρσις τοῦ Ἀκακιανοῦ σχί­σμα­τος τῷ 519 καί αἱ τοπικαί σύνοδοι

17. Ἡ Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδος

α. Ἡ θεωρία περί Chalcedonianism καί Neo-Chalce­do­nianism

β. Ὁ Λεόντιος Βυζάντιος καί ἡ ἐνυποστασία

γ. Ὁ Σεβῆρος Ἀντιοχείας

δ. Ἰουλιανός Ἁλικαρνασσοῦ καί οἱ Ἀφθαρτοδοκῆται

ε. Ὁ Μέγας Ἰουστινιανός ὡς θεολόγος

στ. Ὁ ὅρος τῆς Συνόδου ἐν σχέσει πρός τήν Δ΄ Οἰκ. Σύν.

18. Ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος

α. Ἡ διδασκαλία περί μιᾶς ἐν Χριστῷ ἐνεργείας καί ὁ Διο­νύ­σιος ὁ Ἀρεο­πα­γίτης

β. Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων καί ἔκθεσις τοῦ Ἡρακλείου

γ. Μονοθελητισμός

δ. Μάξιμος Ὁμολογητής καί τά περί φυσικοῦ καί γνω­μικοῦ θελήματος

ε. Ὁ ὅρος τῆς Συνόδου

Οἱ τίτλοι τῶν περιεχομένων τῆς Δογματικῆς δόθηκαν ἀπό τόν ἴδιο τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη καί τά ὑπόλοιπα εἶναι σημειώσεις ἀπό διαφόρους φοιτητές τῶν ὁποίων τά ἀρχικά τῶν ὀνομάτων τίθενται σέ μερικές ἀπό τίς σημειώσεις, ὅπως ἀνέφερα στήν ἀρχή τοῦ κει­μένου αὐτοῦ. Πάντως, φαίνεται ἡ πληρότητα τῆς πα­ρου­σίασης τῆς Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπό ἕναν νέο τότε Θεολόγο, τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη.

3. Μερικά ἀποσπάσματα ἀπό τίς σημειώσεις

Ὅλες οἱ σελίδες τῶν σημειώσεων αὐτῶν προσφέρουν ἄφθο­νο θεολογικό ὑλι­κό, παρουσιάζουν τήν ὀρθόδοξη δογματική διδα­σκαλία γιά διάφορα θέματα. Γιά νά λάβουν κάποια γνώση οἱ ἀνα­γνῶστες ἀπό τό περιεχόμενο τῶν μαθημάτων, θά παραθέσω με­ρικά ἀποσπάσματα ἀπό τίς Σημειώσεις τῆς Ὀρθοδόξου Δογμα­τι­κῆς.

α) Ὁ σκοπός τῆς Ὀρθόδοξης Δογματικῆς

«Ἡ Ὀρθόδοξος Δογματική ἔχει σωτηριολογικήν σημασίαν· δη­λα­δή ἀσχολεῖται μέ θέματα, τά ὁποῖα ἀφοροῦν τήν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου. Δέν εἶναι μία ἀφηρημένη ἔννοια, ὅπως τά διάφορα φι­λο­σοφικά συστήματα, τά ὁποῖα ἔχουν σχέσιν μέ τήν ἠθική τοῦ ἀν­θρώπου κτλ.

Ἡ Ἐκκλησία ἔχει δύο σκοπούς· ἀφ’ ἑνός μέν διεξάγει πόλεμον κατά τοῦ διαβόλου, τοῦ κακοῦ, τῶν ἐχθρῶν κτλ. ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐργάζεται ὑπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ Χριστιανοῦ διά τῆς τελειοποιή­σεως αὐτοῦ, ἐν Χριστῷ».

«Ὁ σκοπός τῆς Δογματικῆς εἶναι νά ὁδηγήση τόν ἄνθρωπον εἰς ὀρθήν ἀντίληψιν περί τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καί τοῦ θελήμα­τος Αὐτοῦ. Ἀσχολεῖται μέ τάς διαφόρους ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ὅπως π.χ. τήν δημιουργικήν ἐνέργειαν, τήν σωστικήν ἐνέργειαν, τήν τε­λειωτικήν ἐνέργειαν, τήν ἁγιαστικήν ἐνέργειαν, τήν θεοτικήν ἐνέρ­γειαν, κ.ἄ. Γενικῶς ὁμιλεῖν, ὑπάρχουν ἐν τῷ κόσμῳ τρεῖς (3) ἐνέρ­γειαι:

1. Ἡ τοῦ Θεοῦ ἐνέργεια· ἡ ἁγιάζουσα, ἡ σώζουσα καί προνο­οῦ­σα ἐνέργεια, ἡ ὁποία εἶναι ἄκτιστος φυσική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί λέγεται παρουσία καί Δόξα τοῦ Θεοῦ.

2. Ἡ τῶν κτισμάτων ἐνέργεια· κάθε κτιστή φύσις ἔχει κτιστή ἐνέργειαν.

3. Ἡ τοῦ διαβόλου ἐνέργεια· εἶναι ἐν τῇ πραγματικότητι κτι­στή ἐνέργεια. Ὁ διάβολος εἶναι κτίσμα, ἀλλά πρός καλυτέραν κατα­νόησιν, ἡ ἐνέργεια τοῦ διαβόλου ὑποδιαιρεῖται (ἀπό τήν κτί­σιν).

Ὅταν συναντῶμεν ἄκτιστον ἐνέργειαν, τήν ἀποδίδομεν εἰς τήν ἄκτιστον φύσιν, τ.ἔ. τόν Θεόν, καί παραλλήλως, κτιστήν ἐνέρ­γειαν εἰς τά κτίσματα. Τό κτίσμα δέν δημιουργεῖ, ἀλλά μόνον ὁ Θεός· ἄρα ἡ δημιουργική ἐνέργεια εἶναι τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀκτίστου. Οὕτω, βλέπομεν τήν διαφοράν μεταξύ τῆς κτιστῆς καί ἀκτίστου φύσεως διά τῶν ἐνεργειῶν, δηλ., ἀφ’ ἑνός, τῶν ἐνεργειῶν τῶν κτι­σμάτων καί ἀφ’ ἑτέρου τῶν τοῦ Θεοῦ. Διό καί ὑπάρχει 1) ὁ ἐνερ­γῶν, 2) ἡ ἐνέργεια καί 3) τό ἐνεργηθέν.

Μεταξύ τῶν κτισμάτων, ἐνῶ ὅλαι αἱ οὐσίαι εἶναι καλαί (ὡς καί τοῦ διαβόλου), ἐν τούτοις αἱ ἐνέργειαι δέν εἶναι πάντοτε καλαί. Ὁ διάβο­λος κατ’ οὐ­σίαν εἶναι καλός (ἐπειδή ἐδημιουργήθη ἀπό τόν Θεόν), ἀλλά κατ’ ἐνέργειαν καί βούλησιν εἶναι κακός. Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεο­λόγος λέγει, ὅτι ὅποιος ἄνθρωπος ὑπάρχει ὑπό τήν ἐνέργειαν τοῦ Σατανᾶ, εἶναι ἀδύνατον νά φθάσῃ εἰς ὀρθήν ἀντίληψιν περί Θεοῦ, διότι θά συγχέῃ τάς ἀντιλήψεις του περί κτιστῶν καί ἀκτί­στων ἐνεργειῶν. Μᾶλλον, ἡ ὅλη ἐργασία τοῦ διαβόλου εἶναι νά ἐπιφέρῃ σύγχυσιν ἐντός τοῦ ἀνθρώπου μεταξύ κτιστῶν καί ἀκτί­στων, μετα­ξύ καλῶν καί κακῶν ἐνεργειῶν.

Κατά τήν ἀρχαίαν ἐποχήν, προτοῦ ἡ Ἐκκλησία προσπαθήσῃ νά διδάξῃ κατηχούμενον τινα, οὗτος ἔπρεπε νά ἀγωνισθῇ κατά τοῦ διαβόλου, καί νά φθάσῃ εἰς πνευματικήν κατάστασιν δεκτικότητος τοῦ σπόρου τοῦ Θεοῦ, τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ· ἔπρεπε νά γί­νη εὔφορος γῆ. Οὕτως, ὁ εἰσερχόμενος εἰς κατήχησιν ἠδύνατο νά ἀπαρνηθῇ τό ἑαυτοῦ συμφέρον, νά καταλάβῃ καλῶς τήν δι­δα­σκα­λίαν τοῦ Χριστοῦ καί δέν θά βλέπῃ καί καταλαμβάνῃ τά πάντα ἀπό συμφεροντολογικῆς ἀπόψεως. Διά τῆς ἀσκήσεως ταύτης, ἔπαυε ἡ σύγχυσις μεταξύ τοῦ ἑαυτοῦ θελή­ματος καί τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἕνας ἐμάνθανε νά διακρίνῃ μεταξύ ἐνερ­γειῶν τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Σατανᾶ, τότε ἡ Ἐκκλησία ἐπροχώρει νά τοῦ ἀποκαλύ­πτῃ τά τῆς κατηχήσεως διδάγματα. Οὕτως, ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία εἶχε ἀσκητικόν χα­ρα­κτῆ­ρα…

Προτοῦ ἕνας γίνῃ θεολόγος, ἔπρεπε νά ἀσκηθῇ, διότι ὁ θεο­λόγος ἔπρεπε νά εἶναι εἰς θέσιν νά διακρίνῃ μεταξύ τῶν πνευ­μάτων, μεταξύ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καί τοῦ διαβόλου. Ὁ τρό­πος αὐτός ἔχει πρακτικόν καί θεολογικόν χαρακτῆρα. Ἐάν ὁ ἄν­θρω­πος δέν ἔχῃ τά μέσα διά νά διακρίνῃ μεταξύ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καί τοῦ διαβόλου, γίνεται σύγχυσις καί οὕτω πολύ δύσκολον νά ἐπαναφερθῇ ἕνας αἱρετικός. Πρέπει ὁ διάβολος νά καταπάθῃ, καί νά καταστραφῇ, καί τοῦτο ἦτο δυνατόν (καί νῦν) μόνον ὅταν διακρίνηται ἡ διαφορά τῶν τοῦ Θεοῦ καί διαβόλου ἐνεργειῶν.

