Η δημόσια παρέμβαση είκοσι επιφανών πανεπιστημιακών συναδέλφων από κορυφαία ιδρύματα της Ευρώπης, των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά υπέρ της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά συνιστά μια αυθεντική και καλοπροαίρετη εκδήλωση επιστημονικής εγρήγορσης και εκκλησιαστικής ευαισθησίας, ιδίως σε μια συγκυρία όπου αναδύονται νέες προκλήσεις που άπτονται της ιδιοκτησιακής και νομικής κατοχύρωσης της Μονής.
Οι υπογράφοντες εκφράζουν τον σεβασμό τους προς τον τόπο λατρείας και το μοναχικό πληρώμα, και η ακαδημαϊκή τους αυθεντία προσδίδει οπωσδήποτε βαρύτητα στη διεθνή αυτή έκκληση. Η δημόσια παρέμβαση ήταν αναμφίβολα θετική ως προς την ανάδειξη του πνευματικού και πολιτιστικού κύρους της Μονής και αποτελεί χρήσιμη συμβολή στην ευαισθητοποίηση της διεθνούς κοινότητας.
Ωστόσο, για να αποκτήσει πληρότητα και λειτουργική αποτελεσματικότητα στο πεδίο του δημόσιου λόγου και της διακρατικής διαπραγμάτευσης, είναι απολύτως αναγκαίο να συμπληρωθεί με σαφή αναφορά στις νομικές και κανονικές διαστάσεις που συγκροτούν το ειδικό καθεστώς της Μονής.
Η απουσία αυτής της αναφοράς ενέχει τον κίνδυνο να ερμηνευθεί –από τρίτους, λιγότερο καλοπροαίρετους– ως υπαινικτική αποδοχή μιας «ουδετερότητας» του καθεστώτος, ικανής να καταστήσει ασαφή τα όρια της ελληνορθόδοξης διοικητικής, πνευματικής και ιδιοκτησιακής συνέχειας, ιδίως έναντι θρησκευτικών υποκειμένων που δρουν στην περιοχή του Σινά με αυξημένο ενδιαφέρον για τη θεσμική ανακατανομή πνευματικών ερεισμάτων.
Συγκεκριμένα, στο κείμενο της διακήρυξης δεν γίνεται καμμία αναφορά στο ιστορικά εδραιωμένο ιδιοκτησιακό καθεστώς της Μονής ούτε στον ελληνορθόδοξο χαρακτήρα της, στοιχεία τα οποία είναι νομικώς και κανονικώς αναπόσπαστα από την υπόσταση και τη λειτουργία της.
Η διακήρυξη περιορίζεται να χαρακτηρίζει τη Μονή ως “προσκύνημα για όλες τις χριστιανικές ομολογίες”, χωρίς να τονίζει ότι η Μονή τελεί υπό καθεστώς αυτοδιοίκησης, με μοναδική στο σώμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας διοικητική και κανονική αυτονομία, και με τεκμήριο ιστορικής κυριότητας επί του εδάφους βάσει της θεωρίας της possession immémoriale.
Εάν η διακήρυξη δεν αναγνωρίζει την ελληνορθόδοξη υπόσταση και την ιδιοκτησιακή της αυτοτέλεια, ποιος εγγυάται ότι αύριο, υπό τον ευρύ αυτόν αχρωματικό μικροκοσμοπολιτισμό, τυχόν άλλες θρησκευτικές κοινότητες που έχουν παρουσία στην περιοχή δεν θα διεκδικήσουν “δικαιωματικά” την εδαφική κυριότητα και τη λειτουργική διαχείριση της Μονής;
Η Ιερά Μονή του Σινά δεν είναι απλώς χώρος λατρείας και πολιτιστικής μνήμης. Αποτελεί ένα sui generis εκκλησιαστικό νομικό και κανονικό υποκείμενο, με αυτοτέλεια που εκπορεύεται από διαχρονική κανονική παράδοση και από την αναγνώριση διαδοχικών κρατικών και διοικητικών εξουσιών (Βυζάντιο, Άραβες, Οθωμανοί, Αιγύπτιοι).
Η εγγραφή της στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO (2002) συνεπάγεται διεθνείς δεσμεύσεις για το Αιγυπτιακό κράτος όχι μόνο αναφορικά με τη διατήρηση της υλικής υπόστασης, αλλά και με την πνευματική-διοικητική της αυτονομία και το δικαίωμα ιδιοκτησίας επί των λειτουργικών εκτάσεων (άρθρο 1, Πρωτόκολλο 1 ΕΣΔΑ· Σύμβαση UNESCO 1972).
Η πρόσφατη εφετειακή απόφαση, κατά την οποία φαίνεται να αμφισβητείται η νομική κυριότητα της Μονής επί κρίσιμης έκτασης εδάφους, δεν αμφισβητεί το δικαίωμα λατρείας καθ’ εαυτό του (το οποίο τεκμηριώνεται ρητώς στο Αιγυπτιακό Σύνταγμα και προστατεύεται από το άρθρο 18 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα).
Όμως, η de facto ή de jure απομείωση της “ιδιοκτησιακής αυτοτέλειας” επηρεάζει ευθέως την πρακτική δυνατότητα της Μονής να ασκεί ελεύθερα τις θρησκευτικές, διοικητικές και εκπαιδευτικές της λειτουργίες, καθώς και την ικανότητα στέγασης και διατήρησης του μοναχικού της πληρώματος.
