Διάβασα με πολλή προσοχή το άρθρο που δημοσίευσε πρόσφατα ο αξιότιμος κ. Αναστάσιος Βαβούσκος με τίτλο “Η βάπτιση στην Γλυφάδα και η κανονική αποτίμηση της”.
Όμως, παρά τον σεβασμό που τρέφω προς το πρόσωπό του και την επιστημονική του κατάρτιση διαφωνώ απολύτως ως προς το συμπέρασμά του ότι η επιστολή του Σεβ. Αρχιεπισκόπου Αμερικής προς εμέ ήταν “εγκυρότατη” και τούτο διότι ο κ. Βαβούσκος δέχεται ως δεδομένο, ότι ο Σεβ. Αμερικής στην επιστολή που μου απέστειλε για να λάβει την άδειά μου να τελέσει την βάπτιση ανέφερε ορθά όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για να λάβει την άδεια βαπτίσεως των δύο παιδιών. Αλλ’ αυτό δεν είναι σωστό διότι η αναφορά του στην “οικογένεια στην οποία αυτά ανήκουν” ήταν παραπλανητική και ήταν παραπλανητική διότι τα παιδιά αυτά δεν ανήκουν “σε οικογένεια όπως αυτή νοείται κατά την διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας”.
Αυτό το σημείο όμως ο κ. Βαβούσκος το ξεπερνά χωρίς καθόλου να το αγγίξει. Ή μάλλον από τα γραφόμενά του προκύπτει το εντελώς αντίθετο συμπέρασμα από αυτό στο οποίο καταλήγει. Διότι όπως γράφει “δόθηκε η σχετική άδεια για την τέλεση του μυστηρίου… αφού κατά την εδραία πεποίθηση του παρέχοντος την άδεια Μητροπολίτη η άδεια εδίδετο για την τέλεση βαπτίσεως δύο τέκνων ανηκόντων σε οικογένεια όπως αυτή νοείται κατά την διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας” και όντως εις εμέ είχε δημιουργηθεί αυτή η πεποίθησης όπως ήταν φυσικό από την ανάγνωση της επιστολής του Σεβασμιωτάτου. Πλην όμως, η πεποίθησής μου ήταν πεπλανημένη εφ’ όσον στην πραγματικότητα δεν υπάρχει οικογένεια κατά την ως άνω πολύ ορθή περιγραφή του κ. Βαβούσκου.
Ο Σεβασμιώτατος Αμερικής όμως αν και γνώριζε ότι τα παιδιά αυτά ανατρέφονται από δύο πρόσωπα του ιδίου φύλλου δηλαδή από οικογένεια μη νοουμένη κατά την διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τούτοις την ονόμασε οικογένεια και δι’ αυτού του τρόπου με παραπλάνησε.
Βεβαίως, όπως γράφει ο κ. Βαβούσκος οι εφημέριοι του ναού θα έπρεπε να είχαν διαπιστώσει το πρόβλημα από τα απαιτούμενα έγγραφα και να με είχαν ενημερώσει. Δυστυχώς, οι εφημέριοι δεν ενήργησαν ορθώς διότι στηριζόμενοι εις το γεγονός ότι ο θείος του ενός εκ των δύο ανατρεφόντων τα παιδιά αυτά είναι γνωστός εις αυτούς και τακτικά εκκλησιαζόμενος, απεδέχθησαν να τους δοθούν τα έγγραφα κατά την ώρα της βαπτίσεως όπως λανθασμένα έχουν πράξει εν αγνοία μου και εις ετέρας περιπτώσεις γνωστών προσώπων καθώς μου ανέφεραν μετά την εν λόγω βάπτιση. Ως εκ τούτου δεν γνώριζαν εκ των προτέρων ποιοι ήταν οι ανατροφείς των παιδιών προκειμένου να με ειδοποιήσουν εγκαίρως.
Εικάζω δε, ότι οι ανατροφείς των παιδιών εσκεμμένως ίσως παρακάλεσαν να φέρουν τα έγγραφα την ώρα της βαπτίσεως προκειμένου να συλλάβουν εξαπίνης τους ιερείς διότι πέρισυ είχαν φέρει το ένα παιδί για σαραντισμό και ο ιερεύς αρνήθηκε να τον τελέσει εφ’ όσον δεν έφερε το παιδί η μητέρα του. Βεβαίως κατά τον σαραντισμό δεν τηρούνται έγγραφα και δεν ζητούνται επώνυμα. Γι’ αυτό και οι ιερείς δεν υποψιάσθηκαν τι θα συνέβαινε. Οι ανατρέφοντες τα παιδιά λοιπόν προκειμένου να μη συναντήσουν την ιδία άρνηση και στην βάπτιση εμεθόδευσαν δεόντως την κατάθεση των εγγράφων την ώρα της βαπτίσεως.
Πέραν δε τούτων προφανώς και υφίσταται πρόβλημα ως προς την κανονικότητα της βαπτίσεως εφ’ όσον κατά την τέλεσή της ως παρασχών την άδεια μητροπολίτης είχα πλάνη περί τα πράγματα, η δε εκ των υστέρων γνώσις τούτων δεν συνιστά αποδοχή τους εκ μέρους μου όπως αποδεικνύεται από την αναφορά μου προς την Ιερά Σύνοδο.
Εν κατακλείδι, εάν γνώριζα εγκαίρως ότι τα παιδιά αυτά δεν ανήκουν σε οικογένεια αποδεκτή από την Ορθόδοξο Εκκλησία αφ’ ενός μεν θα παρακαλούσα τον Σεβ. Αμερικής να μη προσέλθει στην βάπτιση αφ’ ετέρου δε δεν θα επέτρεπα ούτε στους ιερείς να την τελέσουν και παραλλήλως θα απευθυνόμουν στην Ιερά Σύνοδο ως προϊσταμένη μου αρχή προκειμένου να μου υποδείξει το πρακτέον για μια τέτοια πρωτοφανή περίπτωση.