Mὲ αἰσθήματα ἐκγαρδίου εὐγνωμοσύνης, ἐπιχειρῶ νὰ ἀνταποκριθῶ διὰ τῆς παρούσης συγγραφικῆς συμβολῆς στὴν ἀδελφικὴ προτροπὴ τοῦ λίαν ἀγαπητοῦ καὶ ἐκλεκτοῦ ἀδελφοῦ καὶ φίλου, Σεβ. Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Τυρνάβου κ.κ. Ἱερωνύμου, καταθέτοντας ἕνα κείμενο πρὸς δημοσίευση στὸ ἔγκριτο περιοδικὸ τῆς Μητροπόλεώς του «Ἀχιλλίου Πόλις» σχετικὰ μὲ τὴν πανδημία, ἡ ὁποία τὰ τελευταῖα δύο χρόνια ταλαιπώρησε τὸν πλανήτη μας.
Πρόκειται γιὰ μία συνοπικὴ ἔκθεση πτυχῶν, ποὺ θὰ ἀναδείξουν, σὺν Θεῷ, τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ θεολογικὴ θεώρηση τῆς ἐνεστώσης καταστάσεως τῆς πανδημίας τοῦ νέου κορωνοϊοῦ SARS-CoV-2, προσθέτοντας μία ἀκόμη γνώμη σὲ πολλὲς καὶ σοφὲς ποὺ ἔχουν ἤδη διατυπωθεῖ στὸν δημόσιο διάλογο. Ἐξ ἀρχῆς διευκρινίζω ὅτι σκοπὸς μου δὲν εἶναι μιὰ ἐξαντλητικὴ καὶ λεπτομερὴς ἐπιστημονικὴ, ἐπιδημιολογική, οἰκονομική, ἠθική, κοινωνιολογική, ψυχολογική, πολιτικὴ κ.ο.κ. ἀνάλυση τῆς παρούσης συγκυρίας, ἀλλὰ ἡ καταγραφὴ τῆς ἱστορικῆς στάσεως, τῶν ἐνεργειῶν καὶ ἀποφάσεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σὲ ἀντίστοιχες περιπτώσεις ἐπιδημιῶν τοῦ παρελθόντος, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι διὰ τῆς μελέτης τῶν σχετικῶν κειμένων καὶ ἐγκυκλίων, θὰ ἐξαγάγομε τὰ κατάλληλα συμπεράσματα καὶ θὰ συνδράμομε, κατ’ ἐλάχιστον, στὴν ποιμαντικὴ καὶ θεολογικὴ ἀντιμετώπιση τῆς παρούσης δοκιμασίας.
Προτοῦ προβῶ στὴν ἀνάλυση τοῦ θέματος, καταγράφω μία πρώτη διαπίστωση σχετικὰ μὲ τὴν δυσχέρεια τῆς ἀναδείξεως καὶ ἐμπεδώσεως ὑγιοῦς καὶ ἐποικοδομητικοῦ θεολογικοῦ καὶ ποιμαντικοῦ λόγου στὶς ἡμέρας μας, ἐξαἰτίας μιᾶς γενικωτέρας διχόνοιας καὶ συγχύσεως, ποὺ δημιούργησε ἡ νέα κατάσταση. Στὸ πλαίσιο αὐτό, συχνὰ διαπιστώνουμε ὅτι καίρια ζητήματα συζητοῦνται ἀπὸ πρόσωπα ἀναρμόδια, πρόσωπα, δηλαδή, ποὺ στεροῦνται θεολογικῆς τεκμηριώσεως καὶ ἐπιστημονικῆς γνώσεως. Μάλιστα ὁ λόγος αὐτῶν τῶν προσώπων εἶναι τόσο ἐπιπόλαιος καὶ καταγγελτικός, ὥστε νὰ προβάλλεται πολὺ πρὶν διατυπωθεῖ ὁ ὑπεύθυνος ἐκκλησιαστικὸς λόγος τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας, μὲ σαφῆ πρόθεση τὴν ὑποτίμηση καὶ ὑποβάθμισή του. Ἐπὶ παραδείγματι, διαδίδεται ὁ ἐπικίνδυνος ἰσχυρισμός ὅτι ἐντὸς τῶν ναῶν δὲν μεταδίδονται ἀσθένειες, θέση ἡ ὁποία ἀκούστηκε σὲ κηρύγματα ἀρχιερέων καὶ ἄλλων ἀξιωματούχων κληρικῶν (εὐτυχῶς ἐλαχίστων), μὲ τὸ ἀνυπόστατο θεολογικὸ ἐπιχείρημα ὅτι μέσα στὸ ναὸ ὅλα εἶναι ἁγιασμένα: ἡ σκόνη ποὺ πατᾶμε στὸ δάπεδο τῆς ἐκκλησίας, τὰ μάρμαρα, οἱ πέτρες, τὰ ξύλα, τὰ χρώ- ματα κ.λπ., καὶ ὡς τέτοια μεταποιοῦνται σὲ φορεῖς τῆς Θείας Χάριτος, προφυλάσσοντάς μας ἔτσι ἀπὸ πανδημίες καὶ διάφορα ἄλλα δεινά. Βεβαίως, αὐτὲς οἱ ἀπόψεις ταυτίζονται περισσότερο μὲ τὴν εἰδωλολατρία καὶ ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπὸ τὴν Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Πέραν τούτου, ὅμως, τὰ πρόσωπα ποὺ ὑποστηρίζουν καὶ διαδίδουν τέτοιες ἀνορθόδοξες θεωρίες, δυστυχῶς, διαμορφώνουν τὴν ἄποψη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, προκαλῶντας δυσπιστία πρὸς τοὺς κατὰ τόπους ποιμενάρχες, ἀκόμη καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν ἐπίσημο λόγο τῆς Ἐκκλησίας1.
Τὸ φαινόμενο αὐτὸ τὸ βιώσαμε στὴν Αὐστραλία εὐθὺς μετὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ νέου κορωνοϊοῦ, τὸ ὁποῖο ἐπιτάθηκε καὶ μὲ τὴν καταστροφικὴ πύρινη λαίλαπα τοῦ θέρους τοῦ 2019-2020, ποὺ σάρωσε ὁλόκληρη τὴν πέμπτη ἤπειρο. Σὲ κάθε Πολιτεία καὶ Ἐπικράτεια τῆς Αὐστραλίας, μὲ ἐπίκεντρο τὴ Νέα Νότιο Οὐαλία, ξέσπασαν ἀνεξέλεκτες ἑστίες πυρκαγιῶν. Παρὰ τὶς ὑπεράνθρωπες προσπάθειες τῶν πυροσβεστικῶν δυνάμεων καὶ τῆς πολιτικῆς προστασίας, χάθηκαν δεκάδες ἀνθρώπινες ζωές, καταστράφηκαν περὶ τὶς 4.000 οἰκοδομήματα –οἰκίες καὶ ἄλλα κτήρια– καὶ κάηκαν περὶ τὰ 20 ἑκατομμύρια ἑκτάρια γῆς (θυμίζω ὅτι ἕνα ἑκτάριο ἰσοῦται μὲ 10.000 τ.μ.). Γιὰ νὰ γίνει κατανοητὸ τὸ μέγεθος τῆς ζημίας, ὑπογραμμίζω ὅτι κάηκε στὴν Αὐστραλία τόση ἔκταση ὅση εἶναι ἡ Μεγάλη Βρετανία. Ὁ τοπικὸς πληθυσμός, λόγῳ τῆς πρωτοφανοῦς καταστροφῆς, χαρακτήρισε τὸ καλοκαίρι ἐκεῖνο ὡς «τὸ Μαῦρο Θέρος (Black Summer)». Θάνατος, ἀπώλεια, πείνα καὶ δυστυχία, τὸ ἕνα πλῆγμα μετὰ τὸ ἄλλο, ἦταν αὐτὰ τὰ ὁποῖα ζήσαμε τότε!
