Σέ ἐμπνευσμένη ὁμιλία του, τήν Κυριακή 31 Μαρτίου 2024, ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος, κατά τήν θεία Λειτουργία στόν προσφάτως πανηγυρίσαντα ἱερό ναό ἁγίων Θεοδώρων τῆς Κοινότητας Βλάγκας Κωνσταντινουπόλεως, ἔθεσε τό ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα σέ Ἀνατολή καί Δύση δεόμενος «τοῦ Κυρίου τῆς Δόξης, νά μᾶς ἀξιώση ὁ κοινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα πού θά ἔχωμεν κατά τήν ἑπόμενη χρονιά, νά μή ἀποτελέση μίαν εὐτυχῆ ἁπλῶς σύμπτωσιν, ἕν τυχαῖον συγκυριακόν γεγονός, ἀλλά τήν ἀπαρχή τῆς καθιερώσεως κοινῆς ἡμερομηνίας διά τόν ἑορτασμόν τοῦ κατ᾽ ἔτος ὑπό τῆς Ἀνατολικής καί Δυτικῆς Χριστιανοσύνης, ἐν ὄψει καί τῆς ἐπετείου συμπληρώσεως 1700 χρόνων, τό 2025, ἀπό τῆς συγκλήσεως τῆς ἐν Νικαίᾳ Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου…». Μία ἐπιτυχημένη προσπάθεια κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα στήν Ἀνατολή καί στήν Δύση κατά τούς χρόνους τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας ἦταν αὐτή πού ἐπιτεύχθηκε ἐπί Ἐπισκόπου Ρώμης Πίου Α΄ (Εὐσεβίου) (1).
Ὁ ἱερομάρτυς ἅγιος Εὐσέβιος διετέλεσε Ἐπίσκοπος Ρώμης ἀπό τό 140 μ.Χ. μέχρι τό 155 μ.Χ. κατά τήν διάρκεια τῶν αὐτοκρατόρων Ἀντωνίνου Πίου καί Μάρκου Αὐρηλίου καί ἦταν 9ος διάδοχος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου στόν ἀποστολικό θρόνο τῆς Ρώμης (2). Ἡ πληροφορία αὐτή ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τόν Ἅγιο Εἰρηναῖο, Ἐπίσκοπο Λουγδούνων (3). Γεννήθηκε στήν νότιο Ἰταλία κατά τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 1ου αἰῶνος μ.Χ. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Ρουφῖνος καί καταγόταν ἀπό τήν Ἀκυληῒα, μία ἀρχαία ρωμαϊκή πόλη στήν κεφαλή τῆς Ἀδριατικῆς θάλασσας (4).
Σύμφωνα μέ τόν Μουρατοριανό Κώδικα (5) καί τήν Βίβλο τῶν Ἐπισκόπων Ρώμης (6) τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ., ἀδελφός τοῦ ἱερομάρτυρος Εὐσεβίου ἦταν ὁ Ἑρμᾶς, γνωστός συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Ὁ Ποιμήν» (7). Τί συνέβη, λοιπόν τότε ; Κέντρο τοῦ ὅλου λατρευτικοῦ βίου τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων ὑπῆρξε τό Πασχάλιο μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καί ἡ προσωπική βίωσή του ἀπό τούς πιστούς κατά τήν ἐμπειρία τῆς θείας λατρείας στόν ἡμερήσιο, τόν ἑβδομαδιαῖο καί τόν ἐτήσιο κύκλο τοῦ ἐνιαυτοῦ τοῦ Κυρίου. Ἡ ἔριδα γιά τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα κατά τόν 2ο αἰώνα μ. Χ. προέκυψε ἀπό τίς διαφορετικές παραδόσεις τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ὄχι μόνο στό περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς ἀλλά καί στόν τρόπο τῆς νηστείας τῶν πιστῶν πρό τῆς ἑορτῆς. Ὁ χρόνος ἑορτασμοῦ καί ἡ νηστεία τοῦ Πάσχα καθορίζονταν κατ ’ ἀρχάς ἐπί τῇ βάσει τοῦ ἰουδαϊκοῦ Πάσχα, τό ὁποῖο ἑορταζόταν τήν 14 η τοῦ μήνα Νισάν.
