Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024 | 16:27

Μνήμη  Αρχιμανδρίτη π. Γενναδίου Διακάκη (1916-1984)

ORTHODOXTV.GR

Γνωρίστε την Ορθόδοξη Εκκλησιαστική Τηλεόραση και δείτε τις προτάσεις της.

Μέσα σε ατμόσφαιρα βαθύτατου σεβασμού, ευγνωμοσύνης και αγάπης προς τον μακαριστό γέροντά τους, μία πολυπληθής ομάδα 250 περίπου πνευματικών του τέκνων, τότε φοιτητών και φοτητριών, τώρα επί το πλείστον καταξιωμένων επιστημόνων, κατέφτασαν από πολλά μέρη της χώρας στην εκδήλωση μνήμης του Αρχιμανδρίτη Γενναδίου Διακάκη το Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022, στην Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή των Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη, όπου τελέστηκε θεία λειτουργία και επιμνημόσυνη δέηση.

Ακολούθησε πνευματικό συμπόσιο, το οποίο συντόνισαν ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Αμορίου κ. Νικηφόρος και ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βρυούλων κ. Παντελεήμων και  προλόγισε ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίας Θεοδώρας Αρχιμανδρίτης Βαρνάβας Γιάγκου. Σημαντική υπήρξε η παρέμβαση του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσού κ. Αθανασίου, ο οποίος κατά τα φοιτητικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη έζησε από κοντά τον μακαριστό.

Η συγκίνηση ήταν έντονη, καθώς 38 χρόνια μετά την εκδημία του μακαριστού γέροντα, οι παρευρισκόμενοι αναστοχάστηκαν την εξαιρετική ευλογία που είχαν να μαθητεύσουν κοντά του και να εμπνευσθούν στην πορεία της ζωής τους από τις παραινέσεις του. Η λιπαρά θύραθεν και ιερά παιδεία του, η γλωσσομάθεια, η ακλόνητη πίστη, η μεγαλωσύνη της καρδιάς, η ανοιχτοσύνη της σκέψης, το ελεύθερο πνεύμα, η επιείκεια, η φιλανθρωπία, η διάκριση,  η υπακοή στην Εκκλησία, παρά τις ποικίλες καταδιώξεις, είναι μερικές από τις κρυστάλλινες ψηφίδες που σχημάτισαν την εμβληματική προσωπικότητά του στις εισηγήσεις των ομιλητών.

Ο κατά κόσμον Ανδρέας Διακάκης, γόνος επιφανούς οικογενείας της Θεσσαλονίκης, πολέμησε με αυτοθυσία ως έφεδρος αξιωματικός αλεξιπτωτιστής στη Μέση Ανατολή, το Ρίμινι, την Κορέα και στη συνέχεια, ως ιερομόναχος  αφιέρωσε τη ζωή του στην ιερουργία του θυσιαστηρίου, στην ανύστακτη ανακούφιση των πενήτων και στη φωτισμένη πνευματική καθοδήγηση πολυάριθμων πιστών κυρίως νέων σε αποφασιστικές στιγμές της ζωής του.

Ο αείμνηστος Αρχιμανδρίτης Γεννάδιος Διακάκης, χειροτονία του μακαριστού Μητροπολίτη Θεσσσαλονίκης Γενναδίου Αλεξιάδη, υπήρξε για ένα διάστημα ηγούμενος της Ιεράς Μονής της Αγίας Θεοδώρας Θεσσαλονίκης, πνευματικός του Φαναρίου και του ιδίου του αοιδίμου Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα καθώς επίσης και του προσφάτως εκλιπόντος επιφανούς Ιεράρχου του Οικουμενικού Θρόνου Μητροπολίτη Σασίμων Γενναδίου Λυμούρη.     

Η μνήμη του πατρός και διδασκάλου γέροντα Γενναδίου παραμένει ανεξίτηλη και το εύγλωττο παράδειγμά του μπορεί με τη σιωπή του να ενισχύσει τις νέες γενιές των κληρικών στην επιτακτική ανάγκη για τον επανευαγγελισμό της κοινωνίας μας.