Στὸ πλαίσιο αὐτὸ τῆς ἀγωνίας καὶ τοῦ ἀγῶνος, ἀπὸ πολὺ νωρίς, διάφοροι αὐτόκλητοι ψευδοπροφῆτες καὶ ψευδαπόστολοι, «ἐν ὑποκρίσει ψευδολόγοι»2 κυρίως ἀπὸ Ἑλλάδα καὶ Κύπρο, μὴ λαμβάνοντας ὑπόψη τὸν πόνο καὶ τὶς κακουχίες τῶν ἀνθρώπων, ὑποστήριζαν, μὲ ἔντονο καταγγελτικό λόγο, ὅτι τὰ φαινόμενα αὐτὰ τῶν πυρκαγιῶν καὶ τῆς πανδημίας εἶναι, ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀμετανοησίας τοῦ αὐστραλιανοῦ λαοῦ. Μάλιστα εἶχαν ψηφιστεῖ τότε ἀπό τά Πολιτειακά Αὐστραλιανά Κοινοβούλια τὰ νομοσχέδια ὑπὲρ τῶν ἐκτρώσεων καὶ οἱ ἑρμηνευτὲς τῶν σημείων τῶν καιρῶν ἀπέδωσαν ὅλες τὶς καταστροφὲς στὰ ἄθεα νομοθετήματα τῆς χώρας καὶ στὴν ἔνοχη σιωπὴ τοῦ λαοῦ. Γιὰ νὰ τεκμηριώσουν τὶς θέσεις τους, παρερμήνευαν μεμονωμένα χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως εἶναι, γιὰ παράδειγμα, τὸ Ζ´ κεφ. ἀπὸ τὸ Β´ βιβλίο τῶν Παραλειπομένων (στιχ. 13-14)3, ἐνῷ διέδιδαν τὶς ψευδοθεωρίες τους αὐτές, urbi et orbi, στὰ διάφορα μέσα κοινωνικῆς δικτυώσεως, μὲ ἀποτέλεσμα ἀκόμη καὶ οἱ πιστοὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νὰ προβληματιστοῦν ἔντονα καὶ νὰ ἀμφισβητήσουν τὴν ἐγκυρότητα τοῦ παρηγορητικοῦ καὶ ἐποικοδομητικοῦ λόγου τῶν ἱερέων καὶ τῶν ἐπισκόπων μας.
Ἐντός αὐτοῦ τοῦ πλαισίου ἡ τοπική Σύναξις τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας, στὸ ἀπὸ 15ης Μαΐου 2021 ἐ.ἔ. Ἀνακοινωθὲν αὐτῆς, ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴ τῶν πιστῶν ἔναντι τῶν ἐπιζημίων «ζηλωτικῶν καὶ παρεκκλησιαστικῶν φωνῶν» καὶ τοὺς παροτρύνει νὰ παραμείνουν προσηλωμένοι «στὴ θεολογική, ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἐπιστημονικὴ ἀλήθεια», τὴν ὁποία ἐκφράζει «ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Πατριάρχου, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ τῶν Ἐπισκόπων».
Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι τὰ γεγονότα ποὺ βιώνουμε στὶς ἡμέρες μας εἶναι πολύ κρίσιμα καί, ὅπως συμβαίνει σὲ κάθε μεγάλη παγκόσμια κρίση στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία, ἔτσι καὶ στὴν παροῦσα περίπτωση, κάποιοι ἐκμεταλλεύονται τὴν κατάσταση, ἀντλῶντας ἐξ αὐτῆς λόγο ὑπάρξεως καὶ ἀφορμή δράσεως καὶ προβολῆς. fíστόσο, πιστεύω ταπεινὰ ὅτι ἐμᾶς, τοὺς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καὶ γενικῶς τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ ὅλους ὅσοι ἀσχολοῦνται σοβαρά μὲ τὸ θέμα, θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολήσει ἕνα βασικὸ ἐρώτημα: ποιὰ εἶναι τὰ ὅρια τοῦ ὀρθοῦ λόγου; Καὶ πῶς ὁ ὀρθὸς λόγος μπορεῖ νὰ εἰσέλθει σὲ ἕναν ἐποικοδομητικὸ διάλογο μὲ ἄλλες διαστάσεις, οἱ ὁποῖες δὲν θὰ εἶναι συρρικνωντικὲς γιὰ τὴν ἐπιστήμη οὔτε ὅμως καὶ ὑποτιμητικὲς γιὰ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο. Σήμερα μιλοῦμε γιὰ διάλογο ἐπιστήμης καὶ θεολογίας, ἀλλά οἱ περισσότεροι ἔχουν στὸ βάθος τοῦ μυαλοῦ τους ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο συμβαλλόμενους θὰ πρέπει νὰ εἶναι ὁ νικητής. Τὸ ζητούμενο ὅμως δὲν εἶναι ἡ νίκη ἀλλὰ ἡ συνύπαρξη, κάτι τὸ ὁποῖο δὲν διαπιστώσαμε προσφάτως κατὰ τὴν θέσπιση καὶ ἐφαρμογὴ μέτρων γιὰ τὸν περιορισμὸ τῆς πανδημίας. Πολὺ σωστὰ ἔχει ἐπισημανθεῖ ὅτι «ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀπάντηση στὴν συνάντηση θεολογίας μὲ τὸν ὀρθὸ λόγο, διότι ὁ χαλκηδόνειος συνδυασμός τοῦ “ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως”, δηλαδὴ τῆς θεϊκῆς καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως στὸν Χριστό, ἐπιτρέπει τέτοιες συνυπάρξεις, χωρὶς τὸ ἕνα νὰ ἀπορροφᾶται ἀπὸ τὸ ἄλλο καὶ χωρὶς τὸ ἕνα νὰ καταργεῖ τὸ ἄλλο. Ἡ κρίση ποὺ ζοῦμε σήμερα, ἐξ ἀφορμῆς τῆς πανδημίας, εἶναι μία ἀπὸ τὶς διάφορες κρίσεις ποὺ ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν στὴν κοινωνία μας καὶ ποὺ ἀναδεικνύουν τὸ ζήτημα τῆς σχέσεώς μας μὲ τήν κοσμικὴ γνώση, ἀποτελεῖ δὲ μιὰ ἱστορικὴ εὐκαρία ἡ πανδημία νὰ ἐμπλουτιστοῦν καὶ οἱ δύο χῶροι, ὥστε νά ὑπάρξει ἕνα μονιμότερο κέρδος καὶ στὶς δύο πλευρές τοῦ διαλόγου»4.
Ἐξάλλου, στὸ Μήνυμα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὑπογραμίζεται σχετικῶς ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποφεύγει τὴν κηδεμονία τῆς ἐπιστημονικῆς ἀναζητήσεως καὶ δὲν λαμβάνει θέση πάνω σὲ κάθε ἐπιστημονικὸ ἐρώτημα. Εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸ ποὺ δωρίζει στοὺς ἐπιστήμονες τὸ χάρισμα νὰ ἀποκαλύπτουν ἄγνωστες πτυχές τῆς θείας Δημιουργίας. Ἡ σύγχρονη ἀνάπτυξη τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν καὶ τῆς τεχνολογίας ἐπιφέρει ριζικὲς ἀλλαγὲς στὴ ζωή μας. Προσφέρει σημαντικὲς εὐεργεσίες ὅπως εἶναι ἡ διευκόλυνση τοῦ καθημερινοῦ βίου καὶ ἡ ἀντιμετώπιση σοβαρῶν ἀσθενειῶν»5.
