Το Σάββατο 11 Μαΐου η Εκκλησία μας τίμησε τη μνήμη των αγίων αυταδέλφων Κυρίλλου και Μεθοδίου, στους οποίους μάλιστα αποδίδει τον σπανιότατο και ιδιαίτερα τιμητικό τίτλο των ισαποστόλων, γεγονός που υπογραμμίζει την τεράστια ιστορική, πνευματική και πολιτισμική σημασία του έργου τους.
Οι δύο αδελφοί ήταν γόνοι ευγενούς ελληνικής οικογένειας της συμβασιλεύουσας Θεσσαλονίκης. Γεννήθηκαν το έτος 815 ο Μεθόδιος και το 826 ή το 827 ο Κύριλλος. Και οι δύο έλαβαν επιμελημένη μόρφωση που τους οδήγησε από πολύ νεαρή ηλικία σε ανώτερες θέσεις στον διοικητικό μηχανισμό και την αυλική ιεραρχία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Πιο συγκεκριμένα ο Μεθόδιος έλαβε αξιόλογη νομική μόρφωση και τοποθετήθηκε από τον αυτοκράτορα διοικητής (κόμης) μιας κομητείας εντός της Αυτοκρατορίας με σλαβικό πληθυσμό, όπου ήλθε σε επαφή με τη γλώσσα και τον πολιτισμό των Σλάβων. Αφού υπηρέτησε για αρκετά χρόνια, αποσύρθηκε στον Όλυμπο της Βιθυνίας (σημερινό Uludağ), σπουδαίο μοναστικό κέντρο της εποχής αντίστοιχο του σημερινού Αγίου Όρους του Άθωνος. Ο Κύριλλος, αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στη Θεσσαλονίκη, συνέχισε ύστερα από πρόσκληση της αυτοκρατορικής αυλής ανώτερες σπουδές στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε μεταξύ άλλων δασκάλους τον Φώτιο, κατοπινό πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και τον Λέοντα Μαθηματικό ή Φιλόσοφο, πρώην αρχιεπίσκοπο. Οι λαμπρές του επιδόσεις σε όλες τις επιστήμες που μελέτησε είχαν ως αποτέλεσμα να διακριθεί και να λάβει τον τίτλο του Φιλοσόφου και να καταλάβει θέση διδασκάλου της Φιλοσοφίας στην Κωνσταντινούπολη.
Οι δύο αδελφοί από πολύ νωρίς επιστρατεύθηκαν από την αυτοκρατορική διοίκηση για να εκπροσωπήσουν διπλωματικά την Αυτοκρατορία σε κρίσιμες αποστολές στο Χαλιφάτο των Αράβων και στο Κράτος των Χαζάρων. Έτσι απέκτησαν πολύτιμη διπλωματική εμπειρία.
Όταν ο ηγεμόνας της Μεγάλης Μοραβίας (σημερ. Τσεχία και Σλοβακία) Ρόστισλαβ απέστειλε πρεσβεία στον αυτοκράτορα Μιχήλ Γ (842-867) ζητώντας τη διπλωματική στήριξη της Κωνσταντινούπολης έναντι των Φράγκων και παράλληλα τη βοήθειά της για την εδραίωση της χριστιανικής πίστης, που μόλις είχε εισαχθεί στη χώρα, καθώς και τη δημιουργία μιας ισχυρής τοπικής εκκλησιαστικής παράδοσης που θα οδηγούσε στη δημιουργία μιας νέας Εκκλησίας, ο αυτοκράτορας στράφηκε στον Κύριλλο και τον Μεθόδιο, στους οποίους ανέθεσε την πολύπλοκη, πολυεπίπεδη και εξαιρετικά απαιτητική αυτή αποστολή. Είναι προφανές ότι η αυτοκρατορική διοίκηση ήταν υποχρεωμένη να επιστρατεύσει για αυτή τους ικανότερους, εμπειρότερους και πλέον καταρτισμένους αξιωματούχους της προκειμένου να τη φέρουν σε πέρας.