Εις την αιωνίαν μνήμην του Αρχιμ. Γενναδίου Διακάκη

Θεοδώρου Ξ. Γιάγκου

Άγιοι αρχιερείς,

πατέρες και αδελφοί,

Η σημερινή εκδήλωση τιμής στον αείμνηστο Αρχιμ. Γεννάδιο Διακάκη (1916-1984), η οποία, δυστυχώς, έρχεται με καθυστέρηση, δεν είναι μια νοσταλγική ανάμνηση του παρελθόντος, αλλά μια ευκαιρία επανεκτίμησης της τεράστιας προσφοράς του στην πόλη μας και σε πολλούς από εμάς προσωπικά. Ήταν ένας γνήσιος πνευματικός πατέρας, που συστοιχούσε με πλήρη συνείδηση στις υποθήκες των πατέρων περί της ευθύνης του εξομολόγου, όπως θα φανεί στη συνέχεια από την επίκληση πατερικών κειμένων. Επομένως, στόχευσή μου είναι να αναδειχθούν, στη λογική της ακαδημαϊκής θεώρησης, οι πατερικές καταβολές του γέροντα.  

1. Ο άγιος Νείλος Σιναϊτης σε μια σύντομη επιστολή, την οποία απευθύνει σε έναν πρεσβύτερο με το όνομα Χαρικλής, ο οποίος φαίνεται ότι ήταν και πνευματικός πατέρας πολλών, συνιστά σε αυτόν τα εξής:

«Σκόπει, τοίνυν, πρεσβύτερε, μη μόνον αποτομίαν και οργήν εν ταις ιεραίς βίβλοις κηρυσσομένην Θεού, αλλά και φιλανθρωπίαν αναρίθμητον και ανεξιχνίαστον, καθάπερ φησίν η Γραφή προς τον Κύριον εξ ημετέρου προσώπου, ότι το “έλεός σου μέγα επ’ εμέ”. Μεγάλα αμαρτανόντων ημών, μεγάλην επιχέει ματανοούσιν ημίν την θάλασσαν της οικείας πολυευσπλαγχνίας, σβεννύουσα το πυρ των ημετέρων κακών. Λογίζεσθαι ουν οφείλεις μη την κρίσιν μόνον, αλλά και την φιλανθρωπίαν του Χριστού, του συμφερόντως παιδεύοντος το ανθρώπινον γένος και συγκαταβαίνοντος και συμπάσχοντος ημίν, ίνα μη απολλώμεθα».

Από την έρευνα των πηγών συνάγεται ότι η επιστολή έχει πλούσια χειρόγραφη παράδοση, γεγονός που δηλώνει ότι αυτή ανταποκρινόταν στα ποιμαντικά ενδιαφέροντα του βυζαντινού αναγνώστη. Κάποιες φορές εντάσσεται, μάλιστα, στην ύλη των χειρογράφων νομοκανονικών συλλογών, για να λειτουργήσει ως αντίβαρο σε μια ενδεχόμενη δικανική ανάγνωση των ιερών κανόνων.

Το παράθεμα που μόλις διαβάσαμε δεν είναι το μοναδικό στην πατερική γραμματεία. Αντίθετα, είναι ένα από τα πολλά πατερικά αποφθέγματα, τα οποία υποδεικνύουν, κατά εκκλησιαστική προτροπή, τη στάση την οποία οι εξομολόγοι οφείλουν να κρατούν απέναντι σε όσους μετανοούν για τα πονηρά τους έργα. Τέτοιες πατερικές αναφορές λειτούργησαν καθοριστικά για τη διαμόρφωση του πνεύματος, που χαρακτήριζε την ανατολική θεολογία, ως προς τι είναι η αμαρτία και πως αυτή θεραπεύεται. Αυτός ο προβληματισμός είναι παλαιός και απασχόλησε ποικιλοτρόπως τους ποιμένες, πρωτίστως τους εξομολόγους. Μάλιστα, όταν οι αιρετικοί Γνωστικοί ομίλησαν για διαρχία, που εκφραζόταν στην αιώνια αντιπαλότητα καλού και κακού, στην Εκκλησία δόθηκε η ευκαιρία να διευκρινίσει στα μέλη της ότι το πρόβλημα του κακού, που ταλαιπωρεί τον άνθρωπο και την κτίση, είναι μια παραφυσική κατάσταση, που νικήθηκε όμως δια του σταυρού και της αναστάσεως του Χριστού.

2. Από τον χώρο του μοναχισμού θα ανθολογήσω ένα ακόμη κείμενο, για να αναδιπλωθεί μια άλλη αξιόλογη πτυχή της σχετικής πατερικής διδασκαλίας, όπως θέλω να πιστεύω. Από τη γνωστή συλλογή Αποφθέγματα γερόντων διαβάζουμε τα εξής:

«Αδελφός ηρώτησε τον αββά Ποιμένα λέγων˙ Εποίησα αμαρτίαν μεγάλην και θέλω μετανοήσαι τρία έτη (όπως όριζαν δηλαδή οι μοναχικοί κανόνες).

Λέγει αυτώ ο γέρων˙ Πολύ εστι.