Γιὰ τὸ ζήτημα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ μποροῦμε νὰ ἐπικαλεστοῦμε πολλὰ παραδείγματα τοῦ παρελθόντος, τὰ ὁποῖα ἀντλοῦμε κυρίως ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικὲς πηγές. Αὐτό ποὺ ἀξίζει νά σημειωθεῖ εἶναι ὅτι, σὲ παρόμοιες περιπτώσεις ἐπιδημιῶν, λοιμοῦ, πανούκλας καὶ χολέρας, οὐδέποτε ἀρνήθηκε ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀναλάβει μίαν ὑπεύθυνη στάση, στοιχοῦσα στὸ ἀμετάθετο πνεῦμα τῆς κατὰ Θεὸν διαποιμάνσεως καὶ διακονίας τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἑδραιωμένο στὰ ἀσάλευτα θεμέλια τῆς ἀπλανοῦς Ὀρθοδόξου θεολογίας. Βεβαίως, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο εἶχε πρωταγωνιστικὸ ρόλο στὶς περιπτώσεις αὐτές, ὀφείλουμε ὅμως νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ποὺ πάντοτε ἀκολουθοῦσε τὴν ἰδία γραμμή μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἔχει ἐκδώσει σχετικὴ ἐγκύκλιο, ἡ ὁποία μᾶς παραπέμπει στὴν νοοτροπία καὶ τὸ πνεῦμα τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς.
Ξεκινῶντας ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο διαπιστώνουμε ὅτι κατὰ τὸν 19ο αἰῶνα ἕως τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ, ἡ Ἕδρα του ἡ Κωνσταντινούπολη γνώρισε ἀλλεπάληλες διακριτὲς ἐπιδημίες τῆς χολέρας, ἑπτὰ τὸν ἀριθμό (1831, 1847- 48, 1853-55, 1865, 1871, 1893-95, 1910-116). Ἐξ αὐτῶν ἡ ἐπιδημία τοῦ 1865 θεωρεῖται ὡς ἡ πιὸ θανατηφόρα. Τὸ ἔτος 1871, λοιπόν, μὲ νωπὴ τὴν μνήμη ἀπὸ τὸ προηγούμενο ξέσπασμα τῆς χολέρας, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐνήργησε μὲ ἀποφασιστικότητα καὶ μὲ ἀντανακλαστικὰ ὑπευθυνότητας.
Εἰδικότερα, μετὰ τὸ ἄκουσμα τῶν πρώτων ἐπιβεβαιωμένων κρουσμάτων «τῆς ἐνσκηψάσης… ἐν τῇ πρωτευούσῃ χολερικῆς ἐπιδημίας», σύμφωνα μὲ τὸ σχετικὸ δημοσίευμα τοῦ λογίου διδασκάλου τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς Βασιλείου Καλλίφρονος (1819-1891), «διαταγῇ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἀνεβλήθη ἡ ἔναρξις τῶν μαθημάτων τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους σχολῆς, διελύθη προσωρινῶς ἡ ἐν Φαναρίῳ Ἀλληλοδιδακτικὴ σχολή, ὡς καὶ τὸ Ἁγιοταφιτικὸν παρθεναγωγεῖον, πρὸς ἀποφυγὴν τῶν κατὰ τὴν περίστασιν ταύτην δυσαρέστων συσσωρεύσεων. Ἡ δὲ Μεγάλη Πρωτοσυγκελλία», συνεχίζει ὁ Καλλίφρων:
«…κελεύσει Πατριαρχικῇ, διέταξε τοὺς ἱερατικῶς προϊσταμένους τῶν τῆς πρωτευούσης ἐκκλησιῶν, ὅπως ἀναγγέλλωσιν εἰς τὰ Πατριαρχεῖα εἴ τι τυχὸν συμβαίνει χολερικὸν ἐν αὐταῖς κροῦσμα· ἰδίᾳ δὲ πρὸς τοὺς προϊσταμένους τοῦ προαστείου Χάσκιοϊ, ὅπου ἐνέσκηψε μετ’ ἐπιτάσεως τὸ μίασμα, ἐδόθη παραγγελία ὅπως ἀναγγέλωσιν αὐθημερὸν εἰς τὰ Πατριαρχεῖα μετὰ τῆς δυνατῆς ἀκριβείας τὰ συμβαίνοντα κρούσματα.
Λιτανεῖαι δὲ καὶ παρακλήσεις καθ’ ἑκάστην μεθ’ ἱκετηρίων εὐχῶν διετάχθη ὅπως ἀναπέμπωνται ἐν ταῖς ἱεραῖς ἐκκλησίαις, πρὸς κατάπαυσιν τῆς θεομηνίας ταύτης. fíπὶ τούτῳ δὲ συνετάχθη καὶ ἐξεδόθη τύποις Πατριαρχικοῖς ἡ παρὰ πόδας ἱκετήριος εὐχή, ὅπως ἀναγινώσκηται καθ’ ἡμέραν μετὰ τὴν ὀπισθάμβωνον λεγομένην εὐχήν.
Διάφορα δὲ ἄλλα πρόσφορα ταῖς περιστάσεσιν ἐλήφθησαν μέτρα: ἤτοι τὸ νὰ μὴ εἰσέρχωνται οἱ ἱερεῖς εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἐκ χολέρας ἀποβιώσαντος κατὰ τὴν κηδείαν, ἀλλὰ νὰ προηγῶνται μακρὰν τοῦ φερέτρου καὶ νὰ ἀναγινώσκωσι τὰς νεκρωσίμους εὐχὰς ἐπὶ τοῦ τάφου, μετὰ τὸν τοῦ νεκροῦ ἐνταφιασμόν»7.
Πράγματι, οἱ θάνατοι κατὰ τὴν ἐπιδημία ἐκείνη ἦταν πολυάριθμοι. Ἀρκεῖ νὰ σημειώσουμε ὅτι σὲ διάστημα 70 ἡμερῶν (ἀπὸ τὴ 2α Ὀκτωβρίου ἕως τὴ 12η Δεκεμβρίου 1871) 4.675 περιπτώσεις χολέρας σημειώθηκαν, ἐνῷ ἐξ αὐτῶν ἀπεβίωσαν 2.914 ἄνθρωποι, ἕνα ποσοστὸ θνησιμότητας τῆς τάξεως τοῦ 62%8. Εἶναι βέβαιον ὅτι ἡ συλλογὴ πληροφοριῶν ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ καὶ τὴ διασπορὰ τῶν κρουσμάτων ἐντὸς τῆς κοινότητας, διευκόλυνε καὶ τὸ ἔργο τῆς διορισμένης σχετικῆς ὑγεινομικῆς ἐπιτροπῆς, ἀποτελουμένης ἀπὸ ἑπτὰ ἰατρούς, ἡ ὁποία μάλιστα ἀπεφάσισε νὰ τεθεῖ τὸ Χάσκοϊ σὲ τοπικὴ καραντίνα9.
Σχετικὰ μὲ τὴν ἀναφερθεῖσα στὸ δημοσίευμα ἱκετήριο εὐχή, «Δέσποτα Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἡ τῶν οἰκτιρμῶν ἀνεξάντλητος πηγή», πρόκειται γιὰ μιὰ ἐπεξεργασμένη καὶ συντετμημένη μορφὴ τῆς «Εὐχῆς εἰς πληγὴν θανατικοῦ», ποὺ ἀπαντᾶται, μεταξὺ ἄλλων, καὶ στὸ Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ ἔτος 1803, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως Τυπογραφείῳ (σελ. 367-368)10. Ἀσφαλῶς ὑπάρχουν σὲ ἔντυπα καὶ χειρόγραφα Εὐχολόγια καὶ ἄλλες παρόμοιες εὐχές11, αὐτὴ ὅμως προκρίθηκε τότε ὡς ἡ καταλληλότερη γιὰ τὴν περίσταση.
Πέραν τούτων, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, «προνοῶν πατρικῶς καὶ κηδόμενος οὐ μόνον τῆς ψυχικῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς σωματικῆς ὑγείας καὶ σωτηρίας τῶν πνευματικῶν αὐτοῦ τέκνων… πρὸς ἀποσόβησιν τῆς ἀπό τινος ἤδη λυμαινομένης τὴν πόλιν ἡμῶν βροτολοιγοῦ χολέρας», μερίμνησε «ὅπως μετενεχθῇ» ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους «εἰς τὴν πρωτεύουσαν… ἡ τιμία Ζώνη τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἧς ἡ θαυματουργὸς δύναμις καταφανεστάτη πολλάκις ἐν δυσχερεστάταις παριστάσεσιν ἐγένετο»12. Τὸ «τιμαλφὲς τοῦτο θρησκευτικὸν κειμήλιον», ὅπως σημειώνει ὁ Καλλίφρων, ἀφίχθη στὴν Πόλη τὴν 25η Νοεμβρίου 1871 καὶ παρέμεινε στὴν πρωτεύουσα ἕως τῆς 7ης Ἀπριλίου 187213. Καθ’ ὅλο τὸ διάστημα τῆς παραμονῆς τῆς Τιμίας Ζώνης στὴν πρωτεύουσα πραγματοποιοῦνταν εἰδικὲς δεήσεις, ἀκολουθίες, ἀκόμη καὶ ἀγρυπνίες καὶ ἄλλες λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις, ἀναφέρθηκαν δὲ καὶ θαύματα τῆς Παναγίας14.
Νὰ σημειωθεῖ ἐν προκειμένῳ ὅτι ὑπῆρξαν ἀναφορὲς γιὰ συνωστισμὸ ἀνθρώπων στὸν Πατριαρχικὸ Ναὸ, πράξη ἡ ὁποία ἀσφαλῶς δὲν ἐπιτρεπόταν λόγῳ τῆς πανδημίας15. Μᾶς πληροφορεῖ σχετικῶς περὶ τῶν γεγονότων ἡ ἐν Ἀθήναις ἐφημερίδα «Αἰών» ὅτι: «Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν μετηνέχθη ἐξ Ἄθωνος, καὶ ἀπετέθη εἰς τὸν πατριαρχικὸν ναόν, μετὰ μεγάλης πομπῆς καὶ παρατάξεως, ἐκκλησιαστικόν τι κειμήλιον, ἡ Τιμία Ζώνη τῆς Παναγίας· ἐκρίθη δὲ ἡ μεταφορὰ ταύτης εἰς Κωνσταντινούπολιν ἀναγκαία, ὅπως ἀποτραπῇ ἡ ἐνσκήψασα εἰς τὴν πόλιν αὐτὴν ἐπιδημία τῆς χολέρας, ἡ τοὺς κατοίκους τοῦ Βυζαντίου δεκατίζουσα. Κατὰ τὴν τέλεσιν τῆς λιτανείας ἐγένοντο ἀτακτήματά τινα καὶ ἄλλα ἀτοπήματα, δυσαπόφευκτα, ὅτε συῤῥέει λαοῦ πλῆθος, καὶ μάλι- στα ἑτερογενοῦς. Τόσην δ’ ἔκτασιν ἔλαβον, ὥστε ὁ κρατῶν τὸ κειμήλιον Πατριάρχης, ὅπως φύγῃ τὰ δεινά, ὅσα ὑπέστησαν οἱ πρὸ αὐτοῦ ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς, ἀνατραπέντες ὑπὸ τοῦ ἐξορμήσαντος καὶ συνωθουμένου πλήθους, κατέφυγεν εἰς παρακειμένην οἰκίαν, ὅθεν διὰ λέμβου μετέβη εἰς τὰ Πατριαρχεῖα»16. Ἡ ἐπίκληση τῶν πρεσβειῶν τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ καὶ προστάτιδος τῆς Πόλεως δὲν ἀποτελεῖ γιὰ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἐξαίρεση ποὺ ὀφείλεται στὴν ἐπιδημία τοῦ 187117. Πιὸ συγκεκριμένα, κατὰ τὸ ἑπόμενο ξέσπασμα τῆς χολέρας, ποὺ σημειώθηκε ἀρχικὰ τὸ 1893, ὁ τότε Μέγας Πρωτοσύγκελλος Γερβάσιος fíρολογᾶς18 ἀπέστειλε, τῇ σεπτῇ ἐντολῇ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, πρὸς τοὺς Θεοφιλεστάτους ἐπισκόπους καὶ προϊσταμένους τῶν ναῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ Γαλατᾶ καὶ τοῦ Καταστένου τὴν ἀπὸ 23ης Σεπτεμβρίου 1893 ἐγκύκλιό του, στὴν ὁποία, πέραν τῆς ἀναφορᾶς περὶ τῶν ἐπιβαλλομένων ἀπὸ τὴν κρατικὴ ἀρχὴ ὑγειονομικῶν μέτρων, σημειώνει τὰ ἀκόλουθα: «ἐν τούτοις καθῆκον ἡγούμεθα ἐν τῇ περιστάσει ταύτῃ θερμῶς πᾶσιν ὑμῖν συστῆσαι, ὅπως ἕως ἂν τὸ κακὸν τέλεον παρέλθῃ μὴ διαλίπητε καθ’ ἑκάστην ψάλλοντες ἐπ’ ἐκκλησίαις μετὰ τὸν ἑσπερινὸν τὸν πρὸς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον παρακλητικὸν κανόνα καὶ δεόμενοι τοῦ Ὑψίστου ὑπὲρ τοῦ ῥυσθῆναι πάντας ἀπὸ τῆς ἐπισκεψαμένης ἡμᾶς νόσου»19.
Τὴν 21η Δεκεμβρίου 1893, ὁ Μέγας Πρωτοσύγκελος ἐπανέρχεται, καὶ πάλι τῇ προτροπῇ καὶ ἀδείᾳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, μὲ νὲο ἐγκύκλιο σημείωμα, «Περὶ τῶν νεκρωσίμων ἀκολουθιῶν καὶ τοῦ τρόπου ἐκφορᾶς χολεροβλήτων». Ἐκεῖ, μεταξὺ ἄλλων, ὁ Γερβάσιος σημειώνει ὅτι «ἡ ἁγιωτάτη Μήτηρ ἡμῶν Ἐκκλησία ἀξιοχρέως προνοοῦσα ὑπὲρ τῆς ὑγιείας τῶν πιστῶν αὐτῆς τέκνων ἀπεφάσισε συνοδικῶς, ὅπως ἕως ἂν τὸ κακὸν παρέλθῃ αἱ νεκρώσιμοι ἀκολουθίαι τῶν ἐκ τῆς νόσου ταύτης ἀποθνησκόντων χριστιανῶν ψάλλονται ἢ ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις τῶν νεκροταφείων, μεταφερομένων εἰς αὐτὰ τῶν νεκρῶν κατ’ εὐθεῖαν καὶ κεκλεισμένων, ἢ ἐν τοῖς ἐνοριακοῖς ναοῖς δίχα τοῦ νεκροῦ ἐὰν τυχὸν τὸ νεκροταφεῖον ἐνορίας τινὸς στερῆται Ἐκκλησίας»20. Ἐκ τῶν ἀνωτέρω καταφαίνεται ὅτι ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία προνοεῖ καὶ μεριμνᾶ ἐν ταυτῷ τόσο γιὰ τὴν πνευματική, ὅσο καὶ γιὰ τὴν σωματικὴ ὑγεία τῶν πιστῶν της, λαμβάνουσα ὑπόψη καὶ τὶς πνευματικὲς διαστάσεις τοῦ θέματος, ἀλλὰ καὶ ἐφαρμόζουσα τὰ ὑγειονομικῶς ἀπαραίτητα πρωτόκολλα τῶν ἁρμοδίων ἀρχῶν.
