Έχει εμπεδωθεί στη συνείδηση πολλών συμπολιτών μας πως η προνομιακή θέση της Εκκλησίας στο τραπέζι γύρω από το οποίο συγκεντρώνεται η κοινωνία για να συζητήσει, στηρίζεται στο πλέγμα νόμων και ρυθμίσεων που την αφορούν. Λάθος! Όσα υπάρχουν στην ελληνική έννομη τάξη, από την εποχή της Α’ Εθνοσυνέλευσης, σχετικά με την Εκκλησία, ρυθμίζουν άλλα ζητήματα. Τον τρόπο της λειτουργίας του Νομικού Προσώπου καταρχάς, και φυσικά αυτό που λέμε σταθερά σαν καραμέλα με συνταγή γιατρού: τις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους. Με μια λέξη… γραφειοκρατία.
Η σχέση της Εκκλησίας με την Κοινωνία είναι κάτι εντελώς διαφορετικό και σίγουρα δεν στηρίζεται σε κανέναν νόμο. Δεν αντλεί υπόσταση από κανένα Προεδρικό Διάταγμα και δεν θα τη βρούμε σε κανένα νομικό βιβλίο. Γιατί πολύ απλά αυτές οι σχέσεις δεν δημιουργούνται με νόμους και διατάγματα.
Αυτή λοιπόν η σχέση της Εκκλησίας με την Κοινωνία χτίστηκε. Και η θέση της Εκκλησίας στο τραπέζι όπου συζητά η Κοινωνία, κερδήθηκε. Πως; Με την παρουσία της όπου και όποτε η Κοινωνία τη χρειάστηκε. Με την ουσιαστική παρέμβαση της όποτε ο λαός το είχε ανάγκη. Με τον καταλυτικό της λόγο όταν οι συνθήκες το απαιτούσαν.
Οφείλουμε βέβαια να παραδεχτούμε πως δεν τα έκανε πάντα σωστά… αλλά τα έκανε. Δεν συμφωνούσαν πάντα όλοι μαζί της… αλλά τα έλεγε. Δεν συμπορευόταν πάντα με την εποχή και τα θέλω της… αλλά αυτό που είχε να πει το έλεγε. Κοντολογίς, υπήρχε! Και μάλιστα πληρώνοντας κόστος. Τόσο για την φωνή όσο και για την αφωνία της.
Κι έτσι, κάθε φορά που συνέβαινε κάτι σοβαρό ή και λιγότερο σοβαρό στην Ελλάδα του γνωστού μας ταπεραμέντου, οι μισοί περίμεναν να δουν τι θα πει η Εκκλησία για να την ακολουθήσουν, οι άλλοι μισοί για να πάνε κόντρα, φυσικά κι εκείνοι που της έλεγαν «εσύ τώρα γιατί μιλάς;». Κοινή συνισταμένη όλων των παραπάνω; Η αποδοχή της Εκκλησίας στο τραπέζι. Ακόμη κι αυτοί που θεωρούσαν πως δεν δικαιούται να ομιλεί, περίμεναν να τα πει και μετά της έλεγαν… σουτ.
‘Έτσι λοιπόν κερδήθηκε αυτή η θέση. Πως όμως την αξιοποιεί η Εκκλησία σήμερα;
Αν δείτε τις τελευταίες συνεδριάσεις της Συνόδου της Ιεραρχίας με κορυφαία αυτή που ξεκινά αύριο στην Αθήνα, ίσως διαπιστώσετε αυτό που διαπιστώνω κι εγώ. Η Εκκλησία δείχνει πως δεν την θέλει πια. Οι ερμηνείες που δίνω είναι δύο. Είτε θεωρεί πως τα έχουμε όλα λυμένα και δεν υπάρχει λόγος για να ασχοληθεί μαζί μας είτε τα ζητήματα της κοινωνίας δεν την αφορούν πια. Κι εξηγώ.
Αύριο λοιπόν θα συγκεντρωθεί κάτω από την ίδια στέγη, στο σύνολο των εν ενεργεία ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος1*. Από το Σουφλί μέχρι την Καλαμάτα κι από την Ζάκυνθο μέχρι τη Λήμνο. Η Σύνοδος της Ιεραρχίας είναι το ανώτατο διοικητικό όργανο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η κεφαλή της. Τι θα κάνει λοιπόν τις επόμενες ημέρες; Γιατί όλοι αυτοί οι Ιεράρχες θα αφήσουν τα σπίτια και τα γραφεία τους για να έρθουν στην Αθήνα; Για τέσσερις λόγους:
Για να αναδείξουν νέους μητροπολίτες σε Θεσσαλονίκη, Ηγουμενίτσα και Φλώρινα, δέκα επισκόπους οι οποίοι θα αναλάβουν θέσεις στον γραφειοκρατικό κορμό της Εκκλησίας, για να συζητήσουν για τον νέο κανονισμό λειτουργίας των ενοριών και για να αποφανθούν επί της νομικής υπόστασης των ρασοφόρων. Αυτά!
Είναι σοβαρά ζητήματα αυτά; Ναι είναι! Σας απαντώ.
Η Εκκλησία είναι ένα μεγάλο καράβι έχει πολλά επίπεδα και πολλούς μηχανισμούς. Δύσκολα διοικείται, δύσκολα μανουβράρεται, τίποτα στην καθημερινότητα της δεν είναι εύκολο. Όμως, αυτός ο μηχανισμός δημιουργήθηκε για κάποιο λόγο. Ποιον; Μια για να στηρίξει το έργο της Εκκλησίας στην κοινωνία.
