Θέμα χρόνου και συγκυριών θεωρείται πλέον η πυροδότηση ενός ακόμη κύκλου αντιπαράθεσης μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος, με φόντο την Πατριαρχική & Συνοδική Πράξη του 1928 η ερμηνεία των όρων της οποίας, φέρνει για μια ακόμη φορά τις δύο Εκκλησίες με την δυσλειτουργική συγγένεια, σε τροχιά σύγκρουσης.
Σχεδόν 100 χρόνια, 93 για την ακρίβεια, μετά την έκδοση της Πράξης δια της οποίας το Φανάρι παραχώρησε στην Εκκλησία της Ελλάδος, επιτροπικώς, τις Μητροπόλεις των περιοχών που προσαρτήθηκαν στο ελληνικό κράτος με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913, οι δύο Εκκλησίες, εξακολουθούν να διαφωνούν ακόμη και να συγκρούονται, με αφορμή την ερμηνεία που δίνουν κάθε φορά σέ ορισμένους από τους όρους της.
Αυτή τη φορά είναι η σειρά (σ.σ. ξανά) του δέκατου όρου που περιγράφει τον τρόπο διοίκησης των πατριαρχικών Σταυροπηγίων για τον οποίο Φανάρι και Αθήνα φαίνεται πως έχουν εντελώς διαφορετική προσέγγιση.
Όλα ξεκίνησαν τον προηγούμενο Μάρτιο όταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης με επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών έθεσε θέμα πιστής τήρησης της Πράξης μνημονεύοντας μάλιστα συγκεκριμένες απαιτήσεις οι οποίες κατέληγαν στην ίδια λέξη: Σταυροπήγια.
Στις 26 Μαρτίου ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος με την επιστολή ανα χείρας σπεύδει στο Μέγαρο Μαξίμου. Ακόμη και σήμερα, έξι μήνες μετά, ούτε η Εκκλησία ούτε η Κυβέρνηση εξήγησαν ποιος ήταν ο λόγος της εσπευσμένης αυτής συνάντησης των δυο ηγετών, την οποία πολλοί είχαν αποδώσει στις διαφωνίες Εκκλησίας – Κυβέρνησης στον τρόπο εορτασμού της επετείου των 200 ετών από την Επανάσταση.
Ωστόσο για ένα εξαιρετικά μικρό κύκλο ανθρώπων τόσο στην Κυβέρνηση όσο και στην Εκκλησία έγινε γνωστό πως στόχος του Αρχιεπισκόπου ήταν να ενημερώσει τον Πρωθυπουργό για τα όσα έρχονται.
Παρά το γεγονός πως το θέμα θεωρήθηκε ως πρώτης προτεραιότητας και εξαιρετικά επικίνδυνο από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές, ο Αρχιεπίσκοπος φρόντισε να κερδίσει χρόνο αποφεύγοντας την οποιαδήποτε κίνηση. Είναι χαρακτηριστικό πως η επιστολή του Πατριάρχη διαβάστηκε στα μέλη της Διαρκούς Συνόδου μόλις στην τελευταία συνεδρίαση της τον προηγούμενο Αύγουστο χωρίς και πάλι να ληφθεί απόφαση ή να συνταχθεί απάντηση.
Λίγες μέρες πριν την συνεδρίαση της ΔΙΣ όπου διαβάστηκε η επιστολή, σε ένα Σταυροπήγιο της Βόρειας Ελλάδας, τη Μονή του Αγίου Νικάνορα στη Ζάβορδα της Μητρόπολης Γρεβενών, το νούμερο δύο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο μητροπολίτης Γέρων Χαλκηδόνος Εμμανουήλ, εξηγούσε από θρόνου στους παριστάμενους κληρικούς και λαϊκούς που συμμετείχαν στον εορτασμό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος την ερμηνεία που δίνει το Φανάρι στα όσα προβλέπει η Πράξη για τα Σταυροπήγια.
Τα όσα είπε σε εκείνη τη Θ. Λειτουργία ο κ. Εμμανουήλ ήταν αποκαλυπτικά και ενδεικτικά του χάσματος στην ερμηνεία των δυο Εκκλησιών επί του όρου 10 της Πράξης.