Σχετικὰ μὲ τὰ ἐφαρμοζόμενα κατὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία ὑγειονομικὰ πρωτόκολλα, ὁ Πατριάρχης Ἰωακεὶμ Γ΄, κατὰ τὴν πρώτη πατριαρχία του (1878- 1884, β΄ πατριαρχία 1901-1912) καὶ συγκεκριμένα τὸν Μάρτιο τοῦ 1881, ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἐπιδημίας τῆς εὐλογιᾶς, ἐξαπολύει πατριαρχικὴ Ἀπόδειξη, μὲ τὴν ὁποία γνωστοποιεῖ ὅτι ἀποδέχεται τὰ μέτρα τῆς κυβερνήσεως περὶ τῆς ἀπoφυγῆς τοῦ ἀσπασμοῦ «τῶν ἐκ τοῦ κολλητικοῦ τούτου νοσήματος ἀποθνησκόντων», κατὰ τὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία αὐτῶν, «διότι ὁμολογουμένως τὸ νόσημα τοῦτό ἐστι κολλητικὸν κατὰ τὴν γνώμην τῶν ἐπιστημόνων». Καὶ συνεχίζει ὁ Πατριάρχης:
«Τὸ ὑγειονομικὸν τοῦτο μέτρον … μετὰ πολλοῦ τοῦ ἐνδιαφέροντος ὑπὸ τῆς fíκκλησίας δεκτὸν γενόμενον ὡς λίαν λυσιτελὲς πρὸς περιστολὴν καὶ παντελῆ βαθμηδὸν ἐξάλειψιν τῆς ἐνσκηψάσης ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς πρωτευούσῃ ἐπιδημικῆς ταύτης νόσου κοινοποιοῦντες πᾶσιν ὑμῖν τοῖς εὐλογημένοις χριστιανοῖς… ἐντελλόμεθα καὶ παραγγέλομεν ἵνα, συμμορφούμενοι πρὸς τὴν διαταγὴν ταύτην, προσέχητε τοῦ λοιποῦ, ὅπως τὰ πρόσωπα τῶν ἐκ τῆς νόσου ταύτης ἀποθνησκόντων μὴ ὦσιν ἀσκεπῆ, ἀλλὰ καλύπτωνται ἐπιμελῶς δι’ ὑφάσματος ἢ ἀντὶ τούτου δι’ ὑαλίνου καλύμματος, ἐφαρμοζομένου ἐπὶ τοῦ φερέτρου, ἐφ’ οὗ δύνανται οἱ βουλόμενοι προσφέρειν ἀνενδοιάστως τὸν ἀσπασμὸν αὐτῶν ἀποφεύγοντες τὴν ἄμεσον διὰ τῶν χειλέων αὐτῶν ἐπαφὴν μετὰ τοῦ προσώπου τοῦ νεκροῦ»21.
Τὴν 5η Φεβρουαρίου 1891, ὁ Μέγας Πρωτοσύγκελλος Κωνστάντιος Καρατζόπουλος22 ἀποστέλλει, «συνεπείᾳ γνωμοδοτήσεως τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς», παρόμοια ἐπιστολὴ σχετικὰ μὲ τὶς ἐκδημίες ἀπὸ τὶς μεταδοτικὲς ἀσθένειες τῆς «εὐφλογίας, ὀστρακιᾶς, διφθερίτιδος, κακοήθους φλυκταίνης κτλ.», ὥστε οἱ πιστοὶ «ἐκ προνοίας μὴ γίνωσι παραίτιοι διὰ τῆς ἐπαφῆς μεταδόσεως τῆς μιασματικῆς ἀσθενείας εἴτε εἰς τὴν ἰδίαν οἰκογένειαν, εἴτε εἰς ἑτέραν»23. Ὀφείλουμε στὴ συνάφεια αὐτὴ νὰ παραπέμψουμε σὲ σχόλιο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη, ὁ ὁποῖος στὸ Πηδάλιον ἀναφέρει τὰ ἑξῆς24: «Σημείωσε ὅτι ὡς φονεὺς καταδικάζεται καὶ ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐν καιρῷ πανώλης ἠξεύροντας ὅτι εἶναι μεμολυσμένος, ὑπάγει εἰς οἴκους, καὶ πολιτείας, καὶ μολύνει καὶ τοὺς ἄλλους καὶ γίνεται πολλῶν φόνων αἴτιος».
Τὸ ἑπόμενο ἔτος, καὶ συγκεκριμένα τὴν 31η Ἰανουαρίου 1892, ὁ Κωνστάντιος ἀποστέλλει, μὲ ἐντολὴ τοῦ Πατριάρχου, ἐγκύκλιο στοὺς προϊσταμένους καὶ τοὺς ἐφόρους τῶν Σχολῶν τῆς Πόλεως διὰ τῆς ὁποίας «ἡ Μεγάλη Πρωτοσυγκελλία … ἐντέλλεται πάντας ὑμᾶς, ὅπως ἐπιστήσητε συντόνως τὴν προσοχὴν ὑμῶν ἐπὶ τοῦ σπουδαίου τούτου ἀντικειμένου καὶ ἐγκαίρως λάβητε τὰ κατάλληλα προφυλακτικὰ μέτρα διατάττοντες αὐστηρῶς τὸν ἐμβολιασμὸν πάντων τῶν μαθητῶν τῶν ὧν ἐφορεύετε Σχολῶν»25. Ὁμοίως, τὴν 26η Ἰανουα- ρίου 1895, ὁ προμνημονευθεὶς Μέγας Πρωτοσύγκελλος Γερβάσιος ἐκδίδει ἐγκύκλιο πρὸς τοὺς προϊσταμένους τῶν ναῶν τῆς Πόλεως, καθώς, ὅπως μετὰ λύπης σημειώνει, «ἐκ τῶν ἡμετέρων Χριστιανῶν τινες ἀποστέργουσι νὰ ἐμβο- λιασθῶσι, οὕτως δὲ ἀκουσίως συντελοῦσιν εἰς μείζονα ἐπίτασιν καὶ διάδοσιν τῆς ἀσθενείας, διὰ ταῦτα ἐκ προνοίας ἐκκλησιαστικῆς συνιστῶμεν ὑμῖν πᾶσιν ὅπως προτρέψητε ἁρμοδίως τοὺς χριστιανοὺς τῆς ἐνορίας ὑμῶν, ἵνα, ἐὰν τυχὸν μέχρι τοῦδε δὲν ἐνεβολιάσθησαν, προθυμοποιηθῶσιν, ὅπως ἐγκαίρως πράξωσι τοῦτο πρὸς ἀπαλλαγὴν αὐτῶν καὶ διάσωσιν ἀπὸ τοῦ ἐπικινδύνου τούτου νοσήματος»26.