Κατά τήν ἡμέρα αὐτή ἑόρταζαν τό Πάσχα καί οἱ ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανοί, τήν παράδοση δέ αὐτή διαφύλαξαν οἱ Ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀφοῦ τήν εἶχαν συνδέσει μέ τήν ἰωάννεια παράδοση. Πράγματι, οἱ Χριστιανοί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἑόρταζαν κατά τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα κυρίως τόν σταυρικό θάνατο τοῦ Κυρίου, κατά τήν 14 η τοῦ μήνα Νισάν ἤ τήν 14 η τοῦ σεληνιακοῦ μήνα, ὁποιαδήποτε ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας καί ἄν συνέπιπτε αὐτή, νήστευαν δέ, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, μέχρι τήν ἑσπέρα τῆς 14 ης τοῦ μήνα Νισάν, ὁπόταν τελοῦσαν τό πασχάλιο δεῖπνο μαζί μέ τήν Θεία Εὐχαριστία.
Οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες τόσο τῆς Ἀνατολῆς, ὅσο καί τῆς Δύσεως, ἑόρταζαν ὄχι μόνο τόν σταυρικό θάνατο, ἀλλά καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ κατά τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν 14 η τοῦ μήνα Νισάν, ἐνήστευαν δέ συνήθως τήν Παρασκευή καί τό Σάββατο: «Τῆς Ἀσίας ἁπάσης αἱ παροικίαι ὡς ἐκ παραδόσεως ἀρχαιοτέρας σελήνης τήν τεσσαρεσκαιδεκάτην ᾦοντο δεῖν ἐπί τοῦ σωτηρίου Πάσχα ἑορτῆς παραφυλάττειν, ἐν ᾗ θύειν τό πρόβατον Ἰουδαίοις προηγόρευτο, ὡς δέον ἐκ παντός κατά ταύτην, ὁποίᾳ δἄν ἡμέρᾳ τῆς ἑβδομάδος περιτυγχάνοι, τάς τῶν ἀσιτιῶν ἐπιλύσεις ποιεῖσθαι, οὐκ ἔθους ὄντος τοῦτον ἐπιτελεῖν τόν τρόπον ταῖς ἀνά τήν λοιπήν ἅπασαν οἰκουμένην ἐκκλησίαις, ἐξ ἀποστολικῆς παραδόσεως τό καί εἰς δεῦρο κρατῆσαν ἔθος φυλαττούσαις, ὡς μηδ ’ ἑτέρᾳ προσήκειν παρά τήν τῆς ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἡμέρᾳ τάς νηστείας ἐπιλύεσθαι» ( 8 ).
Οἱ προσπάθειες γιά νά ἐπιτευχθεῖ ὁμοιομορφία σέ ὅλες τίς τοπικές Ἐκκλησίες εἶχαν ἀρχίσει ἤδη ἀπό τά μέσα τοῦ 2 ου αἰῶνος μ. Χ., παρά δέ τίς διαφωνίες ποτέ δέν εἶχε κανείς ἀποβληθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος σέ ἐπιστολή του ἐπικαλεῖται τήν εἰρηνική συζήτηση τοῦ ζητήματος ἀπό τούς Ἐπισκόπους Σμύρνης Πολύκαρπο καί Ρώμης Ἀνίκητο, περί τό 155/156 μ. Χ., οἱ ὁποῖοι παρά τήν ἐμμονή τους στήν διαφωνία «ἐκοινώνησαν ἑαυτοῖς, καί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ παρεχώρησεν ὁ Ἀνίκητος τήν εὐχαριστίαν τῷ Πολυκάρπῳ κατ ’ ἐντροπήν δηλονότι, καί μετ ’ εἰρήνης ἀπ ’ ἀλλήλων ἀπηλλάγησαν, πάσης Ἐκκλησίας εἰρήνην ἐχόντων…» (9). Ἔτσι ὁ ἅγιος Εὐσέβιος, μέσα στό πλαίσιο τῆς εἰρηνικῆς συζητήσεως τοῦ ζητήματος, ὅρισε μέ διάταγμα νά ἑορτάζεται τό Πάσχα μόνο ἡμέρα Κυριακή καί διατηροῦσε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Μικρασιάτες τῆς Ρώμης (10).
Αὐτά γιά τήν ἱστορία καί τήν ταπεινή ἱκεσία ὁ χριστιανικός κόσμος, σέ μιά ἐποχή πού ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ λησμονήθηκε, νά δώσει τήν κοινή μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεως.