Ο ιερός Χρυσόστομος, ο μέγιστος των διδασκάλων της Εκκλησίας μας, όταν ήταν εξόριστος στις εσχατιές της οικουμένης όπως συνήθιζε να γράφει και «στο πάντων ερημότατον χωρίον την Κουκουσόν», έστελνε και ελάμβανε επιστολές, οσάκις βεβαίως ευρίσκετο γραμματοκομιστής, σε πνευματικά του τέκνα και φίλους του, που του συμπαραστέκονταν ποικιλοτρόπως.
Σε όλες σχεδόν τις επιστολές που διεσώθηκαν, ζητούσε επιμόνως να μάθει τα της υγείας των παραληπτών, η υγεία των οποίων, η «καλή υγεία», ήταν για τον άγιο «σφόδρα περισπούδαστος»[1], δηλαδή πολύ σπουδαία υπόθεση.
Αν μάθαινε από επιστολή ή από πληροφορία κάποιου που τον επισκέφθηκε, πως κάποιος γνωστός του αρρώστησε, του έγραφε αμέσως να μάθει πως πάει η πορεία της ασθενείας του και αν έγινε όντως καλά. Μία κυρία μάλιστα, ονόματι Καρτερία, την ευχαριστούσε που του έστειλε κάποια αλοιφή και φαρμακευτικά έλαια[2].
Κάποτε ένας επίσκοπος, ο Σέλευκος, αψηφώντας τις καιρικές συνθήκες και δυσκολίες του επικίνδυνου και μακρινού δρόμου, επισκέφθηκε τον εξόριστο πατριάρχη, θέτοντας σε κίνδυνο την επισφαλή υγεία του. Από την ταλαιπωρία, τον κατέλαβε επίμονος και ακατάσχετος βήχας. Ο Άγιος φανερά στενοχωρημένος δεν του είπε «μην ανησυχείς θα κάνω προσευχή και θα σου περάσει» (άσχετα αν προσευχόταν αυτός κατ΄ ιδίαν ή άλλοτε διακριτικά συμβούλευε και για ταυτόχρονη προσευχή) ή «κάνε προσευχή και θα γίνεις καλά», ούτε αρκεί μόνο να «πιείς αγιασμό και θα σταματήσει ο βήχας» ή «γριπούλα είναι και θα περάσει», αλλά τον έστειλε σε γιατρό και μάλιστα αρχίατρο, τον Υμνήτιο, για να τον θεραπεύσει με τη δύναμη της επιστήμης του, όπως θεράπευσε και άλλους πολλούς και μάλιστα γρήγορα.
Απολαμβάνουμε αυτή την επιστολή, όσοι σύμφωνα με την εντολή του Θεού, τιμάμε τούς ιατρούς, σεβόμαστε και κυρίως ακούμε όσα λέγει η Αγία Εκκλησία μας.
Και ας προβληματιστούν αντιθέτως, επιτρέψτε μου παρακαλώ να το πω, όσοι δεν τιμούν την ιατρική επιστήμη και περιφρονούν επιδεικτικά όσα η Εκκλησία μας συμβουλεύει.
Γράφει ο ιερός πατήρ: «Αν και δε έγραψα συχνά στην εντιμότητα σου, όμως σε έχω συνεχώς στη μνήμη μου, και μέσα σε λίγες μέρες απόκτησα μεγάλη πείρα της πολύ δυνατής, της σπουδαίας, της γνήσιας φιλίας σου. Γι’ αυτό και τον κύριο μου, τον εντιμότατο Επίσκοπο Σέλευκο, τον στέλνω στα χέρια σου σαν σε λιμάνι. Διότι υποφέρει από φοβερό βήχα, που η εποχή του έτους τον ερεθίζει περισσότερο και τον κάνει χειρότερα.
Αφού έμαθες καλά, εντιμότατε δεσπότη μου, το είδος της αρρώστιας, προσπάθησε να τον αποσπάσεις από το κύμα, από τη βλάβη της αρρώστιας, περιτειχίζοντας τον με τη δύναμη της επιστήμης σου, με την οποία πολλές φορές πολλούς που κινδυνεύουν να κανταποτισθούν από τέτοια κύματα, τους απάλλαξες από το ναυάγιο γρήγορα[3]».
Υπάρχει και άλλη επιστολή του χρυσορρόα Ιωάννη προς τον ιατρό Θεόδωρο[4], τον οποίο ο Άγιος, όπως γράφει, τον κατατάσσει μεταξύ των πρώτων φίλων του και επιθυμούσε πολύ να τον δει από κοντά, όμως δεν τόλμησε να του ζητήσει να τον επισκεφθεί, για να μην τον στερήσει από αυτούς που τον είχαν ανάγκη, δηλ. τους ασθενείς. Τόσο ευαίσθητος ήταν προς τις ανάγκες των άλλων. Τόση διακριση είχε. Πάντα τον ευατό του τον έβαζε τελευταίο!
«Ταύτα πάντα» αδελφοί προς ωφέλεια όλων μας. Οι Άγιοι της Εκκλησίας, και όχι οι σημερινοί διαφημιζόμενοι από κάποιους ως άγιοι ή ως διάδοχοι αγίων, μας δείχνουν απλανώς το δρόμο της τιμής προς τους έντιμους ιατρούς, εν μέσω μάλιστα της σημερινής θανατηφόρου πανδημίας και αυτούς πρέπει να ακούμε με σύνεση και ωριμότητα, όσο και όσα αυτοί, εννοείται, γνωρίζουν και εργάζονται τίμια επι της επιστήμης τους. Ας μην ξεχνούμε αδελφοί ότι ο διάβολος αναζητάει “θύματα” και από τις δύο πλευρές. Και δεξιά και αριστερά…
Χαρακτηριστική, τέλος, είναι η θέση του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου ο οποίος ενώ είχε εκφράσει γνώμη για σοβαρά θέματα έλεγε ότι, «αν η Εκκλησία πάρει διαφορετική θέση από αυτή που είπα, θα πρέπει να ακολουθήσουμε την Εκκλησία[5]».
[5] Ἱερομ. Παϊσίου, Μύρον ἐκενωθέν, ἔκδ. Ἱ.Μ.Ἁγ.Ἰλαρίωνος Ἀριδαίας, σ. 41.