Μέσα στὸ ἴδιο πλαίσιο κινήθηκε καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἐπέδειξε ἐκκλησιαστικὴ καὶ θεολο- γικὴ σοβαρότητα, κυρίως ὅταν προέκυψε τό ζήτημα τοῦ ἐμβολιασμοῦ γιὰ τὴν ἀσθένεια τῆς εὐλογιᾶς. Οἱ ἀντιδράσεις καὶ τὰ σενάρια τῆς ἐποχῆς ξεπερνοῦσαν κάθε λογική, ὄχι μόνο στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ στὸ ἐξωτερικὸ, κυρίως στὴ Μεγάλη Βρεταννία, ὅπου καὶ ἀνακαλύφθηκε τὸ σχετικὸ ἐμβόλιο, ἀλλὰ καὶ στὸ χῶρο τῶν Καθολικῶν, Ἀγγλικανῶν καὶ λοιπῶν Προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ πολλοὶ ἐκ τῶν χριστιανῶν, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἀπέφευγαν τὸν ἐμβολιασμό, δὲν ἦταν δὲ καὶ λίγοι οἱ ἱεράρχες καὶ ἱεροκήρυκες, ποὺ δίδασκαν περὶ τοῦ ἐμβολιασμοῦ ἀνυπόστατες καὶ μὴ ἐπιστημονικῶς ὀρθὲς θεωρίες, οἱ ὁποῖες ἐπηρέαζαν ἀρνητικὰ τὸν ἁπλό λαό.
Μὲ βάση αὐτὰ τὰ δεδομένα, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, θέλουσα νὰ συμβάλει θετικά στήν ἐξάλειψη τῆς νόσου ἀλλὰ καὶ στὴν ὀρθὴ ἐνημέρωση περὶ τοῦ ζητήματος, ἡ ὁποία θὰ ἀνέτρεπε τὶς διάφορες φονταμενταλιστικὲς καὶ δεισιδαιμονικές δοξασίες περὶ τοῦ ἐμβολιασμοῦ, διὰ τῆς ὑπ᾽ ἀριθμ. Πρωτ. 2997, τῆς 24ης Ἰουνίου 1864, ἐγκυκλίου της «πρὸς τοὺς κατὰ τὴν ἐπικράτειαν Σεβ. Ἱεράρχας», ἐπὶ Προεδρίας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Θεοφίλου, σημειώνει χαρακτηριστικά τὰ ἀκόλουθα:
«Ἐπειδὴ ἡ φθοροποιὸς νόσος τῆς εὐλογίας ἐνέσκηψεν ἤδη εἰς ὅλον σχεδὸν τὸ Κράτος, καὶ βαθμηδὸν τὸ νόσημα τοῦτο ὁσημέραι λαμβάνον ἐπίδοσιν καταμαστίζει τὴν Ἑλληνικήν κοινωνίαν καταστρέφουσα τὴν δημοσίαν ὑγιείαν, καὶ ἐπειδή δυστυχῶς, καθά ἤδη πληροφορεῖται ἡ Σύνοδος ἐπισήμως, οὐχί μόνον παχυλῆ καὶ ὀλέθρια πρόληψίς τις ἐπικρατεῖ παρά τοῖς πλείστοις τῶν χριστιανῶν, οἵτινες θεωροῦντες τὸν δαμαλισμόν καὶ ἀναδαμαλισμὸν ὡς περιττόν, ἀποφεύγουσιν αὐτὸν ἀπολύτως, ἀλλὰ καὶ κακὴ συνήθειὰ τις τοῦ ἐμβολιάζεσθαι κρυφὰ διὰ φυσικῆς εὐλογίας, βλάβην μᾶλλον ἐπιφερούσης ἤ ὠφέλειαν, ἐνεργεῖται εἰσέτι ἐν ᾧ ὁ δαμαλισμὸς οὗτος καὶ ἡ κατὰ διαφόρους ἐποχὰς ἐπανάληψις αὐτοῦ ὡς διὰ τῆς πείρας τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης τρανώτατα μέχρι τοῦδε ἀπεδείχθη, εἶναι τὸ μοναδικὸν ἀντίδοτον φάρμακον καὶ τὸ ἀσφαλέστατον ἐν τῇ πασχούσῃ κοινωνίᾳ μέσον πρὸς ὕφεσιν, πρὸς ἀποτροπὴν τῆς μεταδόσεως καὶ ἐντελῆ ἐξάλειψιν τῆς ὁλεθρίου ταύτης νόσου, καὶ ἐπειδὴ ἡ τοιαύτη παράβολος ἀδιαφορία καὶ εἰς τὸ ἐμβολιάζεσθαι ἄρνησις χριστιανῶν τινων οὐχί μόνον τιμω- ρεῖται αὐστηρῶς ὑπὸ τοῦ νόμου, ἀλλ᾽ ἐν ταὐτῷ καὶ τὰς βαρυτάτας ἐκκλησιαστικὰς ἐπιτιμήσεις καθ᾽ ἑαυτῆς ἐπισύρει, καθ᾽ ὅτι οὗτοι ἀρνούμενοι εἰς ἑαυτούς καὶ εἰς τὴν ἰδίαν αὐτῶν οἰκογένειαν τὸν ἐμβολιασμόν, καὶ μηδόλως ἀναλογιζόμενοι, τὸ μέγα τοῦτο βάρος τοῦ ὅπερ διαπράττουσι θανασίμου ἁμαρτήματος, γίνονται αὐτόχειρες, ἤ ἀνάπηροι τὸ σῶμα καὶ καταστρέφουσι προσέτι ἰδίαις αὐτῶν χερσὶν τὰ ἴδια αὐτῶν φίλτατα, καὶ οὕτω καθιστάμενοι ὑπεύθυνοι ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἐπισύρουσιν εἰς αὐτοὺς τὴν θείαν ὀργήν, καὶ γίνονται ὑπόδικοι τῆς αἰωνίου κολάσεως καὶ τιμωρητέοι καὶ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι καὶ ἐν τῷ μέλλοντι, ἡ Σύνοδος μεριμνῶσα πατρικῶς, κατὰ τὸ ἱερόν αὐτῆς καθῆκον περὶ τε τῆς ψυχικῆς σωτηρίας τῶν τοιούτων χριστιανῶν καὶ ἀναῤῥύσεως ἐκ τῆς τοιαύτης ἐπικινδυνωδεστάτης νόσου, καὶ ἐπιθυμοῦσα, ἵν᾽ ἀπαλλάξῃ ἕκαστον χριστιανὸν τῶν ἐκ τῆς τοιαύτης ψυχωλέθρου προλήψεως καὶ πρὸς τὸν δαμαλισμὸν ὀλιγωρίας, ἀποκτεινουσῶν τὸ σῶμα ἐν ταὐτῷ καὶ τὴν ψυχήν, προερχομένων ὁλεθρίων συνεπειῶν, προσκαλεῖ ὑμᾶς καὶ δι᾽ ὑμῶν ἅπαντας τὸν ὑφ᾽ ὑμᾶς κλῆρον καὶ τοὺς ἁρμοδίους τοῦ Κράτους ἱεροκήρυκας, ὅπως διά τῆς θείας διδασκαλίας καὶ τοῦ ὀρθοῦ λόγου καταδεικνύοντες εἰς τὸν λαὸν τὰς δυσαρέστους συνεπείας τῆς τε πρὸς τοῦτο ἀρνήσεως καὶ τοῦ διὰ φυσικῆς εὐλογίας ἐν παραβύστῳ ἐνεργουμένου ἐμβολιασμοῦ, προτρέψητε αὐτὸν ἐπ᾽ ἐκκλησίας καὶ ἐν παντὶ εὐθέτῳ χρόνῳ καὶ τόπῳ, νουθετοῦντες καὶ καταπείθοντες αὐτόν, ἵνα ἕκαστος, πρὸς ταχείαν ἀποσόβησιν καὶ ἀπαλλαγήν τῆς ἐπιδημικῆς ταύτης ἀνθρωπωλέθρου νόσου, προστρέχη ἀόκνως καὶ αὐθορμήτως μετὰ πάσης προθυμίας εἰς τοὺς παρὰ τῆς Βασιλικῆς Κυβερνήσεως ἐμπεπιστευμένους τὸ ὑπέρ τῆς δημόσιας ὑγείας καθῆκον ἐπιστήμονας ἰατρούς, ὅπως ἐμβολιάζηται παρ᾽ αὐτῶν ἐγκαίρως, πρὸς ἀποφυγὴν παντὸς ἀπαισίου ἀποτελέσματος τῆς νόσου ταύτης»27.
