Στό πλαίσιο τῶν ἑορτασμῶν γιά τά διακόσια χρόνια ἀπό τῆς κηρύξεως τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, ἡ Ἱερά Μητρόπολις Κηφισίας, Ἀμαρουσίου καί Ὠρωποῦ καί ὁ Δῆμος Μαραθῶνος διοργανώνουν Ἑπετειακό Ἑορτασμό γιά τήν δεύτερη μάχη τοῦ Μαραθῶνα, ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα στίς 5 Ἰουλίου 1824 καί κατά τήν ὁποία ὁ Ὀθωμανικός στρατός ὑπέστη συντριπτική ἧττα.
Τό Πρόγραμμα τοῦ ἐπετειακοῦ ἑορτασμοῦ ἔχει ὡς ἑξῆς:
8-10 π.μ: Ὄρθρος – Θεία Λειτουργία στόν Ἱερό Ναό Τιμίου Προδρόμου Μαραθῶνος.
10.30 π.μ: Ἐπιμνημόσυνη δέηση – Κατάθεση στεφάνων. Ὁμιλίες στό Μνημεῖο τῶν Ἡρώων στόν προαύλιο χῶρο τοῦ Ναοῦ.
11π.μ: Ἐπετειακή ἐκδήλωση στό Μουσεῖο Μαραθωνίου Δρόμου.
Πρόγραμμα:
Παραδοσιακό τραγούδι: Σοπράνο Θεοδώρα Ρούση.
Καλωσόρισμα: Εἰρήνη Σπανοῦ, Διευθύντρια Μουσείου ΜαραθωνίουΔρόμου.
Χαιρετισμός: Στέργιος Τσίρκας, Δήμαρχος Μαραθῶνα.
Ὁμιλία: Μητροπολίτης Κηφισίας, Ἀμαρουσίου, Ὠρωποῦ & Μαραθῶνος κ.κ. Κύριλλος.
Παραδοσιακό τραγούδι: Σοπράνο Θεοδώρα Ρούση.
Παρουσίαση κύριου ομιλιτή: Εὐάγγελος Κυπαρίσσης, Ἀντιδήμαρχος Ἐπιχειρηματικότητας, Πολιτικῆς Προστασίας & Πολιτισμοῦ.
Ὁμιλία: Κωνσταντῖνος Κολλιόπουλος, Ἀναπληρωτής Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου.
Ερωτήσεις κοινοῦ.
Παραδοσιακοί χοροί: Σύλλογος Γυναικῶν Μαραθῶνα.
Ἐθνικός Ὕμνος: Σοπράνο Θεοδώρα Ρούση.
Κατά τήν διάρκεια ὁλόκληρης τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας ἡ πεδιάδα τοῦ Μαραθῶνα ἀποτέλεσε ὄχι μιά, ἀλλά δύο φορές ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα πεδία μάχης. Ἡ μάχη τοῦ Μαραθῶνα τό 490 π.Χ. μέ στρατηγό τό Μιλτιάδη ἐναντίον τῶν Περσῶν εἶναι γνωστή σέ ὅλους μᾶς. Αὐτό πού δέν εἶναι γνωστό εἶναι πώς 1334 χρόνια μετά, κατά τή διάρκεια τῆς ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, στό ἴδιο σημεῖο τῆς Ἀττικῆς ἔγινε ἡ δεύτερη μάχη τοῦ Μαραθῶνα, μεταξύ Ἑλλήνων καί Τούρκων!
Ἡ Μάχη τοῦ Μαραθῶνα
(5 Ἰουλίου 1824)
Πολεµικὴ ἀναµέτρηση µεταξὺ τῶν 3.000 Ὀθωµανῶν Τούρκων τοῦ Ὀµὲρ Πασᾶ καὶ 600 Ἑλλήνων ὑπὸ τὸν Γιάννη Γκούρα, στὴν πεδιάδα τοῦ Μαραθῶνα, ἐκεῖ ὅπου ὁ Μιλτιάδης εἶχε νικήσει τὸν στρατὸ τῶν Περσῶν τὸ 490 π.Χ. Ἡ δεύτερη µάχη τοῦ Μαραθώνα ἔγινε στὶς 5 Ἰουλίου 1824 καὶ ἔληξε, ὅπως καὶ ἡ πρώτη, µὲ ἐπικράτηση τῶν ἑλληνικῶν ὅπλων.
Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1824 ὁ Πασᾶς τῆς Καρύστου Ὀµὲρ ἔλαβε ἐντολὴ νὰ στραφεῖ κατὰ τῆς Ἀττικῆς, σὲ µία ἐποχὴ ποὺ οἱ Ἕλληνες σπαράζονταν ἀπὸ ἐµφύλιες ἔριδες. Τὴν ἴδια περίοδο (24 Ἰουνίου 1824), ὁ πρόεδρος τοῦ Ἐκτελεστικοῦ, Γεώργιος Κουντουριώτης, ὅρισε φρούραρχο τῆς Ἀκρόπολης τὸν δυναµικὸ ὁπλαρχηγὸ Γιάννη Γκούρα.