Εἰς τήν ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν προτοῦ κάποιος κατηχούμενος βαπτισθῇ, ἔπρεπε νά μάθῃ περί τῶν ἐνεργειῶν τοῦ διαβόλου καί πῶς πρέπει νά προφηλάττηται ἀπ’ αὐτοῦ∙ ἐπίσης, περί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καί πῶς ὁ Θεός καταστρέφει τόν διά­βολον, καί πῶς ὁ ἄνθρωπος συνεργάζεται μέ τόν Θεόν ἵνα καταστραφῇ ὁ διάβολος.  Εἰς τήν ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν ὁ κατηχούμενος πλησιάζων τό βάπτισμα, ὄχι μόνον ἔπρεπε νά ἀπαρνηθῇ τόν Σατανᾶν, ἀλλ’ ἐπίσης, ἔπρεπε νά πωλήσῃ τά ὑπάρχοντά του.  

Εἰς τήν Δύσιν γίνεται σύγχυσις τῶν ἐνεργειῶν· ἐνέργειαι τινες, αἱ ὁποῖαι ἐν τῇ Ἀνατολῇ ἀποδίδονται τῷ Σατανᾷ, ἐν τῇ Δύσει ἀπο­δίδονται τῷ Θεῷ».

β) Οἱ τρεῖς τρόποι γνώσεως τοῦ Θεοῦ

«Τό κύριον γνώρισμα τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας εἶναι ἡ γνῶ­σις περί τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία γνῶσις ἔρχεται ὡς ἑξῆς:

1) Φυσικός Τρόπος (διά παρατηρήσεως τῆς φύσεως, ἡ ὁποία εἶναι ἐσφαλ­μένη).

2) Προφητικός καί Ἄμεσος Τρόπος.

3) Βιβλικός Τρόπος.

Σύμφωνα μέ ἑβραϊκάς ὑποθέσεις ἐκτός ἀπό τήν ἁπλῆν πίστιν εἰς ὕπαρξιν Θεοῦ (φυσικός τρόπος), ὑπάρχουν δύο τρόποι γνώσεως τοῦ Θεοῦ.

Προφητικός τρόπος. Ὁ τρόπος αὐτός εἶναι ἡ αὐτή συνάντησις Θεοῦ καί Προφήτου, διά τῆς ὁποίας ὁ Προφήτης βλέπει τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, φωτίζεται ὁ νοῦς του περί θελήματος καί ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, βλέπει τόν Θεόν ἐνεργοῦντα (δηλαδή δόξαν ἤ παρουσίαν τοῦ Θεοῦ), ἀλλά τό τί εἶναι ὁ Θεός ποτέ δέν δύναται νά ξεύρῃ, διότι ὁ Θεός δέν εἶναι αὐτή αὕτη ἡ ἐνέργεια.

Βιβλικός τρόπος. Οἱ Προφῆται καί ἄλλοι ἔγραψαν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ (τό ὁποῖο ἀπεκαλύφθη εἰς αὐτούς) εἰς βιβλία, καί δι’ αὐτό ἔχομεν συλλογήν Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ ἄνθρωπος ἄνευ τῆς ἀμέ­σου γνώσεως τοῦ Θεοῦ δύναται νά μάθῃ περί Αὐτοῦ διά τῶν γρα­πτῶν λόγων τῶν Προφητῶν καί ἄλλων. Eἶναι τό μέσον, διά τοῦ ὁποίου ὁ Ἰσραήλ μανθάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐνέργειαν Αὐτοῦ. Οὕτως, ὁ Βιβλικός τρόπος εἶναι ὁ ἔμμεσος τρόπος μαθή­σεως περί τοῦ Θεοῦ, περί θελήματος καί ἐνεργείας Αὐτοῦ (Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες). Οὕτως ἤ πιστεύεις ὡς οἱ Προφῆται ἤ δέν πιστεύεις. Ὁ φιλόσοφοςἀκολουθεῖ τελείως διάφορον δρόμον, καί οὗτος δέν εἶναι οὔτε Ἰουδαῖος οὔτε Χριστιανός….

Εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην ὁ Θεός ἀποκαλύπτει τήν ἐνέργειάν Του, βλέπομεν δέ Αὐτόν ἐνεργοῦντα. Πουθενά, ὅμως, δέν ὑπάρχει ἀποκάλυψις τοῦ “τί ἐστι Θεός”, ἀλλά μόνον “τί κάμνει”. Εἶναι ἀπο­κάλυψις τῆς ἀκτῖνος δόξης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ἐνεργεῖ δι’ ὡρισμέ­νων τρόπων εἰς τήν ἱστορίαν.  Ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰα­κώβ, ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος ἐνήργησε γενικῶς ἐν τῷ Ἰσραήλ. (Ἐκάλεσε τόν Ἀβραάμ, ἀπεκαλύφθη εἰς τόν Μωϋσέα, εἰς τήν Ἐρυ­θράν Θάλασσαν, καί εἰς τήν Ἔξοδον, ἔδωσε Κριτάς καί Βασιλεῖς τῷ Ἰσραήλ. Ὅλα αὐτά δηλοῦν τήν ἐνέργειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Ἰσραήλ).

Ἡ ἐνέργεια αὕτη τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ εἶναι πο­λύ καθαρά, οὐχί μία ἀφηρημένη ἔννοια. Εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν Βασι­λεύς τοῦ Ἰσραήλ. Ὅλα τά ὀνόματα, τά ὁποῖα ἀναφέρονται τῷ Θεῷ ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ, ἀναφέρονται εἰς τήν ἐνέργειαν Αὐτοῦ καί οὐχί εἰς τήν οὐσίαν Του. Ὁ Θεός ἀποκαλύπτει τήν δόξαν, δύνα­μιν, ἐνέρ­γειαν καί τό θέλημά Του. Εἶναι ἀδύνατον διά τόν ἄνθρω­πον νά γνωρίζῃ πῶς σκέπτεται ὁ Θεός. Καί ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄρρητος καί ἀκατά­ληπτος. Ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τήν δόξαν Του μόνον ὅταν τήν βλέπῃ (δι’ ἀποκαλύψεως), ἀλλ’ οὐχί ὡς γνῶσιν, σκέψιν, ἤ ἰδέαν τῆς λογικῆς…

Δυνάμεθα μόνον νά ὁμιλήσωμεν διά τάς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, οὐχί τό τί εἶναι ὁ Θεός. Ἄρα ὁ βασικός χαρακτήρ τῆς ὁμιλίας τοῦ ἀνθρώπου περί Θεοῦ εἶναι περιγρα­φικός, ὁμιλεῖ δέ ὁ ἄνθρω­πος περί ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ εἰς τήν ἰστο­ρίαν. Ἐφ’ ὅσον ὁ ἄν­θρωπος, ὅταν ὁμιλῇ περί Θεοῦ ἀναφέρεται μόνον εἰς τήν ἐνέργειαν Αὐτοῦ, δέν εἶναι δυνατόν νά κάμνῃ τοῦτο ἄνευ τῆς Ἁγίας Γραφῆς (Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης), ἡ ὁποία ἔχει περιγραφικόν χαρα­κτῆρα, δηλαδή περιγράφει τό τί ἐνήργησε ὁ Θεός ἐν τῇ ἱστορίᾳ. Ἄρα, ἡ Βίβλος εἶναι ἀπαραίτητος διά τήν συζή­τησιν ἤ ὁμιλίαν περί Θεοῦ.

Ὑπάρχει μία ριζική διαφορά μεταξύ τῆς φιλοσοφικῆς μεθοδο­λογίας καί τῆς Ὀρθοδόξου θεολογικῆς μεθοδολογίας. Ἡ μέν φιλο­σοφία προϋποθέτει συγγένειαν μεταξύ τοῦ ἀνθρωπί­νου νοός καί τοῦ Θεοῦ. Εἰς τήν ἑβραϊκήν σκέψιν ὑπάρχει κάποια συγγένεια, ἀλλά δέν ἀνήκει αὕτη εἰς τήν φύσιν τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι θεῖον δῶρον τῷ ἀνθρώπῳ ἤ μᾶλλον «θεία χάρις», ἡ ὁποία εἶναι ἄκτιστος. Ἐφ’ ὅσον εἶναι ἄκτιστος ἡ θεία χάρις, δέν ἀνήκει εἰς τήν ἀν­θρω­πίνην φύσιν. Ἡ θεία Χάρις εἶναι ἐνέργεια ἤ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὁ μόνος τρόπος διά τοῦ ὁποίου δύναται ὁ ἄνθρωπος νά ἴδῃ τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ εἶναι διά τῆς θείας Χάριτος∙ “ἐν τῷ φωτί σου (δηλαδή ἐν τῇ δόξῃ σου) ὀψόμεθα φῶς (φῶς = δόξα καί οὐχί οὐσία)”.