Αυτό που είπε ουσιαστικά ο μητροπολίτης Χαλκηδόνος ήταν πως το συγκεκριμένο μοναστήρι όπως και όλα τα Σταυροπήγια συνδέονται απευθείας με το Πατριαρχείο, αφού αποτελεί «προέκταση των αυλών του Φαναρίου και του Πατριαρχικού Ναού» ξεκαθαρίζοντας με τον πλέον απόλυτο τρόπο πως ούτε ο τοπικός μητροπολίτης ούτε άλλος έχει την παραμικρή αρμοδιότητα επί της Μονής εκτός του ίδιου του Οικουμενικού Πατριάρχη.
«Είναι μία προέκτασις των Αυλών του Φαναρίου, αυτού καθαυτού του Πανσέπτου Πατριαρχικού Ναού, διά τούτο και εντός αυτού ουδείς φέρει αρχιερατικόν μπαστούνι, ει μη ο ηγούμενος αυτού και ο εκπρόσωπος του Πατριάρχου, διά τούτο τηρείται απαρεγκλίτως το τυπικόν της Μητρός Εκκλησίας άνευ κενών και καινών προσθαφαιρέσεων, (μιτροφορεί και κραττεί ράβδον μόνον ο πρώτος των συλλειτουργούντων κ.ο.κ) και ουδείς Ιεράρχης λειτουργός έχει φήμη κατά την Θείαν Λειτουργίαν ει μη μόνον ο οικείος Επίσκοπος, δηλαδή ο Οικουμενικός Πατριάρχης, όπως ακριβώς συμβαίνει εις τον Πάνσεπτον Πατριαρχικόν Ναόν» είπε πει ο μητροπολίτης Εμμανουήλ.
Μάλιστα σε άλλο σημείο της ομιλίας του, εξειδικεύοντας την σκέψη του σημείωσε πως «Εξ ου, επί παραδείγματι, διά τας μεταβολάς των ηγουμενοσυμβουλίων, την εκλογήν ηγουμένου ή τον διορισμόν αυτού, εκτός του ότι ο Πατριάρχης έχει πάντοτε λόγον και θα πρέπει να έχει λόγον, ενημερώνεται διά γράμματος του Ηγουμένου προς τον Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου Αρχιεπίσκοπον Αθηνών όστις και διαβιβάζει προς τον Παναγιώτατον, άνευ και πάλιν ουδεμιάς αναμείξεως του πλησιοχώρου Μητροπολίτου».
ΕΝΤΟΝΗ Η ΔΥΣΦΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Αυτή η ομιλία του πατριαρχικού απεσταλμένου θεωρήθηκε από την Αθήνα ως ευθεία πρόκληση. Η ερμηνεία που ανέπτυξε ο μητροπολίτης Χαλκηδόνος έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα όσα αναγνωρίζει η Εκκλησία της Ελλάδος που από την πλευρά της θεωρεί πως τα της διοίκησης των συγκεκριμένων Μονών δεν διαφέρουν από αυτά των υπολοίπων που λειτουργούν στην επικράτεια της.
Σύμφωνα με τον δέκατο όρο της Πράξης: «Διατηρούνται απαραμείωτα τα κανονικά δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριάρχου επί των εν Ελλάδι Ιερών Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών Μονών, μνημονευομένου εν αυταίς του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου και εκάστοτε υπό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος διά του Προέδρου αυτής ανακοινουμένης προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην της εκλογής των νέων Ηγουμενοσυμβουλίων των Μονών τούτων. Αλλ̓ η διοίκησις όμως των Μονών και η εν γένει διαχείρισις και ο επ̓ αυτών έλεγχος υπάγονται υπό την άμεσον δικαιοδοσίαν της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, εφαρμοζούσης και επί των Μονών τούτων τας ισχυούσας διά τας εν τη ιδία αυτής περιοχή Ιεράς Μονάς διατάξεις. Η διάλυσις όμως τυχόν ή η συγχώνευσις Πατριαρχικής τινός Σταυροπηγιακής Μονής διενεργείται πάντοτε μετά προηγουμένην συνεννόησιν προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον».