Και είπε αυτώ ο αδελφός˙ Αλλ’ έως ενιαυτού;

Και είπε˙ Πολύ εστι.

Οι δε παρόντες έλεγον˙ Έως τεσσαράκοντα ημερών;

Και είπε πάλιν˙ Πολύ εστί.

Είπε δε (ο Ποιμήν)˙ Εγώ δε λέγω ότι, εάν εξ όλης της καρδίας μετανοήση ο άνθρωπος και μη προσθή έτι ποιείν την αμαρτίαν και εις τρείς ημέρας δέχεται αυτόν ο Θεός».

Το ίδιο κείμενο επικαλείται αργότερα (12ος αι.) και ο Νεόφυτος Έγκλειστος, ο παραγωγικότερος Κύπριος συγγραφέας της βυζαντινής εποχής, ο οποίος μάλιστα αναδεικνύει ποιμαντικά τη θέση του αββά Ποιμένα ακόμη περισσότερο, υιοθετώντας το αντισυμβατικό πλαίσιο που αυτή έχει ως προς τις χρονικές προϋποθέσεις μετοχής στη θεία ευχαριστία.

Βεβαίως, για τον κανονικό νομοθέτη, ήταν διάχυτο το πνεύμα ότι η μετάνοια συνδέεται περισσότερο με τον λεγόμενο μικρό αφορισμό, δηλαδή τη χρονική στέρηση της θείας ευχαριστίας, η οποία προσμετράται ανάλογα με τη βαρύτητα της αμαρτίας. Ωστόσο, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι η βυζαντινή κανονική σκέψη δεν ήταν μονότροπη, καθόσον λάμβανε σοβαρά υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθενός προσώπου, αλλά και τις καταστάσεις, που σχετίζονται με την πράξη της αμαρτίας. Θα μπορούσε, μάλιστα, κάποιος να εκφράσει την έκπληξή του πως ο θεωρούμενος ως συντηρητικός χώρος, αυτός του μοναχισμού, σταδιακά και με επιμονή εισηγείται και προωθεί την αρχή της επιείκειας για την παιδαγωγία των μετανοούντων. Γνωρίζουμε ότι από την εικονομαχία και εντεύθεν όλο και πιο πολύ οι μοναχοί αναλαμβάνουν την ευθύνη της πνευματικής πατρότητας και των κοσμικών. Έτσι, σε αυτό το κλίμα, ο βυζαντινός Νηστευτής – το πρόσωπο δηλαδή που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό το πλαίσιο της εξομολόγησης – διατυπώνει μια προκλητική αρχή, την οποία ο ίδιος με αποφθεγματικό τρόπο ορίζει: «ότι συμφέρει να κατακριθή από τον Θεό ως επιεικής, παρά να επαινεθή ως ασυμπαθής».

Η βάση σε αυτή την επιλογή του ήταν η διακηρυγμένη θέση των πατέρων ότι η ακρίβεια και η οικονομία στην εφαρμογή των ιερών κανόνων έχουν παιδαγωγικό χαρακτήρα και αποβλέπουν κατ’ εξοχήν στην ιατρεία των παθών και στη θεραπεία των ψυχών. Επομένως, η εξομολόγηση δεν είναι μια δικανικού τύπου πράξη.

Αυτή η ευρύτητα του βυζαντινού Νηστευτή, για κάποιους λόγους, που δεν είναι του παρόντος, στη συνέχεια δέχεται επικριτικές βολές, με αποτέλεσμα σταδιακά να διαμορφωθεί από την υστεροβυζαντινή περίοδο και εντεύθεν ένας άλλος Νηστευτής, ο οποίος διολισθαίνει και εν τέλει εγκλωβίζεται σε ένα πιο νομικό πνεύμα. Η αμάθεια και σε κάποια έκταση οι δυτικές επιρροές, κυρίως κατά την τουρκοκρατία, εμπέδωσαν ακόμη πιο πολύ το νομικό πνεύμα στην Ανατολή και έτσι έκτοτε μέχρι τις μέρες μας συμπαρασύρθηκαν σε αυτό πολλοί. Οφείλω όμως, να κάνω μια εξήγηση που εκφράζει επιστημονική ειλικρίνεια. Οι δυτικές επιρροές δεν είναι αυτές που ευθύνονται αποκλειστικά για τον ηθικισμό της Ανατολής, καθόσον αυτός ήταν και μια εγγενής κατάσταση και στον ορθόδοξο χώρο. Βεβαίως, σε αυτό το πνεύμα όσοι είχαν τα θεολογικά και τα πνευματικά εφόδια, όπως ο πολυσέβαστος γέροντας, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, αντιστάθηκε, ανακαλώντας από τη ζείδωρη διδασκαλία των πατέρων αδιάσειστα επιχειρήματα, για να φανερωθεί ότι η μεταμέλεια και η διόρθωση του ανθρώπου υπερβαίνουν το νομικό σχήμα. Εξάλλου, «εξ έργων νόμου ου δικαιωθήσεται πάσα σάρξ» (Ρωμ. 3, 20), καθόσον η δικαίωση είναι «δωρεάν, χάριτι, δια της απολυτρώσεως της εν Χριστώ Ιησού» (Ρωμ. 3, 24).