Ἑπομένως, εἶναι ἀδύνατον μεθοδολογικῶς νά συστηματο­ποι­ή­­­σῃ ἡ Ὀρθό­δοξος Ἐκκλησία τήν θεολογίαν της. Δέν δύναται νά ὑ­πάρ­χῃ φιλοσοφική μεθοδο­λογία εἰς τήν Ὀρθόδοξον θεολογίαν. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύουν τήν Ἁγίαν Γραφήν, δίχως νά θεολογοῦν ξεχωριστά, καί ἐκ τῆς ἑρμηνείας ταύτης εὑρίσκεται ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐάν πατήρ τις ἔγραψε συστηματικόν ἔρ­γον, ἦτο πολεμικόν, ἔχον σκοπόν νά πολεμήσῃ τούς αἱρετικούς, ἐθνικούς, καί φιλο­σό­φους.

Ἔγιναν προσπάθειαι ὑπό πολλῶν νά ἑρμηνεύσουν καί δογμα­τί­σουν φιλοσοφικῶς, ἀλλά οἱ τοιοῦτοι καταδικάσθηκαν ὡς αἱρε­τι­κοί, π.χ. Ὠριγένης, Ἄρειος, Εὐνόμιος, Νεστόριος∙ ἐπίσης Σχολαστικοί τῆς Δύ­σεως ὡς ὁ Ἄνσελμος καί Θωμᾶς Ἀκινάτος εἶναι αἱρετικοί».

γ) Ἡ Θεοπνευστία καί ἡ ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς

«Ὁ ἀνώτερος τρόπος τοῦ γνωρίζειν τόν Θεόν εἶναι ἡ ὅρασις τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Οἱ γράψαντες τήν Ἁγίαν Γραφήν εἴτε εἶδον τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ (ἀμέσως) εἴτε ἔγραψαν διά τήν πεῖραν ἄλλων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἶδον τήν δόξαν (ἐμ­μέσως).

Ὁ σκοπός τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι παιδαγωγικός. Τό ἰδεῖν τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ εἶναι φαινόμενον, διότι εἶναι μία πεῖρα, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τήν λογικήν τοῦ ἀνθρώπου (ἄν καί ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώπου καταλαμβάνει τρόπον τινα, ὅτι κατά τήν πεῖραν ταύτην πραγματικῶς μετέχει τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ)∙ ὑπερβαίνει δέ τά τοῦ ἀνθρώπου λογικά κατηγορήματα καί φωτίζει τόν νοῦ του. Συνεπῶς ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐφωτίσθη διά τῆς πείρας ταύτης συνήθως εἶναι εἰς θέσιν νά διδάξῃ τόν λαόν περί τοῦ Θεοῦ, περί τῆς δόξης Αὐτοῦ.

Οὕτως οἱ ἀναγνῶσται τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἔχουν ἔμμεσον γνῶσιν περί τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἔρχεται διά τῶν συγγραμμάτων τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Ἁγίων. Ὁ ἄμεσος τρόπος γνώσεως τῆς δόξης, δηλαδή δι’ ὁράσεως, δέν ἔπαυσε μέ τούς Ἀποστόλους, ἀλλά συνεχίσθη ὑπό τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἀμέσως εἶδον τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ (καί ἀκόμη σήμερον ὑπάρχουν ἀσκηταί, οἱ ὁποῖοι βλέ­πουν τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ δι’ ὁράματος). Διότι πολλοί Πατέρες εἶδον τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ∙ διό καί λέγονται Θεόπνευστοι εἰς τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας».

«Πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά διδάσκεται βαθμιαίως περί τῆς δό­ξης τοῦ Θεοῦ καί ὁ σκοπός ὅλης τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας δηλαδή καί τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἡ ὅρασις τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἰδιαιτέρως εἰς τήν παροῦσαν ζωήν. (Μερικοί Πατέρες πρεσβεύουν ὅτι ὅστις δέν ἰδῇ τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ εἰς τήν ἐπί γῆς ζωήν, θά φθάσῃ εἰς τήν Κόλασιν). Ὅλαι αἱ ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ γίνονται ἐκ τοῦ Πατρός, διά τοῦ Υἱοῦ καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Οἱ ὅροι «γέννησις» καί «ἐκπόρευσις» ἀναφέρονται εἰς τήν οὐσίαν καί ὄχι εἰς τήν ἐνέρ­γειαν τοῦ Θεοῦ∙ δι’ αὐτό καί οἱ ὅροι οὗτοι εἶναι ἀκατανόητοι εἰς τόν ἄνθρωπον.

Ἄρα ὑπάρχουν τρεῖς θεωρίαι περί Θεοπνευστίας∙

1. Κατά γράμμα ὑπαγορεύσεως (ἀποκάλυψις λέξεων), ἐπι­κρα­τοῦσα ἐν τῇ Δύσει. Κατά τυφλόν τρόπον ὁ Θεός ὑπηγόρευσε. Ἀλλά παρουσιάζονται πολλά προβλήματα. Ἐάν ὁ Θεός ὑπηγόρευσε, πῶς δύναται νά ὑπάρχουν ἐπιστημονικά λάθη;

2. Ἡ ἀντίληψις περί Ἠθικῆς Ἐμπνεύσεως. Οἱ φιλελεύθεροι Προ­τεστάντες (Harhack and Schleirmacher) λέγουν ὅτι οἱ Προφῆται καί οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν κά­ποιαν ἔμπνευσιν ὅπως οἱ ποιηταί.

3. Ἡ ἀντίληψις ἤ διδασκαλία τῶν Πατέρων, κατά τήν ὁποίαν δέν ἀποκα­λύπτονται λέξεις, ἀλλά ὁ ἰδών τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ γράφει περί αὐτῆς ὑπέρ τῆς ἀνάγκης τοῦ λαοῦ νά μάθουν περί αὐτῆς (πολλάκις ἕνας Προφήτης ὁ ὁποῖος ἑώρακε τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, δέν γράφει, ἀλλά ἁπλῶς διδάσκει καί ἕνας μαθητής ἤ ἀκροατής του γράφει αὐτά τά ὁποῖα λέγει ὁ Προ­φήτης). Σχετίζεται μέ τήν θεωρίαν περί τοῦ ἀκτίστου Φωτός καί τοῦ πῶς πρέπει ὁ ἄνθρω­πος νά φθάνῃ αὐτό. Οἱ Πατέρες προσέχουν τήν ἔννοιαν καί ὄχι τίς λέξεις».

«Ὑπάρχουν τρεῖς τρόποι ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς∙ 1. Ὁ κατά γράμμα τρόπος (γραμματική), 2. Ὁ ἀλληγορικός τρόπος, καί 3. Ὁ τυπολογικός τρόπος. Εἰς τήν Πατερικήν σκέψιν ἐπικρατεῖ κατά τά 90% ἡ τυπολογική μέθοδος. Εἰς τήν Ἀλεξάνδρειαν ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὠριγένους καί Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως ἐπεκράτει ἡ ἀλλη­γορική μέθοδος, ἀλλά τέλος ὑπετάχθη εἰς τήν τυπολογική μέθοδον. Ἐλάχιστοι σήμερον ἑρμηνεύουν ἀλληγορικῶς.

1. Ἡ κατά γράμμα Ἑρμηνεία∙ Ἡ κατά γράμμα μέθοδος τῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς βαδίζει μέ τήν κατά γράμμα θεοπνευ­στίαν (ὑπαγόρευσιν λέξεων). Οἱ πρεσβεύοντες τήν μέθοδον ταύτην ἀποβλέπουν εἰς τάς περιγραφάς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, εἰς τάς ἀκρι­βείας Αὐτῆς. Κατ’ αὐτούς τά πράγματα ἔγιναν ἀκριβῶς ὅπως ἐγρά­φησαν. Ὁ Θεός εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν ἐπιστήμων ἄνευ ἐπιστημο­νικῶν λαθῶν, καί ἡ πραγματική ἐπιστήμη τοῦ κόσμου εὑρίσκεται εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν, διότι ὁ Θεός ὑπαγόρευσε αὐτήν κατά  γράμ­μα. Π.χ. Πῶς ἔπλασε ὁ Θεός τόν κόσμον; Βλέπε τά δύο πρῶτα κεφάλαια τῆς Γενέσεως, τά ὁποῖα ἀναφέρουν ἐπιστημονικῶς τήν δημιουργίαν τοῦ κόσμου ὑπό τοῦ Θεοῦ.

