Ακούγοντας την ομιλία του μητροπολίτη Γέροντα Πριγκηποννήσων Δημητρίου στο ΕΚΠΑ κατά την τελετή αναγόρευσης του σε επίτιμο διδάκτορα, το μυαλό μου έκανε πολλά ταξίδια. Πήγε στο παρελθόν, επιχείρησε να δει το μέλλον, «βούτηξε» στα βιώματα μου κι εν τέλει ανέσυρε μια σειρά από προβληματισμούς αρκετούς εκ των οποίων έχω μοιραστεί, γράφοντας εδώ.
Αποφάσισα λοιπόν να γράψω για την ομιλία αυτή, αφενός γιατί με προβλημάτισε αφετέρου γιατί μου δημιούργησε την ανάγκη να μοιραστώ αυτόν τον προβληματισμό.
Η ομιλία του δεν ήταν ούτε τελετουργική, ούτε εθιμοτυπική. Και σίγουρα δεν ήταν ένας θριαμβικός απολογισμός για το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ήταν κάτι πιο δύσκολο: μια προσπάθεια να ειπωθεί, με απλό αλλά θεσμικά σταθερό λόγο, ποιο είναι το Πατριαρχείο και τι έχει να πει σήμερα. Όχι με βερμπαλισμούς. Με σαφήνεια. Όταν, για παράδειγμα, σημειώνει πως «τό εἰδικόν βάρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου δέν σταθμίζεται μέ τό πλῆθος τῶν πιστῶν, οὔτε μέ τήν κατά κόσμον εὐεξία», βάζει το θεμέλιο της σκέψης του.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, λέει ουσιαστικά, δεν κρίνεται ούτε με όρους ισχύος ούτε με όρους αριθμών. Κρίνεται από την ποιότητα του λόγου και του ήθους του. Από το αν μπορεί να σταθεί με καθαρή συνείδηση απέναντι στον καιρό και να μιλήσει. Και αυτός ο λόγος, για να είναι αληθινός, πρέπει να είναι –όπως το λέει και ο ίδιος– «κεκαθαρμένος καί λυτρωτικός». Να έχει διανύσει απόσταση μέσα στον χρόνο και μέσα στον άνθρωπο.
Από τα πιο ουσιαστικά σημεία της ομιλίας ήταν η αναφορά στα μεγάλα ερωτήματα της εποχής μας. Η βιοηθική, οι τεχνολογικές παρεμβάσεις, η τεχνητή νοημοσύνη. Όχι ως θεωρητικά θέματα για ειδικούς, αλλά ως πεδία όπου η Εκκλησία καλείται να αρθρώσει «λόγο πνευματικό», ικανό να «θέτῃ ἀπαράσαλευτα ὅρια ζωῆς». Να πει, δηλαδή, μέχρι πού έχει νόημα να προχωρά ο άνθρωπος. Και πότε η “πρόοδος” γίνεται τελικά απώλεια.
Και προσέξτε, είναι τόσο έντονη η ανθρώπινη ανάγκη για εξεύρεση απαντήσεων εν όψει του “ταξιδιού” της στο μέλλον, που οι θέσεις θεσμών, όπως το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεν είναι απλά χρήσιμες για την οικονομία του διαλόγου αλλά απαραίτητες για την χάραξη της πορείας μας.
Ιδιαίτερα σημαντικές οι αναφορές στην «παγκόσμιον ἀνισότητα», στα «πολεμοχαρῆ συμφέροντα», και στην «ἀμφιλεγόμενη καθολική ὠφελιμότητα» των τεχνολογικών επιτευγμάτων, που συχνά κοστίζουν δισεκατομμύρια χωρίς να είναι ξεκάθαρο, ποιον τελικά ωφελούν. Και κάπου εκεί, έρχεται και το αίτημά του προς την Εκκλησία: να προσφέρει «παραμυθία». Όχι φθηνή παρηγοριά. Αλλά υπαρξιακό λόγο που να πατάει στη μνήμη, να κοιτάζει το παρόν και να αντέχει στο μέλλον.
Εις τα καθ’ ημάς ο μητροπολίτης Πριγκηποννήσων, περιγράφει την Μεγάλη Εκκλησία ως «θεματοφύλακα τῆς ταυτότητος τοῦ Γένους», χωρίς να εννοεί μια μουσειακή αναπαράσταση. Δεν μιλάει για ταυτότητα με εθνικούς όρους. Μιλάει για μια συνέχεια. Μια συνείδηση. Και την τοποθετεί όχι σε διακηρύξεις, αλλά στη θεία λατρεία, την οποία αποκαλεί «τό κέντρον τῆς ζωῆς». Εκεί βρίσκεται, λέει, η μνήμη και η ταυτότητα του Γένους.
Στα μάτια μου, δεν πρόκειται για μια ομιλία που λέει κάτι θεαματικά καινούργιο. Ίσως γιατί δεν το χρειαζόμαστε εν τέλει. Πρόκειται για μια παρέμβαση που λέει με καθαρότητα κάποια πράγματα που συχνά ξεχνάμε αν και οι καιροί, καθημερινά μας υπενθυμίζουν την ανάγκη να παραμένει ο λόγος της Εκκλησίας ουσιαστικός, νηφάλιος, πνευματικός.
*Η ομιλία του μητροπολίτη Δημητρίου ΕΔΩ