Γι’ αυτές τις φωτεινές προσωπικότητες, η Εκκλησία είναι ο χώρος της αναδημιουργίας και όχι κριτήριο ή το χειρότερο ένα απηνές δικαστήριο. Επειδή, η Εκκλησία «σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις», πρωτίστως στην τέλεση της θείας ευχαριστίας επί του επιγείου θυσιαστηρίου, σε αντιστοιχία προς την αέναη δοξολογία των αγγέλων και των δικαίων περί τον επουράνιο ένδοξο θρόνο του Χριστού, που είναι η συγκλονιστικότερη συνεργία των επιγείων και των επουρανίων, και επειδή η αμαρτία είναι τελείως αταίριαστη σε αυτή τη συλλειτουργία, γι’ αυτό και δεν πρέπει να ενυποστασιάζεται, υπαγόμενη στη δικανική λογική.

Ας θυμηθούμε την περίπτωση των πρωτοπλάστων, οι οποίοι αντί να χαρούν την κλήση του Θεού στο άκουσμα της φωνής Του, «φόβω εκρύβησαν», επειδή, μετά την παράβαση της εντολής του Θεού πρόσθεσαν ενδιάμεσα στη σχέση τους με τον Θεό την αμαρτία. Την έκαναν πλέον σύμφυτη στην ύπαρξη τους. Μια τέτοια στάση ασφαλώς προσβάλλει τη δημιουργία του κόσμου και συναφώς την εκκλησιαστικότητα, την οποία προ των αιώνων προνόησε το σχέδιο της θείας οικονομίας, ως τη βασιλεία του Θεού, που αρχίζει από το νυν αιώνα και συνεχίζεται στα έσχατα.   

3. Στα πατερικά κείμενα που αναφέραμε, υπάρχει διάχυτη μια διαφορετική λογική, η οποία προϋποθέτει το ανυπόστατο του κακού. Ως μη προερχόμενο από τον Θεό, τον μόνον όντως Όντα, το κακό δεν μπορεί να έχει ύπαρξη και κατά τούτο αδυνατεί ως «μη ον» να είναι ατελεύτητο. Κατά τον υμνωδό, «το πταίσμα του Αδάμ βασιλεύει, αλλ’ ουκ αιωνίζει». Όπως, χαρακτηριστικά διδάσκει ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ακολουθώντας τον άγιο Μάξιμο Ομολογητή, το κακό θα αναλωθεί στα έσχατα από το καθαρτικό πυρ της αγάπης του Θεού. «Ό μεν παρά Θεού, ήγουν η καθ’ ημάς φύσις, ως εκ του Όντος παραχθείσα, ανάλωτος τω πυρί εκείνω. Ό δε ουκ εκ Θεού, ήτοι η αμαρτία, αλλά τη του πράξαντος δημιουργηθείσα προαιρέσει, ως ου τι των όντων ούσα, αλλά παρυφιστάσα, οιχήσεται˙ ακατάτακτος ούσα τοις ούσι». Η νίκη κατά της αμαρτίας δια της σωτηριώδους οικονομίας του Χριστού, δηλαδή δια του σταυρού και της αναστάσεως, η οποία θα είναι η ατελεύτητη πραγματικότητα των εσχάτων, ασφαλώς δίνει ένα ευρύτατο πεδίο ισχύος στην ποιμαντική διακονία των ανθρώπων. Εφόσον το κακό νικήθηκε, οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να απεγκλωβισθούν από τα δεσμά του δια του ελέους του Χριστού και να ζήσουν πλέον ελεύθερα από την αμαρτία. Αυτό είναι το έργο και ο σκοπός της Εκκλησίας στην ιστορία.