2. Ἡ Ἀλληγορική Ἑρμηνεία∙ Πολλοί Θεολόγοι τῆς Ἀλεξαν­δρείας προσε­πάθησαν νά ὑπερπηδήσουν τήν κατά γράμμα ἑρμη­νείαν, διότι εἰς αὐτήν εἶδαν πολλά ἐμπόδια∙ π.χ. ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀναφέρει τό γεγονός ὅτι ὁ Ἠλίας (ὁ Προφήτης τοῦ Θεοῦ), ἔσφαξε 400 ἱερεῖς τοῦ Βάαλ∙ ἐπίσης οἱ Ἑβραῖοι ἐστάλησαν εἰς τήν γῆν τῆς ἐπαγγελίας  ὑπό τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὄχι μόνον κατέκτησαν τήν χώραν, ἀλλά ἔσφαξαν πολλούς ἀνθρώπους. Οἱ ἐθνικοί προσήλυτοι ἐσκαν­δαλίσθησαν ἀπό τάς διηγήσεις ταύτας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί οὕτω προσεπάθησαν νά ἐφαρμόσουν τήν ἀλληγορικήν ἑρμηνείαν εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, ἀντί τῆς κατά γράμμα ἑρμηνείας. Ἡ ἀλ­λη­γορική ἑρμηνεία μειώνει τήν ἱστορική ἀξίαν τῆς Παλαιᾶς Δια­θήκης, καί κατ’ αὐτήν ἡ Παλαιά Διαθήκη ἐγράφη οὕτως σάν παρα­βολή χάριν τῶν ἀγραμμάτων ἀνθρώπων. Αὐτός πού εἶναι φιλό­σοφος ἐμβαθύνει ὄχι εἰς τά ἐξωτερικά πράγματα, ἀλλά διει­σδύει εἰς τά φαινομενικά καί φθάνει εἰς τήν πραγ­μα­τικήν διδασκαλίαν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

Ἡ μέθοδος αὕτη τῆς Ἑρμηνείας ἐχρησιμοποιεῖτο ἐπίσης ὑπό τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων κατά τόν 3ον αἰῶνα π.Χ. Ὅταν οἱ Σκεπτικοί καί οἱ Σοφισταί ἐπετέθησαν ἐναντίον τῶν διδασκαλιῶν τῆς μυθο­λογίας (τοῦ Ὁμήρου), ἤρχισαν νά ἑρμηνεύουν τήν μυθολογίαν ἀλλη­γορικῶς (ἔγινε ἡ προσωποποίησις τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ὡς π.χ. Ἀθηνᾶ ἐστί ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ).

Ὁ πρῶτος Ἑβραῖος, ὁ ὁποῖος ἐχρησιμοποίησε τήν ἀλλη­γορι­κήν ἑρμηνείαν εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην ἦτο ὁ Φίλων ὁ Ἰουδαῖος. Οὗτος, π.χ. ἔδωσε τήν ἑξῆς ἑρμηνείαν μιᾶς διηγήσεως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁ Ἰακώβ ἐκοιμήθη μέ τό κεφάλι του ἐπάνω εἰς τήν πέ­τραν διότι προσπαθοῦσε νά εὕρῃ τήν ἀλήθειαν. Κατά τήν ἀλλη­γορική ἑρμηνείαν, ἡ πέτρα ἦτο ἡ ἀλήθεια ἀπό τοῦ νοητοῦ κόσμου, καί δι’ αὐτῆς ὁ Ἰακώβ ἐφωτίσθη. Εἶναι πολύ φανερά ἡ ἐπίδρασις τῆς Πλατωνικῆς φιλοσοφίας ἐπί τήν σκέψιν τοῦ Φίλω­νος.

Ἡ Ἀλεξανδρινή σχολή (Ὠριγένης καί Κλήμης), ἐχρησιμοποίη­σαν τήν ἀλλη­γορικήν ἑρμηνείαν, ἡ ὁποία εἶχε δεχθῆ μεγάλην ἐπί­δρασιν ἀπό τήν Πλατω­νικήν Φιλοσοφίαν. Ἀλλά οἱ Πατέρες χρησι­μοποιοῦν τήν τυπολογικήν ἑρμηνείαν, ἡ ὁποία καί ἐπικρατεῖ εἰς τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας. Κατά τούς Πατέρας, ὁ Μωσαϊκός νόμος δέν εἶναι ἀμετάβλητος, δέν εἶναι ἀποκάλυψις ἀμε­ταβλήτων πραγ­μάτων, ἀλλά μᾶλλον παιδαγωγός εἰς τόν Χριστιανισμόν. Δι’ αὐτό καί δέν ὑπῆρχε σύγχυσις εἰς τήν σκέψιν τῶν Πατέρων διότι ὑπῆρ­χον ἐλλείψεις εἰς τόν Νόμον ἤ εἰς τήν πνευματικήν κατάστασιν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (π.χ. ὁ Σολομών εἶχε 200 γυναί­κας)∙ ἐγνώριζον καλῶς ὅτι ὁ νόμος αὐτός δέν εἶναι ἀμετάβλητος, ἀλλά παιδαγωγός. Ὁ Χριστιανισμός ὑπερπηδᾶ τόν Μωσαϊκόν νόμον καί πηγαίνει ὑψη­λό­τε­ρα.

Κατά τόν 2ον π.Χ. αἰῶνα, ὅταν οἱ Ἑβραῖοι ἦλθον εἰς ἐπαφήν μέ τούς Ἕλληνας (ἀπό τῷ 331-141 ὑπό Ἑλληνικήν ἀρχήν), οἱ Φαρισαῖοι ὑπέστησαν ἐπιδράσεις ἀπό τούς Ἕλληνας Φιλοσόφους, μία ἐξ ὧν ἦτο ἡ πίστις ὅτι ὁ Μωσαϊκός νόμος εἶναι ἀμετάβλητος. Κατά τήν Πλατωνική Φιλοσοφίαν, ἐάν τις παραβῇ  τόν νόμον τῆς φύσεως, (ὡς π.χ. τήν δικαιοσύνην, ἡ ὁποία εἶναι ἔμφυτος ἤ φυσικός νόμος), εἶναι ὕβρις καί τιμωρεῖται. Οὕτως ἡ φιλοσοφία αὕτη ἐπέδρασε πολύ εἰς τήν σκέψιν τῶν Ἰουδαίων καί τέλος οἱ Φαρισαῖοι ἤρχισαν νά διδάσκουν ὅτι ὁ Μωσαϊκός νόμος εἶναι ἀμετάβλητος καί δέν δύναται νά γίνῃ παράβασις αὐτοῦ. Ἡ διδασκαλία αὕτη ἐπεκρά­τησε μέχρι τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰησοῦ, καί βλέπομεν τούς Φαρισαίους νά ἀσχολοῦνται μέ τήν γραφήν (τόν Νόμον) σἄν νά ἦτο ἕνα φιλοσοφικόν βιβλίον. Ἀπεδείχθη τελευταίως ὅτι οἱ Φαρισαῖοι ἀπε­τέ­λεσαν μίαν Φιλοσοφικήν αἵρεσιν, καί ἀκόμη ὅτι ἐδέχθησαν τήν ἐνδυμασίαν τῶν Ἑλλήνων Φιλοσόφων. Οἱ Φαρισαῖοι ἐχρη­σιμο­ποίουν τήν ἀλληγορικήν ἑρμηνευτικήν μέθοδον τῶν ἀρχαίων Ἑλ­λήνων, καί δι’ αὐτό ἦτο πάρα πολύ δύσκολον νά δεχθοῦν τήν διδασκαλίαν τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καί τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου.

3. Ἡ Τυπολογική Ἑρμηνεία· Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀκο­λου­θοῦν τήν μέθοδον ταύτην τῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ τήν ἑξῆς γραμμήν· ἕν ἱστορικόν γεγονός τοῦ παρελθόντος γίνεται τύπος τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Ἰσραήλ. Τό ἱστορικόν γεγονός τοῦτο εἶναι πραγματικόν (παραλείπεται ἡ ἀλληγορική ἑρμηνεία), καί χρησιμο­ποιεῖται ὡς τύπος ἤ παράδειγμα τοῦ πῶς θά ἐνεργήσῃ ὁ Θεός εἰς ἄλλην ἱστορικήν περίπτωσιν τοῦ μέλλοντος.

Παίρνομεν, π.χ., τήν Ἔξοδον τῶν Ἑβραίων ἐκ τῆς Αἰγύπτου· τότε, οἱ Ἑβραῖοι ἐπέρασαν τήν Ἐρυθράν Θάλασσαν, τώρα γίνεται τό βάπτισμα δι’ ὕδατος· τότε οἱ Ἑβραῖοι ἐσῴθησαν δι’ ὕδατος (θαλάσσης) καί νεφέλης, τώρα ἡμεῖς σῳζόμεθα δι’ ὕδατος καί Ἁγίου Πνεύματος· τότε οἱ Ἑβραῖοι ἐσῴθησαν ἀπό τόν Φαραώ, τώρα ἡμεῖς σῳζόμεθα ἀπό τόν διάβο­λον. Καί εἰς ἀμφοτέρας τάς περιπτώσεις γίνεται τό ἴδιον πράγμα, ἡ σωτηρία, ἐνῶ αἱ περιπτώσεις εἶναι διαφορετικαί.

Ἐπίσης, ὁ Ἀπό­στο­λος Παῦλος χρησιμοποιεῖ τήν Τυπολογικήν Ἑρμηνείαν ὡς ἑξῆς· Τό μάννα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Καί εἰς τάς δύο περιπτώσεις πραγματεύεται ἡ σωτηρία. Ἄρα, κάθε ἱστορικόν γεγονός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι τύπος τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Οὕτως, ἔχομεν συνδυασμόν μεταξύ τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης. Πολλάκις, αἱ ἑρμηνεῖαι κατά τήν Τυπολογικήν Μέθοδον φαίνονται ὑπερβολικαί, ἀλλά τοῦτο δέν ἔχει μεγάλην σημασίαν».