Όταν για παράδειγμα αγοράζουμε ένα αυτοκίνητο το κάνουμε για να μπορούμε εύκολα να πηγαίνουμε από το σημείο Α στο σημείο Β. Φροντίζουμε το αυτοκίνητο να είναι λειτουργικό γιατί όπως είπαμε το χρειαζόμαστε για να πηγαίνουμε από το σημείο Α στο σημείο Β. Όταν όμως όλο το ενδιαφέρον μας σταματά στη συντήρηση του αυτοκινήτου και δεν μας ενδιαφέρει πια το να πάμε από το σημείο Α στο σημείο Β έχουμε πρόβλημα. Γιατί πολύ απλά χάσαμε τον δρόμο μας. Ξεχάσαμε γιατί πήραμε το αυτοκίνητο.
Απλοϊκό το παράδειγμα για μια τόσο σύνθετη διεργασία αλλά νομίζω δουλεύει.
Αυτό το σφίξιμο στο στομάχι που προκαλεί το ερώτημα «πόσο η Ιεραρχία θέλει να έχει σχέση με την ζωή μας;», το έχουν πολλοί. Το έχουν πολλά μέλη της Εκκλησίας. Απλοί καθημερινοί άνθρωποι, όπως εγώ, άνθρωποι που παρακολουθούν τη ζωή της Εκκλησίας επιστημονικά όπως οι θεολόγοι, Ιερείς που υπηρετούν στις ενορίες μας και… πολλά μέλη της Ιεραρχίας. Παράξενο ε; Κι όμως. Ένας μεγάλος αριθμός Ιεραρχών νιώθει άβολα με αυτήν την απουσία. Τώρα θα μου πείτε, γιατί δεν μιλάνε; Άλλη υπόθεση αυτή.
Για να μην καταδείξω την αφωνία της Εκκλησίας με τη δική μου φλυαρία, θα καταγράψω μόνο τα κυριότερα ζητήματα που μου έχουν μεταφέρει οι συνομιλητές μου, για τα οποία θα ήθελαν να ακούσουν τι έχει να πει η Εκκλησία. Και πριν από αυτό, θα ήθελαν πολύ να τη δουν να ασχολείται, να προβληματίζεται στο ανώτατο επίπεδο, ουσιαστικά.
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Οι φυσικές καταστροφές που μας έχουν χτυπήσει μόνο την τελευταία χρονιά είναι πρωτοφανείς. Τεράστιες πυρκαγιές, άγριες πλημμύρες, αφήνουν πίσω τους πόνο και καταστροφή. Όλοι, μα όλοι, με αφορμή τα παραπάνω συζητούν για το περιβάλλον. Για όλα αυτά που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Η Εκκλησία δεν έχει άποψη;
ΒΙΟΗΘΙΚΗ
Ο πλανήτης συζητά -ειδικά αυτή τη χρονιά- σε καθημερινή σχεδόν βάση για το θέμα της τεχνητής νοημοσύνης. Μια νέα τεχνολογική επανάσταση βρίσκεται σε εξέλιξη. Που είναι ο λόγος της Εκκλησίας; Το ξέρετε πως στα ξένα πανεπιστήμια υπάρχουν ειδικοί επιστήμονες οι οποίοι ασχολούνται μόνο με την λεγόμενη ηθική της τεχνητής νοημοσύνης;
Ο νέος αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης έθεσε στο δημόσιο διάλογο τρομακτικά ζητήματα βιοηθικής, όπως για παράδειγμα τις παρένθετες μητέρες, αγγίζοντας ταυτόχρονα και ζητήματα ευγονικής. Όλη η κοινωνία αυτό συζητά, παράλληλα με όλη τη συζήτηση περί νέων μορφών οικογένειας. Την Εκκλησία δεν την αφορά; Ή έχει παραχωρήσει τη θέση της στους κάθε λογής ακραίους ιδεολογικά και ψυχικά που έχουν πιάσει «στασίδι» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;
Είναι πολλά τα θέματα που υπάρχουν «εκεί έξω». Το θέμα είναι αν η διοίκηση της Εκκλησίας θέλει να ασχοληθεί. Αν την αφορούν. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, το να έχεις άποψη κοστίζει. Ίσως για τη διοίκηση της Εκκλησίας να είναι άλλες οι προτεραιότητες και η ύπαρξη άποψης, θέσης και τοποθέτησης να μην είναι χρήσιμη.
Σε κάθε περίπτωση, το ερώτημα στο οποίο οφείλει να απαντήσει η διοίκηση της Εκκλησίας είναι ένα. Την ενδιαφέρει να κρατήσει αυτή τη θέση στο τραπέζι; Ωστόσο πριν δοθεί απάντηση θα πρέπει να δούμε το αν, ακόμη και η ίδια η κεφαλή της Εκκλησίας σήμερα, έχει δικαίωμα να αποδομήσει αυτό που γενιές πριν από αυτήν οικοδόμησαν και κέρδισαν. Γιατί κακά τα ψέματα. Είναι κάποια τραπέζια από τα οποία αν σε διώξουν ή αν σηκωθείς να φύγεις, η θέση χάνεται.
- Στην Σύνοδο της Ιεραρχίας που συγκαλείται κάθε Οκτώβριο, συμμετέχουν οι ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος. Δεν συμμετέχουν οι Ιεράρχες που υπηρετούν σε Κρήτη και Δωδεκάνησα αφού οι συγκεκριμένες Μητροπόλεις υπάγονται απευθείας στον Οικουμενικό Θρόνο ↩︎