ΟΙ ΦΟΒΟΙ ΤΑ ΣΕΝΑΡΙΑ & ΤΑ ΑΝΤΙΜΕΤΡΑ
Αυτό που φοβούνται ή που αναμένουν να δουν να συμβαίνει αρκετοί μητροπολίτες μετά από αυτή την ερμηνεία που περιέγραψε δημόσια ο μητροπολίτης Χαλκηδόνος είναι η επανάληψη του μοντέλου της Κρήτης.
Τον Νοέμβριο του 2019 η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξέλεξε επισκόπους τους ηγουμένους δύο Πατριαρχικών Σταυροπηγίων στην Κρήτη. Ο ένας ήταν ο ηγούμενος της Μονής Γουβερνέτου ο οποίος έλαβε τον τίτλο Ευμενείας και ο έτερος ο ηγούμενος της Μονής των Τζαγκαρόλων που έλαβε τον τίτλο Δορυλαίου. Οι δυο νέοι επίσκοποι δεν εντάχθηκαν στο δυναμικό της Εκκλησίας Κρήτης αλλά ως ηγούμενοι Σταυροπηγίων υπάγονται απευθείας στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη. Σήμερα στα Χανιά υπάρχουν τρεις αρχιερείς υπο διαφορετικό καθεστώς.
Αυτή τη στιγμή στην Κωνσταντινούπολη υπάρχουν ήδη φωνές που θεωρούν «άξιο και δίκαιο» να επαναληφθεί το σενάριο αυτό και σε άλλα Σταυροπήγια του Θρόνου εντός της Ελλάδας αλλά δεν είναι λίγοι κι αυτοί που ανθίστανται γνωρίζοντας την αλυσίδα αντιδράσεων που μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια ενέργεια στις σχέσεις Φαναρίου – Αθηνών.
Στην Αθήνα πάντως οι περισσότεροι αρχιερείς αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο αυτό ως τον απόλυτο εφιάλτη με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος που μέχρι στιγμής δεν έχει τοποθετηθεί ούτε δημόσια αλλά ούτε και υπηρεσιακά απαντώντας στο πατριαρχικό γράμμα, έχει ήδη δρομολογήσει τις κινήσεις του στην σκακιέρα.
Εκτός από την ενημέρωση της Κυβέρνησης η οποία θεωρείται ο εγγυητής της συμφωνίας που περιγράφει η Πράξη του 1928, προχώρησε σε μια κίνηση ιδιαίτερης βαρύτητας και σημειολογίας, απομακρύνοντας από τον Καθεδρικό Ναό των Αθηνών τον ιεροκήρυκα του, αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Κουλουριώτη ο οποίος ήταν παρών στο συλλείτουργο της Ζάβορδας όπου ακούστηκε η ομιλία του Γέροντα Χαλκηδώνος.
Ο αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος που είναι ταυτόχρονα ηγούμενος της Μονής Αγίας Παρασκευής Μαζίου Μεγάρων βρισκόταν ούτως ή άλλως στο επίκεντρο μας αντίστοιχης διαφωνίας μεταξύ Αθηνών και Φαναρίου σχετικά με το αν το μοναστήρι του είναι ή δεν είναι πατριαρχικό Σταυροπήγιο. Παρά το γεγονός πως η συγκεκριμένη κρίση σοβεί εδώ και μια δεκαετία ο κληρικός αξιοποιήθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο όμως η νέα εξέλιξη γύρω από τα Σταυροπήγια έκοψε εντελώς κάθε δεσμό.
Φαίνεται όμως πως αυτή δεν θα είναι η μόνη κίνηση του Αρχιεπισκόπου. Πληροφορίες που διακινούνται έντονα τις τελευταίες ημέρες μεταξύ των ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος, θέλουν τον κ. Ιερώνυμο αποφασισμένο να προτείνει στο Σώμα της Ιεραρχίας τον ερχόμενο Οκτώβριο την μετάθεση μητροπολίτη των Νέων Χωρών στην Μητρόπολη Περιστερίου.
Αυτό σημαίνει πως ο Αρχιεπίσκοπος θα επιχειρήσει να θέσει σε αμφισβήτηση έναν άλλο όρο της Πράξης, τον πέμπτο συγκεκριμένα, ο οποίος αναφέρεται στον τρόπο πλήρωσης των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών… «απαγορευομένων των αρχιερατικών μεταθέσεων από επαρχίας εις επαρχίαν».