δ) Ἡ Ὀρθόδοξος Τριαδολογία καί Χριστολογία

«Τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τό δόγμα τῆς Χριστολογίας εἶναι ἀχώριστα καί ὁ χωρισμός αὐτῶν εἶναι ἀκατανόητος. Διά νά καταλάβῃ κάποιος τό Χριστο­λογικόν δόγμα πρέπει νά γνωρίζῃ τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Εἰς τό Τέταρτον Εὐαγγέλιον παρατηροῦ­μεν ἐν τῇ ὁμιλίᾳ τοῦ Χριστοῦ μετά τοῦ Φιλίππου, ὁ Χριστός λέγει ὅτι ἀφοῦ βλέπεις ἐμέ, ἐπίσης βλέπει τόν Πατέρα (Ἰω. 14, 9). Τό χωρίον αὐτό εἶναι μία καλλίστη πηγή τοῦ δόγματος περί τῆς Ἁγίας Τριά­δος, εἶναι τό κλειδί. Ὁ Υἱός εἶναι ἀκριβής εἰκών τοῦ Πατρός. Ἡ ἐνέργεια εἶναι μία· ὅταν, δηλαδή, ὁμιλεῖ ὁ Πατήρ, συνεπῶς ὁμιλεῖ καί Υἱός. Ἡ ἐνέργεια γίνεται διά τοῦ Υἱοῦ (Χριστοῦ) ἐκ μέρους τοῦ Πατρός. Ἡ μόνη διαφορά εἶναι ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι τό Πρῶτον Πρό­σωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ὁ Υἱός εἶναι τό Δεύτερον Πρόσω­πον.

Οὕτω καί οἱ Προφῆται τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅταν βλέπουν τόν ἄγγελον Κυρίου (τό Δεύτερον Πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος) λέγουν “εἶδον τόν Κύριον” (Πατέρα, Πρῶτον Πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος). Ἰδού ὁ παραλληλισμός μεταξύ τοῦ χωρίου τοῦ Εὐαγγε­λίου καί τοῦ ρητοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «εἶδον τόν Κύ­ριον».

Ἄρα ἡ Ἁγία Τριάς πάντοτε ὑπῆρχε καί θά ὑπάρχῃ. Ὑπῆρχε καί ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ, ἀλλά κάπως σκοτεινῶς διότι ὁ Λόγος ἦτο ἄσαρκος, δέν εἶχε ἀνθρωπίνην φύσιν, ἀλλ’ ἦτο ὁ “Κύριος τῆς Δό­ξης”. Οὕτως, εἰς τάς Βυζαντινάς εἰκόνας ὑπάρχει ὁ τίτλος «ὁ Ὤν», ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ τίτλος τοῦ «ἀγγέλου τοῦ Κυρίου». Ὁ Θεός τῆς Πα­λαιᾶς Διαθήκης εἶναι ὁ Θεός τοῦ Χριστιανισμοῦ, εἶναι ὁ ἴδιος (κατά τήν Βυζαντινήν ἐποχήν, ἡ ἐπιγραφή ἐπί τοῦ Σταυροῦ ἦτο “ὁ Βασι­λεύς τῆς Δόξης”, σήμερον “Ι.Ν.Β.Ι.”).

Δι’ αὐτό καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅταν ἀντιμετώπισε τόν Χρι­στόν ἐν ὁράματι εἰς τήν ὀδόν πρός Δαμασκόν, ἀμέσως τόν ἐγνώρι­σε. Λέγει “Κύριε” καί πιστεύει. Δι’ ὁράματος εἶδε τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ (θεωρία). Ἀντιμετώπισε τόν Χριστόν καί κατέλαβε ὅτι ὁ Θεός εἰς τόν ὁποῖον ἐπίστευε -ὁ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης- ἔγινε ἄ­νθρωπος. Εἶδε τήν Θεότητα ἀντιμετωπίσας τόν Χριστόν πρόσωπον πρός πρό­σωπον. Δέν εἶδε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ – Χριστοῦ, ἀλλά μόνον τήν ἐνέργειαν Αὐτοῦ καί μᾶς γράφει περί τῆς ἐνεργείας τοῦ Χριστοῦ, λέγων ὅτι εἶναι “Σοφός” διότι ἐνεργεῖ σοφῶς (μᾶλλον ὡς φῶς).

Ὁ Παῦλος ἀντιλη­φθείς ὅτι ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόν Ὁποῖον αὐτός ἐλά­τρευε ἔγινε ἄνθρωπος καί ἐθεώρησε, τρόπον τινα τούς Ἑβραίους “Ἡμι-χρι­στιανούς” (Ρωμ. ια΄, 32-40)· ἀλλά οἱ Ἑβραῖοι δέν κατενόη­σαν τήν Παλαιάν Διαθήκη καί διέστρεψαν τήν Ἑβραϊκήν πίστιν. Οὕ­τως ἡμεῖς (οἱ Ὀρθόδοξοι) εἴμεθα ἡ Νέα Σιών, τό Νέον Ἰσραήλ, διότι προσκυνοῦμεν τόν Ἴδιον Θεόν, τόν Θεόν τοῦ Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰα­κώβ, Ἠλία, Παύλου, Ἀθανασίου κτλ. “ὁ Θεός τῶν Πατερων ἡμῶν».

«Πολλάκις ὁ Θεός παρουσιάζεται εἰς τούς Πατριάρχας καί Προ­φήτας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί αὐτοί λέγουν ὅτι εἶδον “τόν ἄγγελον Κυρίου”. Καί ὅμως ὁ Ἴδιος ὁ ἄγγελος τούς πληροφορεῖ ὅτι “εἶμαι ὁ Ἰαχβέ”. (Ὁ ὄνος τοῦ Βαρλαάμ εἶδε “τόν ἄγγελον Κυρίου” καί δέν προχωροῦσε. Ἐπίσης, ὁ ἄγγελος Κυρίου παρου­σιάζεται εἰς τόν Μωϋσῆν εἰς τήν καιομένην βάτον). Ἄρα, ποῖος εἶναι ὁ ἄγγελος αὐ­τός;

Ὑπάρχει ριζική διαφορά μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως περί τοῦ “ἀγγέλου Κυρίου” ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ. Οἱ μέν Δυτικοί πι­στεύουν ὅτι ὁ ἄγγελος αὐτός εἶναι κτιστός, καί ὁ Θεός ὁμιλεῖ διά μέσου τοῦ κτιστοῦ αὐτοῦ ἀγγέλου… Ὁ Θεός, ὅμως, εἶναι παρών εἰς τό πρόσωπον τοῦ ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος λέγει: “Ἐγώ εἰμι ὁ Ἰαχβέ”. Οὕτως, αὐτοί οἱ ὁποῖοι βλέπουν τόν “ἄγγελον Κυρίου”, ἐπίσης βλέ­πουν τόν Θεόν. Ὁ Θεός χρησιμοποιεῖ τόν ἄγγελον ὡς ὄργανον τῆς Ἀποκαλύψεώς Του.

Οἱ δέ Ἀνατολικοί πιστεύουν ὅτι ὁ ἄγγελος οὗτος εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό Δεύτερον Πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι ἡ “Σο­φία τοῦ Θεοῦ”, ὅπως τόν χαρακτηρίζει ἡ Σοφία Σολομῶντος. Ὁ Ἰουστῖνος ὁ Μάρτυς, ὡς καί ὅλοι οἱ Πατέρες, δίδουν ταύτην τήν ἑρ­μη­νείαν. Ὁ “ἄγγελος Κυρίου”, δηλαδή εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Κορ. 10, 4) μᾶς λέγει ὅτι ἡ ἀκολουθοῦσα πέτρα ἐν τῇ ἐρήμῳ εἶναι ὁ Χριστός, τ.ἔ. ὁ Ἰαχβέ (πέτρα ἐν ἐρήμῳ), εἶναι ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου, ἡ πέτρα τῆς σωτηρίας τῶν Ἑβραίων, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Κύριος τῆς δόξης “ὅν ἐσταύρωσαν οἱ ἄρχοντες τοῦ κόσμου τού­του”».

ε) Ὀρθόδοξος ἀνθρωπολογία

«Κατά τόν Πλάτωνα ἡ πραγματική ἀνθρωπότης εἶναι εἰς τόν νοητόν κόσμον. Διά νά ἰδῇ κανείς τόν νοητόν κόσμον, πρέπει νά ξεκινήσῃ ἀπό τά φαινόμενα, τά ὁποῖα καθρεπτίζουν τήν ἰδέαν, καί νά φθάσῃ εἰς τό πρώτυπον. Ἡ πραγματική γνῶσις τῆς ἀληθείας εἶναι  νά γνωρίσωμεν τήν ἰδέα. Δι’ αὐτό καί ὁ φιλόσοφος με­λετᾶ τά φαινόμενα εἰς τόν κόσμον.

Διά τούς Πλατωνικούς ὁ κόσμος οὗτος εἶναι μία κακή ἀντιγραφή. Οἱ παπικοί ταυτίζουν τάς ἰδέας τοῦ Πλάτωνος μέ τήν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ. Ὥστε ὁ νοητός κόσμος τοῦ Πλάτωνος εἶναι ἡ Σοφία ἤ ὁ Λόγος διά τούς παπικούς. Δι’ αὐτούς δέν ὑπάρχει διάκρισις οὐσίας καί ἐνεργείας. Ὅταν ὁ Θέος, λέγουν, ἐδημιούργησε τόν κόσμον, ἁπλῶς ἀντέγραψε τήν οὐσίαν Του. Δηλαδή ὁ κόσμος εἶναι μία ἀντιγραφή τοῦ ἀρχετύπου. Ὁ πρῶτος πού ἔκαμε τοιαύτην ταύτισιν ἦτο ὁ Αὐγουστῖνος. Ἐάν παραδεχθῶμεν τάς προϋποθέσεις αὐτάς θά παρατηρήσωμεν ποία εἶναι ἡ θέσις τῆς φυσικῆς Θεολογίας τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Ὥστε, κατά τούς Δυτικούς, ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος δύναται νά μάθῃ περί τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἐάν μελετήσῃ τόν παρόντα κόσμον. Οἱ Γνωστικοί λέγουν ὅτι ἕνας κατώτερος δημιουργός θεός κακήν ἀντι­γραφήν τοῦ νοητοῦ κόσμου. Διότι ὁ Θεός εἶναι τέλειος καί τό τέλειον δέν ἀντι­γράφεται. “Γίνεσθε τέλειοι, ὡς ὁ πατήρ ἡμῶν τέλειος ἐστί”».