Με αυτές τις θεολογικές αναφορές μπορούμε να κατανοήσουμε πως αυτό το πνεύμα της ανατολικής θεολογίας εκφράζεται στη λειτουργική πράξη. Π.χ. η είσοδος στον ναό είναι η είσοδος στη βασιλεία του Θεού, που φανερώνεται κατά την τελεσιουργία των μυστηρίων. Επειδή, ακριβώς, εισερχόμεθα στο επίγειο ανάκτορο του Θεού, γι΄ αυτό στο υπέρθυρο της εισόδου του ναού τοποθετείται η εικόνα του διδασκάλου Χριστού να υποδέχεται με ανοικτή την αγκάλη τους εισερχομένους, με το ένα χέρι να τους ευλογεί και με το άλλο να υποδεικνύει το Ευαγγέλιο Του, όπου αναγράφονται τα λόγια Του: «Εγώ ειμί η θύρα» ή «Εγώ ειμί η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή». Καμία υπόμνηση περί αμαρτίας σε αυτό το εισοδικό πέρασμα προς τους βασιλικούς γάμους ανθρώπων και Θεού. Αντίθετα, σε ένα μεσαιωνικό ναό της Δύσης, όπως για παράδειγμα στην Παναγία των Παρισίων, στην ίδια θέση του ναού υπάρχει η παράσταση της Τελικής Κρίσεως, για να προβάλει την απειλή της κολάσεως στους πονηρούς ή την αξιομισθία του παραδείσου στους δικαίους. Έτσι, οι εισερχόμενοι μοιραία εγκλωβίζονται σε μια δικανική διελκυστίνδα, που καλλιέργησε συστηματικά η Δύση κατά τον μεσαίωνα και η οποία σε κάποια έκταση εμποδίζει τους ανθρώπους να προσέξουν «την θάλασσαν της πολυευσπλαγχνίας του Θεού». Με αυτό τον τρόπο αιχμαλωτίζονται στην ομφαλοσκόπηση ενός νόμου που λειτουργεί δικαιοκριτικά. Αρκεί να θυμηθούμε τη σχολαστική διδασκαλία του Ανσέλμου, ότι ο Χριστός έπαθε επί του σταυρού, για να ικανοποιηθεί η δικαιοσύνη του Θεού Πατέρα, εξαιτίας της προσβολής που δέχθηκε από την αμαρτία των ανθρώπων.

***

Μετά από αυτή τη σύντομη περιήγηση σε επιλεγμένα πατερικά κείμενα, η οποία όμως εμάκρυνε, πρέπει να παραδεχθώ, την εισαγωγή στο αντικείμενο της συνάντησής μας, νομίζω ότι σχηματίστηκε το θεολογικό πλαίσιο, για να αποδοθεί το πνεύμα του αειμνήστου γέροντά μας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ποιμαντική του αφετηρία ήταν η αγάπη, ως έκφραση του ελέους του Θεού προς όλους τους ανθρώπους, αδιακρίτως της αμαρτωλότητας ή της σχέσης τους με την Εκκλησία. Αυτό το άνοιγμα στην αγάπη και στο έλεος του Θεού ήταν η πνευματική δύναμη, το αδιάσειστο πνευματικό έρεισμα, το οποίο προσλαμβάναμε από τη σοφή καθοδήγησή του.

Ο γέροντας υποδεχόταν τα παιδιά του όπως ο Χριστός της εικόνας στο υπέρθυρο των ναών μας, με ανοιχτή την αγκάλη ή ορθότερα με ανοικτή την καρδιά, με το ένα χέρι μας ευλογούσε δίνοντας την πατρική του ευχή, και με το άλλο μας υποδείκνυε την οδό προς την Αλήθεια και τη Ζωή. Είχε ελεύθερο πνεύμα και γι’ αυτό καλλιεργούσε ελεύθερα ελεύθερους ανθρώπους δίπλα του. Θα έλεγα ότι ήταν ένας άνθρωπος αντισυμβατικός, που διέθετε την εκκλησιαστική ωριμότητα να υπερβαίνει τα επίπλαστα σχήματα, αυτά τα οποία συνήθως υπαγορεύονται από τον νόμο. Ο πνευματικός του ανδριάντας σμιλεύτηκε με πρότυπα που έρχονταν από τα παλαιά: από σοφούς ιεράρχες, αγίους μοναχούς, απλοϊκούς ανθρώπους, ανιδιοτελείς εργάτες της κοινωνικής και φιλανθρωπικής προσφοράς και φυσικά από τις οικογενειακές του ρίζες. Είμαι βέβαιος ότι στη συνέχεια θα ακουστούν πολλά, με τον καθένα να προσθέτει τη δική του ψηφίδα, ώστε να σχηματισθεί το άρτιο ψηφιδωτό της προσωπικότητάς του.

 Ας έχουμε την ευχή του!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ομιλία π. Αγαθάγγελου Μαραγκουδάκη

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

Τελευταίες αναρτήσεις:

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