Η διακήρυξη, χωρίς να απαξιώνει τη θετική πρόθεση των υπογραφόντων, κινδυνεύει να παραλείψει τη νομική ουσία: η θεσμική υπόσταση της Μονής δεν μπορεί να περιοριστεί σε χαλαρό ηθικό κάλεσμα υπέρ της «παγκόσμιας» χριστιανικής κληρονομιάς, όταν η ίδια η ακρίβεια των νομικών όρων (ιδιοκτησία, αυτοδιοίκηση, ελληνορθόδοξη παράδοση) αποτελεί προϋπόθεση για την ενδεδειγμένη προστασία της.
Η Ελλάδα, ως κράτος με ιστορική και πνευματική εποπτεία επί της Μονής (δίκαιο droit de regard), έχει υποχρέωση να διατυπώνει σαφείς νομικές παρατηρήσεις σε διεθνές επίπεδο. Η σχέση αυτή δεν θεμελιώνεται σε απλή “συμπάθεια” αλλά σε θεσμικούς και κανονικούς δεσμούς: από το 2014, υπό το πρίσμα της εξωτερικής πολιτικής Ελλάδας–Αιγύπτου, επιχειρήθηκε η διαμόρφωση συμφωνίας («εξώδικου συμβιβασμού») μεταξύ του Αιγυπτιακού Δημοσίου και του Ηγούμενου, που θα επιβεβαίωνε, πριν την τελεσιδικία της εφετειακής απόφασης, την ακεραιότητα της ιδιοκτησίας και της διοικητικής αυτοτέλειας της Μονής. Η απόπειρα αυτή σηματοδοτεί πρακτικά την αναγνώριση, εκ μέρους υψηλών πολιτικών παραγόντων (Πρόεδρος Σίσι, Έλληνας Πρωθυπουργός), της αναγκαιότητας προστασίας του ελληνορθόδοξου χαρακτήρα.
Η επιλεκτική παραλλαγή της Μονής σε “προσκύνημα όλων των Χριστιανών” δυνητικώς ανοίγει τον δρόμο στην de facto “ενεργειακή” ουδετεροποίησή της: όχι ως τόπος απλώς ιστορικής σπουδαιότητας, αλλά ως νομικής και κανονικής οντότητας που μπορεί να διεκδικηθεί από ποικίλες ομολογίες ή κρατικά σχήματα, εφόσον πρώτα αποδεσμευτεί από το θεσμικό πλαίσιο της ελληνορθόδοξης αυτοδιοίκησης.
Η ενδεχόμενη αποχώρηση της ελληνόφωνης μοναχικής κοινότητας – την οποία προστατεύει το Αιγυπτιακό Σύνταγμα και το διεθνές εθιμικό δίκαιο – θα συνιστούσε de facto κατάλυση του καθεστώτος, παρά τη ρητή δήλωση ότι δεν κινδυνεύει “η θρησκευτική ελευθερία”.
Η συγκέντρωση δυνάμεων στο ηθικό κάλεσμα, από τη μία, και η αποσιώπηση των νομικών και κανονικών πτυχών, από την άλλη, μπορεί να αποτελέσουν παράγοντα περαιτέρω αποσταθεροποίησης. Όχι διότι οι υπογράφοντες έχουν κακή πρόθεση· αντιθέτως, διότι η προστασία επιστημονικά, κανονικά και νομικά τεκμηριωμένου αντικειμένου δεν αρκεί να στηρίζεται στην ευρεία “οικουμενική” ρητορική, όταν οι συμβατικές και εθιμικές δεσμεύσεις απουσιάζουν.
Κατά την προσφιλή νομικό-κανονική μεθοδολογία, η προστασία ενός σώματος προϋποθέτει αναγνώριση της ιδιοκτησίας, της νομικής προσωπικότητας, της διοικητικής αυτοτέλειας και της πνευματικής ταυτότητας. Όταν λοιπόν διακηρύσσεται ότι η Μονή ανήκει “σε όλες τις Χριστιανικές ομολογίες” χωρίς αναφορά στην ελληνορθόδοξη αυτοδιοίκησή της, δημιουργείται ερωτηματικό και μάλλον νομικό κενό.
Αν το καθεστώς ιδιοκτησίας δεν κατονομάζεται, ποιος θα εγγυηθεί ότι αύριο δεν θα προσέλθουν Ρωμαιοκαθολικοί ή Κόπτες και δεν θα διεκδικήσουν την ίδια έκταση, επικαλούμενοι εξίσου το “προσκύνημα όλων” ως νομική βάση;
Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί μόνο με ηθικές εκκλήσεις, αλλά απαιτεί την αυστηρή τεκμηρίωση ότι η ιδιοκτησία, η διοικητική αυτοτέλεια και η ελληνορθόδοξη πνευματική φυσιογνωμία της Μονής αποτελούν de jure και de facto προϋποθέσεις για την άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως κατοχυρώνεται από το Αιγυπτιακό Σύνταγμα, τη Σύμβαση UNESCO του 1972, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (άρθρο 18) και το διεθνές έθιμο.
Τελικώς, η προστασία της Ιεράς Μονής του Σινά- και δια των περιουσιακών της ζητημάτων- δεν είναι υπόθεση ηθικής συμπάθειας. Πρόκειται για θέμα δικαίου: εάν επιθυμούμε το Σινά να παραμείνει σημείο σύνθεσης μεταξύ των μονοθεϊστικών θρησκειών και ταυτόχρονα θεματοφύλακας της ελληνορθόδοξης παράδοσης, οφείλουμε να θεμελιώσουμε κάθε έκκληση σε νομική και κανονική ακρίβεια και θεσμική σαφήνεια.
Μόνον έτσι διασφαλίζεται ότι η Μονή θα συνεχίσει να λειτουργεί ως ζωντανό εκκλησιαστικό σώμα και sui generis πολιτιστικό μνημείο, χωρίς να κινδυνεύει η αυτοτέλεια, η νομική υπόσταση και η κανονική-πνευματική της συγκρότηση.