Ἡ μελέτη τῆς παραπάνω ἱστορικῆς ἐγκυκλίου θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ μερικὲς βασικὲς καὶ σπουδαῖες διαπιστώσεις, οἱ ὁποῖες μὲ τὴ σειρὰ τους, καταδεικνύουν ὅτι δὲν ἔχει ἀλλάξει σὲ πολλὰ ἐπίπεδα, ὁ τρόπος ἀντιμετωπίσεως τῆς πανδημίας ἀπὸ τὸν λαό, ὁ ὁποῖος ὅπως καὶ σήμερα, ἐπεδείκνυε μία τάση ἑρμηνείας τῶν ἰατρικῶν δεδομένων (π.χ. δαμαλισμός – ἐμβολια- σμός) μὲ ἐπιφύλαξη καὶ ἄρνηση. Σημαντικὸ εἶναι νὰ λάβουμε ὑπόψη μας ὅτι ἡ νόσος τῆς εὐλογιᾶς τότε, ἀποτελοῦσε ἐθνικό – κρατιικὸ πρόβλημα, γι᾽ αὐτὸ ἄλλωστε εἰσαγωγικὰ ἡ ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου σημειώνει: «Ἐπειδὴ ἡ φθοροποιὸς νόσος τῆς εὐλογίας ἐνέσκηψεν ἤδη εἰς ὅλον σχεδὸν τὸ Κράτος, καὶ βαθμηδὸν τὸ νόσημα τοῦτο ὁσημέραι λαμβάνον ἐπίδοσιν καταμαστίζει τὴν Ἑλληνικήν κοινωνίαν καταστρέφουσα τὴν δημοσίαν ὑγιείαν…». Τὸ πρόβλημα εἶχε καταστεῖ ἀκόμη πιὸ πολύπλοκο διότι ὑπῆρχε παραπληροφόρηση, τὴν ὁποία ἡ Ἱερά Σύνοδος ὁρίζει ὡς «παχυλῆ καὶ ὀλέθρια πρόληψις» ποὺ ἐπικρατοῦσε «παρά τοῖς πλείστοις τῶν χριστιανῶν», οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν «τὸν δαμαλισμόν καὶ ἀναδαμαλισμὸν ὡς περιττόν». Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία ἔλαβε τότε τὴν πρωτοβουλία νὰ τονίσει γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά, ὅτι ἡ θεολογία δὲν ἀποφαίνεται ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ, ἀλλὰ γνωρίζουσα τὰ ὅριὰ της, ἀναγνωρίζει ὅτι γιὰ θέματα ἀσθνειῶν καὶ πανδημίας τὸν πρῶτο λόγο, τὸν ἔχει ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Τονίζεται ἐμφατικὰ στὸ κείμενο τῆς ἐγκυκλίου ὅτι «ὁ δαμαλισμὸς οὗτος καὶ ἡ κατὰ διαφόρους ἐποχὰς ἐπανάληψις αὐτοῦ ὡς διὰ τῆς πείρας τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης τρανώτατα μέχρι τοῦδε ἀπεδείχθη, εἶναι τὸ μοναδικὸν ἀντίδοτον φάρμακον καὶ τὸ ἀσφαλέστατον ἐν τῇ πασχούσῃ κοινωνίᾳ μέσον πρὸς ὕφεσιν, πρὸς ἀποτροπὴν τῆς μεταδόσεως καὶ ἐντελῆ ἐξάλειψιν τῆς ὁλεθρίου ταύτης νόσου».
Ἐν συνεχείᾳ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος, ἀναλαμβάνουσα τὸ πνευματικὸ χρέος της, ἐνημερώνει τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας κάνοντας λόγο γιὰ τὶς βαρύτατες ἐκκλησιαστικές ἐπιτιμήσεις τίς ὁποῖες «ἐπισύρει ἡ τοιαύτη παράβολος ἀδιαφορία καὶ εἰς τὸ ἐμβολιάζεσθαι ἄρνησις χριστιανῶν τινων», ἐνῶ παράλληλα ὑπογραμμίζει ὅτι διαπράττεται διά τῆς ἀρνήσεως αὐτῆς «θανάσιμον ἁμάρτημα». Παράλληλα, μὲ μοναδικὸ θάρρος ἀναφερόμενη στοὺς ἀρνητές τοῦ ἐμβολιασμοῦ τονίζει ὅτι αὐτοί «γίνονται αὐτόχειρες, ἤ ἀνάπηροι τὸ σῶμα καὶ καταστρέφουσι προσέτι ἰδίαις αὐτῶν χερσὶν τὰ ἴδια αὐτῶν φίλτατα, καὶ οὕτω καθιστάμενοι ὑπεύθυνοι ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἐπισύρουσιν εἰς αὐτοὺς τὴν θείαν ὀργήν, καὶ γίνονται ὑπόδικοι τῆς αἰωνίου κολάσεως καὶ τιμωρητέοι καὶ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι καὶ ἐν τῷ μέλλοντι». Τέλος, ἀφοῦ προτρέπει τὸ λαὸ νὰ ὑπακούσει, ἐφιστᾶ τὴν προσοχή τῶν ἀρχιερέων «ἐπὶ τοῦ σπουδαίου τούτου ἀντικειμένου, πρός πραγματοποίησιν ὅσον τάχος τῶν σωτηριωδεστάτων τού – των Συνοδικῶν παραγγελμάτων».
Μετὰ ἀπὸ τὶς παραπάνω ἐνδεικτικὲς παραθέσεις τῶν ἐκκλησιαστικῶν κειμένων θὰ μπορούσαμε νά καταλήξουμε στὶς ἐξῆς συμπερασματικὲς σκέψεις.