Πράγµατι, στὶς ἀρχὲς Ἰουλίου ὁ Ὀµὲρ Πασᾶς ἀποβιβάστηκε στὸν Ὠρωπὸ µὲ 3.000 ἄνδρες (ἐκ τῶν ὁποίων οἱ 2.000 γενίτσαροι), πυροβολικὸ καὶ ἱππικό. Ἀφοῦ λεηλάτησε τὴ γύρω περιοχή, κατευθύνθηκε πρὸς τὴν Ἀθήνα. Μόλις πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς ὁ Γκούρας, συγκρότησε σῶµα ἀπὸ 600 ἄνδρες, µὲ τὴ συµµετοχὴ τῶν χιλιάρχων Μαµούρη, Ρούκη καὶ Πρεβεζιάνου καὶ ἀποφάσισε νὰ ἀναχαιτίσει τοὺς Ὀθωµανοὺς στὸν Μαραθῶνα. Στὶς 3 Ἰουλίου 1824 κατέλαβε τὸν λοφίσκο (τύµβο) τῆς πεδιάδας τοῦ Μαραθῶνα µὲ τὸ παλαιὸ τεῖχος, ἀπ’ ὅπου θὰ διάβαινε ἀναγκαστικὰ ὁ Ὀµὲρ µὲ τὸν στρατό του.
Οἱ πρῶτες ἁψιµαχίες µεταξὺ τῶν δύο ἀντιπάλων ἔγιναν στὶς 5 Ἰουλίου 1824. Πρῶτα τὸ πυροβολικὸ τοῦ Ὀµὲρ ἄρχισε νὰ βάλλει κατὰ τῶν ἑλληνικῶν θέσεων καὶ στὴ συνέχεια ἀνέλαβαν δράση οἱ γενίτσαροι µὲ τὸ ἱππικό, οἱ ὁποῖοι ἀποκρούσθηκαν µὲ σηµαντικὲς ἀπώλειες. Ὁ ἀγῶνας ἐξελισσόταν ἀµφίρροπος καὶ ὁ Γκούρας προσπαθοῦσε νὰ ἀνεβάσει τὸ ἠθικὸ τῶν στρατιωτῶν του, θυµίζοντάς τους τὸν ἄθλο τῶν Ἀθηναίων κατὰ τὸν Περσῶν στὸν ἴδιο χῶρο πρὶν ἀπὸ 2.300 χρόνια.
Τότε, ὡς ἀπὸ µηχανῆς θεός, ἐµφανίσθηκε στὸ πεδίο τῆς µάχης ὁ στρατηγὸς Διονύσιος Εὐµορφόπουλος, προερχόµενος ἀπὸ τὴν Κόρινθο. Εἶχε µάθει γιὰ τὴν ἀπόβαση τῶν Τούρκων στὴν Ἀττικὴ καὶ ἔσπευσε µὲ τοὺς ἄνδρες του νὰ βοηθήσει. Ἡ ἀπρόσµενη ἐνίσχυση ἀναπτέρωσε τὸ ἠθικὸ τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Γκούρας «σάλπισε» τὴν ἀντεπίθεση καὶ µὲ τὴν καθοριστικὴ συνεισφορὰ τῶν ἀνδρῶν τοῦ χιλίαρχου Γιάννη Ρούκη αἰφνιδίασαν τοὺς ἀντιπάλους τους καὶ τοὺς ἔτρεψαν σὲ φυγή. Οἱ Τοῦρκοι ἄφησαν στὸ πεδίο τῆς µάχης 260 νεκρούς, τὸν ἀρχηγὸ τῶν γενιτσάρων Ἰµπραήµ, καθὼς καὶ πλούσια λάφυρα, ὅπλα καὶ δύο σηµαῖες.
Μετὰ τὴ µάχη, ὁ Γκούρας, µιµούµενος τὸ βάρβαρο ἐπινίκιο τουρκικὸ ἔθιµο, ἔκοψε τριάντα κεφάλια ἀπὸ τοὺς Τούρκους πεσόντες καὶ τὰ ἀπέστειλε στὴν Ἀθήνα µαζὶ µὲ τὶς δύο πολεµικὲς σηµαῖες, ἐν εἴδει θριάµβου. Παράλληλα, µὲ ἐπιστολή του πρὸς τοὺς δηµογέροντες τῶν Ἀθηνῶν χαρακτήρισε τὴ νίκη του ἀνώτερη σὲ ἡρωισµὸ ἀπὸ ἐκείνη τῆς Γραβιᾶς (8 Μαΐου 1821), γιατί «ἐνίκησαν ἐκεῖ ὅπου ἐνίκησε πάλαι ποτὲ καὶ ὁ Μιλτιάδης».
Ὁ Ὀµὲρ Πασᾶς µετὰ τὴν ἧττα του ὑποχώρησε µὲ τὸν στρατό του στὸ Καπανδρίτι, ἐνῶ ὁ Γκούρας µὲ τὸν Εὐµορφόπουλο ἐπέστρεψαν στὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ ἑτοιµάσουν τὴν ἄµυνα τῆς πόλης. Ὁ Ὀθωµανὸς πολέµαρχος θὰ ἐπιχειροῦσε νὰ καταλάβει τὴν Ἀθήνα γιὰ δεύτερη φορὰ στὶς ἀρχὲς Αὐγούστου τοῦ 1824.