«Εἰς τήν Δυτικήν Ἐκκλησίαν ὑπάρχει ἡ ἀναλογία ὄντος, καθ’ ὅν μόνον διά τοῦ ἑνός δύναται κανείς νά μάθῃ τό ἄλλο. Ὤν ὁ Θεός, ὤν καί ὁ ἄνθρωπος. Ἄλλη ἀναλογία εἶναι ἡ ἀναλογία πίστεως διά τῆς ὁποίας ὁ ἅνθρωπος διά τοῦ κόσμου, ἀλλά περισσότερον διά τῆς πίστεως δύναται νά γνωρίσῃ τήν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ. Διά τούς Ὀρθο­δόξους ἀντιγραφή τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει. Ὅποιος πι­στεύει εἰς αὐτό εἶναι αἱρετικός, βλάσφημος, ἀνορθόδοξος. Ἐπί­σης, πιστεύουν ὅτι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ εἰκών τοῦ Θεοῦ.

Εἰς τήν Ἀνατολικήν θεολογία ἕνα εἶναι τό ἀρχέτυπον. Ὁ Θεός καί ὄχι ἡ οὐσία. Ἡ μόνη ἀκριβής εἰκών τοῦ Πατρός εἶναι ὁ Υἱός καί ὄχι ὁ κόσμος. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἡ εἰκών τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἐπλά­σθη κατ’ εἰκόνα. Ἡ μόνη διαφορά μεταξύ Πατρός καί Υἱοῦ εἶναι ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι ἀγέννητος καί ὁ Υἱός γεννητός.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀντιγραφή τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Μωϋσῆς εἶδε τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Τί εἶδε ὅμως; Εἶδε ἕνα εἶδος; Ἡ βάτος ἦτο ἄφλεκτος. Ὥστε ὁ Μωϋσῆς εἶδε τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τί εἶδε εἶναι ἄρρητον καί ὄχι εἶδος πλατωνικόν. Λέξεις δέν ὑπάρχουν νά περιγράψουν τί εἶδε. Ὥστε ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἤ τῶν θείων θελημάτων. “Εἰκών εἰμί τῆς ἀρρήτου δόξης Σου”. Τό γεγονός εἶναι ὅτι λέγεται καταχρηστικῶς εἰκών τοῦ Θεοῦ. Κυριο­λεκτικῶς ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι εἰκών τοῦ Θεοῦ. Οἱ καθ’ ἑαυτοῦ εἰκόνες τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐπίσης ἄλλες εἰκόνες εἶναι τά θεῖα καί τά ἀγαθά θελήματα. Δηλαδή κάθε πρᾶγ­μα ἔχει καί τήν ἐνέργειαν τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά κάθε ἄνθρωπος ἔχει τό ἀγαθόν θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅστις εἶναι ἡ εἰκών Θεοῦ. Αὕτη ἡ εἰκών ἐσκοτίσθη ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε, ἀλλά δέν τήν ἔχασε ὁλοτελῶς. Οἱ Πατέρες περιγράφουν τήν θείαν ἐνέργειαν πού ὑπάρ­χει εἰς τόν ἄνθρωπον, σάν σπινθῆρα, ὁ ὁποῖος σπινθήρ εἶναι ἕτοι­μος νά σβύ­σῃ, ἀλλά μέ τό βάπτισμα δυναμώνει. Δι’ αὐτό καί ὁ Χρι­στός ἦλθε εἰς τόν κόσμον νά διαφλέξῃ τά πάντα. Ἡ φλόγα αὐτή λέγεται σω­στική, θεοτική, ἁγιαστική. Εἰς ἀνθρώπους πού δέν ἀγω­νί­ζονται τόν καλόν ἀγῶνα εἶναι κολαστική φωτιά, πῦρ αἰώνιον.

Ἐάν συγκρίνωμεν τάς δύο αὐτάς παραδόσεις, θά παρατηρή­σωμεν πόσον μακρυά ἐβάδισαν οἱ Δυτικοί ἀπό τούς Ἀνατολικούς. Τό γεγονός εἶναι ὅτι δέν ἐδέχθησαν τάς διδασκαλίας τῶν Οἰκουμε­νι­κῶν Συνόδων ἄν καί λέγουν ὅτι τάς δέχονται. Αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι δέν εἶναι ξεκάρφωτα φαινόμενα, ἀλλά ἀντανακλοῦν καί ἐκφράζουν τάς διδασκαλίας τῶν Πατέρων. Δέν εἶναι δυνατόν νά ξεχωρίσῃ κανείς τάς Συνόδους ἀπό τούς Πατέρας, διότι οἱ Πατέρες εἶναι οἱ βάσεις τῶν Συνόδων. Πῶς, λοιπόν, οἱ Δυτικοί λέγουν ὅτι δέχονται τάς Συνόδους, ἐνῶ ἀπορρίπτουν τήν Πατερικήν διδασκα­λίαν περί Ἁγίας Τριάδος καί ἄλλα Χριστο­λο­γικά θέματα;».

«Κατά τούς Πατέρας ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπον νά εἶναι ἐλεύθερος καί νά μείνῃ ἐλεύθερος. Ἡ οὐσία τῆς ἐλευθερίας εἶναι 1) νά ἀγαπᾶ τόν Θεόν καί τόν συνάνθρωπόν του χωρίς νά ἐνδιαφέ­ρεται διά τόν ἑαυτόν του. Νά ἔχῃ τήν ἔννοιαν τῆς ἀνιδιοτε­λοῦς ἀγά­πης ἡ ὁποία “οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς». 2) Ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη νά εἶναι μέτοχος τῆς ἀθανασίας τοῦ Θεοῦ (νά εἶναι ἀθάνατος κατά Χάριν), νά εἶναι κοινωνός καί θεατής τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Καί ἐφ’ ὅσον θά εἶναι κοινωνός τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, δέν θά εἶναι ὑπό τό κράτος τοῦ θανάτου καί τῆς φθορᾶς. 3) Βλέπων τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, θά εἶναι κοινωνός τῆς ἀληθείας. Ἡ ἀλήθεια αὕτη δέν εἶναι ἐπιστημονική ἀλήθεια, ἀλλά ἀλήθεια θρησκευτική. Δέν σημαίνει ὅτι ὅλα τά κτιστά εἶναι ψευδῆ. Ἡ μία εἶναι ἐπιστημονική ἀλήθεια, ἡ ἄλλη εἶναι θρησκευτική ἀλήθεια. Μεταξύ Θεοῦ καί κόσμου (κτι­σμάτων) δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότης».

 «Ἡ πίστις τῆς Ἐκκλησίας βασίζεται εἰς τήν Ἀποκάλυψιν διά τῆς πείρας τῶν προφητῶν, ἀποστόλων καί ἁγίων. Εἶναι πράγματα τά ὁποῖα εἶδαν μέ τά μάτια των. Ὅταν λέγῃ ὅτι ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, αὐτό εἶναι τό μυστήριον τό ὁποῖον δέχεταί τις διά τῆς πίστεώς του καί τῆς θείας Χάριτος. Δέν εἶναι κάτι τὀ ὁποῖον ἀντιλαμβάνεται διά τῶν ἀνθρωπίνων συλλογισμῶν ἤ τῆς “κατά σάρκα” φιλοσοφίας.

Μόνον διά τῆς πίστεως καί οὐχί διά τῆς λογικῆς δυνάμεθα νά ἐννοήσωμεν τήν πεῖραν τήν ὁποίαν εἶχον οἱ Ἀπόστολοι. Ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι εἶχον τήν ἰδίαν πεῖραν, καί δι’ αὐτόν τόν λόγον δέν ὑπάρχει θεολογία τοῦ Ἰωάννου ἤ τοῦ Πέτρου ἤ τοῦ Παύλου ἤ τοῦ Χαραλάμπους. Ὅλοι εἶχον τήν αὐτήν πίστιν καί ἔγραφαν διά τάς εἰδικάς ἀνάγκας τῶν πιστῶν».

«Οἱ Πατέρες λέγουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα. Ἡ ψυχή εἶναι κτιστή ὅπως καί τό σῶμα, ἀλλά δέν γνω­ρίζομεν τό τί εἶναι ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς. Ὁ Χρυσόστομος ἐρωτᾶ: Ποία εἶναι ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς; Ὁ νοῦς ἤ ἡ λογική;».

Ὁ νοῦς εἶναι μία νοερά ἐνέργεια τῆς ψυχῆς ἡ ὁποία δια­φέρει ἀπό τήν διάνοιαν. Ἐδῶ δέν ἐννοεῖ δύο συστατικά, ἀλλ’ ἁπλῶς σημαίνει ὅτι ὁ νοῦς καί ἡ διάνοια (ἡ λογική) εἶναι δύο ἐνέργειαι τῆς ψυχῆς. Εἰς τήν ὁρολογίαν τοῦ Ἀριστο­τέλους ὁ νοῦς ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ποιητικήν ψυχήν.