Η επιλογή του Κυρίλλου και του Μεθοδίου για αυτή την αποστολή υπογραμμίζει το γεγονός ότι και οι δύο τους έχοντας υπηρετήσει επί μακρόν την Αυτοκρατορία από διάφορες θέσεις διέθεταν εκτός από σπάνια μόρφωση και πολύ μεγάλη διοικητική και διπλωματική εμπειρία. Αυτά τα προσόντα ήταν απαραίτητα για την επιτυχία της αποστολής τους Μεγάλη Μοραβία, όπου διασταυρώνονταν και συγκρούονταν τα πολιτικά και διπλωματικά συμφέροντα πολλών ισχυρών δυνάμεων της εποχής όπως επίσης και οι επιρροές διαφορετικών εκκλησιαστικών κέντρων.
Οι δύο αδελφοί, ωστόσο, αντιμετώπισαν την αποστολή τους όχι ως μία ακόμα διπλωματική αποστολή αλλά ως μια πνευματική αποστολή που στόχευε στον φωτισμό του νεοφώτιστου λαού και την εδραίωση της χριστιανικής παράδοσης. Στην πνευματική αυτή αποστολή αφιερώθηκαν ολόψυχα και την υπερασπίστηκαν μέχρι τέλους υφιστάμενοι απειλές, κακουχίες, συκοφαντίες ακόμα και εξορία, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι νεοφώτιστοι Σλάβοι θα είχαν τη δυνατότητα να ακούσουν στη γλώσσα τους τον ευαγγελικό λόγο και να λατρεύσουν τον Αληθινό Θεό αλλά και να θεμελιώσουν τη δική τους λογοτεχνική παράδοση στην οποία εκτός από τα ιερά και τα λειτουργικά κείμενα θα μπορούσαν να αποτυπωθούν οι πνευματικές τους ανησυχίες.
Ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος έμειναν πιστοί σε αυτή την αποστολή μέχρι το τέλος τους. Ο Κύριλλος τελείωσε τον βίο του πολύ πρόωρα στις 14 Φεβρουαρίου του 869 στη Ρώμη, όπου έλαβε και το μοναχικό σχήμα, ενώ ο Μεθόδιος άφησε την τελευταία του πνοή στις 6 Απριλίου του 885 στην Μεγάλη Μοραβία, ως ο πρώτος της Αρχιεπίσκοπος.
Αυτή την προσφορά εκτιμώντας ολόκληρος ο σλαβικός κόσμος, όχι μόνο στη Μεγάλη Μοραβία αλλά σε ολόκληρη την Κεντρική, Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη, όπου διασκορπίστηκε και ρίζωσε το έργο τους μέσα από τους μαθητές και συνεχιστές τους τους τίμησε όχι μόνο ως Αγίους αλλά ως Ισαποστόλους, Φωτιστές και Προστάτες των γραμμάτων και της πνευματικής του ζωής.
Οι δύο Άγιοι όμως δεν αποτελούν πνευματικό κεφάλαιο μόνο του σλαβικού, αλλά εξίσου και του ελληνικού κόσμου, καθώς το έργο τους που παραμένει διαχρονικό και πάντα επίκαιρο, εξακολουθεί να φέρνει κοντά τον ελληνικό κόσμο και τον πολιτισμό του με τον σλαβικό κόσμο και παραμένει ως διαρκής υπενθύμιση της ανάγκης για επικοινωνία, συνεργασία και αλληλοπεριχώρηση.
*Ο Ηλίας Γ. Ευαγγέλου είναι Καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ, Διευθυντής του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών “Σπουδές στον Σλαβικό Κόσμο: Ιστορία, Γραμματεία, Πολιτισμός και Διαχρονικές Σχέσεις με τον Ελληνισμό”