1. Ἡ πανδημία εἶναι μία κατάσταση ποὺ ἔχει ἐνσκήψει σὲ ὅλη τὴν ἀνθρω- πότητα. Καὶ ἐνῷ αὐτὸ, τὸ ἀποδεχόμαστε ὅλοι μας μὲ τὰ λόγια, μὲ τὶς πράξεις μας ἐπιδεικνύομε ἀλαζονεία καὶ ἀνεπίτρεπτη ἐσωστρέφεια. Κάποιοι κινοῦνται σὰν νὰ ἀφορᾶ ἡ πανδημία, γιά παράδειγμα, μόνο τοὺς Ἕλληνες ἤ μόνο τοὺς Ρώσσους. Ἀλλὰ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἰσχυρίζονται κάποιοι ὅτι μόνο ἐμεῖς πάσχουμε καὶ ὅτι μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει προβλήματα. Ἡ παροῦσα κατάσταση ἐπηρεάζει ὅλες τὶς Ἐκκλησίες, ὅλες τὶς θρησκεῖες καὶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους σὲ ὅλο τὸν κόσμο, πιστοὺς καὶ ἀπίστους. Δημιουργεῖται σύγχυση καὶ φανατισμός, ἀποπροσανατολίζουμε ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους, ὅταν μὲ τὴν στάση καὶ τὰ λόγια μας δείχνουμε ὅτι διώκεται ἡ Ἐκκλησία μας μόνο. Δὲν διώκεται ἡ Ἐκκλησία, δὲν διώκεται ἡ Ὀρθοδοξία οὔτε καταργοῦνται τά Μυστήριὰ μας, δὲν διώκεται ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν πανδημία. Καὶ τὰ κατὰ καιροὺς λαμβα- νόμενα μέτρα, εἴτε εἶναι σκληρὰ εἴτε ἐπιεικέστερα, δὲν ἀποτελοῦν τιμωρία, ἀλλά προσπάθεια γιὰ τὸν περιορισμὸ τῆς ἐξάπλωσης τῆς πανδημίας. Φυσικά οὔτε ὁ ἰός εἶναι τιμωρία Θεοῦ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας.
2. Ἄν οἱ Ἐπίσκοποι καὶ οἱ λοιποὶ κληρικοί δὲν ἀναλάβουν τὸ σωτήριο ἔργο ποὺ τοὺς ἔχει ἀναθέσει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, ὁ μισάνθρωπος καὶ ἀρχέκακος διάβολος θὰ ἐπιστρατεύει συνεχῶς τοὺς διαφόρους προβατόσχημους λύκους, γιὰ νὰ κατασπαράξουν τὸ ποίμνιο μὲ τὰ δηλητηριώδη αὐτοάνοσα πάθη τοῦ φόβου, τοῦ θυμοῦ καὶ τῆς ἀπελπισίας, τοῦ φονταμενταλισμοῦ καὶ τοῦ φανατισμοῦ, τῆς κακοδοξίας καὶ τῆς μισαλλοδοξίας, ἐπιδεινώνοντας ἔτι περαιτέρω τὸ καρκίνωμα τῆς διχόνοιας, τῆς ταραχῆς καὶ τῆς συγχύσεως ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ἀποτελεῖ παράδειγμα πρός μίμηση ἡ στάση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου κατά τήν περίοδο πανδημιῶν καὶ κυρίως αὐτῆς τῆς θανατηφόρου τοῦ 1871, μὲ θνησιμότητα 62%. Τότε τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἐξαπέλυε τὴν μία ἐγκύκλιο μετὰ τὴν ἄλλη, κλείνοντας ναούς, σχολεῖα καὶ ἱδρύματα, ὅπως περιγράφτηκε προηγουμένως, καὶ δίδοντας περαιτέρω σχετικὲς ὁδηγίες. Τὸ αὐτὸ διαπιστώνουμε ὅτι συνέβη καὶ μὲ τὴν παροῦσα πανδημία ἀπὸ πλευρᾶς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἀλλὰ καὶ τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, πολλάκις ἐξαπελύθησαν ὁδηγίες καί δελτία τύπου, ἐνῷ ἡ ἐγκύκλιος τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου νὰ ἐνημερωθεῖ τὸ σεπτὸ Κέντρο γιὰ τὴν κατάσταση τῆς πανδημίας στὶς ἀνὰ τὸν κόσμο ἐπαρχίες τοῦ Θρόνου ἀπὸ τοὺς οἰκείους Ποιμενάρχες, παραπέμπει καὶ μᾶς θυμίζει τὴν ἀντίστοιχη ἐγκύκλιο τοῦ Πατριάρχου Γερμανοῦ τοῦ Δ´, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία, ὅπως τονίστηκε παραπάνω, ἐδόθη παραγγελία «νὰ ἀναγγέλωσιν αὐθημερὸν εἰς τὰ Πατριαρχεῖα εἴ τι τυχὸν συμβαίνει χολερικόν ἐν αὐταῖς κροῦσμα». Μέσα στὸ ἴδιο πνεῦμα κινήθηκε καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ τὴ δημοσίευση κείμενων καὶ Δελτίων Τύπου, μὲ κυρίαρχο αὐτὸ γιὰ τὴν πανδημία ποὺ ἀπευθύνθηκε πρὸς τὸ λαό.
3. Μνημειώδεις, ἐπίσης, εἶναι καὶ οἱ ἐγκύκλιοι τοῦ Ἰωακείμ Γ´ κατὰ τὴν πρώτη του Πατριαρχία (1878-1884) σχετικὰ μὲ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία καὶ μὲ συγκεκριμένες ὁδηγίες ποὺ δίδει, ὅσον ἀφορᾷ στὸν ἀσπασμὸ καὶ στὸν τρόπο τῆς ταφῆς, ἐνῶ ἀκόμη πιὸ σημαντικές, εἶναι οἱ δύο ἐγκύκλιοι ποὺ ἐξαπελύθησαν ἀπὸ τὴν Μεγάλη Πρωτοσυγκελλία, ἡ πρώτη ἐπί Πατριάρχου Νεοφύτου Η´, τὴν 31η Ἰανουαρίου 1892, καὶ ἡ δεύτερη ἐπὶ Πατριάρχου Ἀνθίμου Ζ´, τὴν 26η Ἰανουαρίου 1895. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ Συνοδικὸ κείμενο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ 1864. Τὰ κείμενα αὐτὰ, ἀποσπάσματα τῶν ὁποίων παρετέθησαν προηγουμένως, εἶναι σημαντικά, διότι ἀναφέρονται στὸν ἐμβολιασμό, ποὺ τόσο ἀπασχολεῖ τὴν κοινὴ γνώμη σήμερα. Ἡ ὕπαρξις τῶν ἐγκυκλίων αὐτῶν σαφέστατα δηλώνει τὴν ἄνεση, τὸν ὁραματισμὸ ἀλλὰ καὶ τὴν εὐρύτητα σκέψεως ποὺ εἶχε ἡ Ἐκκλησία γιὰ θέματα ἀμφιλεγόμενα καὶ ἀμφι- σβητούμενα, ὅπως αὐτὰ τῶν ἐπιδημιῶν. Μποροῦμε ἀδιαμφισβήτητα νὰ ἀποδεχθοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὸ παρελθὸν μᾶς δίδαξε τὶ σημαίνει, ἀγαπητικὴ διαποίμανση καὶ μέριμνα γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ σωματικὴ ὑγεία τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, συνεργασία μὲ τοὺς εἰδικοὺς ἐπιστήμονες, τήρηση τῶν ἀποδεκτῶν ὑγειονομικῶν μέτρων, ἀδελφικὴ παρότρυνση γιὰ ἐμβολιασμό. Κυρίως ὅμως μᾶς δίδαξε τί σημαίνει ἐπαγρύπνηση γιὰ τὴν τήρηση τῆς δογματικῆς καὶ τῆς ἠθικῆς διδασκαλίας της, ἐξασφάλιση τῶν προϋποθέσεων γιὰ μιὰ ζῶσα λατρεία τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀδιάλειπτη προσευχὴ πρὸς τὸν Κύριο καὶ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ποὺ πάντοτε ἀποτελοῦσαν τὴν βεβαία ἐλπίδα τοῦ πιστοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ.
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Αχιλλίου Πόλις” της Ι. Μητροπόλεως Λαρίσης τεύχος 07
Οι παραπομπές στην επόμενη σελίδα–>