Ὁ νοῦς, λέγουν οἱ Πατέρες εἶναι αὐτοτελής, αὐτοενέργητος διότι ἔτσι ἐδη­μιουργήθη. Εἰς τήν ἀρχικήν (πρό τῆς πτώσεως) κατά­στασιν, ὁ νοῦς δέν ἔπασχε ἀπό τήν φαντασίαν ἤ ἀπό τάς αἰσθήσεις. Ὅταν, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν λαμβάνει τήν Χάριν εἰς τόν νοῦν του καί διά τοῦ νοός μετέχει ἡ διάνοια καί τό σῶμα. Νά μή λησμονήσωμεν ὅτι ὁ νοῦς εἶναι κτιστός καί ἁπλῶς μία ἐνέργεια τῆς ψυχῆς.

Εἰς τήν πεπτωκυῖαν κατάστασιν ἀδυνατοῦμεν νά διακρίνωμεν μεταξύ νοός καί διανοίας καί συγχέομεν αὐτάς τάς δύο ἐνεργείας τῆς ψυχῆς. Κατ’ ἀρχάς, ὁ Ἀδάμ εἶχε θεοπτίαν, ἀλλά μετά τήν πτῶ­σιν ἐσκοτίσθη καί ἐσυγχίσθη ἡ ἐνέργεια τοῦ νοός μετά τῆς ἐνερ­γείας τῆς διανοίας καί τώρα ἀσχολεῖται μέ τά κτιστά. Δύναται ὁ ἄνθρωπος νά ἐξετάσῃ τόν κτιστόν κόσμον διά τῆς λογικῆς, διότι ἡ λογική του δέν ἐσκοτίσθη, ἀλλά ὅσον ἀφορᾶ τόν νοῦν, τοῦ ὁποίου τό κατ’ ἐξοχήν ἔργον εἶναι νά βλέπῃ τόν Θεόν, ἔπαθε σύγχυσιν καί ἐσκοτίσθη. Ἡ λογική δέν εἶναι τό μέσον διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν Θεόν, ἀλλά διά τοῦ νοός καί εἰς αὐτό τό σημεῖον ὁ ἄνθρωπος ὁμοιάζει μέ τούς ἀγγέλους (οἵτινες λέγονται νοεραί οὐ­σίαι). Ἡ λογική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς εἶναι κατωτέρα τῆς νοερᾶς. Διά αὐτόν τόν λόγον διακρίνομεν μεταξύ νοερᾶς προσευχῆς καί λογι­κῆς προσευχῆς.

Ὁ Σατανᾶς ἐσκότισε τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου (καί ἀπό “ὑπερ­συ­νείδητον”, ὁ νοῦς ἔγινε “ὑποσυνείδητον”). Ὅταν τῇ βοηθείᾳ τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος καθαρίσῃ τόν νοῦ του, τότε ἡ κατάστασις αὐτή εἶναι ἡ ἴδια τοῦ Ἀδάμ πρό τῆς πτώσεως· δηλαδή ὁ νοῦς κυριαρχεῖ τήν διάνοιαν καί τό σῶμα καί ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν Θεόν.

Ὁ ἄνθρωπος ὅστις ἀσκῆται καί καταπολεμᾶ τόν Σατανᾶν δύ­να­ται, μέ τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ, νά φθάσῃ εἰς σημεῖον ὥστε ὁ νοῦς νά προσεύχεται ἀκαταπαύστως (“ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε”) ἐνῷ τῇ διανοίᾳ δύναται νά κάνῃ τά καθημερινά καθήκοντά του. Διά τήν Ὀρθοδοξίαν, ὁ ἰδεώδης ἐπίσκοπος εἶναι ἐκεῖνος ὅστις ἔχει ἀσκηθῆ καί ἔχει μάθει τήν νοεράν προσευχήν καί ἔπειτα ἐπιστρέφει εἰς τόν κόσμον καί ἐκτελεῖ τά ἐπισκοπικά καθήκοντά του.

Εἰς τήν Δύσιν, τέτοιο πράγμα δέν νοεῖται διότι δι’ αὐτούς, εἴτε θά εἶσαι ἀσκητής εἴτε θά εἶσαι ἐπίσκοπος, ἀλλά ὄχι καί τά δύο μαζύ. Ἔτσι ἔχουν τά πράγματα εἰς τήν Δύσιν, διότι δέν γνωρίζουν οὔτε καταλαβαίνουν τό “ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε” τό ὁποῖον αὐτοί (ὡς καί μερικοί ἐκ τῶν ἡμετέρων) ἑρμηνεύουν “ἀδιαλείπτως κάνετε καλά ἔργα”! Ἠ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ποτέ δέν εἶχε τέτοιαν διάστασιν μεταξύ ἀσκη­τι­κῆς καί κοσμικῆς ζωῆς».

στ) Θάνατος καί ἀνιδιοτελής ἀγάπη

«Ὁ θάνατος εἶναι ὅπλον τοῦ διαβόλου καθ’ ὅλης τῆς οἰκουμένης∙ εἶναι καί  ὅπλον τοῦ Θεοῦ κατά τοῦ διαβόλου. Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπον διά τήν ἀνι­διοτελῆ ἀγάπην. Ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε εἰς Διπλοῦν θάνατον. Στερημένος τῆς θείας Χάριτος, ἀδυνατεῖ νά πράξῃ τό καλόν, ἄν καί θέλῃ  νά πράξῃ τό καλόν. Ἐφ’ ὅσον εὑρίσκεται ὑπό τό κράτος τοῦ θανάτου, ἀδυνατεῖ νά ζῇ σύμφωνα μέ τόν ἀρχικόν του προο­ρισμόν.

Ἔχει μέσα του τό ἔνστικτον τῆς αὐτοσυντηρήσεως, τό ὁποῖον ἐκδηλοῦται διά δύο τρόπων -ψυχολογικῶς καί σωματικῶς. Ὁ καθ’ ἕνας ζητεῖ νά ἐξασφαλίσῃ τόν ἑαυτόν του. Ὅταν προσπαθῇ νά ἐξασφαλίσῃ τόν ἑαυτόν του ψυχολογικῶς, ἁμαρτά­νει. Ὅταν προσπαθῇ ψυχικῶς, τότε βαδίζει πρός τήν σωτηρίαν. Ὁ ἄνθρωπος ἀνα­ζητεῖ τήν σωματικήν ἀσφάλειαν, διότι χρειάζεται διατροφήν, στέγην, ἐνδύματα, κ.τ.λ. (νά προφυλάσσεται ἀπό τά στοιχεῖα τῆς φύσεως). Εἶναι φανερόν ὅτι αὐτο­μάτως ἐνδιαφέρεται διά τόν ἑαυτόν του. Ἐάν ὄχι, θά ηὐτοκτόνῃ. Τό νά ἐνδια­φέρεται διά ἀσφάλειαν σωματικῶς εἶναι φυσικόν φαινόμενον. Δέν εἶναι ἁμαρτία. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἐνδιαφέρθη διά αὐτά. Καλοῦνται ταῦτα ἀδιάβλητα πάθη, ἀλλά δέν θεωροῦνται ἁμαρτίαι (λύπη, στεναγμός, κ.τ.λ. εἶναι ἀδιάβλητα πάθη ὅταν ἔχουν καλόν σκοπόν). Διά τούς Πλατωνικούς, ὅλα αὐτά εἶναι ἁμαρτήματα, ἕνεκεν τῆς φυλακῆς τῆς ψυχῆς εἰς τό σῶμα∙ ἀνήκουν εἰς τό ἐπιθυμητικόν καί εἰς τό θυ­μοειδές.

Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος εὑρίσκεται εἰς κατάστασιν ὅπου τά ἀδιάβλητα πάθη ἀναφέρονται εἰς ψυχολογικήν ἁμαρτίαν, τότε εἰσέρχεται εἰς τήν σφαῖραν τῆς ἁμαρ­­τίας. Ἀντιμετωπίζει πάντοτε τό χάσμα τοῦ θανάτου, τῆς ἀνυπαρξίας, τῆς ἐλλείψεως σημασίας νοήματος ἐν τῇ ζωῇ. Αἰσθάνεται τήν ἀνάγκην νά ἀποδείξῃ ὅτι ἔχει κἄποιαν ἀξίαν ἵνα ἐξασφαλίσῃ περαιτέρω τήν σωματικήν του ὕπαρξιν. Ὁ ἄν­θρωπος ὁ ὁποῖος ἀναζητεῖ τήν ψυχολογικήν ἀσφάλειαν ἀρέσκεται εἰς κολακείας, ἐπαίνους κ.τ.λ., ἐκ τῶν ὁποίων ἀποκομίζει εὐχαρίστησιν καί ψυχικήν ἀνακούφισιν. Ὅταν ὅμως ὁ τοιοῦτος βλασφημεῖται ἤ κακίζεται, τότε αἰσθάνεται ἔλλειψιν ψυχι­κῆς ἀσφαλείας.

Βασικῶς δέν ὑπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ ἀγάπης καί μίσους. Μισοῦμεν αὐτό τό ὁποῖον ἀντιβαίνει εἰς τά συμφέροντά μας καί ἀγαπῶμεν αὐτό τό ὁποῖον συντελεῖ εἰς τά συμφέροντά μας. Ἀγαπῶμεν τούς φίλους μας διότι τά συμφέροντά μας ταυτίζονται. Ἡ στενωτάτη φιλία δύναται νά μετατραπῇ εἰς μῖσος ἄν ὁ φίλος μας φέρει ἀντίδρασιν εἰς τι. Ἡ βάσις τοῦ μίσους καί τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ἰδιοτέλεια, ἡ συμφεροντολογία.

Ἡ συμφεροντολογία καθ’ ἑαυτήν δέν εἶναι κἄτι κακόν. Εἰς τάς χεῖρας τοῦ διαβόλου εἶναι κἄτι τό κακόν, ὅπως καί ὁ θάνατος εἰς τάς χεῖρας τοῦ διαβόλου εἶναι ὅπλον κατά τῆς οἰκουμένης. Βάσις τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἰδιοτελείας εἶναι ὁ φόβος. “Φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ’ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δέ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ” (Α΄ Ἰωάννου, 4,18). Ὅποιος φοβεῖται δέν δύναται νά τελειοποιηθῇ. “Τοῖς δέ δειλοῖς καί ἀπίστοις καί ἐβδελυγμένοις καί φονεῦσιν καί πόρνοις καί φαρμακοῖς καί εἰδω­λολάτραις καί πᾶσιν τοῖς ψευδέσιν τό μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ πυρί καί θείῳ ὅ ἐστιν ὁ θάνατος ὁ δεύτερος” (Ἀποκάλυψις 21, 8).

“Καί εἰ ἀγαπᾶτε τούς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καί γάρ οἱ ἁμαρτωλοί τούς ἀγαπῶντας αὐτούς ἀγαπῶσι” (Λουκᾶ, 6, 32). “Καί ἐάν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καί γάρ ἁμαρτωλοί ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τά ἴσα” (Λουκᾶ, 6, 34). Πῶς θά ἀγαπήσωμεν τούς ἐχθρούς μας ἐάν εἴμεθα δειλοί; Δέν τούς ἀγαπῶμεν διότι τούς φοβούμεθα. Καί ἐάν δέν τούς φοβούμεθα, τοῦτο ἐννοεῖ ὅτι ἔχομεν μεγαλυτέραν δύναμιν. Ἡ πραγματική ἀγάπη εἶναι ἀπηλλαγμένη παντός φόβου καί πάσης ἀνάγκης.

Εἶναι φανερόν τό τί ἐννοεῖ ὁ Χρυσόστομος λέγων ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ὅπλον τοῦ διαβόλου κατά τῆς οἰκουμένης καί ὅπλον τοῦ Θεοῦ κατά τοῦ διαβόλου. Ὁ Θεός θέτει τέρμα εἰς τήν ἁμαρτίαν ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται. Εἰς τάς χεῖρας τοῦ Θεοῦ ὁ θάνατος εἶναι πηγή τοῦ καλοῦ. Ὁ διάβολος θά ἤθελε τόν θάνατον ὅλων αὐτοστιγμῇ, ἀλλ’ ὁ Θεός δέν τόν ἐπιτρέπει. Τό ἔνστικτον τῆς αὐτοσυντηρήσεως βοηθεῖ τόν ἄνθρωπον νά μή θέλῃ τόν θάνατον, καί ὅποιος δέν θέλει τόν θάνατον, βασικῶς συνεργάζεται μέ τόν Θεόν. Ἀλλ’ ὅταν θέλῃ νά ἀποφύγῃ τόν θάνατον, ἕνεκεν φόβου, πάσῃ θυσίᾳ, τότε συνεργάζεται τῷ διαβόλῳ. Ὁ φοβούμενος τόν θάνατον δύναται νά ἀρνηθῇ τά ὅσια, τά ἱερά, τήν πατρίδα, τήν πίστιν, καί τά πάν­τα, ἕνεκεν δειλίας.

Ἐκ μιᾶς ἀπόψεως, εἶναι καλόν νά φοβῆται ὁ ἄνθρωπος. Ἐξ ἄλλης ἀπόψεως εἶναι κακόν (ὅταν προέρχεται ἐκ τοῦ διαβόλου), ἀλλά ὁ φόβος δύναται νά εἶναι δῶρον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀρχή σοφίας φόβος Θεοῦ. Πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά φοβῆται τόν Θεόν καί κανένα ἄλλον.

Λόγῳ τοῦ φόβου τῆς κολάσεως καί τῆς θελήσεως νά ἀποφύγῃ τήν κόλασιν, ὁ ἄνθρωπος στρέφεται πρός τόν Θεόν καί τό θέλημα Αὐτοῦ, καί ἐξετάζει πρῶτον τόν ἑαυτόν του ἀπό πνευματικῆς ἀπόψεως. Ἐδῶ εἶναι ἡ ἀρχή σοφίας. Ἀρχίζει νά κάμνῃ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ πάσῃ θυσίᾳ. Καίτοι εἶναι συμφεροντολογία, εἶναι καλή καί ἀναγκαία. Αὕτη εἶναι ἡ ἀρχή τῆς σοφίας, ὄχι τό τέλος.

Οἱ Πατέρες λέγουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐξ ἀρχῆς πρέπει νά ἔχῃ μνήμην θανάτου,ἡ ὁποία εἶναι δῶρον τοῦ Θεοῦ. Ἔχων τήν μνήμην τοῦ θανάτου καί σκεπτόμενος τόν θάνατον, ὁ ἄνθρωπος βλέπει τήν πραγματικότητα ἀκριβῶς ὅπως εἶναι ἡ πραγ­μα­τικότης· λεπτίνονται οἱ ὀφθαλμοί καί ὁ νοῦς του.

1) Οἱ κάμνοντες τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐκ φόβου τῆς κολάσεως εἶναι δοῦλοι, ἀλλά καί τέλειοι Χριστιανοί. Ἄν δέν τελειοποιηθοῦν τώρα, θά τελειοποιηθοῦν μετά θάνατον, θά ἴδουν τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Παραδείσῳ (Δέν χρήζουν τοῦ καθαρτηρίου πυρός).

2) Οἱ μισθωτοί εἶναι τέλειοι, συμφεροντολόγοι, ἀλλ’ ἡ συμφεροντολογία των εἶναι τελεία καί ἁγία. Ἀποβλέποντες πρός τήν ἀνταμοιβήν οὗτοι κάμνουν τό θέλη­μα τοῦ Θεοῦ.

3) Οἱ τέλειοι κάμνουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὄχι ἐπειδή φοβοῦνται τήν κόλασιν, ἤ ἀποβλέπουν πρός τήν ἀνταμοιβήν, ἀλλά διότι ἐδοκίμασαν τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ καί ἔχουν τελειοποιηθῆ πολύ περισσότερον ἀπό τούς ἄλλους. Οἱ τοιοῦτοι ἔχουν ἄλλο εἶδος φόβου – νά μή χάσουν τήν κοινωνία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Δέν ἀναφερό­μεθα εἰς αἰωνίαν ἀπώλειαν, ἀλλά καθημερινήν. Οἱ τοιοῦτοι κλαίουν ὅταν δέν βλέ­πουν τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ.

Ὁ θάνατος κατ’ αὐτόν εἶναι οὐδέτερον πρᾶγμα. Ἄλλη ὄψις τοῦ θανάτου, ἀσθενειῶν, θλίψεων, κ.τ.λ. ἐν τῷ κόσμῳ εἶναι ἡ ὄψις τῆς δοκιμασίας. Διά ἀσθε­νειῶν, θλίψεων, κ.τ.λ. ὁ Θεός δοκιμάζει τούς ἀνθρώπους. Διερωτᾶται· διατί  ἐπι­τρέπει ὁ Θεός τό κακόν; Διατί ὑποφέρουν οἱ καλοί καί οἱ κακοί εὐημεροῦν; Τό ἐπιτρέπει διά νά μᾶς δοκιμάσῃ, ἤτοι, νά μᾶς τελειοποιήσῃ. Ἐάν δέν ὑπῆρχον αἱ θλίψεις, ἤ ἐάν μόνον οἱ ἄδικοι ἐθλίβοντο, τότε ὅλοι θά ἦσαν τυπικῶς καλοί. Μέ τήν προϋπόθεσιν ὅτι θά ἀπολαμβάνουν ὅλα τά ἀγαθά τῆς γῆς ἄν εἶναι καλοί, κατά πᾶσαν πιθανότητα ὅλοι θά προσεπάθουν νά εἶναι καλοί. Οὕτως, οἱ δίκαιοι θά εἶχον τά πάντα, καί οἱ ἄδικοι τάς θλίψεις. Εἰς τήν ταλευταίαν ἀνάλυσιν, ὅλοι θά ἦσαν καλοί ἀπό ἄποψιν συμφε­ροντο­λογίας, (διά νά ἔχουν τά ὑλικά ἀγαθά τοῦ κόσμου τούτου).

Ὁ Θεός δέν μᾶς θέλει νά ἔχωμεν ἰδιοτελῆ ἀγάπην, ἀλλ’ τήν ἀνιδιοτελῆ, τήν ἀγάπην ἡ ὁποία οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς. Ἐάν δέν μᾶς ἐδοκίμαζε, θά ἐμέναμεν είς τήν κατάστασιν τῆς συμφεροντολογίας, θά ἐκάμναμεν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀποβλέ­ποντες μόνον εἰς τήν εὐημερίαν μας, καί ὄχι πρός ἐπίτευξιν τῆς ἀνιδιο­τελοῦς ἀγά­πης».

* * *

Καί ὅλα αὐτά καί πολλά ἄλλα ὀρθόδοξα τά ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὅταν δίδασκε στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, πρίν ἔλθη στήν Ἑλλάδα γιά νά διδάξη, (τά ἔτη 1960-1962) σέ ἡλικία μόλις 33-34 ἐτῶν.

Αἰωνία νά εἶναι ἡ μνήμη τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη πού παρέδωσε μιά τέτοια ὀρθόδοξη Πατερική Δογματική, καί αἰωνία νά εἶναι καί ἡ μνήμη τοῦ φοιτητοῦ του π. Στεφάνου Ἀβραμίδη, πού διέσωσε αὐτές τίς Σημειώσεις.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