Σύμφωνα με το Φανάρι η Πράξη απαγορεύει κάθε είδους μετάθεση αρχιερέα τόσο προς όσο και από Μητροπόλεις των Νέων Χωρών. Η ερμηνεία που δίνει η Εκκλησία της Ελλάδος είναι διαφορετική. Θωρούν πως η Πράξη απαγορεύει τις μεταθέσεις εντός των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών. Αν για παράδειγμα θέλει ο Αλεξανδρουπόλεως να γίνει Θεσσαλονίκης τότε θα πρέπει να ερωτηθεί το Φανάρι. Αν όμως ο Σιδηροκάστρου θέλει να πάει στο Περιστέρι ή ο Περιστερίου στις Σέρρες τότε είναι θέμα εκτός Πράξης, υποστηρίζουν.
Ουσιαστικά αυτό το οποίο φαίνεται πως σκέφτεται να κάνει ο Αρχιεπίσκοπος, είναι να απαντήσει στην ερμηνεία με μια άλλη ερμηνεία, ώστε να υπάρξει αντίστοιχης βαρύτητας απάντηση.
Αυτή τη στιγμή ελάχιστοι είναι οι μητροπολίτες που πιστεύουν πως το μεταθετό, που απαιτεί αυξημένη πλειοψηφία δυο τρίτων θα μπορούσε να υλοποιηθεί, όμως στην παρούσα φάση φαίνεται πως αυτό το οποίο έχει προτεραιότητα για την Αθήνα είναι να σταλεί το μήνυμα.
ΑΚΡΑΙΑ Η ΠΟΛΩΣΗ
Αν δούμε την ιστορία των σχέσεων Αθηνών – Φαναρίου τις τελευταίες δεκαετίες εύκολα θα εξάγουμε το συμπέρασμα πως οι συγκρούσεις που παράγουν είναι εξαιρετικά ισχυρές.
Το εξόχως ενδιαφέρον αυτή τη στιγμή είναι πως και στα δυο «στρατόπεδα» παρατηρείται ακραία πόλωση, τόσο σε επίπεδο συγκρουσιακών όσο και σε επίπεδο μετριοπαθών.
Οι μεν, θεωρούν πως μια τέτοια κρίση είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία ώστε να λυθούν μια για πάντα τα προβλήματα. «Να συγκρουστούμε να τελειώνουμε» λένε και οι δυο πλευρές. Στην πλευρά της Αθήνας το «τελειώνουμε» θεωρείται η λήξη της ομηρίας, όπως την αποκαλούν, της Εκκλησίας της Ελλάδος από τα πολλαπλά εκκλησιαστικά καθεστώτα και ειδικά στις Ν. Χώρες για την δε πλευρά των σκληρών του «Φαναρίου» το «να τελειώνουμε» είναι η λήξη της παραχώρησης και η πλήρης επαναφορά των επαρχιών αυτών στης απευθείας διοίκηση του Πατριάρχη.
Οι μετριοπαθείς από την άλλη, γνωρίζοντας καλά τις δυνάμεις που εκλύονται στο εσωτερικό των Εκκλησιών τους και τις παρενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν αυτές, προσπαθούν με κάθε τρόπο να αποτρέψουν την κλιμάκωση θεωρώντας βέβαιο πως αυτή τη φορά δεν θα μιλάμε για μια απλή κρίση αλλά για πλήρη και γενικευμένο «πόλεμο».
Το τι θα εξελιχθεί τελικά το γνωρίζουν μόνο οι δυο Προκαθήμενοι που αργά ή γρήγορα θα κληθούν να αποκαλύψουν τις προθέσεις τους. Μέχρι στιγμής έχουν δείξει πως μπορούν να συνεργάζονται παρά τις διαφωνίες και τις επι μέρους συγκρούσεις αλλά και πως είναι ικανοί και αποφασισμένοι να κλιμακώσουν στον μέγιστο βαθμό. Οι τελικές αποφάσεις τους θα κρίνουν τελικά το τι θα ακολουθήσει…